Fractal

Το ερωτικό ξύπνημα του Καβάφη

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Σκίρτημα ερωτικόν – Ο Κ.Π. Καβάφης εις την Πόλιν» του Θωμά Κοροβίνη, σελ. 80, Εκδ. Άγρα

 

Εν μέσω γοερού ξυπνήματος της σεξουαλικότητάς του, με την πεποίθηση πως μέσα του τίκτεται ένα πάθος ακατασίγαστο και συνάμα ανίερο, και με σφοδρότατη την αμφιθυμία του που κινείται μεταξύ μετεώρου και σκιάς, ο νεαρότατος Κωνσταντίνος Καβάφης διηγείται πεζόμορφα το κάλλος που συνάντησε ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη.

Τις «ανάγκες» της μετάπλασης, του βιώματος, της εσωτερικής πάλης και του ηδονοθηρικού παίγνιου, ανέλαβε ο Θωμάς Κοροβίνης, ο οποίος μάς παρουσιάζει έναν επινοημένο μεν Καβάφη, αλλά τόσο έκτυπα μορφοποιημένο που, λες, και είναι ο «πραγματικός» που διηγείται το πολύκλαδο πάθος του. Εντέλει, λες και τούτο το σπάραγμα σκηνής, με ιμερικές τονικότητες που περισσότερο υπαινίσσονται παρά δείχνουν, συνέβη πραγματικά έτσι όπως το παρουσιάζει ο Κοροβίνης.

Εξαρχής, η προσπάθεια του συγγραφέα στέφεται με επιτυχία διότι επιλέγει έναν ιδιότυπο (sic) τρόπο να αφηγηθεί την ιστορία. Αναλαμβάνει να το κάνει ο μυθοπλαστικός Καβάφης σε άψογη καθαρεύουσα και κάποιες λεπτές μίξεις δημοτικής. Ο Αλεξανδρινός, καίτοι απέκτησε μια ουσιαστική εγγύτητα με τη δημοτική, εδώ εκτροχιάζει τη γλώσσα του επί σκοπώ. Ουσιαστικά παραδίδει εαυτόν σε μια γλώσσα που μπορεί να τον καλύψει ωσάν υμένας, να μην φανερώσει τα μύχια των σκέψεων και του σώματός του – έστω κι αν τα δηλώνει απερίφραστα. Επιπλέον, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, άλλο ένα θαυμαστό τέχνασμα του Κοροβίνη, καταστέλλει αυτοστιγμεί την περιέργεια, αφαιρεί από το όλον τον μανδύα ενός κρυμμένου σκανδάλου, ενώ, ταυτόχρονα, προσδίδει στην αφήγηση την παραστατική ενσάρκωση που του αρμόζει.

Ναι, δεν είναι ο πραγματικός Καβάφης αυτός που ομιλεί, όμως, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι. Το ίδιο το κείμενο λάμπει για το ερωτικό μοτίβο που αναπτύσσει, τη ρητορική αμφίεση της «καβαφοσύνης» του (ας μου επιτραπεί ο όρος), αλλά και για το σκοπούμενο της συγγραφής που δεν είναι η σκανδαλοθηρία, αλλά η αποτύπωση του ξυπνήματος ενός ευγενούς πάθους, σε μια πόλη-σύμβολο για τον ελληνισμό, σε περίοδο δε που ακόμη η σκουριά του πολέμου δεν είναι απλωθεί.

Βρισκόμαστε στα 1888 και ο 19χρονος, τότε, Καβάφης έχει επισκεφθεί μαζί με τη χήρα μητέρα του και τα αδέλφια του, τον παππού του στο βοσπορινό Νιχωράκι. Μια ημέρα, ο παππούς του τού ζητάει μια εκδούλευση: να πάει ως τα τελωνεία στο Καράκιοϊ με σκοπό να παραλάβει κάποια δέματα. Μαζί του, βοηθός και κουβαλητής, θα είναι και ένας συνομήλικός του, ο Χασάν. Ένα αγόρι θαύμα καλλονής που θέλγει τον Καβάφη και πυρακτώνει τις αισθήσεις του. Είναι η εποχή που ο νεαρός Κωνσταντίνος, πριν καν αποκτήσει την ποιητική ταυτότητά του, αναζητεί με ζέση, αλλά και περίτρομη διάθεση, τη σεξουαλική του προδιάθεση. Γνωρίζει πολύ καλά την έλξη που του ασκεί το ανδρικό σώμα, όμως, δεν έχει καταφέρει ακόμη να δώσει σχήμα και οντότητα στο πάθος του. Σαν να είναι ακόμη ανέστιος ερωτικά, ενώ επιθυμεί σφόδρα να στεγαστεί ψυχή τε και σώματι.

