Fractal

Υπόγειοι κόσμοι

Γράφει ο Χρήστος Καζάζης // *

 

Γρηγόρης Αζαριάδης «Σκοτεινός Λαβύρινθος», εκδ. Μεταίχμιο

 

Η Άγκαθα Κρίστι έλεγε δια στόματος του Ηρακλή Πουαρό, ότι για να μπορέσεις να βρεις το δολοφόνο πρέπει να επιστρέφεις πάντα στο θύμα. Να εξετάζεις δηλαδή τον χαρακτήρα του, την πορεία του μέσα στη ζωή και κυρίως τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του. Με τον ίδιο τρόπο πιστεύω πρέπει να προσεγγίζει κανείς τη μελέτη των έργων οποιουδήποτε συγγραφέα, εάν επιθυμεί να καταλάβει κάτι παραπάνω για το έργο του, αν θέλει να διαβάζει ”πίσω από τις λέξεις” που ο ίδιος αποτυπώνει στο χαρτί.

 

Ο κύριος Αζαριάδης δεν μεταμορφώθηκε από στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας στον ”πρίγκιπα του νουάρ”, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, μέσα σε ένα βράδυ. Είχε δώσει τα πρώτα δείγματα των ικανοτήτων του από τη δεκαετία του ’80, ασχολούμενος με τη μετάφραση και μάλιστα έργων με πολύ μεγάλο ειδικό βάρος στο χώρο που εκπροσωπούν, όπως το βιβλίο του Βρετανού καθηγητή Τέρυ Ιγκλετον ”Μαρξισμός και λογοτεχνική κριτική”, καθώς και το μυθιστόρημα του Τζον Στάϊνμπεκ ”Η μακριά κοιλάδα”. Από τη μια μεριά ο καθηγητής Ιγκλετον αποτελεί, παγκοσμίως, μια ηγετική φιγούρα  στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, ενώ ο Στάϊνμπεκ έχει γράψει, εκτός από τη ”μακριά κοιλάδα” και έργα με διεθνή απήχηση όπως ”Τα σταφύλια της οργής”, ”Ανατολικά της Εδέμ” καθώς και άλλα, τα οποία τον καθιέρωσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα μαζί με τον Χέμινγουεϊ και τον Φόκνερ. Ο καθηγητής Ιγκλετον είναι ουσιαστικά ένας αιρετικός διανοούμενος, ο οποίος έδωσε μια άλλη οπτική στη λογοτεχνική κριτική μέσα από το αποστειρωμένο, συντηρητικό περιβάλλον των βρετανικών πανεπιστημίων, ενώ ο Στάϊνμπεκ, παρότι προσωπικός φίλος των Αμερικανών προέδρων  Κένεντι και Τζόνσον, δε δίστασε να επισκεφτεί τη Σοβιετική Ένωση, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ είχαν καταληφθεί από αντικομουνιστική υστερία. Ο Αζαριάδης διάλεξε ακριβώς αυτούς τους δύο στρατευμένους συγγραφείς για να εμφανιστεί στο ελληνικό λογοτεχνικό στερέωμα. Ήθελε να παρουσιάσει στους συμπατριώτες του από τη μια μεριά έναν Βρετανό καθηγητή λογοτεχνίας, ο οποίος πιστεύει ότι μέσω αυτής μπορούμε να απαλλαχτούμε από κάθε λογής καταπίεση, και από την άλλη έναν Αμερικανό νομπελίστα συγγραφέα, ο οποίος δε δίστασε να καταγγείλει μέσα από τα έργα του την κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση που παρατηρείται στο Δυτικό καπιταλιστικό σύστημα. Παρόλο που μεσολάβησαν από τότε τριάντα ολόκληρα χρόνια μέχρι την έκδοση του πρώτου του αστυνομικού μυθιστορήματος, ο κύριος Αζαριάδης συνεχίζει, μέσα από τα έργα του, να είναι συνεπής στις αρχές που πρεσβεύουν οι συγγραφείς που μετέφρασε. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως άνθρωπο αφοσιωμένο στην καταγγελία πάσης φύσεως κοινωνικών αδικιών αλλά και ως λογοτέχνη, ο οποίος πιστεύει στην ικανότητα του απλού ανθρώπου να αντιπαλέψει όλες τις δυσκολίες και να μεγαλουργήσει.

