Fractal

Διήγημα: “Σκανδιναβικό στυλ”

Του Φώτη Μανίκα // *

 

 

 

Άδεια πρόσωπα. Κενές ματιές. Παιδιά, που καπνίζουν. Ταμπέλες από νέον. Πρόσωπα περαστικών. Με την σειρά τους περνούν κι εξαϋλώνονται. Πρόσωπα άλλων περαστικών. Με την ίδια σειρά. Η αλυσίδα δεν κλείνει ποτέ. Μιαν αηδία από νέον. Από τσιγάρα. Γενιές αφορισμένες. Αφοσιωμένες στα λόγια. Μονάχα λόγια. Χωρίς κανένα νόημα. Λόγια. Τι άλλο;

Ο χαλασμένος κρίκος είναι η εποχή. Κάποιος είπε: κρίκος κρυμμένος κάτω από ξέστρωτο κρεβάτι. Ποιος διάβολος του έδωσε τον λόγο; Αυτός ο άνδρας συνέχισε: βυθισμένος στο χώμα πάρκου, όπου παιδιά καπνίζουν μαριχουάνα. Γιαγιάδες πλέκουν πουλόβερ. Ο ήλιος καρφώνει την καρδιά. Το λιοπύρι. Ξαπλώνουν στις ταράτσες, μεσήλικες γυναίκες με αλουμινόχαρτα. Άλλος ένας τυχάρπαστος, που τον συναρπάζει το καλοκαίρι. Ένας μποέμ αστός λογοτέχνης με μαγιό. Κίτρινο χωράφι, γυαλίζει πάνω στα μάτια της. Στραφτάλισαν χαίτες αλόγων. Καστανές και μαύρες. Μάλλον έχει βάλει άλογα να τρέχουν σε χωράφι. Το κορίτσι στέκει όρθιο κάτω από μια ελιά. Σηκώνει το φόρεμα του. Γυαλιστερό ροζ βρακί, λερωμένο. Απαλό λευκό δέρμα. Ας κοιτάξουμε τα άλογα. Σέρνονται από μεγάλα λουριά. Τα κρατούν παιδικά χέρια, σφιχτά. Αγόρια είναι, με μάσκες του Ζορό, που κάθονται πάνω σε πευκόκλαδα. Μασουλούν πευκοβελόνες και σφυρίζουνε στ’ άλογα. Τι μαλακίες είναι αυτές; Η αφήγηση πρέπει να επιστρέψει πίσω στο ανήλικο κορίτσι. Να έρθουμε σε στύση. Τι προσπαθεί; Να μας μάθει την ηθική; Αφού είναι ένα τέρας. Όλοι είμαστε ένα τέρας. Το ίδιο. Τέρας, που δεν βλέπει τον εαυτό του. Βλέπει άλλα τέρατα. Να μασουλούν βρώμικα ροζ βρακιά. Να γλύφουν όμορφους γυμνούς κώλους. Κλαδιά. Άλογα. Ότι θέλει λέει! Μοιάζει με παραλήρημα. Έχει πάρει ναρκωτικά. Χάπια. Απαγγέλει. Απ’ έξω. Δεν υπάρχει κείμενο. Όλα επινοημένα. Έχει στύση. Μόνος του. Φουσκώνει το μαγιό του. Γι’ αυτό το κάνει. Για να μας δείξει, πως δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει τέχνη. Αηδίες! Το κορίτσι τσαλαπατήθηκε από δυο καυλωμένα άλογα. Έβαλε τελεία. Ένας μαλάκας χειροκρότησε.

