Fractal

Διήγημα Fractal: “Συμφιλίωση”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

dighma

 

Είχα από χρόνια συμφιλιωθεί με το μονοπάτι της ανεξαρτησίας μου. Αν και έκρυβε μερικές απότομες στροφές, τις αντάλλασσα ευχαρίστως με τα χαμόγελα που μου χάριζε αφιλοκερδώς. Εκεί ακριβώς βρισκόταν η ουσία: στα ανταλλάγματα που δεν ήμουν καθόλου διατεθειμένος να παραχωρήσω. Δε λέω, μια σύντροφος ναι, θα ήταν καλοδεχούμενη. Κάποια που θα συμμεριζόταν τις απόψεις μου όμως. Γυναίκα που πνευματικά να ξεπερνά την εφηβεία, δεν ήξερα καμία. Αντίθετα, γυναίκες που να θέλουν συνεχώς προστασία, επιβεβαίωση και καθοδήγηση ως το αυτονόητο, ήξερα πολλές και πίστευα ακράδαντα πως αυτό δεν αλλάζει. Ασφαλώς και δεν υπάρχει απόλυτη εναρμόνιση δυο ανθρώπων κι όποιος ισχυρίζεται πως την βρήκε, λέει ψέματα. Οι δικές μου περιστασιακές σχέσεις, πάντα κατέληγαν ή σε αφόρητη πλήξη ή σε παταγώδη αποτυχία. Δεν τη χρέωνα ολόκληρη στις ερωμένες μου, οι προτεραιότητές μου είχαν μερίδιο ευθύνης, αν και το ήξερα πολύ καλά, δεν είχα καμία πρόθεση να δείξω ευελιξία. Παρόλα αυτά, την απολάμβανα τη ζωή μου, μόνος την είχα φτιάξει στα μέτρα μου και ήταν γεμάτη από πράγματα που με ικανοποιούσαν. Ευτυχισμένος; Δεν ξέρω, είναι μεγάλη κουβέντα, Πάντως, ήμουν μια χαρά.

Από μαθητής ακόμα, το μόνο όνειρο που βελτίωνα συνεχώς ήταν το Διπλωματικό Σώμα. Πέντε γλώσσες, δύο πτυχία, ένα διδακτορικό, ταξίδια και πολιτισμοί, φίλοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μαγεία! Θα γινόμουν πρέσβης και σε πολύ νεαρή ηλικία μάλιστα, στο χέρι μου ήταν. Υπάλληλος σε πρεσβείες και προξενεία, διπλωματικός ακόλουθος, πρόξενος, το βιογραφικό μου όλο και εμπλουτιζόταν, η στιγμή μου πλησίαζε, το ένιωθα.

Για πρώτη φορά μετά από οκτώ χρόνια, επέστεψα στην πατρίδα για να μείνω αρκετούς μήνες, η Υπηρεσία αποφάσιζε, εγώ υπάκουα ασφαλώς. Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα αισθανόμουν συχνά ένα τσίμπημα νοσταλγίας. Είχα πεθυμήσει το σπίτι μου, το χρώμα του αττικού ουρανού, τη μυρωδιά της θάλασσας. Δεν φαντάστηκα ούτε για μια στιγμή πως αυτή η θάλασσα που λαχτάρησα, θα έφερνε στη ζωή μου τον έρωτα για πρώτη φορά. Τον έρωτα που δεν πίστευα πως υπάρχει, ούτε αυτός ούτε οι εγγυήσεις του. Τον έρωτα που περιγράφουν τα βιβλία, γιατί μόνο εκεί μπορεί να κατοικεί, κάγχαζα. Όρκους έβλεπα μόνο τριγύρω, απόλυτα ειλικρινείς την ώρα που λέγονταν, χωρίς αντοχή όμως. Στα δύσκολα, το έσκαγαν απ’ το παράθυρο.

Έφτασα στη θάλασσα ένα μουντό φθινοπωρινό απόγευμα. Ήταν τόσο λεία που θα μπορούσες θαρρείς να περπατήσεις επάνω της. Έμεινα για ώρες απολαμβάνοντας τη γαλήνη. Στον μαβή ουρανό, μεθυσμένοι γλάροι στριφογύριζαν απολαμβάνοντας ακριβώς το είδος της ελευθερίας που αποζητούσα κι εγώ. Χαμογέλασα ικανοποιημένος από τις επιλογές και τα ταξίδια μου. Η ριπή του ανέμου που όρμησε επάνω μου μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα. Ένας στρόβιλος σκόνης στριφογύρισε βιαστικός και κόλλησε στο πόδι μου κάτι. Τρόμαξα προς στιγμήν, μόνο μέχρι να καταλάβω ότι επρόκειτο για ένα μικρό μαύρο γάντι, σαν αυτά που φοράνε οι δύτες. Το ξεκόλλησα θυμωμένος για τον τρόμο που μου προκάλεσε, κουνώντας σπασμωδικά το πόδι μου.

