Fractal

Mικροϊστορίες ποίησης ως μακροϊστορία

Γράφει η Άννα Κουστινούδη // *

 

“Σκοτεινός Χρόνος”, Kατερίνας Καριζώνη, Εκδ. Καστανιώτης, 2017, σελ. 48

 

Η κατασκευή και η ισχύς του λογοτεχνικού λόγου/κειμένου, και δη του ποιητικού, αποτελεί συνισταμένη μιας σειράς παραγόντων. Με αφορμή και πρόσχημα την θεμελιακή για τη λογοτεχνία σχέση γλώσσας και χρόνου η Κ. Καριζώνη επιχειρεί μια καταβύθιση ένδον, με όρους εξωτερικής παρατήρησης, ωστόσο. Επιχειρεί να καταγράψει τη σκοτεινή υφή αυτού που κατά σύμβαση αντιλαμβανόμαστε ως μετρήσιμο χρόνο «με αλληγορίες και συμβολισμούς», όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «μύθους και σπαραγμένα προσωπικά βιώματα», καθώς και τις προσωπικές ψυχικές επενδύσεις που αυτά υποδηλώνουν, αναζητώντας την κρυμμένη ουσία των πραγμάτων, ουσία που είναι από τη φύση της άπιαστη (και άπιστη), φευγαλέα και αενάως μεταβαλλόμενη. Η ανοικειωτική διάσταση του γλωσσικού κώδικα αποτελεί, ίσως, το μοναδικό σημείο φυγής της προς τα έξω, μέσω του αναγνωστικού μοιράσματος και πάντα μέσα από το διαμεσολαβητικό ρόλο των στίχων.

Η σύμβαση (και η σύμπραξη) του χρόνου (ο δεύτερος συχνά αφηγηματικός στο Σκοτεινό χρόνο της Καριζώνη) και της γλώσσας, λοιπόν, αναλαμβάνουν στην εν λόγω ποιητική συλλογή να αποτυπώσουν και να σηματοδοτήσουν (ή και να σημασιοδοτήσουν) το ταξίδι μιας πτώσης, συνακόλουθα και μιας ανόδου, αφού η απόλαυση και η ψυχο-νοητική εγρήγορση που δυνητικά προσφέρει η ενασχόληση, το παιχνίδι, θα έλεγα, με τον ποιητικό λόγο θα πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο δομημένες, ώστε να ενεργοποιούν τον ψυχισμό του αναγνώστη/τριας, αλλά και να πυροδοτούν, ταυτόχρονα, τους μηχανισμούς εκείνους της καταστολής και της διάψευσης, που ενδέχεται να οδηγήσουν το ποιητικό και το αναγνωστικό υποκείμενο στην όποια κάθαρση την οποία επιζητούν να αποκομίζουν, το μεν συγγράφοντας το δε αναγιγνώσκοντας.

Στα 27 ποιήματα της συλλογής και στον λανθάνοντα, ατομικό ποιητικό της χρόνο, η Καριζώνη σε τόνο αφηγηματικό χρησιμοποιεί τη φθορά ενός συχνά αμεταχείριστου (ή απλά λανθασμένα χρησιμοποιημένου) χρόνου ως όχημα προσωπικής δημιουργικής διαφυγής από τις μνήμες, τα τραύματα, τις απώλειες και τις ματαιώσεις του βίου. Πριμοδοτώντας το σημαίνον του γλωσσικού σημείου έναντι του σημαινόμενου, μέσω της μεταφοράς και των συμβολισμών δηλαδή, αναπαριστά, συχνά με υπερρεαλιστικούς ελιγμούς και ιστορικές διακειμενικές αναφορές, εικόνες οικείων της χώρων, φυσικών και αστικών τοπίων, αλλά και ιστορικών συμβάντων, που συντάσσονται με την απόκλιση και την ανατροπή κατά αναλογία με τις λειτουργίες του υποσυνείδητου. Σ΄ αυτό που στην ψυχαναλυτική ορολογία ονομάζουμε «υπόλειμμα της μέρας», δεσπόζει η ανατρεπτική δύναμη του ασυνειδήτου και προσεγγίζεται η αβεβαιότητα, το διφορούμενο, το άπιαστο που πάντα θα διαφεύγει από την επικράτεια του συνειδητού λ.χ. στο ποίημα ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ: «Αμέτρητα συρτάρια κατέβαιναν από τον ουρανό/άλλα μισάνοιχτα, άλλα κλειδωμένα/από μέσα ξεπρόβαλλαν οι άκρες των πραγμάτων/χαμένα χαρτιά/σύννεφα από ξεθυμασμένη πούδρα και παλιά πομπόν./Στο βάθος κάποιου συρταριού κοιμόταν η γιαγιά μου/είχε απέραντα μαλλιά και ξυλιασμένα δάχτυλα/ξυπνούσε κάθε τόσο τρομαγμένη κι έβαζε τις φωνές/Σούλα, Τούλα, Κατερίνα, Πολυξένη/- πάντοτε μπέρδευε τα ονόματά μας η γιαγιά/ούτε θυμότανε ποτέ γιατί μας φώναζε./