Έπειτα κάθισε. Τον είδα να κάθεται σε μια πράσινη πολυθρόνα σκανδιναβικού στυλ. Είχε μουστάκι. Το χάιδεψε. Κοίταξε αριστερά, χωρίς λόγο. Την ίδια στιγμή, μάλλον χαμογέλασε. Χάιδεψε τον καβάλο του πάνω από το μαγιό. Ένα μικρό μειδίαμα άφησε να φανεί. Ύστερα, κάποιος άλλος, πήρε τον λόγο. Λέω: πήρε, γιατί δεν νομίζω να του τον έδωσε κανείς. Ξεκίνησε μια ιστορία. Για ποιόν; Μια γυναίκα μονάχα, τον κοιτούσε. Του έγνεφε, κάθε φορά, που κάτι της άρεσε. Μάλλον ήταν αφιερωμένη σ’ αυτήν. Χαμογελούσε όλη την ώρα. Είχε κατάλευκα δόντια. Αίμα κύλησε πάνω τους. Παχύρευστο, σαν κέτσαπ. Χαμογελούσε και χυνόταν απ’ έξω. Σίγουρα, γι’ αυτήν ήταν η ιστορία. Αν δεν ήταν η δική της ιστορία, εδώ που τα λέμε.

Μια πολυκατοικία. Γκρίζα και πολυώροφη. Έτσι ξεκίνησε. Όρθιος κοίταζε την γυναίκα. Όλη την ώρα. Έτσι πήγαινε. Μονάχα γι’ αυτήν, όρθιος κοίταζε. Εμείς οι υπόλοιποι; Ποιοι; Ο άνδρας με το μαγιό. Εγώ. Έλα μωρέ! Μονάχα γι’ αυτήν. Όρθιος. Όχι. Κάθισε κι αμέσως είπε: βγήκε στο μπαλκόνι! Κοιτάξαμε στην μεριά, που κοίταξε. Ήταν ένας άδειος τοίχος. Τότε κατάλαβα. Ήθελε να επινοήσουμε το μπαλκόνι ακριβώς εκεί. Παρατήρησα, πως κάποιος καθόταν δίπλα μου. Γυρνάω και του λέω: Ο τοίχος βλέπει βόρεια; Αυτός σαστισμένος απαντάει: Ναι. Ταυτόχρονα συνεχίζεται η εξιστόρηση. Ακούω με τα αυτιά μου, αυτόν, που απαγγέλει να επαναλαμβάνει δύο φορές την εξής φράση: παγωμένος βόρειος αέρας. Τι σύμπτωση! Καθαρός. Χτυπά πάνω στα μάγουλα. Κόκκινο. Σίγουρα την εξιστορεί γι’ αυτήν. Συνεχίζει. Τροπικό κόκκινο. Βόρειος αέρας. Αστικό γκρίζο. Προσέχει τι λέει. Αργά και καθαρά. Κρατά παραπάνω την αίσθηση μιας υγρής χροιάς. Τραβάει τις καταλήξεις. Όχι πάντοτε. Είναι κύριος της ιστορίας του. Αν είναι ιστορία.

Μπαλκόνι στεγνό. Δυο πόδια με σπασμένες φλέβες. Απλωμένα ρούχα. Βρακιά. Φανέλες. Τι κάνει τώρα ο αθεόφοβός; Που μας πηγαίνει; Βάζει την γυναίκα να κοιμηθεί πάνω στο σύρμα. Κρεμασμένη απ’ τα μαλλιά. Κι εγώ τι κάνω; Κοιτάζω την γυναίκα, που κοιτάζει τον άνδρα, που αφηγείται την ιστορία. Αυτομάτως τοποθετώ το σώμα της εντός της εξιστόρησης. Αυτό που βλέπω καθισμένο εκεί. Συνεχίζω την αντικειμενοποίηση. Το παίζω δημιουργός. Από την καρέκλα πέφτω στο κορμί. Από ανάγκη. Την θέλω γυμνή. Έχει υπέροχα μικρά στήθη, σαν αχλάδια. Ήβη τριχωτή. Αφού την θέλω, την βλέπω. Δεν ισχύει το ίδιο με την λέξη: έχω. Μην παρεξηγηθώ. Πότε, δεν. Ποτέ δεν…Ναι! Γυμνή πάνω στο σύρμα.

