Fractal

Για τα σκλαβοπάζαρα του αμερικάνικου Νότου

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

skl

 

Κατά τον 17ο αιώνα, οι Ευρωπαίοι άρχισαν σταδιακά να δημιουργούν μικρούς και στοιχειώδεις οικισμούς στην αχανή νέα ήπειρο που απλωνόταν μπροστά τους, την  Αμερική, και να καλλιεργούν στα εδάφη των φυτειών τους τα απαραίτητα προϊόντα για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Στα τελευταία, στην καλλιέργεια των οποίων επιδόθηκαν δεόντως, συγκαταλέγονταν ο καπνός, το ρύζι, το ζαχαροκάλαμο και το βαμβάκι, λόγω του εύφορου εδάφους το οποίο φυσικά  πολύ λίγο είχε επιβαρυνθεί προηγουμένως. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες με όλα τα ρίσκα της μετανάστευσης που είχαν πάρει, είχαν πάει στο Νέο Κόσμο για να είναι κάτοχοι της δικής τους γης και ήταν ουσιαστικά απρόθυμοι να εργαστούν ως απλοί υπάλληλοι ή υπηρέτες των άλλων, πλην ελαχίστων βεβαίως εξαιρέσεων. Κάποιος αριθμός καταδικασμένων και γενικώς ατόμων με επιβαρυμένο ποινικό μητρώο, στάλθηκε τεχνηέντως και με έξυπνο τρόπο πέραν του Ατλαντικού από τη Μεγάλη Βρεττανία, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν αρκετός ώστε να ικανοποιήσει την τεράστια ζήτηση για εργατικό δυναμικό που είχε ανάγκη η ταχέως αναπτυσσόμενη γεωργική εκμετάλλευση των απέραντων και γόνιμων εκτάσεων. Αναγκαστικά λοιπόν οι καλλιεργητές έπρεπε να στραφούν στην αγορά σκλάβων. Στην αρχή, οι πρώτοι από αυτούς  προέρχονταν από τις Δυτικές Ινδίες, αλλά από τα τέλη του 18ου αιώνα και στη συνέχεια,  μεταφέρθηκαν κατευθείαν από την Αφρική, γεγονός που κατέστησε αναγκαία τη δημιουργία και λειτουργία σκλαβοπάζαρων. Τέτοια και μάλιστα πολυσύχναστα και πολύβουα  σκλαβοπάζαρα, ιδρύθηκαν στη Φιλαδέλφεια, το Ρίτσμοντ, το Τσάρλεστον και τη Νέα Ορλεάνη.

