Fractal

Η «Σκουριασμένη κονσέρβα» και η «Ζυμαρένια κούκλα» – Διήγημα του Γιώργου Μανιώτη

 

Κανείς δεν θα πίστευε ότι μετά από όλες τις απέραντες πεδιάδες και όλους αυτούς τους λόφους που αγγίζουν γλυκά τον ουρανό, κανείς δεν θα πίστευε ότι κάπου εκεί υπήρχε κάποια θάλασσα. Κι όμως μόλις περνούσες από τα «πευκάκια» που βρίσκονταν έξω από το τελευταίο χωριό, μόλις ανέβαινες την ανηφόρα με τις πικροδάφνες και έφτανες να κοντοσταθείς στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία μπροστά σου ξαφνικά θα απλώνονταν μια καταγάλανη θάλασσα σαν αρχαίος ποταμός. Μετά αρχίζανε οι στροφές με τα βράχια, τους κρημνούς και τους ελαιώνες. Έχανες την γενική θέα και κατευθυνόσουν να καταλήξεις στον μικρό κόλπο με τον οικισμό και τα μισοτελειωμένα εξοχικά. Παλαιότερα πριν αρχίσουν οι εξοχικές κατοικίες υπήρχαν αμπέλια που ο χρόνος και η αδιαφορία των ανθρώπων τα ξερίζωσε και τα πήρε μαζί του, όπως και τόσα άλλα. Τώρα τα αμπέλια σιγά σιγά γίνονται οικόπεδα που πάνω τους κτίζονται σπιτάκια ή σπιταρώνες ανάλογα με τα λεφτά που διαθέτει ο κάθε ιδιοκτήτης. Μέρος κρυφό, παράξενο που μόλις βρεθείς στο κέντρο του η ομορφιά της φύσης σε απορροφά. Σαν γυάλινος ναός σε περιβάλλει και μουδιάζει το αίμα σου με μια πρωτόφαντη γαλήνη και σιωπή. Πίσω υψώνεται το αρχαίο, περιλάλητο βουνό με τα έλατα, τις χαράδρες και τα μοναστήρια του, μπροστά απλώνεται μια θάλασσα που λάμπει πεντακάθαρη και ανάμεσα τα σπίτια των ανθρώπων που έρχονται τα καλοκαίρια να ξεκουραστούν και να ανασάνουν λιγάκι από τα βάσανα της πόλης. Πάνω τους ένας ουρανός που στροβιλίζεται όλην ώρα και διαρκώς αλλάζει μορφή και διάθεση. Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ κάτω δεν έχουν και πολλά, έχουν όμως την σειρά τους. Άνθρωποι καλά βιδωμένοι στη ζωή που μπορούν να περνούν και με τα ελάχιστα. Οι νέοι θορυβούν, γιατί δεν ξέρουν που να διοχετεύσουν την ενέργειά τους, τα παιδιά ουρλιάζουν όταν οι μανάδες προσπαθούν να τα περιορίσουν, τα νεαρά ζευγάρια πίνουν καφέ, βουτάνε στο νερό, τρώνε γλυκά και διαβάζουν περιοδικά της σειράς.

hero2

 