 

Ο «Σκοτεινός Λαβύρινθος» φέρνει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας στιγμή αντιμέτωπο με ένα στυγερό έγκλημα. Το ξεκλήρισμα, κυριολεκτικά, τριών γενεών μιας οικογένειας μέσα στο ίδιο τους το σπίτι – των ηλικιωμένων γονιών, του γιου τους μαζί με την έγκυο γυναίκα του καθώς και του πεντάχρονου παιδιού τους από ένα ζευγάρι βαριά οπλισμένων πληρωμένων δολοφόνων. Σε λίγα δευτερόλεπτα έχουν όλα τελειώσει. Το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής της Ελληνικής Αστυνομίας αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση και να βρει τους φονιάδες. Τα στοιχεία είναι, αρχικά τουλάχιστον, ανύπαρκτα. Οι αστυνομικοί πρέπει να αρκεστούν στα ίδια τα θύματα, στο άφθονο αίμα που τα σκεπάζει και σε ένα σωρό από άδειους κάλυκες, θλιβερό ενθύμιο που άφησαν τα πολυβόλα των δολοφόνων στον τόπο της τραγωδίας.

 

Ο Αζαριάδης παρουσιάζει και μελετά στο μυθιστόρημα αυτό συγκεκριμένες ομάδες και κατηγορίες προσώπων, οι οποίες με τον ένα ή άλλο τρόπο επηρεάζουν η μια την άλλη και όλες μαζί τη εξέλιξη της πλοκής. Έτσι διαβάζουμε για τις αντίπαλες φατρίες διεφθαρμένων επιχειρηματιών και για την αδιάκοπη προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν την ακόρεστη δίψα που τους διακατέχει για εξουσία και χρήμα χρησιμοποιώντας όλα τα θεμιτά και, κυρίως, τα αθέμιτα μέσα ώστε να πετύχουν τους στόχους τους. Ύστερα υπάρχει η ομάδα των «ενδιάμεσων», ανθρώπων δηλαδή με γνωριμίες και διασυνδέσεις που μεσολαβούν ώστε να στρατολογηθούν τα μοναχικά, καλά εκπαιδευμένα και θανατηφόρα πλάσματα, τα οποία αποτελούν την ομάδα των ”εκτελεστών”, των ανθρώπων δηλαδή που αναλαμβάνουν με αμοιβή να δολοφονήσουν άλλους ανθρώπους, χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος στις διωκτικές αρχές. Οι τελευταίες αντιπροσωπεύονται από τη μάχιμη ομάδα του τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής με επικεφαλής την νέα σχετικά, αλλά πολυμήχανη, αστυνόμο Τρύπη. Αυτή, ως άλλος Οδυσσέας, βρίσκει στα πρόσωπα δυο υψηλόβαθμων αξιωματικών τους σοφούς Νέστορες που αναζητά ως στήριγμα στην πορεία προς την ανεύρεση των δολοφόνων. Οι αξιωματικοί αυτοί θα δώσουν πρόθυμα τις κατάλληλες συμβουλές ώστε να γείρει η πλάστιγγα προς το μέρος του Νόμου.

 

Η αστυνόμος Τρύπη είναι αναμφισβήτητα μια ιδιαίτερη περίπτωση. Με τις ηγετικές της ικανότητες έχει κερδίσει το σεβασμό σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, χωρίς να απολέσει τη θηλυκότητα της. Το βράδυ κουρνιάζει στην αγκαλιά του εραστή της. Κι ενώ στέκεται αμήχανη κι ανήμπορη μπροστά στην οργισμένη έφηβη κόρη της, μετατρέπεται το πρωί σε ”σκληρή”, ανδροπρεπή, αστυνομικό που καπνίζει, πίνει τον πιο βαρύ καφέ που υπάρχει, βρίζει και χτυπάει, άμα χρειαστεί, τη γροθιά στο τραπέζι. Περιτριγυρίζεται από μια σφιχτά δεμένη ομάδα αφοσιωμένων σε αυτή ανδρών αστυνομικών, οι περισσότεροι από τους οποίους πίνουν πολύ αλκοόλ, καπνίζουν ακατάπαυστα και φλερτάρουν ασύστολα με το ασθενές φύλο, χωρίς αυτό να επηρεάζει στο παραμικρό την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.

