Fractal

“Η ιστορία προχωρά με βάση το συμφέρον και όχι την ηθική”

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση στο μυθιστόρημα του Κώστα Δέδε «Σκοτεινοί Δρόμοι», εκδόσεις “στίξις”, 2018

 

Πόσο περίεργη μπορεί να είναι η ζωή; Πόσο απρόβλεπτη; Είναι πιθανό να συναντήσεις τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος ο αδερφός σου -η οποία μετά τον άδικο χαμό του γίνεται γυναίκα σου- σε ένα δωμάτιο οίκου ανοχής και μετά από χρόνια το ίδιο αυτό δωμάτιο, που έχει εν τω μεταξύ μετατραπεί σε φυλακή, να είναι το κελί που κρατείσαι λόγω πολιτικών απόψεων;  Είναι πιθανό να έρθεις από το νησί σου στην Αθήνα γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες, παρασυρμένη από λαμπερές υποσχέσεις και μεγάλα λόγια και να πέσεις στα χέρια «αετονύχηδων» με τελική κατάληξη να εκδίδεσαι για εκείνους στην αρχή και μετά σε οργανωμένο «σπίτι με κόκκινο φως απ’ έξω»; Είναι πιθανό συμπολίτες σου να τρέφουν τόσο μίσος μεταξύ τους και προς εσένα, με σημαία τα πολιτικά ή τα κομματικά τους φρονήματα;

Μπορεί μια «εταίρα» να αλλάξει ζωή; Έχει πιθανότητες να μείνει «καθαρή»; Ως πού φτάνει η δύναμη της αγάπης; Πώς ήταν ο Πειραιάς από το 1937 ως και μετά τον εμφύλιο; Πόσο και πώς είχαν ενσωματωθεί οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας στον ελληνισμό από το 1922 ως τότε; Πόσο διαδεδομένο ήταν το χασίς; Οι τεκέδες; Γιατί τα ρεμπέτικα ήταν απαγορευμένα; Πώς επιβίωσαν;

Πόση δύναμη είχαν οι πολιτικοί; Οι κομματικοί καθοδηγητές (ινστρούχτορες στη γλώσσα τους); Οι χωροφύλακες; Οι ρουφιάνοι; Οι δοσίλογοι;

 

Όλα τούτα και πολλά ακόμη στο μυθιστόρημα του Κώστα Δέδε «Σκοτεινοί Δρόμοι» από τις εκδόσεις «στίξις». Μυθιστόρημα. Τι άλλο; Χρονικό μιας ολόκληρης εποχής. Ή μήπως εξιστόρηση, με μυθοπλαστικά στοιχεία, αφού στην εισαγωγή ο συγγραφέας προειδοποιεί:

 

ότι καμιά φορά κάθε σύμπτωση με ορισμένα πρόσωπα και γεγονότα δεν είναι σύμπτωση.

 

Δεν θα ολισθήσω στο να αποκαλύψω την υπόθεση. Θα χαλούσα τη μαγεία της ανάγνωσης. Θα ξεκινήσω με λίγα λόγια για το κεντρικό σκηνικό γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ζωές τόσων ανθρώπων, η καθημερινότητά τους, τα όνειρα, τα βάσανα, οι αγωνίες τους, οι λεπτομέρειες, όλα αυτά που αποτυπώνονται στις 320 σελίδες του βιβλίου.

 

Πρόκειται για το τότε γνωστό συγκρότημα των «Βούρλων» του Πειραιά το οποίο ήταν στην ουσία ένας τεράστιος οίκος ανοχής. Ανήκε σε πολιτικό πρόσωπο. Μετατράπηκε αργότερα σε συγκρότημα φυλακής.

Θα σταθώ επιλεκτικά σε καταστάσεις, νοοτροπίες, σημαντικά γεγονότα τα οποία κυριαρχούν στα δρώμενα, αφού όλα από εκεί πηγάζουν. Είναι τόσα πολλά τα θέματα που αναδύονται, ώστε θα μπορούσε άνετα να γραφτεί ξεχωριστό βιβλίο για αυτά.

Η πλοκή προχωράει ομαλά, η ροή του λόγου είναι συνεχής χωρίς να κουράζει και η διαδοχή των πράξεων έρχεται με συσχέτιση ή αλληλεπίδραση της μιας με την άλλη ή τις άλλες, ωθώντας τον αναγνώστη από τη μια να καταχωρίσει σαφέστερα το κάθε τι στο μυαλό του και από την άλλη να αναρωτηθεί αν και τι έχει αλλάξει από τότε. Όπως λ.χ. για τον υπόκοσμο. Από πότε υπήρχε;

 

Ο υπόκοσμος προϋπήρχε. Και όσο ήταν φανερός και περιφερόταν

στο λιμάνι του Πειραιά, ή όπου αλλού, άλλο τόσο ήταν αόρατος και συχνά υπεράνω πάσης υποψίας, φωλιάζοντας σε επίσημα γραφεία και διαβούλια.

