Fractal

Κωστής Παλαμάς: Σημειώματα στο περιθώριο

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

«Για να καταλάβεις ένα νου του περασμένου καιρού, ανάγκη πρώτα- πρώτα να ξεχάσεις τον καιρό σου, να τον αποκαταστήσεις εκείνο το νου στον κύκλο του καιρού του δικού του, να κατεβάσεις την εικόνα μέσα στην κορνίζα που της στέκει, στο φως που της πρέπει».

Ωστόσο δεν χρειάζεται να κάνεις καν χρήση της ρήσης αυτής του ίδιου του Κωστή Παλαμά, για να διαπιστώσεις ότι το μεγαλείο του ποιητή και η νίκη του επάνω στο χρόνο κρύβεται ακόμα και στα «κουρέλια» του, και στα σπαράγματα της γραφής του.

Απόδειξη, ένα βιβλίο «δώρο» που κυκλοφορεί από τον Πατάκη, με τα «Σημειώματα στο περιθώριο». Φράσεις κι απόψεις που συνήθιζε ο Παλαμάς να γράφει στα περιθώρια των βιβλίων που διάβαζε ή σε τετραδιάκια που έκρυβε κι ύστερα ανακάλυπτε.

Κάποια δημοσιεύονταν στον Τύπο «όπως- όπως». Με τη μορφή απόψεων, χρονογραφημάτων, μικρών κριτικών σημειωμάτων.

Σε όλα τους, αποκαλυπτικός και άμεσος ο ποιητής μιλά για τη ζωή και την τέχνη.

Κι έρχεται τώρα σε επιμέλεια και εισαγωγή και σημειώσεις της Μάρας Ψάλτη, 75 χρόνια μετά τον θάνατό του και 160 χρόνια από την γέννησή του, για να μας αποκαλυφθεί σύγχρονος και μοντέρνος, ανοιχτόκαρδος κι ανοιχτόμυαλος, απροκατάληπτος όχι μόνο όσον αφορά τις απόψεις, αλλά και την φόρμα με την οποία μας παραδίδονται, τον διακοπτόμενο κι αποσπασματικό χαρακτήρα των σημειωμάτων, τη συνεχή διαπλοκή βίου και έργου. Σε όλα σα να ‘ναι απολύτως νέος, σα να ’ναι η εποχή μας, εποχή του.

Τύχη αγαθή κι εκδοτική φροντίδα εξαιρετική τα ‘φερε έτσι ώστε να ρίχνουμε σήμερα κι εμείς ματιές «στο περιθώριό» του.

Για τη σημαντικότητα των σημειώσεων έχει πει ο ίδιος:

«Τολμώ να σημειώσω στη φροντίδα και των γνώριμων και των αγνώριστων φίλων μου πως τα “Σημειώματα στο περιθώριο” σχετιζόμενα με το ατύπωτο βιβλίο [αν θα τυπωθή] της “Ποιητικής μου” είναι για μένα σε πολλά η ποιητική μου  ίδια σε ό,τι μπορεί να κλείση γενικώτερα ή βραχυλογικώτερα εκφρασμένo. Ή καλύτερα είναι τα «Σημειώματα στο περιθώριο» μια εισαγωγή στην “Ποιητική μου”, καθώς είναι “Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου” τα προπύλαια που μας μπάζουν στη «Φλογέρα του Βασιλιά». Στα σημειώματά μου αυτά βρίσκεται συγκεντρωμένο όλο σχεδόν το στοχαστικό μου σύνολο».

Και για τον τρόπο που έχει σημειώσει, επίσης:

«Πάντα συνηθίζω να τραβώ στο περιθώριο του βιβλίου που διαβάζω, μολυβιές. Καμιά φορά οι μολυβιές γίνονται με γράμματ’ αντί μ’ απλές γραμμούλες. Και να πως ήρθαν τα σημειώματα τούτα. Στον τύπο τώρα τα δίνω όπως- όπως. Λύνω τη ζώνη των παρθένων. Κι ύστερα και κάποιες σιγοκουβεντούλες με τον εαυτό μου, που σβήνανε μόλις άρχιζαν ή που άρχιζαν μόλις έσβηναν και που κι εγώ καλά καλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ τον λόγο που τις γέννησ’ έτσι άπλερες, ατέλειωτες, άναρχες.

Πρέπει να ειπωθεί πως τα σημειώματα τούτα αντιγράφονται με το χέρι μου, μεσ’ από λογής τετραδιάκια, καθώς βρίσκονται άταχτα ριμμένα μέσα σε κείνα, από χρόνια τώρα τα περισσότερα. Και βάζονται εδώ πέρα μόνο για να μείνουν κάπου, χωρίς να σχετίζονται και πολύ με τα ζητήματα της ημέρας και χωρίς καμιά φροντίδα δημοσιογραφικής φρεσκάδας».