 

Γρηγόρης Αζαριάδης

 

Μια άκρως ενδιαφέρουσα ομάδα είναι κι αυτή των μεσήλικων, ροκάδων. Αυτοί  παλεύουν κάθε βράδυ μέσα στα υπόγεια, σκοτεινά μπαρ, υπό τον εκκωφαντικό ήχο της αγαπημένης τους μουσικής να ξαναβρούν τη χαμένη από δεκαετίες νιότη τους. Μάταια όμως αφού η τελευταία έχει θαφτεί ανεπιστρεπτί κάτω από τόνους  ανθυγιεινών συνηθειών και μπόλικης υποκρισίας. Στους ίδιους χώρους κινείται και η κάστα των γυναικών οι οποίες, αποδεχόμενες τη μοίρα τους, επιβιώνουν σε ένα άκρως τοξικό περιβάλλον, είτε ως γκαρσόνες, είτε ψάχνοντας για πληρωμένο έρωτα βάζοντας ενέχυρο ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Κι ενώ ξέρουν καλά ότι το χρήμα κυβερνά επιμένουν να αναζητούν ψήγματα αγάπης στα μάτια των πεινασμένων πελατών τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Σε αυτούς τους σκοτεινούς, πνιγμένους από καπνούς, μυστικά κι οσμή θανάτου, σκοτεινούς λαβύρινθους οι αστυνομικοί αναλαμβάνουν να ξετυλίξουν ένα μεγάλο μέρος του μίτου της Αριάδνης, ώστε να οδηγηθούν στην πολυπόθητη διαλεύκανση των ειδεχθών εγκλημάτων και στη σύλληψη του εγκεφάλου που τα σχεδίασε. Σε αυτή την προσπάθεια καθοριστική είναι και η συμβολή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, η οποία βάζει το λιθαράκι της στην επίλυση του αιματηρού γρίφου. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι ο συγγραφέας έχει κάνει μακρόχρονη, επίμονη και επίπονη προσπάθεια ώστε να προσδώσει στο έργο του όλα τα χαρακτηριστικά μιας αληθινής ιστορίας και για το σκοπό αυτό επιστράτευσε όλους τους ειδικούς-ιατροδικαστές, αστυνομικούς, ψυχολόγους, φυσίατρους, κριτικούς λογοτεχνίας.

 

Πέρα από τις ομάδες προσώπων που κινούνται στο Σκοτεινό Λαβύρινθο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά ως βάση την ιστορία της Ηλέκτρας του Σοφοκλή για να προωθήσει την πλοκή στο δικό του δράμα. Η δική του Ηλέκτρα διαφέρει σε αρκετά σημεία από αυτή του αρχαίου συγγραφέα, ζητά όμως το ίδιο πράγμα-την εκδίκηση. Δεν πιστεύει σε μεθόδους αστυνομικής έρευνας, δεν εμπιστεύεται το νόμο, έχει αλλεργία στο δικαστικό σύστημα. Είναι όμως πάντα έτοιμη να συμμαχήσει ακόμα και με το διάβολο προκειμένου να πάρει το αίμα της πίσω ακολουθώντας το δικό της σκοτεινό λαβύρινθο.

 

Στο μυθιστόρημα αυτό ο Αζαριάδης δημιουργεί, με μοναδική μαεστρία, ένα ομοιογενές κράμα ερωτισμού με θάνατο. Ο Έρωτας, που φέρνει την καινούρια ζωή, συγκρούεται ανελέητα με το ισχυρότερο, κατά τον Φρόιντ, ένστικτο του ανθρώπου, την ορμή προς το Θάνατο. Αυτή όταν εξωτερικεύεται μετατρέπεται σε επιθετικότητα και δολοφονικά ένστικτα ενώ αν γυρίσει προς τα μέσα οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Ο Έρωτας ή ο Θάνατος θα βγει κερδισμένος από αυτή τη σύγκρουση; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί την ανθρωπότητα εδώ και αιώνες και ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει τη δική του απάντηση.

 

Καθώς εξελίσσεται και κορυφώνεται η τραγωδία, εμφανίζεται ο από μηχανής θεός για να δώσει τη λύση στο αδιέξοδο. Έρχεται όμως μαζί με αυτή τη λύση η πολυπόθητη κάθαρση; Τελικά ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης; Αποδίδεται δικαιοσύνη; Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, καθώς και σε πολλά άλλα, θα την ανακαλύψει ο καθένας σας με το δικό του μοναδικό τρόπο μέσα από την ανάγνωση αυτού του συναρπαστικού μυθιστορήματος.

 

 

Η παραπάνω βιβλιοκριτική παρουσιάστηκε στις 7/7/2018, στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σάμου, με πρωτοβουλία τη συγγραφέως κυρίας Έλενας Χουσνή.

 

 

* O Χρήστος Καζάζης γεννήθηκε στην Κω το 1971. Σήμερα ζει και εργάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σάμο. Είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top