Fractal

Ο τελευταίος ρυθμός Σμύρνη, 31/8/22

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

 

Αν μ΄αγαπά και

είναι όνειρο

ποτέ ας μην ξυπνήσω

 

 

Είναι παράξενοι οι τρόποι που βρίσκει η ιστορία για να διακόψει το ρεύμα της πραγματικότητας. Η επιστήμη που επικεντρώνεται στις κοινωνικές και εθνικές μεταβολές, το αφήγημα της ανθρώπινης μνήμης που γίνεται συνείδηση, συνιστούν μερικές μόνο από τις προεκτάσεις της ιστορικής καταγραφής. Πρόκειται για τον ακούραστο φωτογράφο που συντροφεύει σε κάθε βήμα του αυτόν τον κόσμο, συγκρατώντας στο διηνεκές κάθε μια εποχή. Ένα είδος τελευταίου κρίκου που διαμορφώνει σήμερα τα εθνικά όρια με το είδος της κοινής συνείδησης. Μιας ιδέας που γιγαντώνεται μες στους καιρούς, περνώντας μες στην συλλογική ψυχή.

 

 

Τα πρόσωπα που την γράφουν μοιάζουν πια εξέχουσες μορφές. Περιβάλλονται με όλο τον θαυμασμό και την αποδοχή ή την απόρριψη της κοινωνίας. Στις μορφές τους αντικρίζει κανείς τις θαρραλέες αποφάσεις, τα ολέθρια σφάλματα, τις επαχθέστερες πράξεις, την πίστη στο πάθος και τα όρια της ανθρώπινης θέλησης.

Η ελληνική καρδιά μας πάλλεται γεμάτη από ημερομηνίες και γεγονότα. Η ιστορία έχει αφήσει παντού το σημάδι της. Η σχέση της με αυτόν τον τόπο υπήρξε ανέκαθεν ιδιαίτερη. Στην ελληνική επικράτεια του 21ου αιώνα αυτά τα χνάρια στέκουν μισοσβησμένα πια. Το πολύπλοκο σύστημα των διακρατικών σχέσεων μας θέλει αξιολογητές μιας άλλης ιστορίας, ενός άλλου αφηγήματος. Η δική μας θέση άλλωστε είναι με την ανάμνηση όλων όσων συνθέτουν την καλύτερη εκδοχή μας.

Το θεμελιώδες, κοινωνικό ζήτημα του τελευταίου ραγδαίου αιώνα αποτέλεσε το πεδίο στο οποίο ασκείται η εγχώρια διπλωματία. Αυτό το υψηλότατο επίπεδο διαλόγου πραγματώνεται σήμερα από τον διαχρονικά επιλήσμων, νεοέλληνα. Ο καινούριος άνθρωπος σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου διδάσκεται να ξεχνά. Η θύμησή του αρδεύει μονάχα απ΄τα μάτια, ποτέ απ΄την ψυχή. Ένα μόρφωμα που χάνει τις επαφές, που μεγαλώνει τις αποστάσεις, καταργεί κάθε συνδετικό κρίκο με όσα κατακτήθηκαν δεκαετίες πριν, όταν ακόμη τις σελίδες της ιστορίας γέμιζαν οι εθνικές φιλοδοξίες. Προτού φανούν εκείνοι οι τρομεροί πόλεμοι που όμοιούς τους δεν είχε μαρτυρήσει το ανθρώπινο είδος. Αυτός ο τύπος, κοινός σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου που ολοένα ανοίγει τα σύνορά του, αφήνοντας έξω το παρελθόν οπλίζει το ίδιο του το χέρι. Συντρίβει και αυτήν την τελευταία πιθανότητα, τον ύστατο δεσμό. Αυτήν την βαθιά ζωή που αποκτούν μέσα μας τα πράγματα και οι άνθρωποι έρχονται να διακόψουν απότομα οι σαθρές μας πεποιθήσεις. Οι τόσο επίκαιρες, που αλλάζουν εύκολα κατεύθυνση και ισορροπία. Όσες κυμαίνονται από την καπηλεία της εθνική ιδέας μέχρι την πλήρη αδιαφορία και τον μηδενισμό μες στις έξαλλες ταχύτητες.

Κάπως έτσι έρχεται σήμερα αυτή η μνήμη, που τίποτε περισσότερο δεν συνιστά για τις καινούριες γενιές. Και ας καθόρισε την όψη και τη σύσταση μιας ολόκληρης χώρας. Και ας μπόλιασε με το μισό του αυτόν τον πολιτισμό που άκμασε σε κάθε πλευρά του Αιγαίου, τιμωρημένος με τη σύντομη ακμή ενός τόξου. Το ολοκαύτωμα της Σμύρνης, αυτό το τραγικό γεγονός για την ελληνική ψυχή, επανέρχεται σήμερα, με τη φοβερή του πραγματικότητα διακόπτοντας για λίγο τους στείρους ενθουσιασμούς μας, τις ανεξήγητες εξάρσεις, το οπαδικό μας πνεύμα. Οι φωτογραφίες των θυμάτων, το πανόραμα ενός πολιτισμού που σβήνει οριστικά, η διεθνής διπλωματία με τη λογική και το μέτρο της σε πρώτο πλάνο, σημαδεύουν τα τραγικά γεγονότα. Η δαπανημένη προσπάθεια για μια μεγάλη ιδέα θα μεταβληθεί στο σαρωτικό κύμα που θα γεννήσει δεκαετίες μετά την πιο ντροπιαστική μας ήττα.

