Fractal

Αναζητώντας το πραγματικό σφαγείο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

kert_1

 

Κερτ Βόνεγκατ «Σφαγείο Νούμερο Πέντε», Μετάφραση: Φίλιππος Χρυσόπουλος. Εκδόσεις Κέδρος, 2008

 

Ο Κερτ Βόνεγκατ (Kurt Vonnegut, 1922-2007) στο μυθιστόρημά του, ‘Σφαγείο Νούμερο Πέντε’ μας εισαγάγει σε μια μεγάλης έκτασης καταστροφή που έλαβε χώρα, μάλλον αψυχολόγητα καθ’ όσον δεν προσέφερε κάτι το στρατηγικά ουσιώδες στην εξέλιξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφού βρισκόταν στα τέλη του.  Το 1945, ως αιχμάλωτος πολέμου των Γερμανών, έζησε μέσα από τον καταιγιστικό αμερικανικό και βρετανικό βομβαρδισμό της Δρέσδης, στην οποία εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, σχεδόν διπλάσιοι, σημειώνει, από εκείνους που σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό της Χιροσίμα, της οποίας η καταστροφή τουλάχιστον επίσημα τιμήθηκε με Προεδρική ανακοίνωση. Το γεγονός ότι επέζησε, τον ευαισθητοποίησε μετά  τον μεγάλο πόλεμο, γύρω από τα θέματα γενικότερα του θανάτου.  Η ζωντανή απλότητα του βιβλίου το οποίο τελικά παραδόθηκε στη δημοσιότητα με έκδηλη συγκίνηση από μεριάς του συγγραφέα, φαίνεται μάλλον ειλικρινής. Ήταν πολυαναμενόμενη η έκδοσή του, σχεδόν ‘είκοσι χρόνια στα σκαριά’, τακτοποιημένο μέσα σε περίπου διακόσιες σελίδες. Ο συγγραφέας διασχίζει το θέμα δείχνοντας τεράστια εμμονή στο θέμα του,  με  ατολμία, ίσως κάποιες φορές, προσφέροντας ένα θρήνο και μια διαμαρτυρία ταυτόχρονα και παρουσιάζοντας παράλληλα ένα περίεργο μύθο. Επινοεί έναν πλανητικό πολιτισμό που ονομάζεται Tralfamadore, στον οποίο όλα τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, θεωρούνται ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά. Η υποθετική συνέπεια μιας τέτοιας λειτουργίας της αντίληψης είναι η δυνατότητα να επικεντρωθεί αποκλειστικά στις ευχάριστες στιγμές και να αδιαφορήσει  για τα δυσάρεστα, όπως ο θάνατος.

Ο ευαγγελιστής του δόγματος της Γης των Τραλφάμαντορ είναι ένας χαρακτήρας που ονομάζεται Μπίλι Πίλγκριμ, του οποίου η εμπειρία στον πόλεμο είναι παρεμφερής εκείνης του Βόνεγκατ και του οποίου η τυχαία συνάντηση με τους Τραλφαμαντοριανούς οδηγεί στο σύνθημα που χρησιμοποιεί ο Βόνεγκατ για να σηματοδοτήσει κάθε αναφορά το θάνατο μέσα στο βιβλίο. ‘‘Όταν ένας Τραλφαμαντοριανός βλέπει ένα πτώμα, το μόνο που σκέφτεται είναι ότι ο νεκρός είναι σε κακή κατάσταση εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, όμως το ίδιο άτομο είναι μια χαρά σε πολλές άλλες στιγμές. Τώρα, όταν ακούω ότι κάποιος έχει πεθάνει, απλώς ανασηκώνω τους ώμους και λέω αυτό που λένε οι Τραλφαμαντοριανοί για τους νεκρούς, το οποίο είναι, ‘έτσι πάει’ !