Όλοι έχουν ένα ρόλο μέσα σε αυτήν την μικροζωή των διακοπών. Μόνο οι υπερήλικες κρύβονται και δεν τολμούν να βγουν έξω να δηλώσουν με τόλμη την παρουσία τους. Ντρέπονται να εκθέσουν την φθορά των σωμάτων τους μπροστά στην ανυποψίαστη αυθάδεια μιας νιότη που παραζαλισμένη παραπαίει. Ζουν λοιπόν στις παρυφές του χώρου, όταν το φως δεν λάμπει και τόσο κι ο τόπος γεμίζει σκιές. Πριν πέσει το σκοτάδι, τις ήπιε ώρες του δειλινού πριν η νύχτα αρχίσει να κροταλεί τις υπερκινητικές διασκεδάσεις της. Τότε στις άκρες του μικρού κολπίσκου αρχίζουν να ξεπροβάλλουν οι ηλικιωμένοι και υποβασταζόμενοι για να χαρούν τις ομορφιές και τα χρώματα της θεσπέσιας ώρας. Εκεί στις άκρες, κάτω από τους σκονισμένους ευκαλύπτους και τα αρμυρίκια, πάνω σε κάτι ξεχαρβαλωμένα παγκάκια κάθονται για να ατενίσουν τον ήλιο, που χάνεται στα ήρεμα νερά. Καθώς ο ήλιος αποσύρεται όλα γύρω γίνονται μαβιά πριν χαθούν στο απόλυτο σκοτάδι. Δυο ανερμάτιστα, τρελά παιδιά που εκείνη την ώρα τελειώνουνε το απογευματινό τους μπάνιο είχανε ερισθεί αφάνταστα με την παρουσία δυο γεροντισσών που πάντα εκείνη την ώρα έρχονταν και κάθονταν στο ίδιο ξεχαρβαλωμένο παγκάκι και τρώγανε σιωπηλά το παγωτό τους κοιτώντας το πέλαγος. Τις φωτογραφίζανε με τα κινητά και προσπαθούσανε να ακούσουν τι λένε. Αυτές οι δυο ηλικιωμένες αποτελούσαν για ένα ανεξήγητο λόγο την διασκέδασή τους. Τους είχανε βγάλει μάλιστα και παρατσούκλια. Την πιο βαριά την δυσκίνητη την λέγανε «ζυμαρένια κούκλα», την άλλη την αδύνατη και νευρικιά την είχανε ονομάσει «σκουριασμένη κονσέρβα». Η «ζυμαρένια κούκλα» κατά κόσμον «Μαριγούλα» παρ’ όλα τα χρόνια της έβαφε ακόμα τα μαλλιά της ξανθά, φορούσε ένα ανάερο, φθηνό νυχτικό της σειράς, κρατούσε ένα μπαστούνι και κάθε απόγευμα έτρωγε ένα παγωτό χωνάκι. Η άλλη η ξερακιανή κι αεικίνητη, ήτανε πιο προσεγμένη. Φορούσε φορέματα παλιά, αυτά που της είχανε απομείνει από τα χρόνια της νιότης της. Αυτή δεν κρατούσε μπαστούνι και με τα στραβά της πόδια πατούσε ακόμα γερά την γη. Είχε τα μαλλιά της βαμμένα με ένα κόκκινο, σκουριασμένο χρώμα που η πολυκαιρία το είχε μισοασπρίσει τόσο που δικαίως υποψιαζόσουν ότι η «Θέκλα» (αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά της) περνούσε τις αραιές της τούφες με βαμπάκια βουτηγμένα στο ιώδιο. Το δέρμα του προσώπου της καφέ γεμάτο πανάδες από τον ήλιο, το μόνο που έλαμπε πάνω της ήταν δυο μάτια γεμάτα ηλεκτρισμό και εμπειρίες ζωής. Στα νιάτα της πρέπει να ήταν πολύ κοκέτα και δραστήρια γυναίκα. Από καιρού εις καιρόν φορούσε και ένα μεγάλο, θεαματικό καπέλο από καφέ μουσελίνα, στολισμένο με καφέ τριανταφυλάκια από το ίδιο τούλι, σε άλλη απόχρωση όμως. Αυτό όμως που δικαιολογούσε απόλυτα το παρατσούκλι της «σκουριασμένη κονσέρβα» ήταν η φωνή της. Ήταν σαν μέσα στο λάρυγγά της να κροταλούσαν σκουριασμένα πιρούνια και κουτάλια και να δημιουργούσαν παράξενους θορύβους που η πρέσα της μύτης της, της παρέδιδε στον ουρανίσκο της σαν καλοσιδερωμένες, συρτές, χάλκινες λέξεις έτι που να σου δημιουργείται η εντύπωση όταν η Θέκλα ρητόρευε ότι όλη την ώρα έφτυνε στραβωμένα, καπάκια μπύρας. Η «Σκουριασμένη κονσέρβα» έτρωγε πάντα παγωτό σε κυπελάκι.

