Fractal

Πόσο φως, πόσο σκοτάδι να περάσει από το διάφραγμα

Γράφει η Τούλα Αντωνάκου //

 

skoulariki-mytiΑρχοντούλα Διαβάτη «Σκουλαρίκι στη μύτη», εκδ. Νησίδες 2015

 

Το «Σκουλαρίκι στη μύτη» της Αρχοντούλας Διαβάτη έδρασε πάνω μου σαν μια γερή δόση αισιοδοξίας! Όχι  εκείνης της μελό ενός καλύτερου αύριο αλλά εκείνης της ακριβής και δυσεύρετης που λέει ότι υπάρχει καθημερινή ομορφιά στη ζωή μας, την ψάχνουμε, τη βρίσκουμε, την ξαναχάνουμε… και πάλι από την αρχή..

Το μικρό μέγεθος του βιβλίου παραπλανεί γιατί η πυκνότητα γεγονότων, θέσεων, ιδεών είναι μεγάλη. Με λαχανιασμένο ύφος η Αρχοντούλα, μέσα από δυναμικό μακροπερίοδο λόγο, θέλει να μας πει πολλά και από φόβο μην καταχραστεί το χρόνο μας γίνεται εν πολλοίς υπαινικτική.

Οι ήρωες του βιβλίου, άνδρες και γυναίκες, τρίτης ηλικίας οι περισσότεροι, κάθε άλλο παρά παραιτημένοι είναι «Ταξιδεύουν έξω και μέσα τους», «αναζητούν τη φιλία, τον έρωτα και την ηδονή ακόμα», «επινοούν συνέχεια τον εαυτό τους», αυτοσαρκάζονται, σερφάρουν στο διαδίκτυο και το αξιοποιούν.

Στις 75 σελίδες του, η συγγραφέας καταθέτει εκτός από αισιόδοξη οπτική:

  • κοινωνική ευαισθησία για άτομα με ειδικές ανάγκες χωρίς κραυγές και τραγικότητες
  • Ειρωνεία για κωμικοτραγικές καταστάσεις
  • Βαθυστόχαστες παρατηρήσεις για το πρόσκαιρο και εν πολλοίς υποκριτικό των σχέσεων στο Φέισμπουκ και την εύκολη γενναιοδωρία των λάικ
  • Ενδιαφέρουσες ταξιδιωτικές εντυπώσεις ενισχυμένες με φιλοσοφικές παρατηρήσεις
  • Νοσταλγία για την παλιά αριστεροσύνη.

 

«Δεν ζητάει πολλά τώρα, μόνο να μην είναι αυτός που θα είναι ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα, αυτός που δεν θα επιδέχεται ούτε καν μια απέλπιδα χημειοθεραπεία η περίπτωσή του.»

Μέσα από τη φράση αυτή του εν αναμονή αξονικής ακτινογραφίας ήρωά της στο πρώτο διήγημα του βιβλίου, Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, η συγγραφέας δίνει το στίγμα της: Θέλουμε να ζήσουμε, έστω και λίγο, έστω κι αν χάσαμε την επανάσταση, έστω κι αν ο αγώνας για αλλαγή μοιάζει μάταιος.

Ο ήρωάς της, αναστοχαζόμενος τη «Φάρμα των ζώων» του Όργουελ, βλέπει την «προδοσία, το κουκούλωμα και την υποκρισία, την πίκρα, την απογοήτευση, τα ψέματα, και πάλι από την αρχή». Δεν θέλει όμως να τελειώσει σαν τον Μπόξερ, σταχανοβίτη μέχρι θανάτου. Θέλει να ζήσει, κι αν ζήσει, έστω και λίγο, θέλει ν’ αλλάξει τη ζωή του, έστω την ύστατη στιγμή. Θέλει επιστροφή στη φύση, θέλει περισσότερη μόρφωση, θέλει έρωτα, θέλει πάθος.

Με μια συνηθισμένη εικόνα συνταξιούχων που πεζοπορούν «παράλληλα» με τους μαθητές που πάνε στο σχολείο καταπιάνεται η Αρχοντούλα Δ. στο ΑΝΑΧΩΜΑ. Με ένα ταξίδι όμως στο χρόνο – παρελθόν και μέλλον –  βλέπει το επαναλαμβανόμενο μοτίβο ζωής, έτσι  που οι «παράλληλες» διαδρομές να χάνουν τη γραμμικότητά τους και να γίνονται κύκλος.

 

Αρχοντούλα Διαβάτη

Αρχοντούλα Διαβάτη

 

Μια γενιά πίσω γυρίζει η συγγραφέας στον ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΛΕΜΟ με κεντρικό ήρωα τον σφιχτοδεμένο στις υποχρεώσεις του πατέρα – μεροκαματιάρη και στο φόντο την κόρη που σπουδάζει , που πνίγεται από την οικογένειά της και θέλει να φύγει. Διακριτικά αλλά καθαρά φαίνεται ο γνωστός κι όχι άγνωστος πόλεμος τάξεων, γενεών και φύλων.

