Fractal

Διήγημα: “Shift+Delete”

Της Βάσως Καψώνα // *

 

f1

 

Γιατί εκείνο το πρωί η Μαρία Αβραμοπούλου δεν πήγε στη δουλειά και κατέβηκε από το λεωφορείο δυο στάσεις πριν τον προορισμό της, στριμωγμένη ανάμεσα σ’ ένα παράταιρο τσούρμο ανθρώπων, μερικοί εκ των οποίων ενοχλήθηκαν από το σπρώξιμό της, ή θύμωσαν με την απαίτησή της για προτεραιότητα· μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; προλάβαινε να εξηγήσει;

Στην άκρη του πεζοδρομίου άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού της λερώνοντας επίσης τα παπούτσια και το παντελόνι της χαμηλά. Κάποιοι περαστικοί αηδίασαν με το θέαμά της –«τι σκατά, ρε μαλάκα, πρωί-πρωί!» κι έστριψαν το κεφάλι τους προς την αντίθετη μεριά, ενώ άλλοι την προσπέρασαν αδιάφοροι. Μέσα στην τσάντα της δεν βρέθηκαν χαρτομάντιλα. Η Μαρία αγόρασε ένα πακέτο στο περίπτερο λίγο πιο κάτω, μαζί με ένα μπουκαλάκι εμφιαλωμένο νερό. Χάλια έδειχνε, παρατήρησε ο περιπτεράς, και η Μαρία ήξερε ότι έλεγε την αλήθεια, συνηθισμένη όμως σε τυπικότητες, του χαμογέλασε με δυσκολία, «Κυκλοφορεί μια ίωση,» είπε «θέλει λίγη προσοχή» και προχώρησε μερικά βήματα για να ξεπλύνει ανενόχλητη την ξινίλα από το στόμα της και τα ξερατά από τα παπούτσια της με το νερό. Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι που έβγαλε από την τσάντα της, το χρώμα της δεν είχε επανέλθει ακόμα και τα μάτια της έδειχναν κουρασμένα, Τα μαύρα μου τα χάλια έχω, σκέφτηκε.

«Άδεια μέσα στο Δεκέμβρη; Αυτό είναι καθαρή τρέλα!» άκουσε με το μυαλό της τον Προϊστάμενό της να της αρνείται αυτό που επρόκειτο να του ζητήσει τη στιγμή που εκείνος θα απαντούσε στην κλήση της. Η Μαρία ήταν υπάλληλος στο Λογιστήριο μιας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας και χρειάστηκε να επιμείνει αρκετά στο αίτημά της εξηγώντας στον Προϊστάμενο την κατάσταση της υγείας της μέχρι να του αποσπάσει εκείνο το απρόθυμο «Καλά, εντάξει για σήμερα, αλλά αύριο θα δουλέψεις υπερωρία» στο οποίο η ίδια συμφώνησε, το θεωρούσε αυτονόητο, είπε, κι έκλεισε το τηλέφωνο με ένα «Σας ευχαριστώ!».

Στον κοντινότερο φούρνο αγόρασε ένα ζεστό ξεροψημένο στρογγυλό κουλούρι με μπόλικο σουσάμι και στον δεύτερο κάδο απορριμμάτων πέταξε το μεγαλύτερο μέρος του –δυο-τρεις μπουκιές αποδείχτηκαν βαριές για το ταλαιπωρημένο στομάχι της· ένας σκύλος την πλησίασε, ένας ξερακιανός σκύλος με μάτια στο χρώμα της πείνας κι η Μαρία μετάνιωσε που βιάστηκε να πετάξει το κουλούρι.