Μερικές στιγμές επαναφέρω το δωμάτιο, στο οποίο βρισκόμαστε. Αυτό μπορώ να το κάνω. Δεν χρειάζεται να φύγω από την ιστορία. Δεν μ’ εμποδίζει κανείς. Δεκάρα δεν δίνουν! Μόνο και μόνο για να νιώσω ότι δημιουργώ κι εγώ κάτι. Καλά το άκουσες! Ενώ δεν κάνω τίποτα. Ενώ δεν είμαι τίποτα! Έχει υπέροχους γλουτούς. Πρέπει να τους δω. Φέρε τους. Στα σύρματα. Τώρα. Εγώ. Δεν.

Άλλαξε απότομα θέμα. Η εξιστόρηση. Μεταφέρθηκε στο κάτω διαμέρισμα. Ο χαρακτήρας, που μένει εντός του είναι ένας Ινδός. Ολόιδιος ο Γκάντι. Έχει αδύνατο, σκελετωμένο κορμί. Δυο πόδια από ζαχαροκάλαμο. Μάτια γεμάτα σπίθες. Βγαίνει κι αυτός στο μπαλκόνι. Ή μάλλον, τον βάζει να βγαίνει στο μπαλκόνι. Δεν μπορεί από μόνος του. Αν μπορούσαν οι μαριονέτες θα μας αποκεφάλιζαν. Ανάβει τσιγάρο και το καπνίζει σκεπτικός. Ωραία. Η γυναίκα ανοίγει τα μάτια. Το φάσμα της όρασης της είναι τώρα μέσα στο μυαλό μου. Βλέπει το πακέτο του. Βλέπω το πακέτο. Είναι αφημένο πάνω στο τραπέζι. Διακρίνει κάτι ακαταλαβίστικα γράμματα. Τώρα κατάλαβα. Κρέμεται από τα πόδια. Με το κεφάλι κάτω. Βλέπω ανάποδα. Τα μαλλιά μας κρέμονται, σαν κουρτίνα σπαγγέτι. Ανεμίζουν κάποτε. Μάτια κλειστά τόση ώρα, για να μπορέσω ικανοποιητικά να πω, πως βλέπω κάτι. Ναι. Παράλληλά ενεργοποιημένες και οι υπόλοιπες αισθήσεις. Ακούω απλώς, ότι ακούγεται. Μυρίζω απλώς, ότι μυρίζει. Νιώθω την παρουσία απλώς, όταν είναι παρόν σε κάτι. Ίσως. Από τα πόδια. Σαν ακροβάτης. Στο τέλος σπάμε τη σιωπή. Του ζητάμε τσιγάρο. Ο Ινδός αφήνει τις σκέψεις του στο τραπέζι και σηκώνει αργά το πακέτο. Βγάζει ένα τσιγάρο. Το ανάβει και της το βάζει στα χείλια. Ξεκάθαρος φαλλικός συμβολισμός. Όπως ρουφάει τον καπνό και τον αφήνει τόσο υπέροχα, νιώθω να μετεωρίζομαι στην τυχαιότητα. Στο χάος. Δείχνει τόσο επιβλητική. Γεμάτη δύναμη. Αχαλίνωτη, σαν έξαψη. Για έναν φαλλό.

Ο Ινδός λέει: η πόλη μοιάζει με φάντασμα.. Δεν ξεκαθαρίζει, αν πρόκειται για μετανάστη, ή για πολιτογραφημένο. Πολλούς τους απασχολεί αυτή η διαφορά. Δεν επιθυμεί την δέσμευση στο ένα, ή το άλλο στρατόπεδο. Για να κάνει, αυτό που δεν ξεκαθαρίζει, να φανεί περισσότερο πιστευτό, χρησιμοποιεί προφορά. Εδώ φάσκει και αντιφάσκει. Μιλάει με την γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο. Δείχνει αστείος. Όχι. Ακούγεται αστείος.