Η ανοησία της φράσης υποδηλοί πόσο μάταιο είναι να προσπαθήσει κάποιος να προσπαθήσει να βρει μια κατάλληλη απάντηση είτε για κάθε θάνατο ή και για εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες. Ο Μπίλι είχε δει τη μεγαλύτερη σφαγή στην ιστορία της Ευρώπης, η οποία ήταν ο εμπρησμός και βομβαρδισμός της Δρέσδης. Έτσι πάει… Και στην ερώτησή του πως τελειώνει το σύμπαν, οι εξωγήινοι είναι σαφείς. Με το πάτημα ενός κουμπιού, δοκιμάζοντας καινούργια εκρηκτικά και καύσιμα! Έτσι απλά, έτσι πηγαίνει!

 

kert_2

 

Στο πρώτο κεφάλαιο, ο Βόνεγκατ εγγυάται για την αλήθεια των χαρακτήρων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των επεισοδίων στο ‘Σφαγείο Νούμερο Πέντε’ και στη συνέχεια προχωρά να αποδείξει, πόσο εξωφρενική είναι η αλήθεια. Υπό την κάλυψη της μειλίχιας αφήγησης, τα γεγονότα και η επιστημονική φαντασία είναι εξίσου αληθοφανή, αλλά η ηπιότητα δίνει στους χαρακτήρες, όπως στον τρελό συνταγματάρχη ένα πλεονέκτημα έναντι των Τραλφαμαντοριανών, οι οποίοι, είναι όλοι  πράσινοι και έχουν  σχήμα  εμβόλου. Οι σύντομες, επίπεδες προτάσεις από τις οποίες αποτελείται το μυθιστόρημα μεταφέρουν το σοκ και την απελπισία καλύτερα από την απλή παράθεση σειράς πένθιμων γεγονότων. Στο ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο έρχεται κοντά στο τέλος του βιβλίου, ο  Βόνεγκατ παραθέτει τακτοποιημένα τα στατιστικά στοιχεία τα οποία προκαλούν ισχυρά  συναισθηματικά τραντάγματα.

‘…Έψαχνε να βρει τον πληθυσμό της Δρέσδης, ο οποίος δεν βρισκόταν στο σημειωματάριο, όταν είδε την εξής πληροφορία και μου έδωσε να τη διαβάσω: Κατά μέσο όρο, κάθε μέρα γεννιούνται στον κόσμο 324.000 νέα  μωρά. Την ίδια ημέρα, 10.000 άτομα, κατά μέσο όρο, πεθαίνουν από πείνα ή υποσιτισμό. Έτσι πάει. Επιπρόσθετα, 123.000 άτομα πεθαίνουν από άλλα αίτια. Έτσι πάει. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθυσμός του κόσμου αυξάνεται κατά 191.000 την μέρα. Η Υπηρεσία Μελέτης Πληθυσμού, προβλέπει ότι ο συνολικός πληθυσμός της γης θα διπλασιαστεί και θα φτάσει σε 7.000.000.000, πριν από το έτος 2000.

‘Υποθέτω ότι όλοι θα θέλουν να ζουν με αξιοπρέπεια’, είπα.

‘Υποθέτω’, είπε ο Ο’ Χέαρ.

 

Το 1969, ο Κερτ Βόνεγκατ, δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός ή εμπορικά επιτυχημένος, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη δημοσιεύσει πέντε μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων. Με τη δημοσίευση όμως  του βιβλίου ‘Σφαγείο Νούμερο Πέντε’ άρχισε να προκαλεί  καλλιτεχνική και εμπορική επανάσταση γύρω από το όνομά του. Παρουσιάζει με το δικό του τρόπο τις προσωπικές του εμπειρίες ως κρατούμενος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο οποίος είδε και βίωσε κατάσαρκα τον βομβαρδισμό  της Δρέσδης, από τους συμμάχους. Χωρίς καμία προειδοποίηση, βρίσκει ο ίδιος ξαφνικά τον εαυτό του να μεταφέρεται σε άλλα χρονικά σημεία στο δικό του παρελθόν ή το μέλλον! Είναι ένα χρονικό των έκτακτων γεγονότων που συμβαίνουν στον Μπίλι, από μάρτυρες της βομβαρδισμένης Δρέσδης όταν απάγεται από εξωγήινους, αλλά στην πραγματικότητα συνοψίζει πολλά από τα αγαπημένα θέματα του Βόνεγκατ. Αυτά περιλαμβάνουν τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης τεχνολογίας, τους περιορισμούς της ανθρώπινης δράσης σε ένα φαινομενικά τυχαίο και χωρίς νόημα σύμπαν, και την ανάγκη για τους ανθρώπους οι οποίοι  παραπαίουν σε ένα αδιάφορο κόσμο, να συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλο με ευγένεια και ευπρέπεια. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια μετά την αρχική δημοσίευσή του, το ‘Σφαγείο Νούμερο Πέντε’, παραμένει το πλέον συζητήσιμο και αγαπητό μυθιστόρημα του συγγραφέα.

