Fractal

Η αλήθεια του καθενός είναι το αγώγι του

Του Γιώργου Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα “Σκυλί δεμένο”, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2017

 

Η πρώτη επαφή με την υλική υπόσταση του βιβλίου: άριστη. Χαρτί ανάγλυφο, δεν χορταίνεις να το χαϊδεύεις. Δύο ισομεγέθη κάδρα στο εξώφυλλο. Στο επάνω περιέχονται όλα τα σχετικά με το βιβλίο (τίτλος, συγγραφέας, εκδότης, προσδιορισμός) και στο κάτω ένα ζωγραφικό έργο που παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, το οποίο φιλοτέχνησε ο Φαίδων Πατρικαλάκις. Παραδόξως το εκεί εικονιζόμενο σκυλί δεν είναι δεμένο. Τα πουλιά είναι στο κλουβί τους, οι τρεις άνθρωποι στο δικό τους κλουβί (σαλόνι) δεμένοι με τις συνήθειες, τα ρούχα και τα κοινωνικά τους δεσμά μα το σκυλί δεν φοράει λουρί ούτε είναι πιασμένο με σχοινί. Απαλά χρώματα, αθωότητα. Άλλες εποχές. Ο γραφίστας που έκανε την τελική σύνθεση πήρε το γλυκύτερο χρώμα από τον πίνακα και χρωμάτισε τον τίτλο του βιβλίου και τον λογότυπο των εκδόσεων, επιτυγχάνοντας έτσι τη μέγιστη δυνατή αρμονία.

Πρώτη σκέψη; Υπάρχει άραγε αυτή η αρμονία και στα ποιήματα; Πώς να είναι άραγε ο λόγος της πρώτης ποιητικής συλλογής της Δήμητρας Κουβάτα; Και έπονται περισσότερα. Γιατί το σκυλί να είναι δεμένο; «Ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα» λέει η έκφραση του λαού, δηλαδή μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς. Εδώ ο ενικός δρα προσδιοριστικά. Ποιο από όλα τα εμπόδια έχει ξεπεραστεί, έχει παραμεριστεί; Ποια αναστολή, ποια καταπίεση, ποιός φόβος; Ποιο σκυλί είναι δεμένο; Τι είδους σκυλί να είναι αυτό;

Στον μύθο του Αισώπου για τον λύκο και τον σκύλο, ο λύκος ρώτησε έναν σκύλο που ήταν δεμένος, ποιος τον έδεσε. «Μήπως αυτός που σε ταΐζει;» του είπε. Το σκυλί απάντησε πως ναι, ένας κυνηγός. Ο λύκος απήλθε λέγοντας πως προτιμάει την πείνα παρά το σφίξιμο του κολάρου. Ας δούμε τι τρέχει εδώ, ποιο είναι το κολάρο, ποιο το φαγητό και ποια η πείνα.

 

Η αρχή γίνεται ανορθόδοξα. Από το τελευταίο στοιχείο μιας πρότασης: την τελεία, όπου στο ομότιτλο ποίημα μεταξύ άλλων αποκτά μεταφορική υπόσταση:

 

Τελεία.

Μερικές φορές καταπακτή

μαζί με μια παύλα.

Άλλες φορές επίλογος,

με χείλη δαγκωμένα.

 

 

Το επόμενο ποίημα που αναφέρεται «Στις παρυφές της πόλης» βάζει άφθονες νοηματικές τελείες, με προεξάρχουσες αυτές των προσωπικών ορίων και επιλογών:

 

…ουδέποτε

εκχώρησα δικαίωμα ιδιοκατοίκησης

σε αυτούς

που επιδίδονται

κατ’ επάγγελμα

στη δήωση του χρόνου μου

στη σύληση του χώρου μου

στο θέρισμα των χόρτων μου…

 

ενώ με «Αστική ευγένεια» λέγονται με πέντε στίχους (ή μάλλον υπονοούνται) όλα όσα θα χρειαζόταν ώρες για να δώσεις στον άλλον να καταλάβει. Το πώς νιώθεις, το ποιος είσαι, το πώς θέλεις να σε προσεγγίζουν, το ποια είναι τα όριά σου, ως πού είσαι ανοιχτός για τον άλλον:

 

Θερμά παρακαλώ

 

να βγάλεις τα παπούτσια σου

στο ξύλινο πάτωμά μου.

 

Τρίζουν τα μέσα μου

 όταν έρχεσαι.