Είχε ήδη φτάσει στον πεζόδρομο, στο κεντρικό, εμπορικό κομμάτι της πόλης κα δοκίμασε να ξεγελάσει κάπως την αδιαθεσία της χαζεύοντας στις βιτρίνες που είχαν από καιρό στολιστεί για τα Χριστούγεννα· για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα εμπορικά καταστήματα της άρεσαν περισσότερο όσο ακόμα ήταν κλειστά. Μπορούσε τότε ανενόχλητη να στέκεται με τις ώρες μπροστά από κάθε βιτρίνα, να σχεδιάζει τις αγορές της, να προσαρμόζει αναλόγως τον προϋπολογισμό της, να φαντάζεται τον εαυτό της στη θέση μιας κούκλας –τα πόδια σε ελαφρά διάσταση, το ένα χέρι κρέμεται χαλαρό, το άλλο ακουμπάει στο γοφό, το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι λες και ακούει κάποιον να τη φωνάζει από μακριά- να αναρωτιέται γιατί ποτέ καμιά κούκλα δεν δραπέτευσε από τη γυάλινη φυλακή της –η μόνη απάντηση που έβρισκε σ’ αυτό το ερώτημα ήταν το γεγονός ότι οι κούκλες θα δυσκολεύονταν ακόμα και να περπατήσουν ξυπόλυτες, πόσο μάλλον να τρέξουν μακριά… της άρεσε εκείνο το πλεχτό μπλουζάκι που φορούσε η δεύτερη στη σειρά κούκλα, ταίριαζε πολύ με το παντελόνι της- και σίγουρα θα έβρισκε στο νούμερό της, όμως τα μαγαζιά δεν θα άνοιγαν πριν περάσει μια ώρα ακόμα και η Μαρία έτρεμε ήδη από το κρύο.

Άνοιξε λίγο το βήμα της να κοροϊδέψει την παγωνιά κι έφτασε σε ένα κοντινό βιβλιοπωλείο· η ίδια δεν ήταν βιβλιοφάγος, ίσα-ίσα, με το ζόρι θα μπορούσε να ονομάσει πέντε (τέσσερις; τρεις;) σύγχρονους συγγραφείς, αλλά της άρεσε να χαζολογάει με τους τίτλους των καινούριων εκδόσεων και να μην καταφέρνει ποτέ να συλλογιστεί το θέμα ή την υπόθεση του βιβλίου, με εξαίρεση ίσως τα παιδικά παραμύθια για τα οποία είχε εδραιώσει την άποψη ότι όλοι οι ήρωές τους, στην πλειοψηφία τους εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου, ανεξάρτητα από τα βάσανα και τα προβλήματα με τα οποία έρχονταν αντιμέτωποι στην πορεία της κάθε ιστορίας τους, κατέληγαν τελικά δικαιωμένοι, ευτυχείς και περιστοιχισμένοι από καλούς φίλους, Πολύ καλό για να είναι αληθινό, σκεφτόταν η Μαρία, αποφασισμένη, αφενός  μεν να μην επιτρέψει στο παιδί της (όταν αποκτούσε ένα δικό της) να πλανευτεί από τόσα ψέματα -θα έβρισκε άλλα πράγματα να κάνει με την κόρη της, γιατί θα ‘πρεπε να της διαβάζει βιβλία;- αφετέρου δε, να μην αποκτήσει δικό της παιδί –το τίμημα για να παραμείνει στο αριστερό πλευρό του κυρίου Προϊσταμένου (της), χωρίς να γίνει αντιληπτή από το δεξί του πλευρό στο οποίο είχε κουρνιάσει η σύζυγος, το χέρι της οποίας είχε ο κύριος Προϊστάμενος ζητήσει από τον Γενικό Διευθυντή της κατασκευαστικής εταιρείας –που τύχαινε να είναι πατέρας της- λίγο πριν μεταπηδήσει από την άβολη καρέκλα του υπαλλήλου γραφείου στην αναπαυτικότερη και κυλιόμενη θέση του Προϊσταμένου Λογιστηρίου, και αφού είχε καταφέρει να σπείρει το ένα από τα τρία κουτσούβελα που έφεραν τώρα το επώνυμό του.