“Εγώ και το γάντι μου σας ζητάμε συγνώμη για την αναστάτωση που σας προκαλέσαμε”. Τα μάτια της χαμογελούσαν περιπαικτικά. Το θέαμα που παρουσίασα μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν, θα πρέπει να ήταν πραγματικά αστείο, εκτός από πλήγμα στον θιγμένο εγωισμό μου.

“Παρακαλώ”, μουρμούρισα βιαστικά και πισωπάτησα, αποφασισμένος να φύγω. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε για να βγάλει από το κεφάλι της την κουκούλα. Ένας χείμαρρος από μαύρα μαλλιά απλώθηκε με χάρη στην πλάτη της. Η γοητεία της άγνωστης γυναίκας άρχισε να μαγνητίζει κάθε μου κύτταρο. Κοντοστάθηκα και παρατήρησα τα χαρακτηριστικά της. Είχαν μια εντυπωσιακή συμμετρία. Αν φοβόταν μόνη της στην ερημιά μ ‘έναν άγνωστο άντρα, δεν το έδειχνε καθόλου, τα χείλια της είχαν μισανοίξει σ’ ένα πλατύ χαμόγελο, εξίσου περιπαικτικό.

“Συγνώμη, πρέπει να φύγω”, ψέλλισα ντροπιασμένος και απομακρύνθηκα σχεδόν τρέχοντας μόλις εντελώς φωτογραφικά επανήλθε στο νου μου η γελοιότητα που είχα ζωγραφίσει προ ολίγου. Καθώς απομακρυνόμουν, ένιωθα τα μάτια της κολλημένα στην πλάτη μου, άβολο συναίσθημα, και ανακουφίστηκα που δεν θα χρειαζόταν να την ξαναδώ.

Ελάχιστες εβδομάδες αργότερα, έπεσα στην κυριολεξία επάνω της. Πώς θα μπορούσα να ξέρω πως αυτή ήταν η πολλά υποσχόμενη ζωγράφος, η έκθεση της οποίας είχε τόσο διαφημιστεί; Ποιά μοίρα με είχε οδηγήσει στα εγκαίνια εκείνο το βαριεστημένο απόγευμα; Το μαυρομπλέ των ματιών της, η τρυφερή καμπύλη των χειλιών της, τα ελαφρώς ανασηκωμένα τόξα των φρυδιών, όλα συλλάβιζαν λέξεις ανείπωτες, τις άκουγα, ξεδιάλυνα την ουσία τους. Οι αντιστάσεις του θιγμένου μου Εγώ, κατατροπώθηκαν μόλις τα ρουθούνια μου πλημμύρισαν από την εξαίσια μυρωδιά της.

“Βγες μαζί μου το βράδυ, μπορείς”; ψιθύρισα στο αυτί της, λες και γνωριζόμασταν καιρό. Η ντροπή της πρώτης γνωριμίας πνίγηκε στη σχισμή του στήθους της.

“Μπορώ και θέλω”, μουρμούρισε το ίδιο απαλά κοιτώντας με βαθιά στα μάτια. Το περιπαικτικό χαμόγελο είχε σβήσει δίνοντας τη θέση του σε κάτι άλλο, ακαθόριστα σκοτεινό αλλά ταυτόχρονα τόσο, μα τόσο θελκτικό. Στη ζωή του καθένα μας, υπάρχουν άνθρωποι που “αρπάζουν” την αγάπη μας είτε το θέλουμε, είτε όχι. Έτσι μου είπε, μήνες μετά το είπε και μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω πως ακριβώς αυτό μου είχε συμβεί. Με άρπαξε χωρίς να μου αφήσει το παραμικρό περιθώριο.

Καθηγήτρια και ζωγράφος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, είχε όμως μια κόρη που λάτρευε, που ωρίμαζε και η ίδια μαζί της. Φίλες και αδελφές και μάνα η μια για την άλλη, καθημερινά. Γυναίκα δυνατή, ανεξάρτητη, που πατούσε απόλυτα στα πόδια της, αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν. Αφέθηκα στην αιχμαλωσία της, μαγεύτηκα και άφησα τον κόσμο μου να πλημμυρίσει απ’ την παρουσία της. Συνεπαρμένος, αυτό ήμουν. Μου αρκούσε να την σκεφτώ και όλοι οι θόρυβοι γύρω μου ησύχαζαν, έπαυαν να υπάρχουν. Βίωνα το αναπόφευκτα σπάνιο, τον έρωτα που ξεδιψάει. Ξυπνούσα με απίστευτη ενέργεια, σαν να είχα ξαναγεννηθεί με την επιθυμία να γίνω κάτι περισσότερο από αυτό που ήμουν. Οι ανιαρές ώρες στο Υπουργείο κυλούσαν βασανιστικά αργά, μηχανική διεκπεραίωση ήταν έως ότου έρθει η Στιγμή που λαχταρούσα. Την ήθελα συνεχώς δίπλα μου, με την ανάσα μου μπλεγμένη στα λυτά της μαλλιά. Σαν κεραυνοβολημένος έφηβος, ολόκληρη την ημέρα να σιγομουρμουρίζω τον “Αύγουστο” που για μένα τραγουδήθηκε, ήμουν βέβαιος, για μένα που “πως μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά”, για μένα που “θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό”.

