Fractal

Συλλέκτες βιβλίων: Μια παράξενη παγκόσμια φυλή

Γράφει ο Δημήτρης Καρύδας //

 

book-collector«Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα βιβλία που μου άρεσαν, τα βιβλία που νόμιζα πως θα μου άρεσαν, τα βιβλία που έλπιζα πως θα μου άρεσαν και τα βιβλία που δεν μου άρεσαν τώρα αλλά νόμιζα ότι ενδεχομένως θα μου άρεσαν στο μέλλον ήταν σχεδόν αδιόρατη»1  Αυτή η πρόταση του Τζούλιαν Μπαρνς αποτελεί όχι απλά τον ορισμό του φανατικού αναγνώστη αλλά πιθανώς τον ορισμό του αφοσιωμένου συλλέκτη βιβλίων.

 

Μια παγκόσμια φυλή που ενώνεται από ένα κοινό πάθος. Πρακτικά, άλλωστε η λέξη συλλέκτης από μόνη της (ανεξάρτητα στο είδος, την ποσότητα ή την ποιότητα της συλλογής) προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας –όχι τόσο ανεξήγητης- εμμονής. Αρκεί, μια Κυριακάτικη βόλτα στο Μοναστηράκι για να διακρίνει κάποιος τον συλλέκτη από τον περαστικό ή τον τουρίστα που κάνει απλά τη βόλτα του. Ο πρώτος ψάχνει με επιμέλεια, ανακατεύει ράφια, ανεβοκατεβάζει βιβλία και στο τέλος, εφόσον η αναζήτηση στεφθεί με επιτυχία τον προδίδει ένα μικρό τρεμούλιασμα στο χέρι που κρατάει το αντικείμενο του πόθου του ή στη λάμψη της ικανοποίησης στο βλέμμα του.

Γιατί όμως συλλέγουμε βιβλία; Γιατί γεμίζουμε ράφια, ντουλάπες, συρτάρια, πατάρια και υπόγεια. Σίγουρα, η απάντηση ανάγεται προφανώς σε ερμηνείες που άπτονται της ψυχολογίας. Και είναι πολύ δύσκολο να απαντήσει κάποιος για λογαριασμό άλλου. Σχεδόν αδύνατον.

Γνωρίζω ανθρώπους που διαθέτουν τεράστιες σε όγκο βιβλιοθήκες. Ορισμένοι (ελπίζω όχι η πλειοψηφία) ομολογούν επιβεβαιώνοντας τα γραφόμενα του Τζούλιαν Μπαρνς ότι δεν θα προλάβουν να διαβάσουν όλα τα βιβλία ακόμη και αν η ζωή τους παραταθεί κατά ένα αιώνα. Τους αρκεί όμως η ιδέα της ιδιοκτησίας μιας βιβλιοθήκης εντυπωσιακής σε μέγεθος που κερδίζει επάξια τον θαυμασμό φίλων και συγγενών. Σε ορισμένες περιπτώσεις (δυστυχώς) το εύρος της συλλογής συνδυάζεται και με την οικονομική άνεση αλλά μάλλον αυτού του είδους οι συλλέκτες αποτελούν μια μικρή μειοψηφία.

Υπάρχει μια άλλη κατηγορία συλλεκτών: Εκείνη που συλλέγει επιλεκτικά και πολύ μεθοδικά. Συγκεκριμένους τίτλους, συγκεκριμένους συγγραφείς, συγκεκριμένες εκδόσεις. Θεωρητικά πολύ πιο απαιτητική κατηγορία από την πρώτη.

Άλλη μια μικρή (και πάλι ευτυχώς) κατηγορία είναι εκείνη των «επενδυτών». Αγοράζουν αδιακρίτως βιβλία, δεν διαβάζουν κανένα και προσδοκούν να εισπράξουν τυχόν μελλοντικές υπεραξίες από την μεταπώληση τους. Συνήθως, χρησιμοποιούν τον μανδύα του «συλλέκτη» για να καλύψουν την πολύ πιο έντιμη λέξη που τους χαρακτηρίζει: Έμποροι.