Κάτω στο δρόμο δυο ξένοι περπατούν στην άκρη του πεζοδρομίου. Ο Ινδός και η γυναίκα τους κοιτάζουν σιωπηλοί. Αυτή λέει: μοιάζουν με σκιές. Αυτός λέει: μοιάζουν με σκιές. Τους ακούν να μιλάνε στη γλώσσα τους. Εδώ ακριβώς, ο αφηγητής χρησιμοποιεί μερικούς άγνωστους φθόγγους, που μοιάζουν με σφυρίγματα, ή με χτυπήματα πέτρας πάνω σε πέτρα. Κανένας δεν καταλαβαίνει. Όλοι χαμογελούν. Δεν υπάρχει κανένας. Μια ιστορία είναι. Λέγεται για τα μάτια μιας γυναίκας. Με σκοπό να καταλήξουν οι δυο τους στο κρεβάτι. Εμείς τι θα κερδίσουμε; Ποιοί εμείς;

Οι άγνωστοι φεύγουν. Χάνονται πίσω από μια γωνία. Αυτή λέει: η γωνία βρέθηκε εκεί για να χαθούν. Αυτός λέει: χάθηκε προσπαθώντας να τους κρύψει. Άλλα ντι άλλων!

Τα μαλλιά της μυρίζουν απορρυπαντικό. Την φαντάζομαι να λούζεται. Η σιωπή των κλειστών ματιών εκρήγνυται. Πάνω τους, το νερό κι ο αφρός. Φρούτα του δάσους. Ξερές γλώσσες τα γλύφουν. Κόκκινα, φρέσκα, σκουριασμένα κάγκελα. Νύχτες, που έρχονται όπως και σήμερα. Από ένα τόσο γνωστό πουθενά. Οι ακροατές συνδέονται με την ιστορία. Δεν καταλαβαίνουν πως το τσιγάρο τέλειωσε! Το σύρμα άρχισε να λυγίζει και δεν νοιάστηκε κανείς για τα βρακιά, που έπεσαν στο μπαλκόνι του Ινδού. Η προηγούμενη περιγραφή του χαρακτήρα του, τον παρουσίασε, σαν ένα κατώτερο όν. Άκου εκεί, πόδια από ζαχαροκάλαμο! Το καταλαβαίνει καλύτερα κανείς, αν προσέξει την αντίδρασή του κοινού, όταν η γυναίκα τεντώνεται να τα πιάσει, μα της ξεφεύγουν. Εκεί σαστίζουν. Περιμένουν πως κάτι θα συμβεί. Ανησυχούν για την γυναίκα. Ο αφηγητής έχει ξεκάθαρο σκοπό. Θέλει να τους συνδέσει με την γυναίκα και μετά να τους αφήσει μόνους. Ο Ινδός σαστίζει. Τον βάζει να τρέμει. Παίρνει τις σκέψεις του απ’ το τραπέζι. Αυτή αμέσως υποθέτει, πως είναι ομοφυλόφιλος. Ξεκάθαρη περιγραφή μιας μέσης μικροαστής. Τόσην ώρα ήθελε να την υποτιμήσει. Από σιχασιά για την ανόητη ζωή της. Ναι. Την βάζει πρώτα να σκεφτεί τα βρακιά της. Την αχαλίνωτη ροπή προς τα αντικείμενα. Ύστερα φαντασιώνεται την φάτσα του Ινδού στα τέσσερα. Με μια σιχασιά πολύ γνώριμη. Παρ’ όλα αυτά βιώνει κάτι περίεργο. Η κλειτορίδα της φουσκώνει ανεπαίσθητα. Νιώθει μικρά ένοχα τσιμπήματα κάτω. Ο αφηγητής φτάνει στο πικ της περιγραφής του. Αυτό το κάτω, το ονομάζει πράμα. Δηλαδή αντικείμενο. Ανάγκη για ηδονή μέσω του αντικειμένου. Στο διάβολο όλοι σας!