Κι αν η ψυχή γνωρίζει να υπομένει, το σώμα, το νεανικό σώμα του, δονείται από ερωτικές διαθέσεις. Φευ, η αψίκορη νιότη δεν μπορεί να κατασιγάσει την ακαριαία λάμψη της ηδονής.

Ο σύντομος περίπατος που κάνουν τα δύο παιδιά εξελίσσεται σε μικρές σκηνές φανερώματος και απόκρυψης. Ο αφέντης (Κωνσταντίνος) επιθυμεί να δεηθεί τα κάλλη του δούλου (Χασάν), ακόμη και να αλλάξουν ρόλους προς χάριν της ερωτικής τέρψης.

Αυτός ο μελαμψός Οθωμανός είναι το εμψυχωτικό σημάδι που αναζητεί ο Καβάφης για να μετατρέπει το αδέξιο σαρκικό του ψέλλισμα σε τραγουδιστό πόθο. Του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Φτάνει στο σημείο, σε μια πρότερη επίσκεψή του στα χαμάμ της Πόλης, να ακραγγίξει τα βάθη του παράνομου πάθους του, με άλλον παρτενέρ, ο οποίος στα δικά του μάτια είναι ο Χασάν και μόνο ο Χασάν.

Εντέλει, τούτος ο νέος θα γίνει το «είδωλον» της ποιήσεών του και κάπως έτσι θα μπορούσε να είχε γεννηθεί το γνωστό ποίημα του Καβάφη «Ο Δεκέμβριος του 1903».

 

Θωμάς Κοροβίνης

 

Κι όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν σύντονη αφήγηση που περιορίζεται στη σαρκική μαγγανεία και τα μαρτύρια του πειρασμού. Ο Καβάφης, ωσαύτως, θέλγεται από την Πόλη. Αυτή τη χοάνη πολλών πολιτισμών, δυνατοτήτων και αρωμάτων. Ο περίπατός του είναι και μια εμβάπτισή του στα νάματα της μεγάλης πόλης του Βυζαντίου και της πραγματικής πρωτεύουσας του ελληνισμού. Οι εντυπώσεις του, αποτυπωμένες στο χαρτί από τον Κοροβίνη, δονούνται από εξημμένη διαύγεια, ουσιαστική παρατήρηση, αλλά και κοινωνική κριτική.

Παράλληλα, μέσα του δρα και η αρπάγη του εθισμού του στη σάρκα. Η αμφιθυμία του φαίνεται ολοκάθαρα από τις σκέψεις που κάνει περί του καθωσπρεπισμού του και μιας κάποιας σνομπ διάθεσης που αντιλαμβάνεται πως έχει, τη στιγμή που ο ίδιος, αυτό που επιθυμεί είναι η καθαρότητα του πάθους του και η γλυκύτητα που του αφήνει στα χείλη, καθώς το προβάλλει στο μυαλό του.

Όσο βραχύ είναι το βιβλίο του Κοροβίνη, σαν μεγάλο διήγημα ή μικρή νουβέλα, τόσο πυκνό και ηδύγευστο αποδεικνύεται. Μια γλυκιά αναπόληση που έρχεται στο τέλος της ανάγνωσης, μα κι ένας συντονισμός με τον παλμό του νεαρού Κωνσταντίνου, μην τα φοβηθείτε, είναι για καλό. Είναι η τέρψη της λογοτεχνίας που γίνεται κύμα πάνω στο παλλόμενο δέρμα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top