Fractal

Διήγημα Fractal: “Σημάδι εκ γενετής”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

Έχω δυο θείες δίδυμες που γεννήθηκαν τρίδυμες. Η μια πέθανε όταν ήταν μωρό ακόμη κι έτσι έμειναν οι δυο τους, η θεία Μαργαρίτα και η θεία Μπέμπα. Έτσι την φωνάζουμε ακόμα γιατί είναι μικρότερη, γεννήθηκε έξι λεπτά αργότερα. Αν με ρωτήσετε, το όνομά της το πραγματικό, δεν το έμαθα ποτέ. Έμοιαζαν τόσο πολύ που δεν τις ξεχώριζες εύκολα, μόνο αν ήξερες πως η θεία Μπέμπα έχει ένα μικρό εκ γενετής σημάδι στον δεξιό καρπό, από την μέσα μεριά. Σαν φυλλαράκι πλάτανου είναι το σημάδι της, αν βέβαια καταφέρεις να το ξετρυπώσεις μέσα στις απανωτές δίπλες λίπους που ξεχειλίζουν από παντού.

Οι θείες δουλεύουν την κατ’ οίκον μοδιστικήν – όπως την αποκαλούν οι ίδιες – τους άφησε κι ο πατέρας τους ο συχωρεμένος ένα σπιτάκι, κι αφού ποτέ δεν θέλησαν ιδιαίτερες πολυτέλειες, τα χρειαζούμενα δεν τους έλειψαν ποτέ. Σχολείο πήγαν ως την πέμπτη δημοτικού. Βλέπεις, τότε που ήταν μικρές, η μόρφωση δεν ήταν υποχρεωτική, ούτε κρινόταν τόσο απαραίτητη όσο το μεροκάματο. Βγήκαν λοιπόν στη δούλεψη από δώδεκα χρονών, βοηθώντας τη μάνα μοδίστρα, πότε καρικώνοντας και πότε σιδερώνοντας. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, πάντα η μια στην άλλη κρατούσε συντροφιά για να μοιράζονται απωθημένα όνειρα, προσδοκίες, γιορτές και καθημερινές. Μαζί έκρυβαν και το κομπόδεμα κάτω από το στρώμα και κάθε χρόνο μετρούσαν και ξαναμετρούσαν τα συγκεντρωμένα για να δουν αν μαζεύτηκε το απαιτούμενο ποσό για την μόνη της ζωής τους αδυναμία. Κι όταν έφτασαν πια σε ηλικία εξήντα πέντε και άνω που λέμε, άρχισαν τα ταξίδια.

“Μόνος ή Μάνος”; ρωτούσε η Μπέμπα.

“Μάνος και Άγιοι Τόποι φέτος”, απαντούσε αποφασιστικά η Μαργαρίτα και ξεκινούσαν.

Εκείνη την εποχή, πολύ της μόδας ήταν το εν λόγω τουριστικό γραφείο – ΜΑΝΟΣ η επωνυμία του, διευκρινίζω για τους νεότερους – με τις συμφέρουσες τιμές. Οι θείες το τιμούσαν δεόντως κάθε χρόνο άπαξ και δύπαξ, όπως έλεγαν, ανάλογα με την όρεξη. Κάθε φορά που επέστρεφαν γεμάτες αναμνηστικά για όλους, ο πιο ευνοημένος εγώ ήμουν, ο μοναδικός ανιψιός από της μαμάς τους το σόι. Δεύτερος ανιψιός θα μου πείτε, αλλά δεν είχε σημασία, μοναδικός παρέμενα. Όταν ήμουν οκτώ χρονών, μου έφεραν από την Αίγυπτο μια πίπιζα αράπικη για δώρο. Πολύ απογοητεύτηκα γιατί όσο κι αν προσπαθούσα να την φουσκώσω, ήχος δεν έβγαινε. Ώσπου πόνεσαν τα μάγουλά μου από το πολύ φύσημα και την παράτησα σε μια ντουλάπα να αραχνιάζει.

