Fractal

“Σέπει και τα γερά” – Διήγημα του Γιάννη Φαρσάρη

 

Βραδάκι, είμαστε παρέα με τον κολλητό μου σ’ ένα υπαίθριο μπαρ και μου λέει για την κοπέλα του που τη χώρισε, γιατί κατάλαβε πως σκεφτόταν να τον χωρίσει. Δεν μου λέει τη λεπτομέρεια αυτή, παρά μόνο πως τη χώρισε εκείνος. Ταλαιπωρημένος πολύ από τις γυναίκες ο κολλητός μου, μα τα φταίει το κεφάλι του. Ξαφνικά εμφανίζεται από το πουθενά ένας τύπος άγνωστος μαυριδερός με κίτρινη κελεμπία και σαγιονάρες.

 

hero2

 

«Γιατί πίνεις σκέτη λεμονάδα, ρε μαν και δεν βάζεις και λίγη βότκα μέσα;» ρωτάει τον κολλητό μου.

«Γιατί παίρνω φάρμακα», του απαντάει εκείνος κι εγώ του κάνω νόημα να μην συνεχίσει την κουβέντα.

«Βάζεις στοίχημα πενήντα ευρώ πως μπορώ να σου μετατρέψω τη λεμονάδα σε μπύρα;» Γελάσαμε κι οι δυο με τη πρόταση, μα τον είδα να βγάζει πενήντα ευρώ πάνω στο μπαρ. Κι έβγαλε απ’ την τσέπη ο τύπος ένα γυάλινο μπουκαλάκι χωρίς ετικέτα κι έριξε μερικές σταγόνες στο ποτήρι. Η λεμονάδα άρχισε να αφρίζει και να αλλάζει χρώμα, μέχρι που έγινε μπύρα.

«Δοκίμασε», του είπε και σούφρωσε τα πενήντα ευρώ από τον πάγκο.

«Είναι μπύρα!», είπε πίνοντας λίγο.

Και τότε ο τύπος έβγαλε από την τσέπη μια διπλωμένη κόλλα χαρτί. Την ανοίγει και μας τη δείχνει να δούμε ότι είναι λευκή.

«Βάζεις στοίχημα άλλα πενήντα ευρώ πως μπορώ να σε κάνω διήγημα; Θα γράψω εδώ την ιστορία της ζωής σου».

Γέλασα εγώ, μα και πάλι έβγαλε ο κολλητός πενήντα ευρώ πάνω στον πάγκο. Μην το κάνεις, τον παρότρυνα με τα μάτια εγώ. Ξαναδίπλωσε το χαρτί τέσσερις φορές ο τύπος και το δάγκωσε με τα δόντια κι άρχισε να μουρμουράει κάτι ακατάληπτα με κλειστά τα μάτια. Φοβήθηκα έτσι που τον είδα, μα μετά πήρε το χαρτί από τα δόντια, το έφτυσε τρεις φορές και το ξεδίπλωσε. Ήταν γεμάτο λέξεις γραμμένες με μολύβι.

«Διάβασε», τον παρότρυνε γελώντας και βούτηξε χαρούμενος και το δεύτερο πενηντάρικο. Στράφηκε τότε προς εμένα.

«Βάζεις στοίχημα κι εσύ ένα πενηντάρικο πως μπορώ να σε μικρύνω και να σε κλείσω μέσα στο μπουκάλι της λεμονάδας;»

Μα εγώ τον έσπρωξα με τα χέρια να φύγει, γιατί είδα τον κολλητό μου να βουρκώνει με αυτά που διάβαζε στο χαρτί.

 

hroas2

***

 

Μπαίνοντας στην αυλή του τρελοκομείου συνάντησα στα δεξιά έναν κήπο που έχει εγκαταλειφθεί από χρόνια. Ήταν γεμάτος αγριόχορτα, τσουκνίδες και φυτεμένα αποτσίγαρα όρθια σε σειρά. Στη μέση του κήπου ένας σωρός από παλιόρουχα, σκισμένα σεντόνια και τρυπημένα αποφόρια. Εκεί πάνω ήταν ξαπλωμένος ο φύλακας με τη στολή και κάπνιζε. Μέτριος στο μπόι μα γεροδεμένος, σχεδόν κοιμόταν ζαβλακωμένος από τη ζέστη. Του έδειξα το χαρτί. Είχε πέσει τηλέφωνο γερό στον διευθυντή για να με αφήσουν να μπω. Ανασηκώθηκε με δυσκολία και φύτεψε το τσιγάρο στη σειρά δίπλα στ’ άλλα.