 

Αφήνεται να εννοηθεί ότι εγώ είμαι εδώ και το «σκυλί δεμένο»; Έλα, μα πρόσεξε πώς θα ’ρθεις; Τι είδους πρόσκληση είναι αυτή με όρους ή προειδοποιήσεις; Έντιμη. Δηλωτική επιθυμία να έλθει ο άλλος, μα θα είναι καλοδεχούμενος μόνο αν έρθει με σεβασμό.

 

Δήμητρα Κουβάτα

 

Από την άλλη, υπάρχουν και στιγμές έντονου πόθου, ανεξέλεγκτης λαχτάρας για έρωτα, για ζωή:

 

Είπα αδημονώ

κι αναμετρώ τις κλίμακες του πόθου μας

που έρχεται.

 

Εκεί δεν ξέρω αν ξεχειλώνουν λίγο τα όρια, έστω και πρόσκαιρα. Προσωπικό θέμα του καθενός.

Το καταγεγραμμένο ως σύνηθες είναι το «μετά» που έρχεται ύστερα από τον έρωτα, ύστερα από τον όποιο «κορεσμό». Ύστερα από τη μετατροπή του έρωτα σε συνήθεια, σε δεδομένο, σε καθημερινή χειροπιαστή δυνατότητα, χωρίς την αρχική μαγεία του απρόβλεπτου, του παιχνιδιού, των εκπλήξεων.

Δίχως την πρωτοτυπία, δίχως τη συμμετοχή της φαντασίας. Ένα «μετά» όπου απουσιάζει εντελώς η «ζαβολιάρικη» πρόθεση να ανακαλύψεις τον άλλο συνολικά, να τιμήσεις κάθε κύτταρο του σώματός του, κάθε φωνήεν και κάθε σύμφωνο του λόγου του, κάθε απόχρωση των αισθήσεών του και μέσα από αυτό, να μαγευτείς από την αποκάλυψη πως ταυτόχρονα ανακαλύπτεις και εσένα. Αν αυτό καταλαγιάσει, αν χαθεί ή μπει σε κουτάκια, έρχεται αμείλικτο το σύνηθες – πρακτικό «μετά»:

 

Μετά πάψαμε να μιλάμε.

Τώρα μόνο για τους λογαριασμούς και τα παιδιά.

 

Μία παράγραφος 118 λέξεων, αποδόθηκε θαυμάσια σε δύο στίχους με δώδεκα λέξεις. Με δύο ρήματα και δύο ουσιαστικά. Προνόμιο: ποιητικό.

Αφήνεται να εννοηθεί ότι ο δρόμος ανοιχτός και το «σκυλί δεμένο»; Δηλαδή, είσαι ελεύθερος πλέον να πας όπου θέλεις; Ή μπορεί και το αντίστροφο, εγώ να επιλέξω να φύγω, να πάω όπου θέλω; Μήπως ο έρωτας κατάντησε πια «σκυλί δεμένο», σκλαβωμένο, δεδομένο; Όλα είναι πιθανά. Όταν έχει αλλάξει ο ένας από τους δύο ή και οι δυο, όσο κι αν προσπαθήσεις ομολογώντας:

 

έψαξα στο ντουλάπι

με τις ήπιες λύσεις.

Αυτοσχεδίασα ξανά

 

στο τέλος αποκαμωμένος (-η) παραδέχεσαι και καταλήγεις πως δεν έχει νόημα, άδικα «το κουράζεις», αφού

 

εσύ, ακόμα ένα βορινό παράθυρο

που σκέβρωσε

και δεν μπορώ να το ανοίξω.

 

 

Συνεχίζεις όμως να ζεις. Μετέχεις, κινείσαι, τρίβεσαι, δρας, πληγώνεσαι, μαθαίνεις. Στον απολογισμό σου προσμετράς πολλά:

 

Ενυδατώνω προστατευτικά

την εγκαρτέρηση.

Υποστυλώνω

με θωπείες και επιθέματα

όπου εντοπίζω

τη φθορά.

 

Μετά

δέχομαι να αφεθώ

στην καλλυντική ευεργεσία

των επιλήσμονων ονείρων.

