Fractal

Στην τουριστική Σιγνάχι (Sighnaghi) και το μοναστήρι της Αγίας Νίνας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Το Σιγνάχι αν δεν έχεις δει/Τις γέρικες σκεπές ο ήλιος να χαϊδεύει/Μην πεις πως ξέρεις του Καχέτι της γητειές/Την πόλη μου με μάγια που στολίζουν.
Αν κάτω απ’ τα κάστρα τα ψηλά ποτέ/Δεν ξάπλωσες αποσταμένος/Αν το δροσερό αεράκι που φυσάει απ’ τ’ Αλαζάνι/Δεν σ’ έσφιξε στην αγκαλιά του/Αν πάνω στο Γκομπόρι δεν είδες/Να πλαταγίζουνε τα λάβαρα σύννεφα /Δεν ξέρεις πως ο τόπος αυτός/Είναι ο κήπος του ονείρου/.
Αν δίπλα στο μύλο του Σιγνάχι/Νύχτες λευκές δεν γνώρισες/Αν δεν σε ξύπνησαν στο Γκομπόρι/Αυλοί από πορτοκαλένιο ήλιο/Το φασιανό αν δεν ξέρεις/Και του αγριόγαλου τη φωνή/ Μην πεις πως ξέρεις/Της πατρίδας μου το φως/.
Εάν δεν είδες τις επάλξεις/Στόχοι από χτυπήματα σημαδεμένοι/
Εκεί όπου ζουν ακόμη/Των προγόνων μας οι ανίκητες ψυχές/Τους δρόμους πλεγμένους στα μπαλκόνια/Τα σταφύλια που η ευωδιά τους γεμίζει το κεφάλι/Μην πεις πως γνωρίζεις του Καχέτι/Ολάκερη τη χάρη/.
Το Σιγνάχι αν δεν έχεις δει/Τις γέρικες σκεπές ο ήλιος να χαϊδεύει/Μην πεις πως ξέρεις του Καχέτι τις γητειές/Την πόλη μου με μάγια που στολίζουν/.

Ιωσήφ Νονεσβίλι: Σιγνάχι  (1967)

 

Στο ανατολικότερο τμήμα της επαρχίας της Καχετίας, στην κωμόπολη Σιγνάχι των δυόμισι χιλιάδων ψυχών. Μερικοί στριφογυριστοί δρόμοι, ανάμεσα σε λόφους και δάση γεμάτοι πράσινα πανύψηλα δέντρα, με οδηγούν εκεί ένα φθινοπωρινό ηλιόλουστο απόγευμα. Η παραγωγή κρασιού και εδώ είναι δεδομένη και διαδεδομένη, όπως και η ύφανση παραδοσιακών χαλιών, αλλά ετούτη η μικρή κουκλίστικη πόλη και τα περίχωρά της είναι επίσης γνωστά και δημοφιλή για τα ελκυστικά τοπία και τα ιστορικά τους μνημεία, τα οποία τα τελευταία χρόνια με την ενεργοποίηση ενός θεμελιώδους προγράμματος ανασυγκρότησης μεταβλήθηκαν σε ένα σημαντικό κέντρο της ολοένα και ανερχόμενης τουριστικής βιομηχανίας της Γεωργίας.

Ανατρέχοντας για λίγο στην ιστορία, η λέξη Σιγνάχι (Sighnaghi), που υπαινίσσεται το ‘λιμάνι’ στην τουρκική γλώσσα,  ως οικισμός καταγράφηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αιώνα. Το 1762, ο βασιλιάς Ηράκλειος ΙΙ της Γεωργίας χρηματοδότησε και κράτησε υπό την αιγίδα του την κατασκευή της πόλης και φρόντισε να χτιστεί ένα φρούριο ούτως ώστε να υπερασπίζεται η περιοχή από τις επιδρομές της φυλής Νταγκεστάν. Ήταν η εποχή που στην πόλη αυτή εγκαταστάθηκαν πάνω από εκατό οικογένειες, στην πλειονότητα τεχνίτες και έμποροι.

 

Τμήμα του φρουρίου της μικρής πόλης Σιγνάχι.

 