Το ιδρωμένο, λιπόσαρκο πρόσωπο του Ινδού, νιώθει την ηδονή να πλησιάζει. Πλησιάζει και η δική της κορύφωση. Μια κορύφωση μέσω της σιχασιάς. Κι όμως! Κάνει κάτι τρομακτικά απλό. Την βάζει να το κόψει. Πώς; Μαζεύει τις φανέλες. Έχει πλέον απαλλαχτεί από τα σύρματα. Πως; Δεν υπάρχουν σύρματα. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Όπως και κάτω. Όπως και μέσα. Κοιτάζει πάλι προς τα κάτω. Ψάχνει να τον βρει. Άρα δεν έχει κοπεί τελείως. Πως θα μπορούσε να κοπεί τελείως; Τι είναι; Μια μηχανή που δέχεται εντολές; Όχι. Εδώ ξεπηδά το μήνυμα. Είναι ο άνθρωπος, που θέλει να γίνει μηχανή. Που απαιτεί τις εντολές του. Που κοιτάζει στο σκοτάδι και βλέπει μια κάφτρα τσιγάρου. Να ανάβει και να σβήνει. Μικρή παύση. Ο προηγούμενος αφηγητής παρατηρεί με ενδιαφέρον τις γάμπες της γυναίκας στην πρώτη θέση. Δεν δίνει δεκάρα για την ιστορία. Αυτό δεν πτοεί κανέναν. Χαϊδεύει το μουστάκι του. Γέρνει πίσω στην καρέκλα. Έχω ανοίξει τα μάτια. Αν τα είχα ποτέ κλείσει. Η γυναίκα κάνει μια ερώτηση για τον Ινδό. Κανένας δεν την άκουσε. Ο αφηγητής πίνει νερό. Αφήνει το ποτήρι του σ’ ένα μικρό οβάλ τραπεζάκι. Δείχνει ευγενικός. Δεν απαντάει τίποτα. Η απάντηση του πρέπει να έρθει από την ιστορία. Ούτως, ή άλλως δεν μας αφορά. Η ιστορία γίνεται προσωπική. Πάντοτε ήταν. Ωραία.

Από το μπαλκόνι του μπορεί να δει την πόλη να απλώνεται από μια συγκεκριμένη γωνία. Ένα μικρό κενό ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες. Με ότι συνεπάγεται αυτή η παύση, είναι δύσκολο να πούμε, πως ήταν παύση από την ιστορία, ή κομμάτι της. Για λίγο δείχνουμε σκυθρωποί. Ήμαστε πολλοί. Ανοίγοντας τα μάτια, είδα ολόκληρο ακροατήριο πίσω μου, να περιμένει. Συν τον κύριο, που καθόταν δίπλα μου και τώρα μάλλον, είχε φύγει. Μια μεγάλη αίθουσα με πολυθρόνες σκανδιναβικού στυλ.

Η γυναίκα ίσιωσε με τα τραχιά χέρια της, όσα σύρματα είχαν στραβώσει από τα ακροβατικά της. Άρα επιστρέφουν τα σύρματα. Χέρια δυνατά, χοντρά. Ταλαιπωρημένα μακριά μαλλιά είχαν τυλιχθεί γύρω. Τα κόβει με μαχαίρι. Αυτές οι γυναίκες δεν καταλαβαίνουν από ομορφιά. Ποιες γυναίκες; Αυτές που υποφέρουν. Έχουν μια παγωνιά. Μια φτώχια, που αναβλύζει από τους πόρους τους. Φτώχια, όχι δική τους. Περισσότερο κάτι, σαν συνέπεια. Από πουθενά ορμώμενη. Απλώς εκεί. Κατάλοιπο. Ναι.

Στο τέλος λέει: οι πολυκατοικίες είναι γκρίζες, γιατί μοιάζουν στις καρδιές μας. Απευθύνεται στον Ινδό. Χωρίς να κοιτάζει κάτω. Αυτός δεν της απαντάει. Αυτή συνεχίζει: γι’ αυτό η πόλη είναι ομορφότερη τη νύχτα. Το μαύρο είναι προτιμότερο από το γκρι. Δείχνει σαφώς κάποια προτίμηση. Η κίνηση της, την τοποθετεί αυτομάτως σε μειονεκτική θέση. Ασφαλώς και ο ένας προσπαθεί να επιβληθεί στον άλλον. Με τον τρόπο του. Δεν είναι αρκετά εμφανές; Ορίστε! Ο Ινδός δεν λέει τίποτα. Καπνίζει, σαν φουγάρο πλάι στο κάγκελο. Στο τέλος λέει: τα φαντάσματα δεν έχουνε χρώμα. Σαφής άρνηση. Θέλει να καταδείξει αυτό, που θεωρεί πως του ανήκει. Ποιο; Συνεχίζει αγέρωχος: αυτό που βλέπεις, είναι αυτό, που θέλεις να δεις. Αν το μαύρο είναι καλύτερο από το γκρι, τότε είναι. Σαχλαμάρες.