Ο Κερτ Βόνεγκατ γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1922, στην Ινδιανάπολη της  Ινδιάνα.  Ο πατέρας του ήταν ένας εξέχων αρχιτέκτονας και η μητέρα του  κόρη ενός πλούσιου ζυθοποιού. Ήταν φιλελεύθεροι, άθεοι και Γερμανοί τρίτης γενιάς που διατηρούσαν καλή κοινωνική θέση στην  πόλη τους. Παρά το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αδελφός και η αδελφή του Κερτ είχαν εκπαιδευτεί σε καλά ιδιωτικά σχολεία, η μεγάλη Ύφεση προκάλεσε δραματική μείωση του οικογενειακού εισοδήματος, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα  οι γονείς του να μην μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά τέτοιες πολυτέλειες, όπως να συνεχίσουν να πληρώνουν για την εκπαίδευση του Κερτ. Η αλλαγή ήταν τραυματική για τους γονείς του Κερτ και οδήγησε τελικά στη αυτοκτονία της μητέρας του, Edith, στα 1944. Ο Κερτ, προσαρμόστηκε καλά στο δημόσιο σχολείο, όπου άρχισε να γράφει ως δημοσιογράφος για την εφημερίδα στο Γυμνάσιο Shortridge. Το 1941, γράφτηκε στο Cornell. Η σύσταση του πατέρα του, ήταν να σπουδάσει κάτι πρακτικό και γι αυτό  ειδικεύτηκε στη χημεία. Αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να γράφει και να γίνει τελικά αρχισυντάκτης της εφημερίδας στο Πανεπιστήμιο Cornell.

Το 1942, ο Κερτ Βόνεγκατ στρατολογήθηκε, και συνελήφθη από τους Γερμανούς στις 22 Δεκεμβρίου του 1944, μετά τη Μάχη των Αρδεννών.  Από το μέτωπο  τελικά στάλθηκε στην ανοιχτή πόλη της Δρέσδης. Ενώ βρισκόταν εκεί, οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν την πόλη, σκοτώνοντας 135.000 ανθρώπους, αν αναλογισθεί κάποιος ότι στην βομβιστική επίθεση της Χιροσίμα, σκοτώθηκαν οι μισοί. Ο Κερτ Βόνεγκατ επέζησε μόνο επειδή η φυλακή του ήταν ένα ντουλάπι κάπου είκοσι μέτρα κάτω από το έδαφος. Μετά τον πόλεμο, ο Βόνεγκατ παντρεύτηκε την Jane Marie Cox, με την οποία θα αποκτούσε τρία παιδιά. Φοίτησε για μικρό χρονικό διάστημα στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, στη συνέχεια μετακόμισε στο Schenectady της Νέας Υόρκης, όπου εργάστηκε ως πολιτικός αρθρογράφος για την General Electric. Παράλληλα πουλούσε τις ιστορίες του σε εκδοτικούς οίκους και εφημερίδες. Ενθαρρυμένος από τις επιτυχίες του, άφησε τη θέση του στην General Electric για  να συνεχίσει το γράψιμο πλήρους απασχόλησης,  στα 1950.