 

 

Την ώρα που η ευρωπαϊκή οικογένεια, -χειμαζόμενη σαν κάθε άλλη-, ζυγίζει τον όλεθρο στη σκιά των συμβόλων που ξέπεσαν, όσο η εντοπια πολιτική σκηνή λαμβάνει το λόγο, ορθώνοντας δίχως αντίκρισμα κάτι απ΄το ανάστημά της, οι νεκροί περιμένουν. Στέκουν σιωπηροί, με αυτήν την καταδίκη που τους βαραίνει. Γερνούν μαζί με την προκυμαία στο adagio του καιρού.Προσμένουν πως κάποιος θα θυμηθεί, πως κάποιος θα νιώσει μέσα του πόσες εθνικές τραγωδίες βαρύνουν τη δική μας υπαιτιότητα. Τότε με μια πρωτόγνωρη αμηχανία, σαν έναν αιώνιο, πρώτο έρωτα θα ανάψουν μέσα μας οι καθρέφτες. Αυτοί οι σκληρότατοι κριτές που συνοψίζουν τη στάση και το ήθος μας.

Να κοιτάς στα μάτια τους νεκρούς του ΄22, μοιάζει με την παραδοχή ως στρεβλών όλων εκείνων των επιλογών που έσυραν την χώρα ως τον αργό, εμφυλιακό θάνατο. Η παρακμή είναι μια συνέχεια. Εκείνοι οι θάνατοι, εκείνες οι σφαγές γίνονται ρομαντικοί με τον καιρό. Και όμως σημαίνουν πάντα την πλάνη μιας ολόκληρης κοινωνίας, πολεμοχαρούς, φιλόδοξης, σχεδόν ετοιμόρροπης ήδη από τότε. Οι εξακόσιες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι που σφαγιάστηκαν υπήρξαν οι ολέθριες συνέπειες των άκριτων επιλογών μιας εφηβικής δημοκρατίας. Ενός συστήματος που γυρεύοντας τη θέση του, δίχως δημιουργικότητα και φαντασία θέλησε να επιστρέψει σε μια χαμένη υπόθεση. Τα αργά αντανακλαστικά της θα λειτουργήσουν χρόνια μετά, με την τελική ανάμειξη αυτών των κόσμων, αυτών των σημασιών που ευλογήθηκαν απ΄την ελιά του βράχου, τους κάβους, τις ρεματιές, τα ποιήματα, τις δραματικές εξόδους, το Ζάλογγο. Η πολιτιστική ανάδειξη της βίαιης, κοινωνικής μεταβολής που συντελέστηκε στην Ελλάδα από το 1922 και μετά, έδειξε τους καρπούς της, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη του ρόδου μες στον πιο πικρό κόσμο. Η επαρχιώτικη και σπασμωδική εκτίμηση εκείνης της τρομερής απώλειας, δεν επέτρεψε καμιά εκτίμηση. Η αυτοκριτική μας κατέληξε στην Ελένη που ακροβατεί στις κορυφές του Γράμμου, παράπλευρη απώλεια της πιο αναίτιας σφαγής. Μιας πληγής που παραμένει ανοιχτή. Μιας πολύπλοκης και επίμονης ασθένειας που επανέρχεται όλο και πιο άγρια για να μας καθηλώσει ξανά και ξανά με τ΄αδιέξοδό της.

Πώς λοιπόν η εποχή μας να κοιτάξει σε βάθος εκείνες τις φωτογραφίες. Διακινούνται με ταχύτητα από εξώφυλλο σε εξώφυλλο όμως κανείς δεν τις παρατηρεί. Κάτι πολύ μακρινό τις χρωματίζει, κάτι που κατευνάστηκε για πάντα. . Τίποτε δεν σημαίνουν πια εκείνοι οι νεκροί. Γεμίζουν σχολικά βιβλία, κάθε τόσο κάποιος τους αφαιρεί ακόμη και τη μνήμη. Δεν θα ξεφύγουμε ποτέ απ΄τ΄άδεια τους μάτια αν δεν κοιτάξουμε, αν δεν προσέξουμε μέσα τους τη ζωή που στερήθηκαν. Αν δεν νιώσουμε πως συνιστούν το ολοζώντανο νεύρο μας. Τα σήματα του πεπρωμένου μας, ενδείξεις του μεγαλείου που καταρρέει μαζί με ένα αδύναμο όραμα.

Θέλω να πως καθώς οι επιστολές των Ελλήνων αξιωματούχων στοιχηματίζουν σε νεκρά αθροίσματα, η ελληνική εποποιία παραμένει άθικτη. Ρούχα γιορτής κρυμμένα στο ερμάρι. Μια προίκα που περιφρονήσαμε. Ένα κληροδότημα που παλιώνει σαν την απογοήτευσή μας. Οι νεκροί της Σμύρνης, οι Αρμένιοι που ακόμη τους αρνούνται μια θέση μες στην παγκόσμια ιστορία, οι συνοικισμοί που πέρασαν στην νεοελληνική μυθολογία, σημαδεύοντας την τέχνη και τη ζωή αυτής της χώρας τίποτε το μεγαλειώδες δεν διαθέτουν. Συμβολίζουν το συλλογικό μας λάθος, αυτή την ιδιότυπη συμπεριφορά που μας συντρίβει, έξω απ΄τη λογική και ακόμη έξω και από το ίδιο μας το πάθος.

Η συλλογική μας μνήμη είναι ο τελευταίος από τους ρυθμούς που σώζεται ακόμη. Εκείνοι οι νεκροί που θα κατακλύσουν και πάλι τον εγχώριο τύπο φέρνουν μαζί τους τις παραδοχές που δεν τολμήσαμε. Είναι η μοναδική μας αποσκευή, τα πράγματα τα πιο αγαπημένα. Τα λάθη μας που πρέπει να αγαπάμε. Αυτός ο δεσμός είναι ό,τι μας απέμεινε.

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

Φωτό: wikipedia, M.Μπενάκη

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top