 

Τα «Σημειώματα στο περιθώριο» δημοσιεύονται αρχικά στον περιοδικό τύπο, στο μεγαλύτερο μέρος τους στο περιοδικό «Ο Νουμάς» και, δευτερευόντως, στα περιοδικά «Οι Νέοι», «Καλλιτεχνία» και «Παντογνώστης», καλύπτοντας ένα διάστημα δεκατεσσάρων ετών (1909-1923), όπως μας πληροφορεί η Μαρία Ψάλτη στην Εισαγωγή της.  Προτείνοντάς μας την ανάγνωσή τους «ως δυνητικών εγγραφών τριών διακριτών ημερολογίων (σύστοιχων προς την τριπλή παλαμική ποιητική), εκτιμάται το ιδιαίτερο στίγμα και η θέση τους στην εργογραφία Παλαμά και αναπτύσσονται οι εκδοτικές αρχές που ακολουθούνται με αναδρομή στις πρώτες δημοσιεύσεις των κειμένων. Μετά το κύριο μέρος των 180 “Σημειωμάτων” του Παλαμά, το οποίο συμπληρώνεται από Παράρτημα με αθησαύριστα σημειώματα, ακολουθεί η ενότητα των Σημειώσεων με επεξηγήσεις όρων και ονομάτων, παραπομπή στις παλαμικές πηγές και σύνδεση των αναφερομένων στα “Σημειώματα” με άλλα παλαμικά κείμενα.»

 

 

Τα Σημειώματα που ακολουθούν είναι, πιστεύουμε, από τα αντιπροσωπευτικά του:

 

Σημειώματα για τη ζωή του:

 

«Ποτέ άνθρωπος δεν θ’ αγάπησε τόσο στη ζωή του σαν εμένα, και ποτέ άνθρωπος δεν θ’ απόλαψε τόσο λίγο τον έρωτα σαν εμένα. Ποτέ άνθρωπος δεν λαχτάρισε τόσο σαν εμένα τους μακρόσυρτους δρόμους, τους ατέλειωτους περιπάτους κάτου από τους ολάνοιχτους ουρανούς, και ποτέ άνθρωπος δε θα κουνήθηκε και δε θα ταξίδεψε τόσο λίγο σαν εμένα».

 

«Δύσκολα ξανοίγομαι. Αυτό που λέμε κρασοκατάνυξη δεν το ξέρω. Τα μίση μου και οι αγάπες μου δεν ξετυλίγονται’ ξεσπάνε. Κάποτε μπόρεσα να το φανερώσω το μεθύσι της σάρκας μου. Τον πόνο της καρδιάς μου σχεδόν ποτέ. Πρέπει να βρεθώ μόνος για να κλάψω. Δάκρυσα γι’ ανθρώπους που, αν το μάθαιναν, θα ξαφνίζονταν. Μ’ ανάθρεψε, άγρια κι άταχτα, η μοναξιά.»

 

«Όμως έχω κάτι πολύ θηλυκό μέσα μου. Καταλαβαίνω πως μου έρχονται δάκρυα, πως δεν μπορώ να τα κρατήσω κι εκεί που ένας άντρας θα ‘δειχνε τη γροθιά του ή το πολύ πολύ μια καταφρόνεση. Άντρας μπορεί να είναι κάποτε ο νους μου. Μα είναι τούτο αρκετό για μια καρδιά γυναίκεια;»

 

 

Σημειώματα για την γραφή του:

 

«Κάποιος που θα τους δει τους στίχους τούτους θα πει: “Καλότυχος που την έζησε τη ζωή του μοσκοβολισμένη από τον αέρα του βουνού”.

-Αλίμονο! Δεν την έζησα τέτοια ζωή. Τώρ’ αγωνίζομαι να τη ζήσω μέσα από τους στίχους.»

 

«Μ’ αρέσει να χτίζω τη σκέψη μου απάνω σε στερεά θεμέλια, γι’ αυτό και συχνά φέρνεται σαν απήχηση της γνώμης άλλου, ενώ καθαρώτερα κοιταγμένη και διακριτικότερα, δεν είναι παρά η χαρά του ανθρώπου που ελεύθερα στοχάζεται, η στιγμή που βλέπει, και πριν και μετά συντονισμένους από αναγνωρισμένα κοντύλια, τους ίδιους του τους στοχασμούς.»

 

«Η όρεξη έρχεται τρώγοντας. Η έμπνευση έρχεται γράφοντας.»

 

 

Για την κριτική:

 

«Και τας αναγνώσεις μου συνήθισα να αντλώ από κύκλον ευρύτατον. Ο προμηθευτής μου βιβλία μού προσφέρει από όλους τους κλάδους του επιστητού. Από τα συγγράμματα των νομοδιδασκάλων μέχρι των τομιδίων των ποιητών. Χρειάζομαι πολλά και παντοία δια να εκλέξω ολίγα».