Το πρώτο μυθιστόρημα του Βόνεγκατ ήταν ‘Το Πιάνο-Πιανίστας’  (Player Piano)  που δημοσιεύθηκε το 1951. Το επόμενο μυθιστόρημά του, ‘Οι  Σειρήνες του Τιτάνα’, δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1959. Αν και αυτά ίσως ήταν το λιγότερο επιτυχημένο μέρος της σταδιοδρομίας του, κατάφερε εν τούτοις να υποστηρίξει την οικογένειά του, μεταξύ των οποίων και τα τρία ανίψια που υιοθέτησε όταν η αδελφή του πέθανε, από τα κέρδη που του απέφεραν τα διηγήματα που έγραψε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το επόμενο βιβλίο του Βόνεγκατ ήταν η  ‘Μητέρα Νύχτα’  (Mother Night,  1961), το οποίο ακολουθήθηκε ταχέως από τη ‘Φωλιά της γάτας’  (Cat’s Cradle, 1963) και  το ‘God Bless You, Mr. Rosewater’ (1965).

Ο Βόνεγκατ στράφηκε προς τη διδασκαλία το 1965, στο Πανεπιστήμιο του Εργαστηρίου  Συγγραφέων της Αϊόβα.   Ενώ βρισκόταν εκεί, του πρόσφεραν ένα συμβόλαιο για τρία βιβλία, το οποίο ακολούθησε γρήγορα μια υποτροφία Guggenheim. Αυτά τα τυχαία γεγονότα οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου ‘Σφαγείο νούμερο πέντε’, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1969, και ήταν επιτυχία από  κριτικής και οικονομικής πλευράς. Από τη δημοσίευση αυτή και μετά, ο Βόνεγκατ στράφηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή με αποτέλεσμα να εμφανισθούν οκτώ μυθιστορήματα και πολλά άλλα έργα.

Ο Δεύτερος  Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία που αντιστάθηκε σθεναρά. Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες είχαν  υπογράψει συμμαχία με την Πολωνία, προσπάθησαν να συγκρατήσουν τη ναζιστική επιθετικότητα μέσω της διπλωματικής οδού, αλλά η εισβολή εκείνη τους ανάγκασε να κηρύξουν  τον πόλεμο. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που βρίσκονταν σε απομονωτική διάθεση λόγω και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δήλωσαν  ουδετερότητα.  Λόγω της πειθαρχίας της, της οργάνωσης, και της δύναμης πυρός που διέθετε η Γερμανία, σημείωσε αλλεπάλληλες επιτυχίες καταλαμβάνοντας την Πολωνία.  Οι Σύμμαχοι λίγα μπορούσαν να κάνουν απέναντι στο γερμανικό κολοσσό, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της ξεπερασμένης  φύσης των στρατευμάτων τους. Ενώ είχαν επιλέξει να επαναπαυτούν στις δάφνες του νικητή, οι Γερμανοί επιθετικά εκσυγχρόνισαν το στρατό τους, αφιερώνοντας και ειδικούς πόρους  για την πολεμική αεροπορία τους. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη βομβαρδιστικών τα οποία ήταν σε θέση να πετάνε σε  χαμηλό ύψος και αεροσκαφών  ικανών να πετάνε σε  μεγαλύτερες αποστάσεις, επιτρέποντας τον βομβαρδισμό των στόχων που βρίσκονταν πολύ πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Αυτές οι επιτυχίες οδήγησαν στη Μάχη της Μεγάλης Βρετανίας (1940-1941), η οποία διεξήχθη σχεδόν εξ ολοκλήρου στον αέρα. Οι γερμανικές δυνάμεις βομβάρδισαν στρατιωτικούς στόχους, αλλά το εκτεταμένο δίκτυο ραντάρ της Μεγάλης Βρετανίας τους περιόρισε την αποτελεσματικότητα, και έτσι υπήρξαν λίγες σχετικά απώλειες.

Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες βοηθούσαν κρυφά τους Βρετανούς όλο εκείνο το διάστημα, τον Δεκέμβριο του 1941 με τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν επίσημα στον πόλεμο. Η Γαλλία είχε από καιρό πέσει. Στις αρχές του 1944, οι Σύμμαχοι επιτέθηκαν σε γερμανικούς στρατιωτικούς και βιομηχανικούς στόχους, με σκοπό περισσότερο να μειώσουν το ηθικό των πολιτών. Οι εμπρηστικές βομβιστικές επιθέσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις επιδρομές, αλλά οδήγησαν σε απώλεια μεγάλου αριθμού αμάχων. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1944, μετά την πτώση του Μουσολίνι, οι Σύμμαχοι εισέβαλαν στην  κατεχόμενη από τους Γερμανούς Γαλλία, μέσω της Νορμανδίας.  Ωστόσο, καθώς οι γερμανικές δυνάμεις απωθούνταν ολοένα και προς τα πίσω από τα δικά τους σύνορα, άρχισαν να αντιστέκονται πιο έντονα.

Τον  Νοέμβριο του 1944, οι δύο πλευρές είχαν έρθει σε αδιέξοδο. Σε αυτό το μεσοδιάστημα, οι γερμανικές δυνάμεις ανασυντάχθηκαν. Ο Χίτλερ δεν είχε άλλα περιθώρια και σήμανε ολική κινητοποίηση, αναγκάζοντας κάθε αρτιμελή άρρενα πολίτη μεταξύ δεκαέξι  και εξήντα  ετών να καταταγεί στο στρατό. Αυτές οι εναπομείνασες δυνάμεις επέτρεψαν στους Γερμανούς να εκπλήξουν τις συμμαχικές δυνάμεις στην Μάχη των Αρδεννών, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου, 1944. Ο Κερτ Βόνεγκατ ενεπλάκη ενεργά σε αυτή τη μάχη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 120.000 Γερμανών και 75.000 Αμερικανών. Ήταν η τελευταία μεγάλη γερμανική επίθεση. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την τελική εισβολή στη Γερμανία, οι Σύμμαχοι ενέτειναν τον εναέριο βομβαρδισμό της Γερμανίας,  στην αρχές του 1945. Το αποκορύφωμα αυτών των επιθέσεων ήταν η ισοπέδωση της γεμάτης πρόσφυγες πόλης της Δρέσδης, η οποία έλαβε χώρα  στις 13 και 14 Φεβρουαρίου  1945, μια επίθεση στην οποία βρίσκονταν επικεφαλής οι βρετανικές δυνάμεις. Ενώ οι Σύμμαχοι υποστήριξαν ότι η Δρέσδη ήταν ένας σημαντικός επικοινωνιακός και συγκοινωνιακός κόμβος, σήμερα δεν υπάρχει καμιά πλέον αμφιβολία ότι η καταστροφή της δεν εξυπηρετούσε κανένα στρατιωτικό σκοπό. Οι απώλειες έφτασαν τους 135.000 αμάχους, οι περισσότεροι από τους οποίους έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα μιας δραματικής κατάστασης που οφειλόταν στους βομβαρδισμούς με αποτέλεσμα η θερμοκρασία μέσα στην πόλη να φτάσει σε τρομακτικά υψηλά επίπεδα, κι οι απώλειες τελικά να ξεπεράσουν εκείνες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Αυτή είναι η τραγωδία στην οποία αναφέρεται ο Βόνεγκατ μέσα στο ‘Σφαγείο Νούμερο Πέντε’.