Τέλος, υπάρχει και η πιο απλουστευμένη μορφή. Οι «βιβλιοφάγοι», όπως αποκαλούνται από το πλατύ κοινό, που προσθέτει βιβλία στα ράφια ελπίζοντας ότι θα προλάβει να τα διαβάσει δημιουργώντας αυτό που εύστοχα ένας καλός φίλος έχει ονομάσει «στοίβα της ντροπής». Είναι η μικρή ή μεγάλη στοίβα των προς ανάγνωση βιβλίων που υπάρχει δίπλα στο γραφείο, στο κρεβάτι ή σε κάποιο άλλο χώρο και περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους…

Συλλέκτης σημαίνει και μέθοδος και σύστημα και προσήλωση. Θυμηθείτε τον εξαιρετικά συμπαθητικό ήρωα της ταινίας High Fidelity. Έφτιαχνε λίστες με τους δίσκους βινυλίου (εκτός από τις λίστες παλιών φιλενάδων), άλλαζε τη σειρά στα ράφια, τακτοποιούσε τα υπάρχοντα του άλλοτε με αλφαβητική σειρά, άλλοτε κατά εταιρεία, άλλοτε κατά είδος μουσικής. Δεν είχε σημασία η λογική. Μετρούσε μόνο η πρακτική. Ο ίδιος εξάλλου τον επόμενο μήνα θα διέθετε μερικές από τις ελεύθερες ώρες για την αναδιάταξη των δίσκων με άλλη λογική και συνεπώς άλλη σειρά.

Σαφώς και η συλλεκτική λογική στον κόσμο του βιβλίου έχει και πολέμιους. Η εξαιρετικά συμπαθής πρωτοβουλία του Book crossing που εμφανίσθηκε πριν από μια δεκαετία πάνω-κάτω και έχει τις ρίζες της στην εξάπλωση του διαδικτύου είναι αντίθετη σε κάθε μορφή ιδιοκτησίας βιβλίων. Τα μέλη της θεωρούν ότι κάθε βιβλίο που μένει σε ένα ράφι βιβλιοθήκης είναι αιχμάλωτο και έτσι ελευθερώνουν όλα τα αχρείαστα ή διαβασμένα βιβλία, τα τοποθετούν σε κάποιο δημόσιο χώρο και ενημερώνουν που μπορεί να τα βρει ο οποιοσδήποτε. Ο επόμενος περιστασιακός κάτοχος του βιβλίου έχει την υποχρέωση αφού το διαβάσει να το «ελευθερώσει». Γνωρίζω μερικούς συλλέκτες που παρακολουθούν συστηματικά το συγκεκριμένο διαδικτυακό χώρο ελπίζοντας ότι κάπου κοντά τους μια μέρα ένας άγνωστος θα αποθέσει το (εξαντλημένο) βιβλίο που ψάχνουν χρόνια. Δεν είμαι σίγουρος αν κάποιος από αυτούς θα «ελευθερώσει» έστω και ένα βιβλίο από τα χιλιάδες που διαθέτουν.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση του θέματος «συλλέκτης» είναι η λογική του μεταχειρισμένου ή καινούργιου βιβλίου. Ας δούμε πάλι την πολύ χρήσιμη άποψη του Τζούλιαν Μπαρνς πάνω στο θέμα των μεταχειρισμένων βιβλίων: «Στην Αμερική συνηθίζουν να αναφέρονται σε αυτά υποτιμητικά, ως βιβλία από ‘’δεύτερο χέρι’’- όμως αυτή η συνέχεια της ιδιοκτησίας είναι μέρος της γοητείας τους. Ένα βιβλίο πρόσφερε την εξήγηση που έδινε για τον κόσμο σε ένα άνθρωπο, ύστερα σε έναν άλλον και ούτω καθεξής για γενιές ολόκληρες, διαφορετικά χέρια κρατούσαν το ίδιο βιβλίο και αντλούσαν κάποτε την ίδια και κάποτε διαφορετική σοφία απ’ αυτό».