Από τα πάνω συρτάρια τσίριζαν οι κλειδωμένοι/κι ένας λαθραίος μετανάστης σε μια κρύπτη/στενή ηλεκτροσυγκολλημένη/ένα λιοντάρι που πάλευε να βγει/για να μας φάει/κι ένα κορίτσι που γάζωνε/κλαίγοντας στη ραπτομηχανή/- μέρες παλιές, δίχως νόημα, που κιτρίνιζαν/πρόσωπα που αγαπήσαμε, σαν ακτινογραφίες./Τα δάκρυά σου κύλησαν και λάδωσαν τις κλειδαριές/και τα κλειδιά γυρίσαν όπως τα μαχαίρια/κι άνοιξαν ξάφνου τα συρτάρια στο σώμα/σαν πληγές.» (σελ.29)

Η Καριζώνη, επιπροσθέτως, μεταγράφει και γνωστά παραμύθια – όπως της Κοκκινοσκουφίτσας (σελ. 16) – μύθους και αρχέτυπα, καθώς και γνωστά ιστορικά γεγονότα της μακροϊστορίας, εν είδει μικροϊστορικής αφήγησης, όπως στα ποιήματα με τίτλο «Υποτίμηση» και «Το Σχίσμα». Η Ιστορία, ως ιστοριογραφία και ως αφήγημα πλέον, και τα  υλικά της (Η γλώσσα και τα κείμενα μέσα από τα οποία τη γνωρίζουμε δηλαδή), έρχονται στο προσκήνιο του ποιητικού λόγου μεταγραμμένες ή και μεταλλαγμένες ως προς τις κρίσιμες λεπτομέρειές τους· αναδύονται υπαινικτικά αλλοιωμένες από την επίσημη εκδοχή τους, (προ)καλώντας το αναγνωστικό υποκείμενο σε μία εκ νέου ερμηνεία τους. ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ: «’Ηταν κάποτε ένας φτωχός σαλδαμάριος/στην Κωνσταντινούπολη/που έκλεισε το μαγαζί του ένα βράδυ/μηνί Μαρτίω ινδικτιώνος του 1351 μ.χ./ημέρα που έγινε μια διαστροφή του κέρματος/πέσαν απότομα τα χάλκινα κι ανέβηκε ο χρυσός/κι έχασαν την αξία τους οι λιγοστές εισπράξεις του.

Πώς γύρισε άραγε στο σπίτι του/τι είπε στη γυναίκα του/και πώς εξήγησε στα ανύποπτα παιδιά του/τι σημαίνει να μη σε λογαριάζει ο καιρός/να τριγυρίζεις με άδεια χέρια μες στα εμπορεία /- κι ας γράφουν κάποτε οι ιστορικοί του μέλλοντος/περί των νομισματικών υποτιμήσεων/στο ύστερο Βυζάντιο/και άλλα μεγαλόσχημα.

Μάλλον δεν είπε τίποτα ο σαλδαμάριος/μόνο ανέβηκε σ΄ ένα ξύλινο σκαμνί/πήρε λίγο κρασί αραιωμένο απ’ το φανάρι/ ένα κρεμμύδι κι ένα πιατάκι γάρο αλμυρό/έριξε μια ματιά στο Βόσπορο/και κάθισε να φάει.» (σελ. 9)

 

Κατερίνα Καριζώνη

 

Ο λεκτικός κώδικας, οι λέξεις, λειτουργούν ως ερεθίσματα στις αισθήσεις και παράγουν τις δικές τους εντελώς ιδιόμορφες εικόνες που αναδύουν ιδιότητες παρόμοιες μ΄ εκείνες των ψυχοτρόπων ουσιών. Το ίδιο και ο φυσικός κόσμος, τα αντικείμενα, τα πρόσωπα, αλλά και οι ιδέες, οι οποίες αποκτούν μια άλλη ζωή και σημαίνουν αιωρούμενες στην πολυσημία ή και στην αμφισημία των υλικών τους. Ακόμα και η ορθολογική διάσταση της μαθηματικής σκέψης τίθεται υπό την υπερρεαλιστική αίρεση του ονείρου και της συνειρμικής διαδικασίας που δεν ευθυγραμμίζονται με τις συμβάσεις της ορθολογιστικής σκέψης, αφού αμφισβητείται η αξιωματική τους βεβαιότητα· όπως στο ποίημα ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ (σελ.20) όπου: «Το μηδέν είναι ένας κύκλος αδιάρρηκτος/ένα σχήμα που εμπεριέχει το τίποτα/που όμως εμπεριέχει τα πάντα./Κάτω από το μηδέν βρίσκονται οι ρίζες των πραγμάτων/οι κρύσταλλοι των δακρύων/οι εκβολές των σημασιών/εκεί αν βρεθείς μπορείς να τα δεις όλα/να ταξιδεύουν σ’ έναν επικλινή ορίζοντα/εκεί οι εξισώσεις λύνονται ευκολότερα/καθώς όλα τα ενδεχόμενα αιωρούνται/και τίποτα δεν σου έχει απομείνει……»