Πικρή ειρωνεία για το «μυστήριο» του γάμου στο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ αλλά και συγκίνηση. Παλινδρομεί η ηρωίδα από το «αληθινό» στο «ψεύτικο» και μέσα στη γεροντική της άνοια μένει προσκολλημένη στη μέρα του γάμου της κι ας τα σάρωσε όλα ο οδοστρωτήρας της ζωής.

Στο εξαιρετικό ΚΕΙΟΝ ΤΟ ΝΟΜΙΜΟΝ η εξηντάρα ηρωίδα αυτοσαρκάζεται αναρωτώμενη αν την αφορά αυτήν και την παρέα της το συγκεκριμένο δηλητήριο, αν δηλαδή έχουν γεράσει αρκετά ώστε να ‘ναι για απόσυρση, όπως στην αρχαία Κέα, όπως στην «Μπαλάντα του Ναραγιάμα». Το αντιμετωπίζει όμως με χιούμορ και σπιρτάδα όταν βλέποντας τυχαία έναν παλιό σύντομο έρωτα της, πολύ πιο γερασμένο από την ίδια, ξεσπάει σε δυνατά γέλια.

Τα ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ είναι ένα μικρό αριστούργημα όσον αφορά τη γραφή του, το στήσιμό του και το ανεπαίσθητο πέρασμα από το όνειρο στην πραγματικότητα. Η νοσταλγική προσέγγιση του παρελθόντος και η συγκίνηση ξεχειλίζει.

Το μπούλινγκ καλά κρατούσε πάντα, μας διαβεβαιώνει η Αρχοντούλα Δ.στο ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ, με υποφώσκουσα πίκρα και ειρωνεία για τις σημερινές γιαγιάδες, πρώην συμμαθήτριες,  ετοιμοπόλεμες στη μάχη κατά του σχολικού εκφοβισμού.

Υφέρπουσα πίκρα και σκεπτικισμός και για τη εθιμοτυπική πια διαδήλωση κατά την έναρξη της ΔΕΘ, για τα  «πανό με τη θυμωμένη ρητορική», για το πολυάριθμο των ταυτόχρονων πορειών, για τις αναμνήσεις πανομοιότυπων συνάξεων. Στο ΟΔΟΣ ΑΓΑΠΗΝΟΥ 8,  η ζωντάνια των προσωπικών αναμνήσεων απαλύνει την επαναλαμβανόμενη «πίκρα, μαυρίλα και ματαίωση» από τους «συλλογικούς αγώνες».

Μέσα από μια εξαιρετική περιγραφή ενός γυναικείου γέλιου η συγγραφέας στο ομώνυμο του βιβλίου διήγημα, καταθέτει ολόκληρη φιλοσοφία ζωής περί ευτυχίας. Κρύβεται σε λίγα ή σε πολλά; «Τα τριαντάφυλλα με το άρωμά τους το εξηγούν καλύτερα από τα λόγια» και η απόδοση της ευτυχίας σ’ ένα ανάπηρο κορίτσι που χαίρεται τη ζωή είναι η διακριτική συνεισφορά της Αρχοντούλας Δ. στον επαναπροσδιορισμό της στάσης ζωής μας.

Πάντα υπαινικτικά η συγγραφέας, στο ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΑΥΛΙΔΟΥ, μέσα από την μετανάστρια καθαρίστρια ηρωίδα της, καταθέτει τον θαυμασμός της για στάσεις ζωής στο παρελθόν και σήμερα, αναδεικνύοντας το ότι αυτοί που στελεχώνουν τις κοινωνικές δομές του σήμερα είναι συχνά τα παιδιά αριστερών αγωνιστών του παρελθόντος.

Στο εξαιρετικό ΡΕΠΟ, μέσα από μια σύντομη αλλά οξεία περιγραφή της παρακμιακής πρωινής εικόνας της πόλης, η Αρχοντούλα Δ. εστιάζει στη δυναμική και αισιόδοξη μετανάστρια – γιατρό από την Κωστάντζα, που μπορεί να δουλεύει εξοντωτικά ως αποκλειστική νοσοκόμα εδώ, στον τόπο μας , και ταυτόχρονα μπορεί να εμπνέει ως μάνα τη μικρή της κόρη.

Με ραφιναρισμένο σκωπτικό ύφος σε μια εξαιρετική περιγραφή της μνημόνευσης πεθαμένων μπροστά στις πιατέλες με τα χειροποίητα κόλλυβα στο διήγημα ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, η συγγραφέας υπογραμμίζει την πρόσδεσή της στον αέναο κύκλος ζωής – θανάτου.

Δεν μπόρεσα να αποκωδικοποιήσω γιατί η Αρχοντούλα Δ. επέλεξε το κλείσιμο του βιβλίου της με το διήγημα ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ. Το προσέλαβα σαν ένα ιδιότυπο μνημόσυνο – ψυχογράφημα της Κατερίνας Νούκα που έφυγε από τη ζωή πριν τελειώσει το βιβλίο που καιρό τώρα έγραφε και για το οποίο δεν έβρισκε ένα τέλος. Την επιλέγει ίσως γιατί, ως παλιά φωτογράφος, «πορευόταν ανένδοτη,  διδάσκοντας ακόμα πόσο φως, πόσο σκοτάδι να περάσει από το διάφραγμα».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top