Ο William Wells Brown (1814-1884) ήταν εξέχων Αφροαμερικανός ρεφορμιστής, λέκτορας, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ιστορικός  στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γεννημένος στη σκλαβιά στην κομητεία Μοντγκόμερυ του Κεντάκυ, κατάφερε και διέφυγε στο Οχάιο το 1834 στην ηλικία των είκοσι ετών. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, όπου εργάστηκε για την κατάργηση της δουλείας και έγινε παραγωγικός συγγραφέας. Το μυθιστόρημά του ‘Clotel’ (1853), που θεωρείται το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε από αφροαμερικανό, εκδόθηκε στο Λονδίνο όπου διέμενε εκείνη την περίοδο κι αργότερα δημοσιεύθηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρξε πρωτοπόρος σε πολλά λογοτεχνικά είδη, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν μυθιστορήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το 1867, δημοσίευσε την πρώτη ιστορία των Αφροαμερικανών στον Αμερικανικό Επαναστατικό Πόλεμο. Με τον όρο Αμερικανική Επανάσταση ή Πόλεμο της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, ορίζεται ο πόλεμος μεταξύ της Μεγάλης Βρεττανίας και των δεκατριών  αποικιών της στην αμερικανική ήπειρο (1775-1783). Το 1848, ο ακτιβιστής William Wells Brown, περιέγραψε  με λεπτομέρεια  τι ακριβώς ήταν εκείνη η περιβόητη αγορά σκλάβων και αναφέρθηκε με τα χειρότερα λόγια στις συμμορίες που λυμαίνονταν τους δούλους στον αμερικάνικο Νότο. Το εμπόριο εκεί, τόνισε,  παρουσιάζει μερικές από τις πιο αποκρουστικές και αποτρόπαιες σκηνές που μπορεί κάποιος να φανταστεί. ‘… Φυλακές, δημοπρασίες σκλάβων, χειροπέδες, μαστίγια, αλυσίδες, λαγωνικά, και άλλα εργαλεία απάνθρωπα σκληρά, αποτελούν μέρος των αντικειμένων που ανήκουν στο  αμερικανικό δουλεμπόριο. Η θέα και μόνο όλων αυτών των εργαλείων βασανισμού, είναι ικανή να κάνει την ανθρωπότητα να αιμορραγεί από   κάθε πόρο…  μητέρες  να κλαίνε για τα παιδιά τους  σπάζοντας τη νυχτερινή ησυχία   με τις στριγκλιές απ’ τις θρυμματισμένες τους καρδιές. Ευχόμαστε κανένα ανθρώπινο ον να μη βιώσει συναισθήματα περιττού πόνου, αλλά εμείς επιθυμούμε κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί στη Νέα Αγγλία, να μπορούσε να επισκεφθεί μια φυλακή και μια δημοπρασία σκλάβων στο Νότο…’!

 

Όταν τα πλοία των σκλάβων έφταναν στην Αμερική, οι σκλάβοι ξεφορτώνονταν   και πωλούνταν σε σκλαβοπάζαρα, όπως αυτό που  απεικονίζεται εδώ στην Ατλάντα (1860).

Όταν τα πλοία των σκλάβων έφταναν στην Αμερική, οι σκλάβοι ξεφορτώνονταν και πωλούνταν σε σκλαβοπάζαρα, όπως αυτό που απεικονίζεται εδώ στην Ατλάντα (1860).

 

‘… Ένας σκλάβος μπορεί να αγορασθεί και να πουληθεί στην αγορά σαν βόδι. Είναι δυνατόν να πουληθεί σε  μακρυνή περιοχή από την οικογένειά του. Είναι δεμένος με αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια, ενώ τα βάσανά του επιδεινώνονται εκατό φορές, από την τρομερή σκέψη, ότι δεν επιτρέπεται να αγωνιστεί ενάντια στην ατυχία, τη σωματική τιμωρία, τις ύβρεις και τις βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν στον εαυτό του και την οικογένειά του, και δεν επιτρέπεται να βοηθήσει τον εαυτό του, να αντισταθεί ή να ξεφύγει από το χτύπημα το οποίο βλέπει να έρχεται πάνω του. Ήμουν σκλάβος, φυλακισμένος για μια ζωή. Δεν μπορούσα να κατέχω τίποτα, ούτε να αποκτήσω τίποτα, αλλά όλα έπρεπε να ανήκουν στον αφέντη μου. Κανένας δεν μπορεί να φανταστεί τα συναισθήματά μου τις στιγμές, που συλλογίζομαι, παρά μόνο αυτός που  ήταν ο ίδιος σκλάβος’, έγραφε στο ‘The Life and Adventures of an American Slave’ (1851), ο  αρχικά σκλάβος και αργότερα συγγραφέας, Henry Bibb (1815– 1854) από το Κεντάκυ.

 

Φρέντερικ Ρέμινγκτον, Σκλαβοπάζαρο. 1893.

Φρέντερικ Ρέμινγκτον, Σκλαβοπάζαρο. 1893.