 

hroas2

 

«Δεν κινείσαι… Μαριγούλα!» τις ακούγανε να λένε καθισμένες στο ξεχαρβαλωμένο θρόνο του εκείνα τα απογεύματα.

«Και τι να κάνω να πάρω τα βουνά;» απαντούσε θυμωμένη η «Ζυμαρένια κούκλα».

«Εγώ ανεβαίνω στις πλαγιές… γιατί ψάχνω για χόρτα! Τα τρως τα χόρτα που σου φέρνω; Είναι υγιεινά;» απαντούσε εκνευρισμένη η «Σκουριασμένη κονσέρβα».

«Το πρωί ο ήλιος καίει…» ψιθύρισε με νάζι και παράπονο η Μαριγούλα.

«Σ’ έχει απορροφήσει η τηλεόραση… και αυτό δεν είναι καλό!» την κάρφωσε η φιληνάδα της.

«Τι να κάνω… δεν μπορώ να ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες!»

«Θάρχομαι εγώ να σε βοηθάω…. να πηγαίνουμε στο φούρνο και να παίρνουμε ψωμί!»

«Δεν έχω καπέλο!» την ειρωνεύτηκε η «Ζυμαρένια κούκλα»

«Θα σου φέρω εγώ το δικό μου καπέλο…» συνέχισε να την πειράζει η Θέκλα.

«Σιγά, μην φορέσω εγώ αυτό το καπέλο!»

«Γιατί, τι έχει;» τινάχτηκε η «Σκουριασμένη κονσέρβα».

«Σιγά μην γίνω καρνάβαλος!» απάντησε χωρίς να πολυσκεφτεί η Μαριγούλα.

«Ξέρεις ότι το φορούσε μια μεγάλη θεατρίνα!» απάντησε πολύ πικραμένη η Θέκλα.

«Εγώ δεν είμαι θεατρίνα!» το τράβηξε στα άκρα η «Ζυμαρένια κούκλα»

«Τελοσπάντων…» έδωσε τόπο στην οργή η «Σκουριασμένη κονσέρβα» και άλλαξε θέμα, αλλά η ένταση είχε παραμείνει «Τα παιδιά με τα εγγόνια σου… θα έρθουν καθόλου;»

«Θαρθούνε… και θα κάτσουνε μια βδομάδα… αλλά τα εγγόνια μου δεν τα θέλω. Φωνάζουν και μαλώνουν…»

«Σκάσε…» την μάλωσε πολύ σκληρά η Θέκλα «Σκάσε, μην τα λες αυτά! Είναι αμαρτία! Μακάρι να είχα κι εγώ εγγόνια!»

Έτσι χανόταν ο ήλιος κι έπεφτε το σκοτάδι πλάι στην θάλασσα. Μετά ανάβανε σιγά σιγά τα φώτα της παραλίας και όλα τριγύρω φαντάζανε μαγικά! Η «Ζυμαρένια κούκλα» και η «Σκουριασμένη κοσνέρβα» σηκώνονταν από το παγκάκι και αποφάσιζαν να γυρίσουν στα σπιτικά τους. Η Θέκλα πάντα συνόδευε την φίλη της Μαριγούλα στο σπίτι της. Αν δεν την έβαζε στο κρεβάτι της, δεν ησύχαζε. Οι δρόμοι πίσω από την παραλία ήταν θεοσκότεινοι και γεμάτοι λακούβες γι’ αυτό ήταν απαραίτητος ο φακός. Η Θέκλα

πάντα κουβαλούσε μαζί της τον δικό της φακό, η Μαριγούλα συνήθως τον ξεχνούσε.