Η Γερμανία κατέρρευσε την άνοιξη του 1945, καθώς οι Σύμμαχοι πίεζαν από τα δυτικά και οι Σοβιετικοί από τα ανατολικά. Μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ, ο διάδοχός του παραδόθηκε στις 8 Μαΐου 1945, γεγονός που σήμανε τον τερματισμό του πολέμου στην Ευρώπη. Μετά από λίγους μήνες, παραδόθηκε και η Ιαπωνία, αλλά ο κόσμος και ο πόλεμος δεν θα ήταν ποτέ πια τα ίδια. Οι εμπειρίες εκείνες του Βόνεγκατ, εν καιρώ πολέμου, παρέχουν το απαραίτητο υλικό στην αφήγηση του βιβλίου και στον Μπίλι Πίλγκριμ. Η συμμετοχή του Βόνεγκατ στον πόλεμο, έλαβε χώρα σε μια ιστορική στιγμή. Η Μάχη των Αρδεννών, στην οποία αγωνίστηκε, ήταν η μοναδική φορά που οι Γερμανοί είχαν επιτυχίες εις βάρος των αμερικανικών δυνάμεων, κάτι που τους  επέτρεψε    να συλλάβουν αριθμό  κρατουμένων. Η τελευταία επιτυχία και φυσικά στερνή πνοή του Χίτλερ όσον αφορά την ολική κινητοποίηση, αντανακλάται στην   περιγραφή από τον Μπίλι μιας ομάδας γερμανών στρατιωτών που τους συλλαμβάνει, μια ετερόκλητη ομάδα στην  οποία ανήκαν έφηβοι  και γέροι.

Η εχθρότητα των Γερμανών προς τους Ρώσους, οι οποίοι μέχρι τη στιγμή της σύλληψης του Μπίλι, δηλαδή του Κερτ Βόνεγκατ, είχαν σκοτώσει πάνω από ένα εκατομμύριο Γερμανούς στρατιώτες, ενσαρκώνει την απόκοσμη συνάντηση του Μπίλι με την πείνα. Μέσα στο κείμενο, αυτό το επεισόδιο έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με την απεικόνιση της γερμανικής συμπεριφοράς απέναντι στους Βρετανούς κρατούμενους. Οι τελευταίοι βρίσκονται σε καλή κατάσταση και είναι υγιείς, ενώ οι Ρώσοι πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο. Θα ήταν δύσκολο για τον Βόνεγκατ   να μην παρατηρήσει τη διαφορά, ακόμη και αν δεν ήξερε το λόγο γι’  αυτό. Οι εξελίξεις στον πόλεμο, επίσης, επηρέασαν έντονα την εμπειρία του συγγραφέα.

Η χρήση των βομβαρδισμών ήταν δυνατή μόνο από την εφεύρεση αεροσκαφών μεγαλύτερου βεληνεκούς. Οι Γερμανοί πολίτες βίωσαν πολύ πιο έντονα το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής από τους Βρετανούς, οι οποίοι όμως προστατεύονταν από το καλό δίκτυο των παράκτιων ραντάρ που διέθεταν. Οι Γερμανοί, επίσης, δεν είχε προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση εκτεταμένων πυρκαγιών που θα προέκυπταν από τους εμπρηστικούς βομβαρδισμούς. Χωρίς να διαθέτουν σκαμμένα πολλά  βαθιά καταφύγια, δεν υπήρχε τρόπος για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ξεφύγει από το θάνατο, αποτελέσματα της υψηλής θερμότητας και της μείωσης του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα.  Η παραγωγή βομβαρδιστικών μεγάλου βεληνεκούς, η απόφαση για βομβαρδισμό αμάχων, καθώς και η έλλειψη συστήματος αποτελεσματικής προειδοποίησης ή καταφυγίων,  ήταν όλοι υπεύθυνοι παράγοντες για την καταστροφή της Δρέσδης και της σφαγής  ανυποψίαστων μαζών. Ένα γεγονός που όπως λέει κάποιος προς το τέλος του βιβλίου, η αληθινή ιστορία αναστατώνει  τον καθένα με συνείδηση. Ακόμη και οι Βρετανοί, πάντως,  προσπάθησαν να αποσυρθούν ιστορικά από το ‘επίτευγμα’ τους, συνειδητοποιώντας ότι ο βομβαρδισμός ανυπεράσπιστων πληθυσμών και κυρίως  αμάχων οι οποίοι  κατοικούσαν μια από τις πιο όμορφες πόλεις της Ευρώπης, δεν βρήκε σχεδόν καμία υποστήριξη ακόμα και μεταξύ των δικών τους ανθρώπων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε δοθεί η εντύπωση και υπήρχε η σχετική προσποίηση εκ μέρους κάποιων ότι η πόλη είχε κάποια στρατιωτική σημασία, αλλά όπως λέει στο βιβλίο ο Βόνεγκατ και υπενθυμίζει στον αναγνώστη ξανά και ξανά, αυτό απλώς δεν ήταν αλήθεια. Το ιστορικό κέντρο της πόλης έτσι μετατράπηκε σε κλίβανο που έψηνε τους κατοίκους σε μικρά τούβλα. Ο λόγος για την βομβιστική επίθεση φαίνεται πως ήταν συνδυασμός  της  αναλγησίας  και της επιθυμίας να πάρουν εκδίκηση από τους Γερμανούς. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί, ότι η επιδρομή στην πόλη της Δρέσδης πραγματοποιήθηκε πολύ πριν έρθουν στο φως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί με όλες τις λεπτομέρειες. Βεβαίως ο μύθος της ασφάλειας της Δρέσδης ώστε να εξελιχθεί σε μαγνήτη για τους πρόσφυγες που έφευγαν λόγω της ρωσικής προέλασης, συνετέλεσε τα μέγιστα στο μεγάλο αριθμό νεκρών.