 

«Σε όσους θέλουνε να πούνε ότι δεν είμαι κριτικός της προκοπής, γιατί δεν γράφω, τις περισσότερες φορές, παρά για να επαινέσω κάποιον ή κάτι, θα μπορούσα ν’ αποκριθώ: Δεν ξέρω καθαρά τι είμαι, αν κριτής, αν ποιητής, και πότε το ένα και πότε το άλλο. Γράφω πότε σε στίχους, πότε σε πεζά. Σημείωσα στο εξώφυλλο του δεύτερου τόμου στα «Γράμματά μου»: «Ετοιμάζουμε και τ’ άρθρα μας, καθώς συνθέτουμε και τα τραγούδια μας». Όσο κι αν είναι απλό το ρητό μου – γιατί κρύβει κάτι στοχαστικό- μερικοί πέρασαν από μπρος του και στράβωσαν τα μούτρα τους’ άλλοι ζήτησαν να το εξηγήσουν και δεν εξήγησαν παρά τη στενοκεφαλιά τους.  Ανάλογα ο Renan, όχι χλωμά σαν εμένα, μα λαμπερά σαν όλα του, σημειώνει στις «Θύμησες» από τα παιδιάτικα χρόνια κι απ’ τα νιάτα του. Λέει: «Δεν πρέπει κανείς να γράφει παρά για ό,τι αγαπά. Με την ξεχασιά και με την σιωπή τμωρούμε τ’ άσχημα και τα πρόστυχα».

 

«Κάποια έργα τέχνης είναι σαν τα μάτια και σαν τα κύματα. Τα λέμε μαύρα ή γαλανά, μα σπινθοβολάνε από τις σπίθες όλων των χρωμάτων. Έτσι και η «Δέηση απάνου στην Ακρόπολη», μαζί λόγος, ιεροτελεστία, ποίημα, φιλοσοφίας μάθημα.»

 

 

Για την τέχνη:

 

«Οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της Τέχνης είν’ εκείνοι που την ξέρουν και που την αγαπούν όπως οι γυναίκες ξέρουν κι αγαπούν τη μόδα. Την μόδα οι γυναίκες την παίρνουν για ομορφιά’ κι έξω από κείνη καταφρονούν κι αναγελούν κάθε άλλο δείξιμο. Ένα από τα χίλια φανερώματα της Τέχνης, ένα της τρόπο μοναχά, οι νέοι προπάντων τον παίρνουν πως είναι ακέραια η Τέχνη, και έτσι κακοβλέπουν κάθε άλλο και με άλλο τρόπο παρουσίασμα καλλιτεχνικό. Η Τέχνη αλλάζει και μεταμορφώνεται κατά τους καιρούς και σύμφωνα με την περίσταση, μα είναι μια, ανάλλαχτη κι αμεταμόρφωτη’ αιώνια η ουσία της. Όσοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό κίνδυνος είναι να εκτιμήσουν μονόπαντα, για μονάκριβα έργα τέχνης, προσωρινά της μόνο και ιδιότροπα ξετυλίγματα’ και να μη νοιώσουν αριστουργήματα, σαν τύχει να ξαναγυρίζουν σε μια παλιά μορφή τ’ αριστουργήματα εκείνα, ή να παίρνουν καινούργια φόρμα που δεν έχει ακόμα ριζωθεί καθώς ριζώνει η μόδα. Από το πλάνεμα τούτο σέρνονται πιο πολύ οι νέοι, πάντα σχεδόν αποκλειστικοί».

 

 

Για την γλώσσα και για τον Τύπο της εποχής:

 

«Η γλώσσα κάποιων εφημερίδων. Στην ίδια τη γραμμή ζευγαρωτά οι πιο αχώνευτες ελληνικούρες με τα ωμότερα της ξενομανίας αλαμπουρνέζικα. Καμιά φροντίδα λογικής και μουσικής’ δηλαδή τέχνης. Κι ο δημοσιογράφος τεχνίτης είναι του λόγου, στο είδος του Κι αυτό το λένε φυσικότητα κι αλήθεια’ κολοκύθια. Δεν μπορούν να κυβερνήσουν τρεις γραμμές από τη γλώσσα τους και θέλουνε να κυβερνήσουν την κοινή γνώμη».

 

Και για την φιλοσοφία και την κοσμοθεωρία ζωής του:

 

«Ο άνθρωπος με τα ιδανικά είναι θέλει δε θέλει, ζώο θρησκευτικό».

 

«Δεν είχαμε εμείς τα σκοτάδια του Μεσαίωνα ποτέ. Απόδειξη ο βυζαντινισμός. Άγνωστη σε μας η κόλαση. Μα για τούτο κι ο παράδεισος της Αναγέννησης. Και πού βρισκόμαστε; Στο καθαρτήριο».

 

«Είναι κάποιες κριτικές στιγμές που ο σωστός άνθρωπος χρέος του θεωρεί και καμάρι του το ‘χει να φωνάξει προς κάποιους τάχα θεοσεβούμενους: Είμαι άθεος! Και προς κάποιους τάχα τίμιους: Είμαι άτιμος!»

 

«Χρειάζεται μάτι άνετα ριμμένο μιας τρισελεύθερης ψυχής, μέσα στη μοναξιά την καρπερή, για να ανακαλύψουμε και να μας ξαφνίσουνε, σαν καινούργια, πράματα παλιά κι ασάλευτα, κρυμμένα μέσα στη μούχλα των αιώνων. Έτσι ο Τολστόης ύστερ’ από δυο χιλιάδες χρόνια μας είπε πως ανακάλυψε το Βαγγέλιο.»

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top