«Πού ‘ναι ο φακός σου, Μαριγούλα;» εκνευριζόταν κι όχι άδικα με την φίλη της, η «Σκουριασμένη κονσέρβα».

«Ξέχασα να βάλω μπαταρίες!» απαντούσε η «Ζυμαρένια κούκλα» προσπαθώντας να μη σκοντάψει σε καμιά πέτρα και σακατευτεί.

«Κοίταξε να σωριαστείς σε καμιά λακούβα να δούμε ύστερα ποιος θα βρεθεί να σε σηκώσει;» την δηλητηρίαζε η Θέκλα και φώτιζε τον δρόμο μπροστά τους.

Όταν φτάνανε στο σπίτι της Μαριγούλας άρχιζε ένα άλλο μαρτύριο.

«Πω πω, πώς θα ανέβω τόσα σκαλοπάτια;» αγκομαχούσε και ίδρωνε η «Ζυμαρένια κούκλα».

«Όπως ανεβαίνεις κάθε βράδυ από τη μια θα πιαστείς στα κάγκελα κι από την άλλη θα σε κρατάω εγώ! Εμπρός… άρχισε! Σήκωσε το πόδι! Άντε πάει το πρώτο σκαλοπάτι! Κρατήσου γερά από τα κάγκελα! Κοίτα μην ζαλιστείς και σωριαστούμε και οι δυο στην μέση της αυλής… άντε, άντε σήκωσε το πόδι, δεν το βλέπεις το σκαλί;»

Έτσι βοηθώντας η μια την άλλη, φτάνανε επιτέλους στην βεράντα και πέφτανε ξεπνοησμένες σε κάτι πολυθρόνες που βρίσκονταν εκεί. Μετά από λίγο η Θέκλα τιναζόταν απάνω, ξεκλείδωνε το σπίτι, άνοιγε τα παράθυρα και άναβε κάποια φώτα. Ύστερα ρωτούσε την φίλη της με δυνατή φωνή.

«Πήρες τα φάρμακά σου, καλέ;»

«Πότε να τα πάρω, αφού τώρα ήρθαμε;»

Η Θέκλα έβγαινε από το σπίτι κρατώντας στα χέρια της κάτι κουτιά με φάρμακα και μια κανάτα κρύο νερό.

«Παίρνεις τα φάρμακά σου, μωρή ή τα ξεχνάς;» κάρφωνε την φιληνάδα της με ένα βλέμμα γεμάτο υποψίες κι ύστερα καθότανε απέναντί της κι άρχιζε να της δίνει ένα ένα τα μικρά χαπάκια.

«Φέρε ένα ποτήρι καλέ, από την κανάτα θα πιώ;» την αγροκοίταζε η «Ζυμαρένια κούκλα» και η Θέκλα τιναζόταν απάνω κι έτρεχε στην κουζίνα να φέρει το ποτήρι. Αφού τελείωνε η διαδικασία με τα φάρμακα, κάθονταν λιγάκι ακόμα στη βεράντα για να περάσει κάπως η ώρα.

«Μαγειρεύεις μωρή ή τα έχεις φορτώσει στον κόκορα!» άρχιζε πρώτη την επίθεση η «Σκουριασμένη κονσέρβα».

«Μαγειρεύω! Πώς δεν μαγειρεύω!» διαμαρτύρονταν ξαφνιασμένη η «Συμαρένια κούκλα».

«Σήμερα δηλαδή, τι θα φας;» προσπαθούσε να την μπερδέψει η φιληνάδα της για να μάθει την αλήθεια.

«Έφαγα το μεσημέρι!» απαντούσε έκπληκτη και πειραγμένη με την αναίδεια της Θέκλας, που όλα ήθελε να τα μαθαίνει.