Ο δημιουργός και αφηγητής σταμάτησε. Σηκώθηκε από το μικρό βάθρο. Κάθισε σε μια, από τις πολυθρόνες του ακροατηρίου. Έγινε μέρος του. Οι άνθρωποι για λίγο τον κοίταξαν. Μετά άλλαξαν βλέμμα. Είχε κατασπαράξει την ιστορία του. Την είχε υποβαθμίσει νοηματικά με δόλο. Ήθελε να κάνει το ακροατήριο να νιώσει κάτι. Δεν ένιωσε τίποτα μάλλον. Κάποιος άλλος πήρε τον λόγο. Η γυναίκα κοιτούσε αδιάφορα προς μια μεριά. Εκεί κατάλαβα, πως κανένας δεν της είχε αφιερώσει κάτι. Ούτε δική της ιστορία ήταν. Τι σημασία θα είχε αν ήταν; Ότι ήταν, τώρα πια δεν είναι. Τίποτα δεν σταμάτησε. Ποτέ.

Ακούμε τώρα μια επόμενη ιστορία. Μια γυναίκα ανέβηκε στο βάθρο. Ξεκίνησε με την φράση: λουλούδια στο περβάζι. Ωραία φράση. Θα μπορούσε να συνδεθεί με την προηγούμενη ακριβώς ιστορία. Θα μπορούσε να είναι η ίδια ιστορία. Με την ίδια γυναίκα. Αν υπάρχει η ανάγκη για κάποια γυναίκα, ασφαλώς.

Ο Ινδός, δυστυχώς δεν αναφέρθηκε πουθενά. Λέω: δυστυχώς, γιατί μάλλον μου άρεσε. Το μοντέλο χαρακτήρα. Δομεί καλές ιστορίες. Λυπητερές. Κατά τ’ άλλα δεν λέει κάτι καινούργιο. Ποτέ δεν ήθελε να πει κάτι καινούργιο. Με την έννοια της καινοτομίας. Αηδίες. Να βγει απλώς ήθελε. Από μέσα. Δες τον τώρα, πως ξεφυσάει ήσυχα, καθισμένος στην πολυθρόνα! Αυτός. Ο προηγούμενος αφηγητής. Δείχνει ταπεινός, δίπλα στον αστό λογοτέχνη. Τον προηγούμενο του προηγούμενου. Κοιτάζουν ήσυχοι, το ένα πόδι του τραπεζιού. Ποιού τραπεζιού; Αυτό εκεί στο βάθρο. Κρύβει το πόδι της γυναίκας, που τώρα αφηγείται. Μαζί κι ένα κομμάτι από το περσικό χαλί, που βρίσκεται ακριβώς από κάτω.

Λουλούδια, που ξεράθηκαν. Τα βρήκε η ζέστη. Κανένας δεν τα πότισε. Τι αηδίες βγαίνουν από το όμορφο στόμα της; Ποιος ασχολείται πια με τα λουλούδια, που ξεράθηκαν; Όλοι κοιτάζουν τα χείλια της να κουνιούνται πάνω κάτω. Κανένας δεν ακούει. Να ακούσει τί; Για την ζέστη; Σήκωσα το χέρι. Δεν μου έδωσε κανένας σημασία. Το κατέβασα γρήγορα. Αν κάποιος έκανε το λάθος να με ρωτήσει κάτι, θα του απαντούσα, πως τεντώθηκα, χωρίς λόγο. Ναι! Τα λουλούδια είχαν ξεραθεί.

