Fractal

Διήγημα: “Ζητούνται εθελοντές!”

της Τίνας Σερβετά // *

 

writing-2

 

Κάτι δεν πήγαινε καλά από το πρωί, θες ο μουντός καιρός και η παγωνιά που τσάκιζε κόκαλα, θες η χιονόπτωση που αναμενόταν να ενταθεί ως τις μεσημεριανές ώρες, ίσως πάλι ο απόηχος από τα μαχητικά που ακουγόταν μακριά πίσω από τα βουνά να πάνε και να έρχονται… πάντως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Σάββας τα ήξερε αυτά, τα ψυχανεμιζόταν. Ποτέ δεν τον είχε προδώσει το ένστικτό του. Η διαίσθησή του δεν οφειλόταν σε κάποιο κακό όνειρο που μπορεί να είχε δει στον ύπνο του τη νύχτα, κάτι τέτοια οι γυναίκες τα πίστευαν! Όχι, ήταν κάτι άλλο, κάτι πιο μυστικό, πιο ανείπωτο που ούτε κι ο ίδιος δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Πάντως, ποτέ δεν είχε πέσει έξω. Όπως τότε που τρέχαν όλοι οι χωριανοί να γλιτώσουν από την πυρκαγιά τη Μόρφω με τα παιδιά της όταν από το αναμμένο τζάκι ένα κούτσουρο έσκασε και από τις καύτρες που πετάχτηκαν λαμπάδιασε η φλοκάτη.

 

Τους το είχε πει ότι η μέρα που είχε ξημερώσει δεν ήταν από τις καλές.

Όταν ήταν πιο μικρός κανείς δεν του έδινε σημασία για τις περίεργες διαισθήσεις του. Με τον καιρό όμως και όσο αυτά που ένιωθε και ψυχανεμιζόταν έβγαιναν δυστυχώς αληθινά, οι περισσότεροι πείστηκαν ότι ο Σάββας είχε κάποια μυστική δύναμη, κάποια ανείπωτη άλλη αίσθηση που του έδινε ένα πλεονέκτημα στο να μυρίζεται από πριν το κακό. Αμάν μωρέ Σαββα! του έλεγε μερικές φορές η αδερφή του. Μόνο τα άσχημα ξέρεις να νιώθεις και τις λαχτάρες να προμηνύεις! Πες μας και πότε θα γίνει κανένα καλό, πότε θα πάρουμε καμιά μεγάλη χαρά να πάρουμε τα πάνω μας κι εμείς, να γελάσει λίγο το χείλι μας! Έλα, πες μου, τον χιλιοπαρακαλούσε. Πότε θα στεφανωθώ; Πότε θα γυρίσει ο Γιώργης από το μέτωπο; Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος; Μα απάντηση δεν έπαιρνε, ο Σάββας τη λοξοκοιτούσε και πότε τη φώναζε παρασάνταλη, πότε ελαφριά και πότε ονειροπαρμένη.

Εδώ ο κόσμος χανόταν, όλοι οι νέοι από τα γύρω χωριά βρισκόταν στο μέτωπο, αγκομαχούσαν απάνω στα βουνά, ψόφαγαν από τον ανηλεή χιονιά, βαστούσαν στα ξυλιασμένα χέρια τα τουφέκια και χύνονταν καταπάνω στον εχτρό με λύσσα να τον στείλουν από κει που ’ρθε. Μέρα παρά μέρα ακούγονταν οι έλικες των Gladiator της 21ης μοίρας που ανέβαιναν και κατέβαιναν στους αιθέρες, άλλες φορές ο απομακρυσμένος ήχος κάποιου μεταγωγικού και συχνά, αν ο καιρός το επέτρεπε και καθάριζε ο ουρανός από την πυκνή νέφωση, μπορούσε κανείς να δει καταδιωκτικά PZL. P24 που είχαν βάση στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη. Ο Σάββας που ανέβαινε συχνά πυκνά στον Πλατύ Λίθο και προσεύχονταν στην εικόνα των Αγίων Ισαποστόλων παρακαλώντας να βγουν όλοι ζωντανοί από αυτή τη δοκιμασία, τα έβλεπε στο βάθος του ορίζοντα με τα πτερύγιά τους να αστράφτουν καθώς πετούσαν προς δυσμάς. Προσεύχονταν και για τους πιλότους. Όσα πάνε, τόσα να γυρίσουν παρακαλούσε τον Άγιο Κωνσταντίνο και τη μάνα του την Ελένη. Να μη πέσει άντρας δικός μας, να μη τσακιστούν τα φτερά, να πετάξουν πάλι προς τη βάση τους σώα. Να πετύχαιναν όμως και τους στόχους τους. Αναρωτιόταν αν ήταν πρέπον που παρακαλούσε τους αγίους για το κακό των εισβολέων και το καλό των υπερασπιστών της πατρίδος. Εμ, ο θάνατός σου η ζωή μου, έλεγε μπροστά στο εικόνισμα και ντρεπόταν που το σκεφτόταν. Όμως δικοί μας ήταν οι Άγιοι, ό,τι θέλαμε τους ζητούσαμε, ας έκριναν αυτοί αν κάμαμε σωστά ή λαθεμένα που προσευχόμασταν για το κακό. Αμαρτία να προσεύχεσαι για το θάνατο, μουρμούριζε ξανά μπροστά στους αγίους. Μα δε μπορώ να υποκριθώ Άγιε μου Κωνσταντίνε! Ο θάνατός σου η ζωή μου. Ρώταγε κι έναν καλόγερο να του φανερώσει την αλήθεια μα εκείνος δεν είχε απαντήσεις. Όλα αλλάζουν άμα είναι πόλεμος. Σε αυτό συμφωνούσε και ο καλόγερος. Όλα αλλάζουν… ένα δάκρυ του ’φευγε, ξαλάφρωνε που τα μολογούσε όλα όσα σκέφτονταν και του ’τρωγαν το μυαλό και ύστερα κατέβαινε πάλι στον κάμπο.