 

Αφήνεται να εννοηθεί ότι στα όνειρα η απόλυτη ελευθερία, η ουσιαστική παρηγοριά, ότι εκεί ο δρόμος ανοιχτός και το «σκυλί δεμένο»;

Ή εσύ «σκυλί δεμένο» που μόνο με τα όνειρα μπορείς να πας όπου θέλεις, μπορείς να ξεφεύγεις;

 

 

Αλλάζοντας σκηνικό, έρχεται το θέμα «γυναίκα» και μάλιστα ώριμης ηλικίας. Είναι άραγε για εκείνη ο δρόμος λεύτερος πια και το «σκυλί δεμένο» ή είναι ακόμη στο έλεος του πόνου, των πεποιθήσεων και στην ουσία νιώθει η ίδια σαν «δεμένο σκυλί»; Μήπως είναι «σκυλί δεμένο» στον πάσαλο του χρόνου; Ή είναι σε μια διαρκή σταύρωση, και μάλιστα υποκριτική, αφού η ανδροφτιαγμένη κοινωνία, ενώ από τη μια χαίρεται και απολαμβάνει τη φρεσκάδα και την προνοητικότητα του θηλυκού μυαλού, τη χαρά της αφής και την ηδονή του τρύγου του γυναικείου στήθους, την υπέρτατη απόλαυση και επικοινωνία με τη ζείδωρη μήτρα, από την άλλη τα υποτιμά, τα καταδικάζει, τα σταυρώνει; Προς τι η μετοχή «πάσχουσα»; Ή μήπως είναι η νεοχριστιανική αντίληψη που σταυρώνει ό,τι ιερότερο, ό,τι ομορφότερο, ό,τι αγνότερο στη γυναίκα;

 

Οι ώριμες γυναίκες

όταν εκκλησιάζονται

κάνοντας το σημείο του σταυρού

αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές.

 

 

Η αγάπη; Καιρός να δούμε πόση αξία της δίνεται. Πράγματι, η αγάπη ως δροσερό νερό στην υδρία του χρόνου υμνείται έμμεσα με το να αναγορεύεται ως μέτρο ζωής, ως κριτήριο για το αν μια ημέρα πήγε χαμένη ή όχι:

 

Μη μου μαθαίνεις να μετρώ με αριθμούς.

Μάθε με να λογαριάζω με μέρες αδειανές από αγάπη.

 

 

Αν σε μια χρονική περίοδο υπερτερούν οι άδειες από αγάπη μέρες, τότε ζημία:

 

άτοκη εν τέλει

η κατάθεση ζωής.

Καμία απόσβεση.

Κανένα απόθεμα ψυχής.

Χώρια οι κρατήσεις.

 

Στο βάθος, αφήνεται να εννοηθεί ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός και το «σκυλί δεμένο», μα η αγάπη πουθενά, μόνο η ρουτίνα μπαινοβγαίνει λεύτερη στην καθημερινότητα.

 

Στα δύσκολα μα και στα τετριμμένα, η εσωτερική μας φωνή ακούγεται σταθερή, ξεκάθαρη, καλώντας εκείνη στην οποία οφείλουμε την ύπαρξή μας, εκείνη τη μία και μοναδική στην οποία πάντα τρέχαμε να βρούμε καταφύγιο, να νιώσουμε το χάδι της, να γεμίσουμε από την αγκαλιά της. Εκείνη η οποία για χάρη μας πάντοτε «έδενε όλα τα σκυλιά του κόσμου» για να μας προστατεύσει :

 

θέλω

να είναι πάντα εκεί

η μάνα μου

ένα λεπτόφλουδο, μα υπέρχειλο

δροσιστικό λαγήνι.

 

 

Το «σκυλί δεμένο». Ελεύθερη και η απουσία να αλωνίζει τα χωράφια της ψυχής μας:

 

Η απουσία

-χωρίς να ’χει ιδέα από λογοπαίγνια-

γνωρίζει πάντα πού κρυβόταν η ουσία.

Εκεί και ξεγεννά

 

συγκινώντας, πληγώνοντας, φέρνοντας πόνο:

 

Αγκομαχά από την κατάκλιση

μέρες στο πάτωμα πεσμένη μια ρόμπα.

Και το μαντήλι σου επίμονα ρωτά.

Τα ανατοποθετώ,

αν και ημιθανή στη θέση τους

αλλά από ένα κούφιο νυχτικό

ξεχύνεται σε κύματα

κρύα η απουσία.

 

Άρα η μνήμη στο προσκήνιο

 

με τους λογαριασμούς

ορθάνοιχτους

να επωάζονται

και πάλι.

 

 

Ποικίλα τα θέματα των ποιημάτων, ίσως ασφαλής ένδειξη για τον διαφορετικό χρόνο γραφής τους. Όπως στο ποίημα που αναφέρεται στις νοικοκυρές. Οι νοικοκυρές, μπορεί να είναι αυτές οι ίδιες «σκυλιά δεμένα» στο δέντρο της Οικογενειακής Εστίας, μα ταυτόχρονα είναι αναντίρρητα και

 

καπετάνισσες

στο άλογο του χρόνου.