Η Μαρία προσλήφθηκε στο Λογιστήριο της εταιρείας όταν ο κύριος Προϊστάμενος είχε ήδη γιορτάσει τη δεύτερη γαμήλια επέτειό του και συνάμα θρηνήσει την παραίτηση μιας πρώην υπαλλήλου του –για προσωπικούς λόγους, όπως ανέφερε στην επιστολή της παραίτησής της παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω λόγοι συζητιούνταν μεταξύ των συναδέλφων πίσω από την πλάτη του κυρίου Προϊσταμένου, ο οποίος, αφελώς, πίστευε ότι ήταν ο μοναδικός που τους γνώριζε! Η καινούρια υπάλληλος, η οποία αντικατέστησε την απελθούσα στο γραφείο και την καρδιά της εργοδοσίας, έγινε πολύ γρήγορα η πολυτιμότερη σύμμαχος του golden boy του Λογιστηρίου και η μακροβιότερη, όπως θα αποδεικνυόταν, ερωμένη του· οι προηγούμενες δεν μπορούσαν να χωνέψουν το γεγονός ότι ο κύριος Προϊστάμενος εμπιστευόταν το γενετικό του θησαυρό σε μια άλλη μήτρα αντί για τις δικές τους, ούτε έβλεπαν με καλό μάτι τη συχνότητα με την οποία εκείνος πολλαπλασίαζε τις γενετικές του καταθέσεις και, καθεμιά τους παρέδιδε –με κάποια δυσκολία, είναι αλήθεια- τη σκυτάλη στην επόμενη, κάνοντας χώρο για κάποιον εκλεκτότερο γενετικό επενδυτή που θα ήταν πρόθυμος να ποντάρει όλο του το βιολογικό κεφάλαιο αποκλειστικά στις δικές τους μετοχές.

Η Μαρία τα ήξερε όλα αυτά και, προς μεγάλη ανακούφιση του κυρίου Προϊσταμένου, ποτέ δεν παραπονέθηκε όπως οι προκάτοχοί της: δεν έδωσε ποτέ αφορμές για σχόλια στο γραφείο, δεν ένιωθε να θίγεται από τις συχνές επισκέψεις του κυρίου Προϊσταμένου στη συζυγική του κλίνη, ή να απειλείται από τις πάσης φύσεως υποχρεώσεις του, προς το στεφάνι του και τους καρπούς της κοιλίας της, που πολλές φορές της στερούσαν την παρουσία του, ούτε να ενοχλείται από τις αιχμηρές σπόντες της αδημονούσας μάνας της, που καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα πότε θα γίνει γιαγιά, τη στιγμή που η κόρη της αρνούνταν πεισματικά να γίνει μαμά· η Μαρία χαιρόταν το χρόνο που περνούσε κοντά στον κύριο Προϊστάμενο και το χρόνο που περνούσε μακριά του, χωρίς να προσθαφαιρεί τις ώρες που εκείνος πηγαινοερχόταν, δεν τη μετρούσε τη ζωή της με τον τρόπο που κάποιος υπολογίζει το κέρδος ή τη ζημία που θα έχει από κάποια συναλλαγή, δεν σκόπευε να την πουλήσει τη ζωή της η Μαρία και, συνεπώς, δεν αγωνιούσε να δει το δεξιό της παράμεσο να στεφανώνεται από κάποιο μονόπετρο. Απολάμβανε τις κουβέντες τους, τις βόλτες τους, τα ταξίδια τους και, κυρίως, απολάμβανε το σεξ μαζί του –«ο κύριος Προϊστάμενος ήξερε τι να κάνει με το μαγιόξυλό του,» ευθυμολογούσε στις φίλες της, χωρίς ποτέ να τους δίνει τη χαρά να μάθουν περισσότερα για τις συγκεκριμένες δεξιότητες του κυρίου Προϊσταμένου. Είχε αισθήματα για ‘κείνον; τη ρώτησαν μια φορά, και βέβαια είχε αισθήματα η Μαρία, άνθρωπος ήταν, γυναίκα, τους έκανε εντύπωση κάτι τέτοιο;