Η μάνα ήταν ολημερίς στα χωράφια να αποσώσει ό,τι μπορούσε από την παγωνιά, να φροντίσει τα λιγοστά ζωντανά να μη τους λείψει τουλάχιστο το γάλα. Κι ο Σάββας από κοντά, γύρω από τη μάνα να της κάνει τις πιο βαριές δουλειές, να κουβαλήσει νερό από το πηγάδι μέχρι το μαντρί, να κόψει ξύλα για φωτιά, να τσαπίσει, να μπαλώσει τους φράχτες. Τον άφησε στη θέση του ο πατέρας όταν έφυγε για το μέτωπο. Ευτυχώς δεν τον είχαν στην πρώτη γραμμή. Ήταν γερός άντρας, δυνατός και σκληρόπετσος. Όλα τα άντεχε εκτός από τα κρυοπαγήματα, έτσι έλεγε στα λιγοστά γράμματα που τους έστελνε ορμηνεύοντάς τους να μην ανησυχούν για εκείνον παρά να κοιτάξουν τους εαυτούς τους και προπαντός να φροντίζουν τη μάνα.

Τις τελευταίες δυο τρεις μέρες ο χιονιάς είχε καλύψει όλο τον κάμπο, τα είχε παγώσει όλα. Από το προχτεσινό βράδυ είχαν να τον δουν τον Σάββα στο σπίτι. Πάω στα ζωντανά, είχε πει κοφτά της μάνας. Φέρε μου το τουφέκι μη και το χρειαστώ. Αν ζυγώσει θεριό θα βαρέσω στον αέρα να σκιαχτεί, άμα κάνει και ζυγώσει εχτρός θα του την ανάψω! Η μάνα υπάκουσε σιωπηλά. Ο Σάββας είχε φορτώσει το γάιδαρο με ξύλα και κουβέρτες, πήρε μαζί του κι ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί, νερό κι ελιές, και έμεινε δυο νύχτες κοντά στα ζωντανά, άναψε μια φωτίτσα μέσα στο παχνί και στριμωχνόταν κάτω από τις κουβέρτες να ζεστάνει το κορμί του. Το χιόνι έπεφτε αδιάκοπα έξω. Σα να μην έφταναν όλα τα άλλα, τα είχε βάλει μαζί τους και ο καιρός. Κάτι τσακάλια ακούγονταν να κλαίνε μακριά. Η νύχτα είχε φεγγάρι και στο ξέφωτο που ανοιγόταν μπροστά από το μποστάνι μπορούσε να δει καθαρά σε περίπτωση που χρειαζόταν να ρίξει με το όπλο. Η νύχτα ήταν απόκοσμα σιωπηλή. Το θρόισμα που έκαναν οι νιφάδες του χιονιού καθώς έπεφταν στη γη ήταν ο ψίθυρος της νυχτιάς.
Περίεργα που ήταν όλα! Ο ύπνος του ήταν ελαφρύς, κάθε λίγο άνοιγε τα μάτια κι έριχνε ματιές έξω. Όταν ήρθε το πρωί, η χιονόπτωση είχε σταματήσει. Ο ουρανός παρέμενε βαρύς αλλά κάπου πίσω από το γκρίζο αχνοφαινόταν ένας δειλός ήλιος. Περίεργη μέρα ξημέρωνε. Κάτι δεν του άρεσε του Σάββα.