 

Ναι, έχει δίκιο η Δήμητρα Κουβάτα,

 

κάποιος πρέπει να γράψει και για τις νοικοκυρές.

Ναι αυτές

με τη φωλιά στα αχτένιστα μαλλιά τους.

 

 

Ή στο άλλο με τίτλο «Ειδικό βάρος» όπου δοκιμιακά (και υπέροχα) διαλαλείται κάτι που θα ήταν ίσως χρήσιμο να το αντιγράψουμε σε ένα χαρτάκι και να το κολλήσουμε στον καθρέφτη να το βλέπουμε κάθε πρωί:

 

Η αλήθεια του καθενός είναι το αγώγι του.

 

Συνυπολογίζεται το μεικτό,

το απόβαρο

και το ειδικό του βάρος.

 

 

Θα σημειώσω εδώ τον νοσταλγικό λυρισμό με τον οποίο μας αποχαιρετά το βιβλίο, ξεκινώντας από την αυλή αρχικά

 

ξυπόλυτη

στης πατρικής αυλής τις απολιθωμένες πλάκες

άκουσα με τα πέλματα

ριγώντας να πέφτει ο σπόρος του βασιλικού,

πηγάδια που σκεπάστηκαν, βαθιά να ανασαίνουν

 

(παρατηρώντας και τη δεκαπεντασύλλαβη μορφή του τελευταίου στίχου –με χρήση συνίζησης) και καταλήγοντας στα χωράφια:

 

Υγρά λιβάδια της νοτιάς

απλώνονται ανάσκελα στον ήλιο,

ενώ τα νεροκάλαμα

στοιχίζονταν

στου ποταμιού τα φρύδια.

Ο κάμπος

τάνυζε τα μέλη του στην πρώτη ηλιαχτίδα,

ευρύστερνο αλώνι για τον άνεμο,

για τη βροχή λαγήνι,

κάνιστρο με χαμόμηλο,

ποδόμακτρο του ήλιου.

 

Ξανά εδώ οι δύο τελευταίοι στίχοι σε δεκαπεντασύλλαβο, πάλι κάνοντας χρήση συνίζησης.

 

 

Η αίσθηση που μένει μετά από τη μελέτη του βιβλίου είναι πως πρόκειται για ώριμη ποίηση, καθόλου πρωτόλεια. Έρχεται με γλωσσική επάρκεια, με ικανή ροή, με εντιμότητα, καθαρότητα και αμεσότητα να προσθέσει το δικό της νερό στο αέναο ποτάμι της ποίησης και να αγγίξει τις καρδιές με την ουσία που φέρει ο λόγος της. Τριάντα ποιήματα, τριάντα συνομιλίες, τριάντα και πλέον θέματα για προβληματισμό και τοποθέτηση. Τριάντα αφορμές και οι δρόμοι όλοι ανοιχτοί, αφού τα σκυλιά καλά δεμένα, ήτοι το οικοδόμημα του λόγου  καλοδεμένο.

 

Ο ποιητής ή ο αναγνώστης που έρχεται σε επαφή με την ποίηση; Αναφωνεί:

 

Χορεύω

μόνο ακίνητος.

Σαστίζω με τους στίχους.

 

Μάλλον

θα ’μαι ηλίανθος.

Στρέφω μόνο στον ήλιο.

 

Μήπως τελικά η ποίηση σε οδηγεί σε δρόμο ανοιχτό, με το «σκυλί δεμένο»;

Ή μήπως ο άνθρωπος είναι «σκυλί δεμένο» χωρικά και χρονικά και μόνο η ποίηση μπορεί να σπάσει τα δεσμά του; Μήπως η ποίηση έχει τη δύναμη να σε κάνει να «στρέφεις μόνο στον ήλιο»;

Ποιόν ήλιο; Της γλώσσας, της χαράς, της αυτογνωσίας, των συνειδητοποιήσεων, των ελεύθερων επιλογών, της τόλμης, των ταξιδιών, της ζωής;

Ή μήπως ή ίδια η ποίηση είναι «σκυλί δεμένο» που από τη μια πιστά σε καρτερεί ως άλλο Οδυσσέα και από την άλλη σε αφήνει λεύτερο να πάς όπου θελήσεις;

Μα δένεται άραγε η ποίηση; Κι αν ναι, με τι σκοινί;

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top