Ας μου επιτραπεί ένα απολύτως προσωπικό σχόλιο όχι πάνω στα γραφόμενα του Μπαρνς αλλά σε ένα πολύ απλό και πρακτικό ζήτημα. Το βιβλίο είναι από τη φύση του «μεταχειρισμένο είδος». Από τη στιγμή που κάποιος ολοκληρώνει την ανάγνωση του μόλις αγορασμένου αντιτύπου του αυτόματα αυτό το βιβλίο θεωρείται «μεταχειρισμένο». Υποθετικά γράφοντας: Ακόμη και αν ανατρέξει σε αυτό μια ή δύο δεκαετίας αργότερα και το ξαναβρεί ανέγγιχτο στη βιβλιοθήκη του δεν παύει να είναι ένα «μεταχειρισμένο» βιβλίο.

Και πάλι ο Τζούλιαν Μπαρνς δίνει ένα εξαιρετικό ορισμό στη συλλεκτική «μανία». Προσωπικά θα χρησιμοποιούσα το «επίμονος», εκείνος προτιμάει την λέξη «εξαντλητικός». Η ουσία ελάχιστα αλλάζει: «επίσης αγόραζα βιβλία η αγορά των οποίων δεν είχε κανένα νόημα, είτε εκείνη τη στιγμή, είτε αναδρομικά – όπως και τους τρεις τόμους (σε πρώτη έκδοση, με ωραιότατες κουβερτούρες και σίγουρα αδιάβαστους από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους) των απομνημονευμάτων του σερ Άντονι Ίντεν2. Ποιο νόημα είχε μια τέτοια κίνηση; Η περίπτωση μου χειροτέρευε από το γεγονός ότι ήμουν, στην ιδιόλεκτο του σιναφιού, ένας «εξαντλητικιστής».

Σαφώς και ένας συλλέκτης είναι επίμονος ή «εξαντλητικιστής», για να χρησιμοποιώ τον όρο του Μπαρνς. Θα χαλάσει ώρες, μέρες, εβδομάδες, μήνες, αντλώντας ικανοποίηση από το «ψάξιμο» και όχι αποκλειστικά από την εύρεση. Εφόσον, τα δύο (αναζήτηση + εύρεση) συνδυαστούν θα γυρίσει ευτυχισμένος στο σπίτι του. Αλλά όπως λέει και ένας καλός φίλος παραφράζοντας τη λαϊκή ρήση περί κυνηγών και ψαράδων: «Η τσάντα του συλλέκτη εννιά φορές είναι αδειανή και μια φορά γεμάτη».

Στις μέρες μας πλέον η αναζήτηση ενός σπάνιου τίτλου δεν έχει να κάνει μόνο με σκονισμένα ράφια παλαιοπωλείων και παλαιοβιβλιοπωλείων. Αλλά με άριστη γνώση του διαδικτύου, χώρων δημοπρασιών, σάιτ με αντικείμενο παλιά βιβλία κλπ. Γίνεται αντιληπτό ότι ο αφοσιωμένος –και old fashion- συλλέκτης δεν θα καταναλώσει ώρες αναζήτησης μπροστά σε ένα υπολογιστή. Επειδή, του στερεί κάθε μορφή αυθεντικότητας. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσω απόλυτα. Ο Τζούλιαν Μπαρνς διαφωνεί με την προσήλωση στις παλιές συλλεκτικές μεθόδους: ‘’Η διαδικασία του συλλέγειν έχει επίσης αλλάξει ολοσχερώς χάρη στο διαδίκτυο. Χρειάστηκα κάπου δώδεκα χρόνια ώσπου να βρω την πρώτη έκδοση των Πρόστυχων κορμιών3 και πλήρωσα 25 λίρες. Σήμερα, τριάντα δευτερόλεπτα περιήγηση στο adebooks.com αρκεί για να βρεθώ μπροστά σε είκοσι πρώτες εκδόσεις που ποικίλλουν ως προς την κατάσταση και τις τιμές (η πιο ακριβή, με τις σπανιότατες πια κουβερτούρες του Γουό κυμαίνεται μεταξύ 15 και 28 χιλιάδων λιρών). Όταν η μεγάλη αγγλίδα μυθιστοριογράφος Πινέλοπι Φιτζέραλντ πέθανε, αποφάσισα τιμής ένεκεν να αγοράσω τις πρώτες εκδόσεις (με κουβερτούρες) των τελευταίων τεσσάρων μυθιστορημάτων της- των τεσσάρων που παγίωσαν την αίγλη της. Όλο αυτό μου πήρε λιγότερο χρόνο απ’ όσο θα χρειαζόταν να βρω θέση να παρκάρω κοντά στο σημείο όπου άλλοτε υπήρχε το βιβλιοπωλείο του Μπιτς. Και ενώ θα μπορούσα να συνεχίσω να αναζητώ τον Ρομαντισμό και το Απρόσμενο της ανακάλυψης- γιατί, ναι υπήρχε ρομαντισμός-, πρέπει να παραδεχτώ ότι το παλιό σύστημα ήταν και χρονοβόρο και πολυέξοδο».