«Τώρα το βράδυ… τι θα φας;» συνέχιζε το σφυροκόπημα η «Σκουριασμένη κονσέρβα» που δεν ίδρωνε το αυτί της.

«Θα φάω γιαούρτι… με κάτι φρυγανιές!»

«Να πάω να τα φέρω;» το γύριζε στην καλοσύνη η Θέκλα που ήθελε να συμφιλιωθεί μαζί της.

«Και δεν πας;» της έλεγε βαριεστημένα η «Ζυμαρένια κούκλα» κοιτώντας την περίεργα.

Έτσι η Θέκλα σηκωνόταν πάλι από τη θέση της, άνοιγε το ψυγείο, έφερνε το γιαούρτι με τις φρυγανιές και την τάιζε σχεδόν στα όρθια.

«Τις φρυγανιές γιατί τις βάζεις στο ψυγείο;»

«Γιατί η σκεπή είναι γεμάτη ποντίκα!»

«Γιατί δεν βάζεις ποντικοφάρμακο;»

«Μια και δυο έχω βάλει… τίποτα δεν γίνεται!»

«Και τι θα κάνεις; Καμιά νύχτα θα κατέβουνε και θα σε φάνε!»

«Τώρα που θάρθει ο γιος μου θα καλέσουμε ένα ειδικό!»

«Υπάρχει τέτοιος ειδικός… εδώ κάτω;»

«Υπάρχει και παραϋπάρχει… κυρ Θανάση τον λένε! Άκου τώρα και ένα παράξενο…»

«Ακούω… λέγε!»

«Θυμάσαι που κάηκε ο πευκιάς… εδώ από πάνω στο βουνό;»

«Θυμάμαι!»

«Μια νυφίτσα που λες, ήρθε και τρύπωσε στην σκεπή… κάτω από τα κεραμίδια…»

«Μνήσθητί μου… κύριε, αυτή τα τρώει τα ποντίκια καλέ!»

«Εμ, δεν τα τρώει! Κάνανε κολιγιά και περνάνε μια χαρά! Αυτό πως σου φαίνεται;»

«Σημάδια των καιρών! Τι να πω;» απόρησε και σταυροκοπήθηκε η «Σκουριασμένη κονσέρβα».

«Είδες, είδες τι γίνεται;» παρατήρησε η «Ζυμαρένια κούκλα» «ακόμα και οι νυφίτσες τα βρήκανε με τα ποντίκια, μόνον αυτοί στα κόμματα τρώγονται όλη μέρα».

Και ξεσπάσανε σε ένα γέλιο που κόντεψε να τις αποτελειώσει. Όταν αποκάμανε να γελούν η «Σκουριασμένη κονσέρβα» της είπε με σιγανή φωνή.

«Μωρή Μαριγούλα, θέλω να σου μιλήσω… αλλά να μη με παρεξηγήσεις!»

«Μίλα!» απάντησε ξερά η «Ζυμαρένια κούκλα» και συσπειρώθηκε στον εαυτό της γιατί δεν ήξερε τι στο διάολο θα της ξεφουρνίσει πάλι η παράξενη φιληνάδα της.

«Ξέρεις τι λένε; Ακούγονται πολλά!»

«Τι λένε;»

«Λένε ότι το πηγαίνεις ακόμα το γράμμα!!!»

«Ποιο γράμμα; Εμείς δεν έχουμε κανένα στην ξενιτιά…» απόρησε η Μαριγούλα που δεν τόπιασε με το πρώτο.

«Ένα είναι το γράμμα!!!» την κόλλησε στον τοίχο η «Σκουριασμένη κονσέρβα» χαμογελώντας πονηρά και κοιτώντας την βαθιά στα μάτια.

«Αχαχαχαχα… αχαχαχαχα» Ξέσπασε σε καινούργια γέλια η Μαριγούλα που είχε επιτέλους καταλάβει «άχαχαχαχα… και πού το πηγαίνω το γράμμα καλέ; Αχαχαχαχα… Περασμένα μεγαλεία… αχαχαχαχα… αχαχαχαχα…»

«Σε αυτόν τον εργάτη που πήρες τις προάλλες… να σου βάψει τα κάγκελα! Εκεί το πηγαίνεις το γράμμα!»