 

Ο Σόλομον Νόρθαπ (Solomon Northup, 1807–1863), γεννήθηκε ελεύθερος πολίτης και ζούσε στην περιοχή Saratoga Springs, όταν απήχθηκε  από τον Theophilus Freeman, και πωλήθηκε στη σκλαβιά στο βαθύ Νότο, στη Νέα Ορλεάνη συγκεκριμένα. Στην αυτοβιογραφία του, ‘Δώδεκα χρόνια σκλάβος’ (Twelve Years a Slave, 1853) περιέγραψε λεπτομερώς πώς αντιμετωπίστηκε στον  πλειστηριασμό. Αφού κρατήθηκε δούλος  για δώδεκα  χρόνια στην περιοχή της  Λουϊζιάνα από διάφορους κυρίους, κατάφερε  να γράψει στους φίλους και την οικογένεια στη Νέα Υόρκη, οι οποίοι με τη σειρά τους εξασφάλισαν την απελευθέρωσή του με τη βοήθεια της Πολιτείας. Στην αυτοβιογραφία του παρέχει εκτενείς πληροφορίες σχετικά με τις αγορές σκλάβων στην Ουάσινγκτον και τη Νέα Ορλεάνη, και περιγράφει εκτενώς την καλλιέργεια του βαμβακιού  και της ζάχαρης, αλλά  και την γενικότερη αντιμετώπιση των σκλάβων στις μεγάλες φυτείες στη Λουϊζιάνα.

 

Eyre Crowe, Σκλάβοι σε αναμονή για πώληση. Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια (1861).

Eyre Crowe, Σκλάβοι σε αναμονή για πώληση. Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια (1861).

 

‘…Στην αρχή μας υποχρέωσαν να πλυθούμε καλά και όσοι είχαν γένια να ξυριστούν. Έπειτα μας έντυσαν μ’ ένα καινούργιο κοστούμι τον καθένα, φτηνό, αλλά καθαρό. Οι άνδρες είχαν καπέλο, σακάκι, πουκάμισο, παντελόνι και παπούτσια. Οι γυναίκες πολύχρωμα φορέματα και μαντίλια δεμένα στα κεφάλια τους. Στη συνέχεια μας έβαλαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο στο μπροστινό μέρος του κτιρίου, στο προαύλιο, για να μας εκπαιδεύσουν κατάλληλα πριν από τον ερχομό των πελατών. Οι άνδρες ήταν τοποθετημένοι στη μια πλευρά του δωματίου, οι γυναίκες   στην άλλη. Ο  ψηλότερος τοποθετήθηκε επικεφαλής της σειράς, μετά ο επόμενος  ψηλότερος, και ούτω καθεξής ανάλογα με το ύψος τους. Η Έμιλυ βρισκόταν στην άκρη  της γραμμής των γυναικών. Ο Freeman μας ανάγκασε να θυμόμαστε τις θέσεις μας, μας προέτρεψε να δείχνουμε  έξυπνοι και ζωντανοί … Αφού φάγαμε, το απόγευμα, παρελάσαμε και μας έβαλαν να χορέψουμε…’.

Ο  Νόρθαπ   περιέγραψε την πώληση των παιδιών  Emily και Randall, της Eliza:

‘Αυτή φαινόταν καταβεβλημένη και με  κούφια μάτια από  την ασθένεια και με θλίψη. Θα ήταν  ανακούφιση, αν θα μπορούσα να δείξω κάπως τη σιωπή της σκηνής που ακολούθησε. Υπενθυμίζει τις πιο πένθιμες μνήμες και επηρεάζει  οποιαδήποτε γλώσσα μπορεί να απεικονίσει. Είχα δει μητέρες να φιλούν για τελευταία φορά τα πρόσωπα των νεκρών απογόνων τους. Τις είδα να κοιτάζουν προς τα κάτω στον τάφο, όταν το χώμα έπεφτε με αμβλύ  ήχο στα φέρετρά τους, να τα χάνουν απ’ τα μάτια τους για πάντα, αλλά ποτέ δεν είδα τέτοια έντονη, αμέτρητη, απεριόριστη θλίψη, όπως όταν η Ελίζα αποχωριζόταν το παιδί της. Έφυγε απ’ τη θέση της στη γραμμή των γυναικών, για να ορμήξει προς τα κάτω, όπου στεκόταν η Έμιλυ, και το έσφιξε στην αγκαλιά της. Το παιδί, με την αίσθηση  κάποιου επικείμενου κινδύνου, έκλεισε ενστικτωδώς τα χέρια του γύρω από το λαιμό της μητέρας του, και ακούμπησε  το  κεφάλι της πάνω στο στήθος του. ΟFreeman τη διέταξε αυστηρά να είναι ήσυχη, αλλά εκείνη δεν τον πρόσεξε. Την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε απότομα, αλλά εκείνη έσφιξε πιο πολύ το παιδί …. Εκείνη παρακαλούσε τον άνθρωπο να μην προχωρήσει στην αγορά, εκτός αν αγόραζε επίσης αυτή και την Έμιλυ, και σ’ αυτή την περίπτωση υποσχέθηκε να γίνει η πιο πιστή δούλα που έζησε ποτέ. Ο άνθρωπος απάντησε ότι δεν μπορούσε να το αντέξει οικονομικά, και στη συνέχεια η Ελίζα ξέσπασε σε έναν παροξυσμό θλίψης, κλαίγοντας παραπονεμένα. Ο Freeman γύρισε προς αυτήν, άγρια, με το μαστίγιο στο ανυψωμένο χέρι του, και της  παράγγειλε να σταματήσει τη φασαρία γιατί θα την έδερνε …. εκτός αν σταματούσε εκείνο  το λεπτό, θα την πήγαινε στην αυλή και θα της δώσει  εκατό βουρδουλιές… Η Ελίζα ζάρωσε μπροστά του και προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά της, αλλά ήταν όλα μάταια. Ήθελε να είναι με τα παιδιά της, είπε, τον λίγο χρόνο που είχε να ζήσει. Όλα τα συνοφρυώματα και οι απειλές του Freeman,  δεν θα μπορούσαν να φιμώσουν εντελώς τη βασανισμένη μητέρα. Συνέχισε να επαιτεί  και να τους παρακαλεί   με οίκτο να μην χωριστούν οι τρεις τους. Ξανά και ξανά, τους είπε πόσο πολύ  αγαπούσε το παιδί της. Πάρα πολλές φορές επανέλαβε τις πρώτες υποσχέσεις της,  πόσο πολύ πιστή και υπάκουη ότι θα ήταν,  πόσο σκληρά   θα εργαζόταν, μέρα και νύχτα, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της, αν θα τους αγόραζε όλους μαζί. Αλλά ήταν ανώφελο, αφού  ο άνθρωπος δεν  μπορούσε να το αντέξει οικονομικά’!