Αυτός ο ήλιος θα τα πάγωνε όλα. Βάδισε με δυσκολία προς το σπίτι, το χώμα γλιστρούσε από την παγωνιά. Οι βράχοι μακριά ήταν καλυμμένοι στην καταχνιά. Κανένα από τα μοναστήρια δεν φαινόταν. Στη δημοσιά είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος. Κάποιοι κρατούσαν αξίνες και κάποιοι άλλοι φτυάρια. Φαινόταν ανάστατοι. Ο Σάββας τάχυνε το βηματισμό του. Μια φάλαγγα από φορτηγά που μετέφεραν προσωπικό εδάφους της 80ης μοίρας έπρεπε το δυνατότερο να μεταβεί στα Ιωάννινα. Το καθήκον τους έκανε να ξεκινήσουν με το χιονιά και μερικά βαγόνια είχαν εγκλωβιστεί στους λασπωμένους δρόμους. Κόσμος από όλα τα γειτονικά χωριά είχε ενημερωθεί για να συνδράμει. Τελικά, αφού όλη τη νύχτα έσπαγαν τον πάγο από τα χαντάκια και απεγκλώβιζαν τα φορτηγά, η πομπή τους επέστρεφε στη Λάρισα.

Σα να μην έφτανε αυτό, ο αεροδιάδρομος είχε παγώσει και τα Gladiator ήταν καταδικασμένα να μείνουν στο έδαφος, οι εγγλέζοι της RAF δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να τα σηκώσουν στον αέρα. Ο μοίραρχος κόντευε να σκάσει από το κακό του. Κανείς δεν μπορούσε να χωνέψει αυτή την αναποδιά! Άλλος τρόπος δεν υπήρχε, ο μοίραρχος Κέλλας είχε ζητήσει εθελοντές. Το μαντάτο ταξίδεψε από στόμα σε στόμα σε όλα τα γειτονικά χωριά. Οι χωριάτες στη δημοσιά είχαν κινήσει για το αεροδρόμιο. Ο Σάββας τους ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη με ένα δανεικό τσαπί που του έδωσε ένας ρασοφόρος γέροντας. Ήταν ο καλόγερος που συναντούσε στο ξωκλήσι! Πιο κάτω συνάντησαν και κάτι άμαξες. Επάνω ήταν κι άλλοι γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Άλλοι πήγαιναν ποδαράτο όλη την απόσταση μέχρι τον αεροδιάδρομο, τους έβλεπε που ξεπρόβαλαν από τα χωράφια.

Βάλθηκαν όλοι μαζί να ξύνουν το παγωμένο χιόνι, να σπάνε τον πάγο οι πιο δυνατοί, οι γυναίκες να σκουπίζουν και να φτυαρίζουν , άλλες να κουβαλάνε με καρότσια το χιόνι μακριά με τα φουστάνια χωμένα μες τη λάσπη και τα πόδια ίσαμε τη γάμπα βουλιαγμένα. Κάτι παιδάκια άρχισαν να παραπονιούνται για τα χεράκια τους που είχαν κοκαλώσει. Μια μικρή έμπηξε τα κλάματα όταν οι παλάμες της μάτωσαν από τον πάγο. Οι γέροντες δεν παραπονιόντουσαν, ένιωθαν ότι υπηρετούσαν το καθήκον, έβαζαν ένα λιθαράκι στον αγώνα. Μόνο τα φτυάρια και οι αξίνες και τα τσαπιά ακούγονταν που καθάριζαν τον αεροδιάδρομο. Ο μοίραρχος ήταν κι αυτός μαζί τους, τους εμψύχωνε, τους ευχαριστούσε, φώναζε με καμάρι και με δυνατή φωνή πως λίγο ακόμη και θα ήταν δυνατό το ακατόρθωτο. Φτυάριζαν ώρες, τόσες πολλές ώρες που δεν ένιωθαν τα κόκαλά τους. Τα κορμιά τους είχαν σκεβρώσει από το ψύχος, τα μάγουλά τους έκαιγαν, οι μύτες έτρεχαν. Όμως τα μάτια τους άστραψαν όταν ο διάδρομος φάνηκε από τη μια άκρη ως την άλλη καθαρός. Οι έλικες των μαχητικών ακούστηκαν. Οι πιλότοι ετοίμαζαν τα αεροσκάφη. Κανείς δεν το κουνούσε ρούπι. Γέροντες και γυναικόπαιδα έμειναν παράμερα να κοιτάζουν τα αεροπλάνα που σαν ένα σμήνος πουλιά πήραν φόρα ένα ένα και πέταξαν στον ουρανό για το νότο.