«Αχαχαχα, άχαχαχα… εγώ καλέ δεν μπορώ να σηκώσω τα πόδια μου να ανέβω τα σκαλοπάτια… άχαχαχα… για γράμματα είμαι τωρα ή για κλάματα… άχαχαχα».

Τέτοια λέγανε εκείνα τα βράδια πριν πούνε καληνύχτα και πάνε για ύπνο. Έτσι πέρασε το καλοκαίρι και ήρθε ο χειμώνας με τα κρύα, τις βροχές και τα χιόνια. Οι δυο φίλες χαθήκανε. Στη μεγάλη πολιτεία δεν συναντιόντουσαν ποτέ! Η μία έμενε στην μια άκρη και η άλλη ακριβώς στην αντίθετη. Για να μετακινηθείς και να πας να συναντήσεις τα πρόσωπα που συμπαθείς και αγαπάς ήτανε ολόκληρη εκδρομή, έπρεπε δηλαδή να ξοδέψεις πολλά και οι συντάξεις που παίρνανε δεν φτάνανε για τέτοιες περιπέτειες. Που και που κανένα τηλέφωνο και έξω από την πόρτα. Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Ο βαρύς χειμώνας με την

γκρίζα σκούπα του για μια ακόμη φορά σάρωσε πόλεις και χωριά και πήρε μαζί του πολλές ψυχές. Ανάμεσα σε αυτές ήτανε και η ψυχή της «Ζυμαρένιας κούκλας». Ποιος ξέρει αν την φροντίσανε οι δικοί της άνθρωποι και να την φροντίσανε στην κατάσταση που βρίσκονται τα νοσοκομεία σήμερα σίγουρα δεν θα μπορέσανε να την προσέξουνε. Σιωπηρά τους γέρους δεν τους προσέχουν και τόσο, θέλουν να ξεμπερδεύουν μαζί τους μια ώρα αρχύτερα. Έτσι κι αλλιώς είναι βάρος δυσβάσταχτο για τα ασφαλιστικά τους ταμεία. Σε κανένα ράντζο στο διάδρομο κάποιου νοσοκομείου θα άφηνε την τελευταία της πνοή.

Το καινούργιο καλοκαίρι που ήρθε βρήκε το σπίτι της «Ζυμαρένιας κούκλας» κλειστό. Η «Σκουριασμένη κονσέρβα» που ήταν πιο γερό κόκαλο, την είχε γλυτώσει. Ο χειμώνας την είχε προσπεράσει. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της. Όταν έφτασε το καλοκαίρι με βαριά καρδιά ξαναγύρισε στα αγαπημένα της μέρη για να κάνει τις διακοπές της και τα σωτήρια μπάνια της. Σαν φάντασμα του παλαιού εαυτού της γύρισε πίσω με την ελπίδα ότι θα γίνει ένα θαύμα και θα ξανασυναντηθούνε με την φίλη της. Είχε καμπουριάσει από το βάρος της οδύνης και την θλίψη που κουβαλούσε στην ράχη της. Εύρισκε τις μεριές που είχαν σκιά και περπατούσε μονολογώντας, αποφεύγοντας τις συναντήσεις με τους άλλους παραθεριστές. Δε γνώριζε κανέναν κι όσοι την θυμόντουσαν από παλιά την αγνοούσαν επιδεικτικά σαν να είχε ήδη πεθάνει. Ο κόσμος σιωπηρά είχε αποφασίσει για την τύχη της.