Πέρασαν έτσι έξι μήνες απέραντης ευτυχίας, μέχρι να έρθει η είδηση που χρόνια περίμενα: ο διορισμός του πρέσβη που λαχταρούσα, μου επιδόθηκε το πρωί. Το ίδιο βράδυ, εκείνη και η πολύτιμη ανεξαρτησία της, μου ζήτησαν να μείνουμε μαζί.

“Έλα εσύ μαζί μου, το Μαρόκο δεν είναι και τόσο μακριά”.

“Μείνε στη θέση που έχεις τώρα, δεν αντέχω μακριά σου, δεν γίνεται ν’ αφήσω το παιδί μου”.

“Παρ’ την μαζί μας, ωραία θα είναι η εμπειρία της”.

“Είναι μόλις έξι χρονών. Πρώτη φορά γνωρίζει σπίτι και στρωμένη ζωή, ως τώρα ταξίδευε μαζί μου από πόλη σε πόλη, δίδασκε από νομό σε νομό κι αυτή. Της ορκίστηκα πως εδώ θα εγκατασταθούμε μόνιμα. Εξάλλου, μόλις άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο”.

“Έχει κι εκεί σχολεία”.

“Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό, μείνε εσύ”.

“Το περίμενα δεκαπέντε χρόνια, αν δεν πάω, δεν θα είμαι εγώ”.

“Αν αθετήσω την υπόσχεση που της έδωσα, δεν θα είμαι εγώ”.

“Αδιέξοδο”;

“Αυτό ήταν; τελειώσαμε”;

“Αντίο, θα σε κουβαλάω μέσα μου”.

Γεμάτη ενέργεια μέσιαζε η μέρα κι εγώ θα την ζούσα αυτή τη νέα συνθήκη ως το μεδούλι της. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να αγνοήσω τον πόνο που σαν σπαθιά έσκιζε το στέρνο μου. Με τα κλειδιά στο χέρι με βρήκε το χτύπημα στην εξώπορτα. Όποιος είχε αποφασίσει να με καθυστερήσει, δεν θα το κατάφερνε. Το αεροπλάνο έφευγε σε δύο ώρες κι εγώ θα ήμουν μέσα, ό,τι κι αν γινόταν. Έκανα μερικά αβέβαια βήματα και σταμάτησα ανοίγοντας την πόρτα ελάχιστα. Το σκηνικό θύμιζε ασπρόμαυρη γαλλική ταινία: πόρτα μισάνοιχτη στην προσμονή, απορημένο αντρικό βλέμμα από την μία, συνεσταλμένα χαμηλωμένο γυναικείο από την άλλη. Τα χαμηλωμένα μάτια δεν γελούν, ψιθυρίζουν αμφιβολίες και δάκρυα.

“Κακώς ήρθες. Την απόφασή μου την πήρα. Φεύγω”. Στεγνά, να μην φανεί ίχνος οδύνης.

Όλη μας η ζωή φτιαγμένη από ευκαιρίες. Απ’ όσες αρπάξαμε αλλά και από αυτές που χάσαμε. Παράθυρα που ανοίξαμε διάπλατα μα κι εκείνα που αφήσαμε διπλοσφαλιστά. Τραύματα από μάχες που δώσαμε, ουλές κι απ’ όσες αποφύγαμε. Θάνατος η αγάπη που λαχταρήσαμε, κι εκείνη που κατακτήσαμε όμως, Τύψεις για όσα είπαμε, ενοχές γι’ αυτά που δεν προλάβαμε να πούμε. Δρόμοι που περπατήσαμε με ικανοποίηση, θλίψη για όσους επιλέξαμε να πάρουμε. Το πιο σοφό κρυφτό, ετούτο με την ασάφεια. Κανείς δεν ωφελήθηκε μένοντας με το παράπονο. Κι η ανοχή ωστόσο, ποτέ της δεν υπήρξε έγκλημα. Γιατί τ’ όνειρο, αυτό που μονάχο του κυκλοφορεί τις νύχτες, πάντα θα μυρίζει καλοδεχούμενη καλοκαιρινή βροχή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top