Θα ήθελα λίγο να σταθώ στην εικονιστική αφηγηματικότητα που χαρακτηρίζει αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής, αφηγηματικότητα η οποία συνάδει μεν με την πεζογραφική ιδιότητα της Καριζώνη, δομείται ωστόσο τελείως διαφορετικά στον ποιητικό λόγο. Οι λέξεις εδώ λειτουργούν ακραιφνώς παραπεμπτικά, μετατοπιζόμενες ες αεί, αφού η αναφορική, η αναπαραστατική λειτουργία της γλώσσας ανατρέπεται, ενδυόμενη τον συν(υπο)δηλωτικό της ρόλο. Οι λέξεις ως σημαίνοντα απλά παραπέμπουν και μετατοπίζουν το όποιο νόημά τους στις γειτονικές τους με αποτέλεσμα η αφήγηση να πραγματοποιείται με όρους επιθυμίας, ονείρου και διακειμενικών συνειρμών, όπως λ.χ. στο ποίημα THE DANCING PLAGUE (σελ. 34), όπου το ποιητικό υποκείμενο βλέπει «Αρχές Αυγούστου του 1518 μ.χ./τη Frau Troffea να βγαίνει από το σπίτι της/κρατώντας ένα μολυσμένο ψωμί./Χόρευε εκστατική στριφογυρίζοντας/και πίσω της χόρευαν δαιμονισμένοι/άλλοι πολλοί που γίνονταν σιγά σιγά χιλιάδες/…..……………………………………………………

Εσύ μου έγνεφες κρυφά να η χορέψω./Δεν είναι γιορτή, μου λέγαν παρακλητικά τα μάτια σου/είναι η dancing plague, θα μολυνθείς./Μ’ έσερνε όμως το ποτάμι των ανθρώπων/….μ’ έπαιρνε μακριά σου/σε άρρωστα νερά/σε σκοτεινούς συρμούς/σε ακατανόητους πίνακες/ όπως εκείνοι του Μπρούγκελ/και του Ιερώνυμου Μπος/κι άλλων που χάθηκαν μες στην ανωνυμία/ζωγράφων.»

Τέλος, από την ποιητική συλλογή της Καριζώνη δεν λείπουν οι αυτοαναφορικοί υπαινιγμοί στην ίδια της πράξη της γραφής με όλα τα θαύματα, τα τραύματα και την επίγνωση, εν τέλει, της ματαιότητας του όλου εγχειρήματος, γραφή που όμως λειτουργεί παρορμητικά και αναμφίβολα θεραπευτικά και παραμυθητικά μέσα στο σταθερά υπερρεαλιστικό της σύμπαν: ΤΑ ΠΝΙΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (σελ. 32). «Τόσα καράβια πάνω στο χαρτί/ολόκληρες νηοπομπές από λέξεις/πλέουν αθόρυβα δεμένες με σκοινιά/στόλοι περήφανοι σε πλήρη ιστιοφόρα/φυσάει λεβάντες και φουσκώνει τα πανιά τους/από κάτω περνούν σαρκοβόρα ψάρια/αιωρούνται ναυάγια, δηλητηριώδη φυτά/περπατούν λοξά άγνωστα πτώματα.

Αιφνίδιες μπόρες ξεσπούν καμιά φορά/οι λέξεις πνίγονται, σκορπίζουν τα νοήματα/σπάζουν τα καραβόσκοινα, ακούγονται λυγμοί/ξύλα και δάκρυα αναδύονται στην επιφάνεια/το ποίημα γέρνει σαν καράβι και βυθίζεται.

Κάποιος το΄τε σκίζει νευριασμένος το χαρτί/στα δάχτυλά του μένει μαύρο αλάτι/ναυαγοί του χτυπούν την πόρτα τα μεσάνυχτα.»

 

 

 

* Η Άννα Κουστινούδη γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας ως λέκτορας επί συμβάσει. Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά – ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτωριανό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση. Ακαδημαϊκά άρθρα της και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και ανθολογίες. Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως Παρέμβαση, Το Δέντρο, Οροπέδιο, Εντευκτήριο, Εμβόλιμον, Φρέαρ, The Books Journal Vakxikon, Bibliotheque κ.ά. Η μονογραφία της με τίτλο: “The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction” (To Διχασμένο Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ) εκδόθηκε το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Lexington Books”.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top