Δεν την θέλανε μαζί τους, ανάμεσα στους ζωντανούς. Τα κάνουν αυτά οι πολύχρωμο παραθεριστές με τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Δεν θέλουν να τους θυμίζουν την κατάληξή τους και γι’ αυτό αποφασίζουν ενστικτωδώς να τους αγνοούν. Η «Σκουριασμένη κονσέρβα» μετά τον θάνατο της «Ζυμαρένιας κούκλας» είχε γίνει ξαφνικά αόρατη. Με την μοναξιά και την απομόνωση την σπρώχνανε μια ώρα αρχύτερα στον θάνατο. Πολλοί την άκουσαν το πρωί που συνήθιζε να πηγαίνει στο φούρνο να μονολογεί και να λέει:

«Αχ βρε Μαριγούλα, γιατί μου το ‘κανες αυτό;

Γιατί με άφησες μονάχη;

Ποιον θάχω να προσέχω τώρα;

Θυμάσαι που σ’ ανέβαζα σιγά σιγά στις σκάλες;

Θυμάσαι που σου έδινα τα φάρμακα και σ’ έβαζα να τρως;

Θυμάσαι που καθόμασταν μέχρι αργά το βράδυ και λέγαμε τα πονηρά; Κι ύστερα πέφταμε για ύπνο…

Αχ βρε Μαριγούλα γιατί μου το ‘κανες αυτό;

Εμένα δεν με σκέφτηκες καθόλου;

Ποιον θάχω να μιλάω τώρα;

Αχ βρε Μαριγούλα…

Κανείς δεν με πήρε τηλέφωνο να έρθω στην κηδεία σου να σε κλάψω και να σε χαιρετίσω…

Αχ βρε Μαριγούλα… Πήρα ψωμί… και τώρα πάω να μαγειρέψω…»

Και κλαίγοντας σιγανά πήγαινε και κλεινόταν στο σπίτι της. Τώρα όλα γύρω της, τάβλεπε με άλλα μάτια, τάβλεπε σαν ένα κακό όνειρο. Τα απογεύματα δεν κάθισε ποτέ στο παγκάκι. Πήγαινε και καθόταν παραδίπλα, κατάχαμα, ακουμπώντας την καμπουριασμένη ράχη της, στον χοντρό κορμό ενός ευκάλυπτου.

«Αχ, βρε Μαριγούλα… έρχομαι εδώ και κάθομαι κατάχαμα πάνω στο χώμα και περιμένω να πέσει ο ήλιος και να έρθει το σκοτάδι!

Στο παγκάκι που καθόμασαν μαζί… δεν θα ξανακάτσω ποτέ!

Ούτε θα ξαναφάω παγωτό!

Σαν κούτσουρο γυρίζω μέσ’ στο σπίτι… και πέφτω στο κρεβάτι…

Μου λείπεις πολύ βρε φιληνάδα…

Με άφησες ορφανή μωρή χαζή… μέσα στα αγριόσκυλα!»

 

 

  maniotis_photo* Ο Γιώργος Μανιώτης γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει γράψει, εκτός από πεζά λογοτεχνικά έργα, και πολλά θεατρικά, τα οποία έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένως σε σκηνές της Αθήνας. Γνωστά θεατρικά του έργα είναι: Το ματς, Κοινή λογική, Ο λάκκος της αμαρτίας, Οι σύζυγοι, Διακοπές στην Ουρανούπολη, Μόνο θετικές σκέψεις κ.ά. Επίσης γνωστά πεζογραφικά του έργα είναι: Ο άγνωστος στρατιώτης, Τα μαύρα παραμύθια (Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, 1998), Η φοβερά προστασία, Το πονηρό μονοπάτι, Η αδρεναλίνη πάντοτε ψηλά, Τα Σαντέ της Σαπφώς, Το γκαζόν του μπαμπά, Η γνώση των νεκρών, Μίξερ κ.ά. Συμμετέχει με κείμενό του στη συλλογή διηγημάτων ΕΡΩΣ 13, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Ασχολείται επίσης με τη σκηνοθεσία.     Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top