Μπορεί να μην άπτεται άμεσα του θέματος αλλά η νέα τεχνολογία κάνει σίγουρα πιο εύκολη τη ζωή ενός συλλέκτη αλλά δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με τις αναγνωστικές του συνήθειες. Δεν έχω ακούσει ως τώρα κανένα που να συλλέγει βιβλία στο e-kindle ή audio books. Κινδυνεύοντας να ξεστρατίσω από το θέμα αξίζει εδώ μια παρένθεση με μια φράση του Τζον Απντάικ που επικαλείται ο Τζούλιαν Μπαρνς: «Γιατί, ποιος, σ’ αυτό το αδιανόητο μέλλον, όταν θα είμαι νεκρός, θα διαβάζει; Η τυπωμένη σελίδα ήταν απλώς το σύντομο θαύμα μισής χιλιετίας».

Ο ίδιος ο Μπαρνς διαφωνεί κάθετα με αυτή την άποψη: «Είμαι πιο αισιόδοξος ως προς την ανάγνωση όσο και ως προς τα βιβλία. Θα υπάρχουν πάντοτε και μη αναγνώστες, κακοί αναγνώστες, τεμπέληδες αναγνώστες- πάντα υπήρχαν. Η ανάγνωση είναι η δεξιότητα της πλειοψηφίας αλλά η τέχνη της μειοψηφίας. Και όμως, τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ακριβή, περίπλοκη, λεπτή επικοινωνία, ανάμεσα στον απόντα συγγραφέα και τον συνεπαρμένο, παρόντα, αναγνώστη. Ούτε πιστεύω ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει το έντυπο- ακόμη κι αν αριθμητικά υπερτερήσει. Κάθε βιβλίο βιώνεται και φαίνεται διαφορετικό στα χέρια σου». Και σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει: «Δεν έχω λουδιτικές προκαταλήψεις ενάντια στη νέα τεχνολογία, απλώς τα έντυπα βιβλία φαίνονται ότι περιέχουν γνώση, ενώ τα ηλεκτρονικά φαίνονται ότι περιέχουν πληροφορία. Τα σχολικά βραβεία του πατέρα μου βρίσκονται σήμερα στη βιβλιοθήκη μου, ενενήντα χρόνια αφ’ ότου τα κέρδισε. Και προτιμώ να διαβάσω τα ποιήματα του Γκόλντσμιθ4 σ’ αυτή τη μορφή παρά online».

Για αυτό ακριβώς θα υπάρχουν πάντοτε ξεχασμένα βιβλία σε κάποιο σκονισμένο ράφι που θα περιμένουν τον επόμενο αναγνώστη τους.

 

(1) Τα σημεία που αναφέρονται σε απόψεις του Τζούλιαν Μπαρνς είναι από ένα κείμενο που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian, στις 29 Ιουνίου του 2012. Διατέθηκε δωρεάν σε ένα αυτόνομο φυλλάδιο 16 σελίδων από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Την (εξαιρετική) μετάφραση επιμελήθηκε η Κατερίνα Σχοινά.
(2) Πρωθυπουργός της Αγγλίας που διαδέχτηκε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ και έμεινε στην ιστορία για την εμπλοκή του στην κρίση του Σουέζ το 1956.
(3) Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για το βιβλίο του ‘Εβελυν Γουώ (1903-1966) που κυκλοφόρησε το 1997 στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση της Τζίνας Κορδάκη. Πρωτότυπος τίτλος: Vile bodies (έτος πρώτης έκδοσης 1930).
(4) Ολιβερ Γκολντσμιθ (1730-1744): Ιρλανδός μυθιστοριογράφος και ποιητής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top