Ο Βόνεγκατ  έγραψε  το ‘Σφαγείο Νούμερο Πέντε’  κατά τη διάρκεια των ετών του πολέμου του Βιετνάμ. Υπήρχαν φυσικά πολλές διαμαρτυρίες ενάντια στον πόλεμο, αλλά η αίσθηση της αναπόφευκτης νίκης ήταν πάντοτε παρούσα σε όλους. Ταυτόχρονα με την εθνική συζήτηση για  τον πόλεμο, η δεκαετία του 1960 σημαδεύτηκε από τις σχετικές προόδους και οπισθοδρομήσεις στις αμερικανικές φυλετικές σχέσεις. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα σημείωσε  πολλές επιτυχίες, αλλά υπήρχαν επίσης σημαντικές ταραχές σε ορισμένες πόλεις. Πριν τελειώσει το γράψιμο του βιβλίου ο Βόνεγκατ, τόσο ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, ο ήρωας του αντιπολεμικού κινήματος, όσο και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, θα ήταν νεκροί. Ο θάνατός τους σηματοδότησε την  απώλεια της αισιοδοξίας στην αμερικανική ζωή που θα έπαιρνε τη χαριστική βολή του στη δεκαετία του εβδομήντα, από το σκάνδαλο Watergate και το φιάσκο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Η δεκαετία του 1960, ακόμα,  ήταν μια καθοριστική εποχή στην εξέλιξη της  μορφής του μυθιστορήματος. Έτσι πολλά κείμενα με περιεχόμενο μαύρου  χιούμορ  ήρθαν στο φως  με μεγάλη επιτυχία αυτό το διάστημα. Το πιο αξιοσημείωτο όλων ήταν το Catch-22 του Joseph Heller. Ο Βόνεγκατ, χαρακτηρίστηκε ως  ένα μαύρος ευθυμογράφος τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, μαζί με κάποιους άλλους συγγραφείς.

Η δημοτικότητά του, η οποία ανέβηκε αρκετά με τη δημοσίευση του ‘Σφαγείου Νούμερο Πέντε’,  χρησιμοποιήθηκε σε κάποια φάση  εναντίον του, με την έννοια ότι  τα μυθιστορήματά του ήταν απλώς μια απλοϊκή μορφή φιλοσοφίας γύρω από το καλό, προοριζόμενα για απλούς αναγνώστες. Παρά τις αμφιβολίες ορισμένων σύγχρονων κριτικών, το συγκεκριμένο σφράγισε τη φήμη του Βόνεγκατ ως έναν από τους καλύτερους συγγραφείς της σύγχρονης εποχής. Τουλάχιστον για τη χώρα του!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top