Βρισκόταν τώρα μπροστά από τη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου. Ένα σπορ ρολόι τράβηξε την προσοχή της, αλλά η Μαρία την έσουρε από τα μαλλιά πάλι πίσω όταν είδε την τιμή του –δεν ήταν δα και τόσο άσχημο το ρολόι που φορούσε, ούτε και τόσο παλιό, άσε που ήταν δώρο του εργοδότη της για τον πρώτο τους μήνα μαζί. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό της, η φίλη της ανησυχούσε επειδή η Μαρία δεν είχε απαντήσει στο τηλέφωνο του γραφείου της, «Όχι, ρε, τίποτα το σοβαρό, μια μικρή αδιαθεσία, όλα καλά,» η φίλη της ανακουφίστηκε, δεν πήγαιναν αργότερα για έναν καφέ που είχαν καιρό να τα πουν; Το ραντεβού κλείστηκε, το τηλέφωνο επέστρεψε στην τσάντα και η Μαρία προχώρησε προς την επόμενη στάση του λεωφορείου με ταχύτερο βήμα· το κρύο αγρίευε ώρα με την ώρα και καλά θα έκανε να έφτανε σπίτι μια ώρα αρχύτερα, θα ταχτοποιούσε μερικά πράγματα πριν βγει, ίσως μαγείρευε και κάτι να κάνει το τραπέζι στη φίλη της, ωχ! είχε όλα όσα χρειαζόταν;

Το λεωφορείο και η Μαρία έφτασαν στη στάση την ίδια στιγμή. Στο άνοιγμα της πίσω πόρτας λιγότεροι επιβάτες κατέβηκαν απ’ όσους ανέβηκαν κι αυτοί τώρα στριμώχτηκαν λιγότερο απ’ όσο θα στριμώχνονταν σε κάθε επόμενη στάση –το ίδιο μαρτύριο καθημερινά! Μερικοί επιβάτες, ιδιαίτερα εκείνοι που δεν πρόλαβαν μια θέση, βλαστημούσαν την κακή τους μοίρα και την οικονομική τους στενότητα. Η Μαρία δεν βλαστημούσε κι ας μην είχε προλάβει θέση –έτσι κι αλλιώς το σπίτι της απείχε μόνο πέντε στάσεις μακριά, και το υπόλοιπο μιας πολλά υποσχόμενης μέρας μαζί με τη φίλη της λιγότερο από ένα μισάωρο. Υπομονή, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της κάθε φορά που οι συνεπιβάτες της έπεφταν πάνω της με αφορμή μιαν απότομη στροφή ή ένα ξαφνικό φρενάρισμα, και ήταν σίγουρη ότι αν οι σκέψεις όλων των επιβατών ξεχύνονταν στην καμπίνα του λεωφορείου, κανείς τους δεν θα μπορούσε να περιμαζέψει τη δική του Υπομονή.

Στην τρίτη στάση που έκανε το λεωφορείο, δύο μόλις στάσεις πριν τον τωρινό προορισμό της, η Μαρία στριμώχτηκε ανάμεσα σε όσους κατέβαιναν, σπρώχνοντας τον μπροστινό της με τον αγκώνα, κερδίζοντας καινούρια βλέμματα δυσαρέσκειας και μερικές εκφράσεις αγανάκτησης· προλάβαινε, νόμιζαν, να εξηγήσει;

Αυτή τη φορά, στην αηδία στα βλέμματα των περαστικών και την ταλαιπωρία από το καινούριο στομαχικό ξέσπασμα, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για το παντελόνι και τα παπούτσια της, προστέθηκε η ανησυχία που προκαλούσε στη Μαρία εκείνο το φλύαρο εσωτερικό καμπανάκι που χτυπούσε σαν παλιό επίμονο κουρδιστό ξυπνητήρι και της υπενθύμιζε διαρκώς -σαν εκνευριστικός παπαγάλος που, ξανά και ξανά και ξανά, με την απαίσια τσιριχτή λαλιά του επαναλαμβάνει μια μόνο φράση- τρεις ανεπιθύμητες λέξεις: «τέσσερις μέρες καθυστέρηση», με αποτέλεσμα στην σπονδυλική στήλη της Μαρίας να ρέει ένας μικρός καταρράκτης ιδρώτα, η χαμηλή θερμοκρασία των νερών του οποίου έκανε τη Μαρία να ανατριχιάζει διαρκώς· ίσως τα πράγματα να μην ήταν και τόσο εύκολα.