 

Κώστας Δέδες

 

Ο έρωτας; Πώς ευδοκιμούσε; Πώς εύρισκε διεξόδους σε μια τόσο «σφιχτή» εποχή; Πώς ελισσόταν ανάμεσα σε αντιλήψεις, πεποιθήσεις, ιδεοληψίες, πρακτικές δυσκολίες, εμπόδια μετακίνησης, επικοινωνίας, συνάντησης; Πώς κατάφερνε να ξεγλιστρά; Πώς εύρισκε πρόσφορο έδαφος; Ποια η αντίληψη για την γυναίκα τότε;

 

Ο Παναγιώτης ήταν σε καλές παρέες, στις οποίες ο ολοκληρωμένος

έρωτας, όταν έβρισκε ευκαιρία, ξεφάντωνε, υπερβαίνοντας τις

κοινωνικές απαγορεύσεις και τις νουθεσίες περί παρθενίας…

… Σε αυτό το συντηρητικό περιβάλλον, … ο ανυπότακτος έρωτας γλιστρούσε κι έβρισκε τρόπους να ξετρυπώνει από εκεί που δεν το περίμενε κανείς …Όλα αυτά γίνονταν με διακριτικότητα και με προφύλαξη από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή για διατήρηση της παρθενίας. Και όσοι δεν έβρισκαν αγαπητικές, κατέφευγαν σε ιερόδουλες, που φρόντιζαν να μη σοκάρουν αυτόν που πήγαινε για πρώτη φορά.

 

 

Ο “πληρωμένος έρωτας”; Ας σταθούμε λίγο να πατάξουμε από το λεξιλόγιό μας τη φράση αυτή. Πληρωμένος και έρωτας δεν γίνεται. Στην ομιλουμένη το ορθό είναι «πληρωμένο sex». Με σωστά ελληνικά : «πληρωμένη σωματική επαφή», «συνεύρεση επί πληρωμή». Παραλείπω εκφράσεις που υποτιμούν τον ένα από τους δύο και κυρίως την γυναίκα. Η πληρωμένη σωματική επαφή λοιπόν; Πού και πώς γινόταν στον προπολεμικό Πειραιά; Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940;

 

Στην Τρούμπα είχαν ήδη αρχίσει να νοικιάζουν σπίτια νεαρές εκδιδόμενες γυναίκες. Ορισμένες μεγάλες και απόμαχες, που έφευγαν από τα Βούρλα, γίνονταν τσατσάδες, δηλαδή πατρόνες, θείτσες ή μαντάμες, που συνεργάζονταν με σωματέμπορους-νταβατζήδες και ρουφιάνους.

Υπήρχαν και οι άλλες· οι ξέμπαρκες, χωρίς προστάτη, που δεν τραβούσαν τόσο την προσοχή των ανδρών και έβγαιναν στο πεζοδρόμιο, πηγαίνοντας σε σκοτεινά μέρη του λιμανιού για να ψωνιστούν για πενταροδεκάρες.

 

 

Η διαφορά με τον αληθινό έρωτα; Τον πηγαίο πόθο; Την τρελή λαχτάρα για ένωση με το σώμα του άλλου και μέσω αυτού με την αλήθεια του είναι του;

Την ανεξέλεγκτη ορμή για βίωση της υπέρτατης ηδονής μέσα από
απογειωτικές κορυφώσεις και έξαλλες πτήσεις;

 

Καταϊδρωμένος από την υπερπροσπάθεια να τιθασεύσει την αχαλίνωτη Αφροδίτη που η Ζανέτ έκρυβε μέσα της και που την απελευθέρωνε με ορμή, με το χέρι του της έκλεινε το στόμα. Και αυτή η ναζιάρα γάτα, αυτό το θηλυκό με το ερωτηματικό στο βλέμμα της, που ανεβάζει την επιθυμία του άντρα, του έβγαζε με τρόπο το χέρι από το στόμα και του έλεγε ψιθυριστά, δαγκώνοντάς του ελαφρά το αυτί. ≪Ζε τ’ αίμ≫, τουτέστιν ≪σ’ αγαπώ≫.