Ο καλόγερος δάκρυσε, το χείλι του έτρεμε. Κι άλλοι αισθάνονταν την ίδια συγκίνηση. Όλοι είχαν κάποιον δικό τους στο μέτωπο. Ένιωθαν ότι έτσι έστελναν όση βοήθεια μπορούσαν. Όλοι αγωνιούσαν για την τύχη των αδερφών τους, των αντρών τους, των πατεράδων τους. Μια γυναίκα με το κορίτσι της στην αγκαλιά φυσούσε τη μύτη της με την λερωμένη ποδιά της. Όταν και το τελευταίο Gladiator απογειώθηκε, όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Από το πολύ χειροκρότημα τα χέρια του καλόγηρου μπλάβιασαν, τα χείλια του μπλάβιασαν, τα πόδια του δεν τον βάστηξαν και λύγισαν, το κρύο που είχε μαζέψει έκανε την καρδιά του να σταματήσει. Ο Σάββας έτρεξε δίπλα του. Ταρακούνησε το κορμί του να τον συνεφέρει, βάρεσε με τη γροθιά του το στέρνο του καλόγερου, ήταν όμως αργά για τον γέροντα. Ο ήχος των μαχητικών έσβηνε καθώς περνούσαν πίσω από τα βουνά μέχρι που κανείς δεν μπορούσε να τα ακούσει πια. Έτσι κάπως είχε σβήσει και η καρδιά του μοναχού. Ο Σάββας έσκυψε από πάνω του και του έκλεισε τα μάτια. Μια βαριά θλίψη τον κατέκλεισε που η διαίσθησή του είχε επιβεβαιωθεί για ακόμη μια φορά. Άγιε Κωνσταντίνε! ψιθύρισε πάνω από το παγωμένο κορμί του καλόγηρου, γιατί ένα μεγάλο καλό πρέπει πάντα να ισορροπεί με ένα μεγάλο κακό; Έκανε το σταυρό του. Ένιωθε πολύ κουρασμένος. Η σκέψη του ταξίδεψε στον πατέρα επάνω στο βουνό. Κίνησε για το σπίτι. Η μάνα θα ανησυχούσε. Ένιωσε στάλες στο μέτωπό του. Νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει πάλι ανελέητα να πέφτουν από τον ουρανό.

 

(Στα μέσα Ιανουαρίου 1941, ο διάδρομος στο επιχειρησιακό αεροδρόμιο της Καλαμπάκας που αποτελούσε τη βάση της 21ης μοίρας, καλύφθηκε από χιόνι λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας ημερών, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η απογείωση των αεροσκαφών τύπου Gladiator που στάθμευαν εκεί. Όταν έφτασε η διαταγή να μεταβούν στην Ελευσίνα για να συνοδεύσουν μια νηοπομπή, το προσωπικό της βάσης δεν κατάφερε να ανοίξει τον διάδρομο απογείωσης. Ο μοίραρχος Κέλλας ζήτησε τη συνδρομή του ντόπιου αγροτικού πληθυσμού με αποτέλεσμα περίπου 200 γέροντες, γυναίκες και παιδιά να προσπαθούν με όποια αγροτικά εργαλεία διέθεταν να καθαρίσουν το χιόνι. Τα κατάφεραν! Ο διάδρομος άνοιξε και τα αεροσκάφη πέταξαν για τον προορισμό τους. Το πραγματικό αυτό γεγονός ήταν η αφορμή για το διήγημα “Ζητούνται εθελοντές” το οποίο κατά τα άλλα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.)

 

* Η Τίνα Σερβετά είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κατάγεται από τα Ιωάννινα, έχει ζήσει περιόδους τις ζωής της στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Δουβλίνο, πόλεις που την ενέπνευσαν να γράψει ιστορίες με αφορμή τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ανάλυσης και κριτικής του αμερικανικού διηγήματος και Ιρλανδική μυθολογία. Δηλώνει ερωτευμένη με τη μετάφραση. Αγαπά το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος για την ταχύτητά του αλλά και γιατί το νόημα είναι συνήθως καλά κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις. Κείμενά της αναρτά στον ιστότοπο selidodeiktis.gr

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top