Προσπέρασε αδιάφορα το φούρνο της περιοχής, Πεταμένα λεφτά, σκέφτηκε για τα φρεσκοψημένα τσουρέκια που μοσχοβολούσαν, και προχώρησε μέχρι το φαρμακείο πιο κάτω, «Ένα τεστ εγκυμοσύνης, παρακαλώ», η φαρμακοποιός έδειξε ενθουσιασμένη, η Μαρία όχι, ακριβό το βρήκε, Μάλλον γι αυτό θα χαμογελάει η φαρμακοποιός, είπε μέσα της, κι άνοιξε το βήμα της να φτάσει στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στην είσοδο της πολυκατοικίας της δεν χαιρέτησε τους από πάνω που εκείνη την ώρα έφευγαν να ανοίξουν το κατάστημά τους, απέφυγε να πάρει το ασανσέρ –σίγουρη ότι ο γνωστός τρισκατάρατος δεν θα της επέτρεπε και πάλι να φτάσει μέχρι τον προορισμό της, κι όρμησε φουριόζα στο χωλ του διαμερίσματός της λαχανιασμένη από το γρήγορο ανέβασμα της σκάλας και ταχύκαρδη από αγωνία. Έβγαλε το ακριβοπληρωμένο κουτάκι από την τσάντα της, παρέλειψε τις οδηγίες χρήσης του τεστ, ήταν εξοικειωμένη με το χειρισμό του, κι έτρεξε στην τουαλέτα. Λίγα λεπτά αργότερα, το μαγικό, θλιβερά ροζ ραβδάκι που κρατούσε στα χέρια της επιβεβαίωνε τους φόβους της· Ψυχραιμία! διέταξε τα μάτια της που έτοιμα ήταν, αλλά δεν τόλμησαν τελικά, να κλάψουν.

Στην κουζίνα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στο στομάχι της, η Μαρία έβαλε να φτιάξει έναν δυνατό καφέ δίπλα σε έναν αναγουλιαστικό νεροχύτη γεμάτο βρώμικα πιάτα, αναζήτησε την αγαπημένη της κούπα στο ντουλάπι με τα ποτήρια –την εντόπισε ανάμεσα στα άπλυτα στον νεροχύτη- υποχρεώθηκε να διαλέξει μια άλλη, πήρε στο τραπέζι της κουζίνας τον καφέ της και το τασάκι, αφού πρώτα το άδειασε από τις ξεχασμένες γόπες, κι έλεγξε για αναπάντητες κλήσεις στο τηλέφωνό της, Θα νομίζουν όλοι ότι είμαι στη δουλειά, συλλογίστηκε, καλύτερα έτσι, δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Δοκίμασε τον καφέ της –σκέτη αηδία!, θυμήθηκε εκείνο το ξεροψημένο σουσαμένιο κουλούρι που είχε πετάξει νωρίτερα το πρωί, ήθελε κάτι να βάλει στο στόμα της, γαμώτο, πάλι ξέχασε να πάρει φρυγανιές στο σούπερ μάρκετ, άναψε ένα τσιγάρο, έτρεξε στην τουαλέτα, «Τέλεια! Αυτή τη φορά δε λέρωσα τα παπούτσια μου!» παίνεψε τον εαυτό της στον καθρέφτη ξεπλένοντας το στόμα της, Γιατί δεν πας να ξαπλώσεις λιγάκι; ρώτησε το είδωλό της στο γυαλί μπροστά της, λίγη ζεστασιά θα της έκανε καλό, το ίδιο κι ένα υπνάκος, άλλωστε αργούσε ακόμα το ραντεβού με τη φίλη της και ο νεροχύτης θα μπορούσε να κάνει λίγη ακόμα υπομονή.