 

 

Πώς μπορεί με μια απόφαση ένα κτίριο να αλλάξει πολεοδομικά είτε λειτουργικά χρήση; Αλλάζει όμως χρήση στην πραγματικότητα ή το κυνηγάει η κατάρα πάντοτε να στεγάζει βασανισμένες ψυχές, πάντοτε να είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια φυλακή; Στα Βούρλα:

 

έγιναν δομικές αλλαγές, αφού προστέθηκαν αποχωρητήρια, λουτρά, μαγειρεία και αίθουσες με γραφεία. Δημιουργήθηκαν φυλάκια, και το νέο συγκρότημα των Βούρλων πήρε την ονομασία ≪Δικαστικές Φυλακές≫, με τη διαβάθμιση υψίστης ασφαλείας. Και οι πρώτοι που το εγκαινίασαν ως φυλακές των Βούρλων ήταν οι κομμουνιστές, που τους καταδίωκε ο Μεταξάς, με νομική βάση το περιβόητο ≪Ιδιώνυμο≫ του Ελευθερίου Βενιζέλου, που απέβλεπε στην ποινικοποίηση των ανατρεπτικών ιδεών και πράξεων και στην καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων.

 

 

Πόσο μπορεί να αλλοτριώσει ο πόλεμος τον άνθρωπο; Ποια η διαφορά με το κτήνος; Μα η συνειδητή επιλογή για κτηνώδη συμπεριφορά, η εν γνώσει διάπραξη «ύβρεως»:

 

ένας Γερμαναράς, αποκάλυψε ότι σε κατεχόμενα από τους Γερμαναράδες εδάφη της Ευρώπης, γυναίκες κατώτερης φυλής −όπως τις χαρακτήρισε− που δεν είναι σαν εμάς πουτάνες, τις χώνουν με το έτσι θέλω σε βαγόνια με προορισμό τα μπουρδέλα

των Γερμανών στρατιωτικών που υπηρετούν στο μέτωπο.

Κι ότι σε αυτές δεν τους δίνουν δεκάρα τσακιστή και τις έχουν του κλότσου και του μπάτσου…

τα ίδια έκαναν και οι Γιαπωνέζοι με Ασιάτισσες, που τις βάφτισαν γυναίκες ανακούφισης… ένας έξυπνος μικρός τίτλος μπορεί να κρύβει μια μεγάλη τραγωδία.

 

Γιατί ένας άντρας μπορεί να συμπεριφέρεται βάναυσα ακόμα και στη γυναίκα της ζωής του; Γιατί να ξεσπά επάνω της όλα του τα ποθημένα; Και εκείνη; Γιατί μένει; Τι την κρατάει εκεί, εκούσια δεμένη;

 

Όταν μετά από καιρό, η Ευδοκία ζήτησε από τον Σταύρο να της αναλύσει το γιατί ο Χρήστος συμπεριφερόταν βάναυσα, εκείνος της εξήγησε ότι στο πρόσωπο της Αθανασίας έβλεπε τη μάνα του, νομίζοντας ότι όλες οι γυναίκες είναι σαν αυτή. Του άρεσε

να παίρνει εκδίκηση με το να τις κακομεταχειρίζεται.

Βέβαια, η Αθανασία θα μπορούσε να φύγει από κοντά του, αλλά, όπως αντιλαμβάνεσαι, η συνήθεια μπορεί να ακινητοποιήσει πρωτοβουλίες και, καμιά φορά, γίνεται και σύμμαχος του μαζοχισμού.

Το μίσος του για τη μητέρα του, ο Χρήστος το πρόβαλε στο πρόσωπο των γυναικών με τις οποίες συναναστρεφόταν.

 

Όταν μια γυναίκα αξιωθεί να γίνει μάνα, η ζωή της αλλάζει δια παντός. Η ευλογία όμως της μητρότητας δεν είναι χωρίς ανταλλάγματα, δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεν είναι μια κι έξω, πάει και τέλειωσε. Τη μέγιστη χαρά της ζωής της, την ολοκλήρωση της ύπαρξής της, τη συνοδεύει η έγνοια για το παιδί, η οποία την ακολουθεί ως τον θάνατο. Αν προστεθούν και άλλα ζητήματα, το φορτίο αυξάνει:

 

Και σας ρωτώ τι να πει αυτή η δόλια μάνα της οποίας το

ένα παιδί είναι με τους Χίτες και το άλλο με τους αντάρτες; Ποιανού το μέρος να πάρει η έρημη; Για πέστε μου;

 

Η άποψη για τους πολιτικούς, τους κομματικά βολεμένους σε θέσεις ή ρόλους ακόμα και στο ίδιο το κόμμα άσχετα από χρώμα, η γνώμη για τα κάθε είδους «ποντίκια» των κάθε λογής μηχανισμών, οργανώσεων, υπηρεσιών, των οποίων η κατάσταση είναι ίδια και απαράλλαχτη εδώ και δεκαετίες, για να μην πω αιώνες, δίνεται πεντακάθαρα:

 

Κι όλοι αυτοί που κάθονται αναπαυτικά στα γραφεία τους, έχεις την εντύπωση πως θα τ’ αφήσουν για να τα πάρουν άλλοι στο όνομα

της ισότητας; Είσαι γελασμένος, Μιχάλη. Αυτοί έχουν

στρογγυλοκαθίσει και υποστηρίζονται μεταξύ τους. Βολεμένοι.