Η πόλη αυξήθηκε γρήγορα σε μέγεθος και  πληθυσμό και έγινε ένα αξιόλογο γεωργικό κέντρο, κάτω από την ομπρέλα της  Σοβιετικής Ένωσης, μετά το 1802. Η σοβαρή οικονομική κρίση στη μετασοβιετική Γεωργία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την πόλη, μέχρι τις τελευταίες επιτυχείς προσπάθειες εκσυγχρονισμού των υποδομών. Εκατόν είκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Τιφλίδας, η περιοχή βρίσκεται γύρω στα οκτακόσια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε πανέμορφες πλαγιές με υπέροχη θέα στις κοιλάδες και τις οροσειρές του Καυκάσου, σε μια πλούσια και παραγωγική γη με πολλές γεωργικές καλλιέργειες και μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δένδρων.  Η Σιγνάχι και τα περίχωρά της είναι επιπλέον το σπίτι  διαφόρων ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων και προστατεύεται κατά κάποιο τρόπο από το κράτος, τουλάχιστον από το 1975 και εντεύθεν. Η πόλη και σήμερα είναι περιφραγμένη  με τα απομεινάρια των οχυρωματικών έργων του 18ου αιώνα. Υπάρχουν δύο γεωργιανές ορθόδοξες εκκλησίες στην ίδια την πόλη, μια αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και η άλλη του Αγίου Στεφάνου. Το τοπικό Εθνογραφικό και το Αρχαιολογικό Μουσείο Σιγνάχι που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950, αναβαθμίστηκε πρόσφατα και εξελίχτηκε σε μια μοντέρνα και πρότυπη έκθεση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πάντως ότι η πόλη είναι γνωστή στη Γεωργία, ως ‘η πόλη του έρωτα’.

 

Το άγαλμα του φιλόσοφου Solomon Dodashvili (1805-1836) στο κέντρο της κωμόπολης.

 

 

Κοντά στην κωμόπολη της Σιγνάχι βρίσκεται και η μονή με τα λείψανα της Αγίας Νίνας. Αρχικά χτίστηκε τον 9ο αιώνα, αλλά έχει ανακαινιστεί σημαντικά, ειδικά τον 17ο αιώνα. Το μοναστήρι σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σημεία προσκυνήματος της Γεωργίας, λόγω της σύνδεσής του με την Αγία Νίνα του 4ου αιώνα, τα λείψανα της οποίας βρίσκονται εκεί. Η Μονή βρίσκεται ανάμεσα σε πανύψηλα κυπαρίσσια σε μια απότομη πλαγιά με θέα την κοιλάδα Αλαζάνι, και την υπέροχη θέα των οροσειρών του Μεγάλου Καυκάσου. Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι έχουν επίχρισμα και φέρουν τα ίχνη των αποκαταστάσεων που πραγματοποιήθηκαν  κατά τη διάρκεια του 17ου και 19ου αιώνα.

 

 

Αποτελείται από μια μικρή αίθουσα με αψίδα η οποία χτίστηκε πάνω από τον τάφο της Αγίας Νίνας, και η οποία είναι ενσωματωμένη σε μια μεγαλύτερη τρίκλιτη βασιλική. Ένα ανεξάρτητο τριώροφο καμπαναριό χτίστηκε μεταξύ των ετών 1862 και 1885. Ένα μέρος του περιβάλλοντος την βασιλική τοίχου του 17ου αιώνα, κατεδαφίστηκε και αποκαταστάθηκε υπεύθυνα το 2003.

Αρχικώς κατ’ εντολήν του βασιλιά Mirian ΙΙΙ στο διάστημα 284-361, χτίστηκε ένα μικρό μοναστήρι στον τόπο όπου θάφτηκε η Νίνα. Το μοναστήρι απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στα τέλη του Μεσαίωνα και ήταν ιδιαίτερα ευνοημένο από τους βασιλείς της Καχετίας, που επέλεγαν τη μονή, ως τόπο στέψης τους. Λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Σάχη Αμπάς Ι της Περσίας το 1615, και αναστηλώθηκε εκ νέου από τον βασιλιά  Teimuraz I (1605-1648) της Καχετίας. Το μοναστήρι σήμερα λειτουργεί επίσης, ως ένας από τους μεγαλύτερους θεματοφύλακες θρησκευτικών βιβλίων στη Γεωργία και ήταν πάντοτε το σπίτι διαφόρων θρησκευτικών συγγραφέων. Μετά την προσάρτηση της Γεωργίας στο άρμα της  Ρωσικής Αυτοκρατορίας (1801), η μονή συνέχισε να ακμάζει υπό τον Μητροπολίτη Ιωάννη Maqashvili και βρισκόταν υπό την αιγίδα του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α’ της Ρωσίας. Το 1823 επισκευάστηκε εκ νέου και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες. Λίγο αργότερα όμως, η δραστηριοποίηση της  Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Γεωργία, οδήγησε το 1810 στην κατάργηση του μοναστηριού και τη μετατροπή του σε ενοριακή εκκλησία. Το 1889 επισκέφτηκε την περιοχή ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ της Ρωσίας, ο οποίος και άνοιξε εκεί γυναικείο μοναστήρι με ενσωματωμένη σχολή κεντήματος και ζωγραφικής. Το 1924 πάλι, η σοβιετική κυβέρνηση έκλεισε το μοναστήρι και το μετέτρεψε σε  νοσοκομείο! Το 1991, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η μονή επαναλειτούργησε ως γυναικείο μοναστήρι, ενώ επακολούθησαν αρκετές αναστηλώσεις και συντηρήσεις.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top