Η Mary Prince, ήταν παιδί όταν πωλήθηκε σκλάβα στις Βερμούδες. ‘… Η μητέρα μας, κλαίγοντας όπως πηγαίναμε,  με κάλεσε με τα παιδιά Hannah και  Dinah, και πήραμε το δρόμο που οδήγησε στην πόλη Hamble, όπου   φτάσαμε περίπου στις τέσσερις το απόγευμα. Ακολουθήσαμε τη μητέρα μου στον τόπο της αγοράς, όπου μας τοποθέτησαν σε μια σειρά σ’ ένα μεγάλο σπίτι, με τις πλάτες μας στον τοίχο και τα χέρια μας διπλωμένα στο στήθος μας. Εγώ, σαν μεγαλύτερη, στάθηκα πρώτη, η Hannah δίπλα μου, και στη συνέχεια, η Dinah, ενώ η μητέρα μας στάθηκε δίπλα, κλαίοντας από πάνω μας. Η καρδιά μου τρανταζόταν  από τη θλίψη και τον τρόμο με τόση δύναμη,  ώστε  πίεσα τα χέρια μου σφιχτά πάνω στο στήθος μου, αλλά εγώ δεν μπορούσα να την ησυχάσω και συνέχισε να πηδάει, σαν να πάθαινε έκρηξη έξω από το σώμα μου. Αλλά ποιος νοιαζόταν γι αυτό; Μήπως έστω κι ένας από τους πολλούς παρισταμένους, οι οποίοι μας έβλεπαν έτσι χωρίς φροντίδα, σκεφτόταν  τον πόνο που πλημύριζε τις καρδιές της νέγρας γυναίκας και των μικρών της; Όχι, όχι! Δεν ήταν όλοι κακοί, τολμώ να πω, αλλά η δουλεία σκληραίνει τις καρδιές των λευκών  ανθρώπων απέναντι στους μαύρους, και πολλοί από αυτούς δεν άργησαν να κάνουν τις παρατηρήσεις τους πάνω μας φωναχτά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη θλίψη μας,  αν και τα ήπια ακόμα λόγια τους έπεσαν  σαν καγιέν στις φρέσκες πληγές της καρδιάς μας. Ω,  αυτοί οι λευκοί άνθρωποι έχουν μικρές καρδιές που μπορεί να αισθάνονται μόνο για τον εαυτό τους. Εν τω μεταξύ, ο επικεφαλής της δημοπρασίας, ο οποίος   μας πρόσφερε   για πώληση, όπως τα πρόβατα ή  τα βοοειδή, έφτασε, και ρώτησε   τη μητέρα μου, ποια ήταν η μεγαλύτερη. Δεν είπε τίποτα, αλλά έδειξε  μένα. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε έξω στη μέση του δρόμου, και, γυρίζοντάς με αργά γύρω, με έδειξε σε όλους εκείνους που παρακολουθούσαν την δημοπρασία. Σύντομα περικυκλώθηκα από άγνωστους άντρες, οι οποίοι με εξέτασαν και με αντιμετώπισαν με τον ίδιο τρόπο όπως ο κρεοπώλης  ένα μοσχάρι ή αρνί το οποίο ήταν έτοιμος να αγοράσει, και οι οποίοι μιλούσαν για το σχήμα και το μέγεθος μου, με τέτοιες  λέξεις  που δεν μπορούσα πια να κατανοήσω τη διαφορά τους απ’ τα χαζά θηρία. Ήμουν τότε έτοιμη  προς πώληση.  Η προσφορά ξεκίνησε με μερικές λίρες και σταδιακά αυξήθηκε σε πενήντα επτά, οπότε και κατοχυρώθηκα στον πλειοδότη και οι άνθρωποι που στέκονταν δίπλα μου είπαν ότι είχα πετύχει μεγάλο ποσό για τόσο νεαρή σκλάβα. Στη συνέχεια είδα τις αδελφές μου να τις πηγαίνουν μπροστά και  να τις  πωλούν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, έτσι ώστε δεν είχαμε την θλιβερή ικανοποίηση  να είμαστε συνεταίροι στη  δουλεία. Όταν η πώληση τελείωσε, η μητέρα μου μας αγκάλιασε και μας φίλησε, και θρήνησε πάνω μας, ζητώντας από εμάς να έχουμε καλή καρδιά, και να κάνουμε το καθήκον μας στο νέους μας αφέντες. Ήταν ένας θλιβερός χωρισμός.  Η μια πήρε ένα δρόμο,  η άλλη έναν άλλο, και η φτωχή  μαμά μας πήγε στο σπίτι με τίποτα…’!