Μπορούσα να κάθομαι με τις ώρες να τις ακούω να μιλάνε για τα ταξίδια τους. Μπέρδευαν χώρες, μνημεία και λέξεις δύσκολες για τις λιγοστές γνώσεις τους, προς τέρψιν των ευήκοων ώτων μου ωστόσο.

“Θυμάσαι βρε Μπέμπα τι ωραία περάσαμε στην Ιταλία”;

“Πως δεν θυμάμαι Μαργαρώ! Μας πήγαν σε όλα εκείνα τα υπέροχα μουσωλεία, τόσοι πίνακες, τόσα αγάλματα! Μα, το πιο όμορφο μουσωλείο απ’ όλα ήταν του Λένιν κι ας μην μας το ετόνισαν ιδιαίτερα αυτό”!

“Οφείλομε να διαμαρτυρηθούμε στο Πρακτορείο, μη μας περνάνε και για τίποτα αγράμματες! Διότι και στο ταξίδι στην Ελβετία, αυτό το διαβόητο Λούβρο ούτε απ’ έξω δεν το είδαμε”!

“Αύριο που θα επαναλάβομε την επίσκεψή μας στο Πρακτορείο, όλα θα τα πούμε. Το επόμενο ταξίδι μας έχει ήδη καθυστερήσει. Σύμφωνα με τα ζώδια που διάβασε η κυρα-Λίτσα στην τηλεόραση, ήδη θα έπρεπε να έχομε αναχωρήσει”!

Όμορφες λέξεις, διαλεγμένες μια-μια, πλεγμένες μαζί με την αδημονία τους. Αν ήξεραν βέβαια πως αυτό θα ήταν το τελευταίο τους ταξίδι, ασφαλώς και δεν θα το έκαναν. Μεγάλος πειρασμός η Πόλη όμως, φτηνή και η προσφορά, δεν θα την έχαναν. Μεγάλες και οι περιπέτειες που έζησαν στην Πόλη όμως! Όλα μου τα διηγήθηκε με γλαφυρές λεπτομέρειες η θεία Μαργαρίτα κι εγώ, προσπαθούσα με μεγάλη δυσκολία να δείξω ότι συμπάσχω, καταπίνοντας τους τόνους γέλιου που ανέβαιναν από το στομάχι και απειλούσαν να με πνίξουν.

“Εξαγριωθέν άτομο με κουκούλα, εισόρμησε στο τεράστιο πολυκατάστημα την ώρα που η Μπέμπα δοκίμαζε μια κρέμα νυκτός. Κράδαινε μπόμπα στο ένα χέρι, πιστόλι στο άλλο, τι έλεγε δεν ξέρω αφού δεν ομιλώ την τουρκικήν. Κόσμος πολύς εστράφηκε εναντίον του και άρχισε να τον βομβαρδίζει με κολόνιες, σαμπουάν, μάσκαρες και κραγιόνια. Δημιουργήθηκε πανικός, ο άντρας πέταξε την βόμβα, ευτυχώς μακριά μας, θα ‘ταν και αδύναμη, αναταράχτηκε το σύμπαν, πράγματα πέφτανε μαζί με τα ράφια, σε μια γωνιά έπιασε και φωτιά. Κόσμος έτρεχε μέσα σε πυκνούς καπνούς να βρει την έξοδο, άλλοι έπεφταν κάτω, άλλοι τους επάταγαν στο κεφάλι για να περάσουν, συμφορά κι αντάρα παιδί μου! Πάνω στον κακό χαμό, χάνω και την Μπέμπα. Δεκάδες άνθρωποι πλακωμένοι από επιπλάκια με προϊόντα, χέρια να ξεχωρίζουν από δω, πόδια από κει κι εγώ να ουρλιάζω “Μπέμπα, Μπέμπα”!! Με πλησιάζει μια κοπέλα τουρκάλα, να ‘ναι καλά το κορίτσι, που ήξερε λίγα ελληνικά από την γιαγιά της, με βλέπει έτσι μέσα στον φόβο και την τρέλα και με ρωτάε锨:

“Πού ήταν το παιδί; να βοηθήσω”.