Συνέχισε σε καλύτερο τέμπο. Γυμνά κλαδιά, από το δέντρο σπάζαν. Πέφταν στο ξερόχορτο. Ένα παιδί από κάτω αυνανιζόταν. Πίσω από τον χοντρό κορμό κρυβόταν. Φανταζόταν μια γυναίκα. Μια δασκάλα πιάνο. Κλισέ. Οι ομοφυλόφιλοι θα αντιδρούσαν σ’ αυτό. Θα της πρόσαπταν, πως κάνει διακρίσεις. Ιδιαιτέρως μια γυναίκα θα μπορούσε να κάνει ένα βήμα παραπέρα στον εκπολιτισμό των ανίδεων. Για το συμφέρον του συνόλου. Ποιού συνόλου;

Το δέντρο βρισκόταν στην εξοχή. Κανένας δεν μπορούσε να δει το παιδί. Έτρεχε για μέρες μέσα στο δάσος. Μακριά από τα βλέμματα της πόλης. Να τη πάλι η πόλη. Είναι παντού αυτό το γκρίζο τελικά. Τα μισά άτομα και παραπάνω ίσως, χασμουρήθηκαν. Μάλλον κι αυτοί θα αυνανίζονταν καθημερινά. Θα τους φαινόταν κοινότυπο. Στα μάτια. Μικρή παύση. Μου ήρθε στύση. Χοντρή. Δυνατή. Πιο δυνατή από προηγουμένως. Πότε προηγουμένως; Θα έλεγε κανείς, πως ευθύνεται ο καθαρός αέρας της εξοχής. Μπα. Τα μάτια του παιδιού στραφτάλισαν, όταν έφτασε στην κορύφωση. Έβγαλε τον φαλλό του και τό ‘ριξε πάνω στο δέντρο. Όλο μονοκοπανιά. Ποια σύρματα, και ποιός Ινδός; Αυτή ήταν ιστορία. Μικρή, αγνή και καθαρή. Η αφηγήτρια σηκώθηκε όρθια. Κάποιοι την χειροκρότησαν. Πήγε και κάθισε κάπου. Δεν την είδα. Μα δεν την ένιωσα κιόλας, να φεύγει οριστικά. Σαν να κατοίκησε μέσα μου. Ναι. Μάλλον δεν είχε φύγει. Η ιστορία της έγδερνε το λαρύγγι μου. Ξεροκατάπια. Έμεινα κάποια μακρουλά λεπτά να σκέφτομαι εκείνο το παιδί. Με το τριμμένο τζιν παντελόνι κατεβασμένο. Την σιωπηλή ανόητη έκφραση. Το δέντρο, που θα βρίσκεται ακόμα κάπου στον χώρο. Ποιος ξέρει.

Έπειτα, η πόλη, τα σύρματα, τα ιδρωμένα πρόσωπα, οι φωνές των ανθρώπων, επανήλθαν κατατροπώνοντας την προηγούμενη σύνδεση με το παιδί. Ακούγονταν τόσο απασχολημένες. Έδειχναν τόσο έγχρωμες για να μην φανεί το ασπρόμαυρό, που κουβαλιέται. Μάλλον. Τίποτα δεν μύριζε. Καμιά ευωδία από την γυναίκα με τα λευκά δόντια. Η κέτσαπ. Τα πόδια της. Η στύση. Όλα για κάποιον, ή κάποια, ειπωμένα. Δεν φανερώθηκαν. Τα λόγια έμειναν ακατέργαστα. Αφορισμένα. Το μπετόν. Πάνω μου. Θαρρείς και με κάρφωνε στον σβέρκο. Σηκώθηκα βιαστικά. Η βραδιά ανάγνωσης. Απόγνωσης. Ποια βραδιά; Μόνος μου στέκω μέσα στην αίθουσα. Ποια αίθουσα; Ένας χώρος είναι, σαν αποθήκη. Γεμάτος με πολυθρόνες. Λεπτές και ευγενικές. Σκανδιναβικού στυλ.

 

 

 

* Ο Φώτης Μανίκας γεννήθηκε το 1982 και μένει στο κέντρο της Αθήνας. Ασχολείται με την πεζογραφία και την ποίηση και έχει δημοσιεύσει κάποια ποιήματα του σε ηλεκτρονικά μέσα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top