 

Ο λόγος του Κώστα Δέδε μπορεί να μην είναι γλαφυρός, στολισμένος, υπερβολικός. Μπορεί να μην προσπαθεί να κινητοποιήσει το θυμικό μόνο και μόνο για να γίνει αρεστός και «ευπώλητος». Μπορεί ασυνείδητα να είναι δημοσιογραφικός μα συνειδητά είναι έντιμος, σαφής, ανεπιτήδευτος. Ανεβοκατεβαίνει στο πεντάγραμμο του προφορικού λόγου με ευελιξία, με αρμονική συνύπαρξη των ολόκληρων, των μισών, των τετάρτων, των όγδοων και των δεκάτων έκτων, τονικά μετακινημένων ελάχιστα με δίεση ή ύφεση μόνο όπου είναι αναγκαίο για την συνοχή της μελωδίας. Ας μην ξεχνάμε πως ο συγγραφέας είναι και συνθέτης.

Το μυθιστόρημα πλέει σε θάλασσες μυθοπλασίας αλλά και εξιστόρησης με προορισμό λιμάνια ρεαλισμού, ερωτοτροπώντας συνεχώς με τον ουρανό του ψυχισμού των ανθρώπων. Εκτός από λογοτεχνική έχει ιστορική και λαογραφική αξία. Είναι κατά βάση ένα ηθογραφικό ψηφιδωτό τοποθετημένο άψογα σε ιστορικές, χωρικές και κοινωνικές συντεταγμένες, όπου ισχυρή κόλλα για την συγκράτηση των ψηφίδων αποτελούν η αγάπη για τη ζωή, τα όνειρα, η θέληση-οι θυσίες για επιβίωση, η υποταγή ή η αντίσταση στη Μοίρα, ο έρωτας, η ανάγκη για ελευθερία, η ισότητα, η αξιοπρέπεια, αλλά και οι προσπάθειες ισορροπίας σε μια καθόλου ισορροπημένη κοινωνία. Η ανθρώπινη ύπαρξη πορεύεται με δυσκολία μέσα σε «σκοτεινούς δρόμους» οι οποίοι δεν είναι από τη φύση τους σκοτεινοί. Κάποιοι άνθρωποι έκρυψαν το φως τους, για ίδιο όφελος φυσικά. Έτσι, ή υποτάσσεσαι και ζεις στο σκοτάδι, ή πορεύεσαι με το φως από το καντήλι σου και όπου σε βγάλει. Γράφεις την ιστορία σου μόνος, με τα χέρια σου. Τη δική σου ιστορία, όχι αυτή που γράφεται κατά παραγγελία, ούτε αυτή που δεν ασχολείται με τους «μικρούς» σαν και την αφεντιά σου. Εσύ όμως ξέρεις.

Όπως και ο συγγραφέας, που συνοψίζει την κεντρική του άποψη στο τέλος:

 

Δυστυχώς, φίλε μου, η ιστορία προχωρά με βάση το συμφέρον και όχι την ηθική. Όλα όσα μαθαίνουμε στα σχολεία και παρουσιάζονται ως μεγάλα κατορθώματα, είναι απλά ρομαντικές διηγήσεις που εύκολα δημιουργούν πεποιθήσεις.

 

Με την ευθύτητα και την αντικειμενικότητα που είναι εμφανές ότι τον διακρίνει, ο Κώστας Δέδες μας δίνει τις ιστορίες των πρωταγωνιστών του -οι οποίες συναπαρτίζουν την ιστορία του βιβλίου- χωρίς συμφέρον, χωρίς πλασματικό ρομαντισμό, χωρίς την πρόθεση να δημιουργήσει πεποιθήσεις. Χωρίς στόμφο, χωρίς μεγάλα λόγια.

Απλά. Όσο απλή είναι μέσα στην πολυσυνθετότητά της η ΖΩΗ. Αυτό για εμένα, έχει πολύ μεγάλη αξία.

 

 

ΥΓ: Η προσέγγιση αυτή εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις 27/4/18 στο POLIS ART CAFE

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top