“Ποιο παιδί”, της απαντάω, “άσε με κοπέλα μου στον πόνο μου”! Δεν με κατάλαβε και συνεχίζει: “Η εγγονή σας, πόσων χρονών είναι; να την ψάξουμε μαζί”.

Άντε τώρα εγώ να της εξηγήσω πως Μπέμπα φώναζα την αδελφή μου. Την αγνόησα κι άρχισα να πετάω σωρούς τα καλλυντικά στην άκρη, μήπως και βρίσκεται πλακωμένη η Μπέμπα από κάτω. Η κοπέλα, ένα βήμα πίσω μου. Ξάφνου, ακούω ένα βογγητό που κάτι μου θύμιζε. “Έτσι μουγκανίζει η αδελφούλα μου”, σκέφτομαι, “όταν την πονάει η μέση της”. Κοιτάζω προς τα εκεί που ερχόταν το βογγητό και βλέπω ένα χέρι να εξέχει κάτω

από ένα βουνό άφτερ σέιβ και αποσμητικά. Πλησιάζω και να σου να κρέμεται το πλατανόφυλλο του καρπού της κάπως περίεργα. Μαζί με την κοπέλα την ξεθάψαμε, μαζί την επήγαμε στο νοσοκομείο έτσι όπως ήταν πασαλειμμένη στο μισό πρόσωπο με κρέμες. Εκείνοι της έβαλαν τον γύψο στο χέρι που είχε σπάσει, εγώ την καθάρισα από τα πασαλείμματα κι έτσι επιστρέψαμε κακήν κακώς. Μέχρι να μπούμε στο αεροπλάνο, σφιχτά την κρατούσα από το χέρι γιατί φοβόμουν παιδί μου. Έτσι και ξανασυνέβαινε κάτι, πώς θα την αναγνώριζα αφού το σημάδι της ήταν κουκουλωμένο με τον γύψο; Άσε που από την τρομάρα της έχει κοπεί η λαλιά και ούτε που ξέρω πότε θα επιστρέψει!

Όσο διαρκούσε η αφήγηση, η Μπέμπα μιλιά. Το πρόσωπό της κάτωχρο, τα χείλη της λευκή γραμμή. Είπα ν’ απαλύνω λίγο τον τρόμο της, μα τα έκανα χειρότερα.

“Άγιο είχες θεία, τέλος καλό, όλα καλά. Θα γιάνει σύντομα το σπάσιμο και θα είσαι έτοιμη για νέες περιπέτειες”.

Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Το μέτωπό της σκεπάστηκε από κόμπους ιδρώτα, το άδετο χέρι άρχισε να τρέμει, τώρα θα μου μείνει στα χέρια σκέφτηκα. Έντρομη πετάχτηκε όρθια η Μαργαρίτα και με μιαν ανάσα μου αποκρίθηκε:

“Μην μου την συγχύζεις άλλο παιδί μου. Δεν βλέπεις που εκπέμπουν σπινθήρες τα μάτια της; Τελειώσαμε με τα ταξίδια πια, ό,τι είδαμε, είδαμε. Το αποφασίσαμε: κάθε καλοκαίρι θα πηγαίνομε στα πατρογονικά στο χωριό. Θ’ ακούμε τον κυρ- Γιάννο να παίζει την φλογέρα του και θα ευφραινόμαστε πλέον μόνο την βουκολική ευωδία των αγρών. Και δεν θα ψάχνω πια για εκ γενετής σημάδια αναγνώρισης. Θα τρώμε υγιεινά κρέατα, θα πίνομε, θα γλεντάμε με τους συχωριανούς. Καλό και το νόστιμον ήπαρ”!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top