Ο James Pennington αφηγείται την ιστορία στην αυτοβιογραφία του, ‘Ο φυγόδικος σιδηρουργός’ (The Fugitive Blacksmith, 1859)  για το πώς η Ραχήλ   πωλήθηκε στη Γεωργία, επειδή ο γιος του αφεντικού ήταν ερωτευμένος μαζί της:   ‘Ο αφέντης μου είχε στην κατοχή του κάποτε μια όμορφη κοπέλα περίπου είκοσι τεσσάρων ετών. Είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου η μητέρα της ήταν ευνοούμενη, και ήταν το αγαπημένο παιδί της μητέρας της. Ο κύριός της ήταν ένας επιφανής δικηγόρος με μεγάλη φήμη, αλλά λόγω των καταχρήσεων   έπεσε έξω στις επιχειρήσεις, και ο αφέντης μου αγόρασε αυτό το κορίτσι για   νοσοκόμα. Μετά την κατοχή ενός  περίπου χρόνου, ένας από τους γιους του,  συνδέθηκε μαζί της για όχι έντιμους σκοπούς, γεγονός που δεν ήταν γνωστό  μόνο μεταξύ όλων των δούλων, αλλά και κάτι που   έγινε  πηγή της δυστυχίας στη μητέρα του και τις  αδελφές του. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι η φτωχή Ραχήλ,   έπρεπε να πωληθεί στη Γεωργία. Ποτέ θα ξεχάσω τη σπαραχτική   σκηνή, όταν μια μέρα ένας από τους άνδρες διατάχθηκε να πάρει  την άμαξα με ένα άλογο έτοιμος να πάει στην πόλη. Η Ραχήλ με λίγα ρούχα μπήκε σε αυτή και την πήγαν στην πόλη όπου ζούσαν οι γονείς της, και την πούλησαν εκεί στους εμπόρους μπροστά στα κλαμένα μάτια  τους. Ο ίδιος ο γιος που την εξευτέλισε, και ήταν η αιτία να πουληθεί, ήταν κι ο πωλητής της…’.

Ο James Pennington γεννήθηκε σκλάβος στο Μέρυλαντ. Εργάστηκε ως λιθοξόος  και σιδεράς, αλλά όταν ήταν περίπου είκοσι ετών, δραπέτευσε στην Πενσυλβάνια. Εκεί τον μάζεψαν και τον φρόντισαν κάποιοι Κουάκεροι που τον δίδαξαν να διαβάζει και να γράφει. Το 1828 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως σιδεράς. Ένωσε τη φωνή του με τις άλλες κατά της δουλείας και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγινε φίλος με τους William Lloyd Garrison και LewisTappan. Συνέχισε τις σπουδές του και αργότερα εργάστηκε ως δάσκαλος στο Λονγκ Άϊλαντ, πριν γίνει πάστορας. Το 1839, ένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες του Lewis Tappan    για παροχή    βοήθειας στον Joseph Cinque και τους συναδέλφους τους Αφρικανούς του, οι οποίοι είχαν   συλληφθεί για τα γεγονότα της γνωστής Ανταρσίας Amistad, στις 2 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι Αφρικανοί είχαν απαχθεί και συνεπώς είχαν όλο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν βία για να ξεφύγουν από την αιχμαλωσία.

 

Το σπίτι απ’ όπου το έσκασε ο James Pennington το 1827, βρίσκεται κοντά στο  Fairplay του Μέρυλαντ, χτίστηκε στα 1803 και διατηρείται σε καλή κατάσταση έως σήμερα.

Το σπίτι απ’ όπου το έσκασε ο James Pennington το 1827, βρίσκεται κοντά στο Fairplay του Μέρυλαντ, χτίστηκε στα 1803 και διατηρείται σε καλή κατάσταση έως σήμερα.

 

Το βιβλίο του, ‘Η προέλευση και η ιστορία των εγχρώμων ανθρώπων’ (The Origin and History of the Coloured People), δημοσιεύθηκε το 1841. Δύο χρόνια αργότερα εκπροσώπησε το Κονέκτικατ στο Παγκόσμιο Συνέδριο εναντίον της Δουλείας, στο Λονδίνο. Η αυτοβιογραφία του που αναφέραμε παραπάνω, ‘The Fugitive Blacksmith’ δημοσιεύτηκε σε   συνέχειες σε περιοδικό, το 1859. Ο James Pennington, συνέχισε να εργάζεται για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων μέχρι το θάνατό του, το 1870.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top