Η Μαρία τυλίχτηκε στο αφράτο πάπλωμά της, κουλουριάστηκε στο δεξί της πλευρό και πολύ γρήγορα την πήρε ο ύπνος, σαν παιδί ξεθεωμένο από το παιχνίδι, και, παρόλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που και η ίδια ξεθεωνόταν παίζοντας, κοιμήθηκε βαθιά,

γλυκά, σαν παιδί, και ως τέτοιο, δεν μπορούσε παρά να ονειρευτεί όσα ονειρεύονται όλα τα παιδιά του κόσμου: το όνειρό της γέμισε παιδιά, και παιχνίδια, και φωνές (γι αυτές δεν ήταν σίγουρο ότι τις ονειρεύτηκε, μπορεί να ακούγονταν από τους διπλανούς), και σκανταλιές, και λιχουδιές, και παραμύθια με πανευτυχή ζώα που τη φλόμωναν στα ψέματα, και ολοκαίνουριες σχολικές τσάντες που μαζί με τα βιβλία κουβαλούσαν και τους ψευταράδες ήρωες των παραμυθιών, και εκδρομές με το σχολείο, και τότε μάλλον, σε μια παιδική χαρά στο όνειρό της, κάπου πήρε το μάτι της τον κύριο Προϊστάμενο με τα δικά του παιδιά, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, περίεργο, νόμιζε πως είχε τρία παιδιά, κι ύστερα είδε τη μάνα της να κρατάει το χέρι του μικρότερου απ’ αυτά και μαζί να επιστρέφουν στο σπίτι της, Γαμώτο, έρχονται και δεν έχω προλάβει να καθαρίσω τον νεροχύτη, πετάχτηκε η Μαρία από τον ύπνο της και πριν προλάβει να συνέλθει από το όνειρο, βάλθηκε να καθαρίζει την κουζίνα –πρώτα έπλυνε τα πιάτα, σειρά είχε μετά το σαλόνι, κι ύστερα τακτοποίησε το δωμάτιό της, και το μπάνιο· τελευταία άφησε να τακτοποιήσει τη ζωή της…

Αρχικά, τηλεφώνησε στο γυναικολόγο της, μια ανωμαλία στον κύκλο της, είπε, ίσως και μια λοίμωξη που την ταλαιπωρούσε, θα μπορούσε να τη δει για να την ξεφορτωθεί; σήμερα το απόγευμα; ναι, και βέβαια μπορούσε, στις έξι θα ήταν εκεί· ύστερα άνοιξε το laptop της, έριξε μια ματιά στο e-mail της –τίποτα το σοβαρό, διπλό αριστερό κλικ στον αγαπημένο μουσικό της φάκελο –τι θα ήταν η ζωή χωρίς τη μουσική;- έστησε στον τοίχο της επιφάνειας εργασίας της το φάκελο με τις φωτογραφίες της με τον κύριο Προϊστάμενο, Shift+Delete, εκτέλεση εν ψυχρώ, «Είστε βέβαιοι ότι θέλετε να διαγράψετε οριστικά το περιεχόμενο του φακέλου;» η επιλογή Ναι ήταν εξ ορισμού ενεργοποιημένη· τέλος άρχισε να συντάσσει μια επιστολή, «Αγαπητέ κύριε, με την παρούσα επιθυμώ να σας γνωστοποιήσω την…»

Περίπου μια ώρα αργότερα ο κύριος Προϊστάμενος δέχτηκε μήνυμα, προωθημένο από τον αχώνευτο κύριο Προϊστάμενο του Τμήματος Προσωπικού, που μετά λύπης του τον πληροφορούσε ότι η κυρία Μαρία Αβραμοπούλου δεν ανήκε πια στο δυναμικό της εταιρείας τους ύστερα από την παραίτησή της για προσωπικούς λόγους, –ήξερε κάτι γι αυτό ο κύριος Προϊστάμενος του Λογιστηρίου; ρωτούσε το υστερόγραφο- και ότι ο ίδιος όφειλε να μεριμνήσει για την ταχεία αντικατάστασή της στο γραφείο –Και στη ζωή του; αναρωτιόταν ο κύριος Προϊστάμενος ο οποίος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται που η Μαρία απέρριπτε, τη μία μετά την άλλη, τις μέχρι τώρα είκοσι-τέσσερις κλήσεις του!

 

* Η Βάσω Καψώνα διαβάζει με τον Ήλιο, γράφει με το Φεγγάρι και παίζει με τ’ Αστέρια…

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top