«Που τον θυμήθηκες αυτόν;» γέλασε. Η ανάσα του βρώμαγε μούχλα και σκόρδο. «Από δω έλα», μου έδειξε και με οδήγησε μέσα από κάτι διαδρόμους που μύριζαν ανάκατα νοσοκομείο και μαγέρικο και χωματερή. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με πράσινη γυαλιστερή λαδομπογιά, παλιά όμως πριν κάτι αιώνες.

Όταν μπήκαμε στον θάλαμο φοβήθηκα. Έξι κρεβάτια αντικριστά με μια μαύρη σόμπα στη μέση και οι τοίχοι να στάζουν υγρασία, κάπνα και θάνατο. Το πάτωμα ήταν μωσαϊκό τρύπιο σαν παξιμάδι, που είχε να σκουπιστεί χρόνια. Ο αέρας μύριζε σάπιο κρέας και κατρουλιό. Μου ήρθε να κάνω εμετό.

«Αυτός είναι» μου έδειξε τον τελευταίο στην πιο σκοτεινή γωνιά. Πλησίασα με τρόμο και είδα ένα κουφάρι ημιζώντανο δεμένο σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι. Το σεντόνι ήταν γεμάτο στάμπες από ξεραμένο αίμα, κάτουρο και εμετό. Στάθηκα δίπλα του με ανατριχίλα. Τα μάτια του κοιτούσαν τον ουρανό απ’ το παράθυρο, δεν γύρισε να με κοιτάξει. Έκανα να του πιάσω το χέρι, μα δίστασα.

«Με θυμάσαι;» τον ρώτησα. Προσπάθησε να ανασηκωθεί κάπως να με δει καλύτερα, μα τον πόνεσαν τα λουριά και βόγκηξε.

«Είμαι ο εκδότης σου», του είπα.

Χαμογέλασε όταν με αναγνώρισε, μα για λίγο. Τέντωσε το σώμα του και μου έδειξε τα πληγιασμένα χέρια του.

«Μπορείς να τους πεις να μου βγάλουν τα χαλινάρια; Φοβούνται πως θα τους σκοτώσω, μα πες τους εσύ πως δεν θα το κάνω. Εσύ με ξέρεις. Πώς με βρήκες;»

Δεν αναγνώρισα τη φωνή του. Τον λυπήθηκα πραγματικά. Σκελετωμένος, με βουλισμένα μάγουλα και άσπρα γένια, μπερδεμένα και βρώμικα. Μόνο τα μάτια του θύμιζαν τον ποιητή που ήξερα. Γυάλιζαν, ίδια όπως παλιά, παρά τα φάρμακα.

Αριστερά του είχε ένα μεταλλικό γκρι κομοδίνο, σκουριασμένο εντελώς. Άνοιξα το συρτάρι και βρήκα μέσα ένα χοντρό πακέτο με χειρόγραφα, δεμένα με λεπτό σκοινί. Τα πήρα στα χέρια μου κι αυτός με κοίταξε χωρίς να μιλήσει.

«Εξαφανίστηκες μια μέρα, σε ψάξαμε παντού, μα δεν ήσουν πουθενά. Πάνε είκοσι χρόνια, είπαν πως πήγες στο Παρίσι. Τι συνέβη;» τον ρώτησα.

Άργησε πολύ να απαντήσει.

«Λεμονιά την έλεγαν, μα ήθελε να την φωνάζουν Λιάνα. Και με ήθελε πολύ, μα παντρεύτηκε άλλον για να γλιτώσει. Κι όταν πήγα και τη βρήκα να της ζητήσω το λόγο, με κοίταξε και μου είπε πικραμένη: Δεν μπορώ με σένα, δεν θέλω τίποτα από σένα. Μόνο αν θες νά ‘ρχεσαι να μου ρίχνεις λίγο νερό στη ρίζα τον χειμώνα, όταν βρέχει».

Κοίταξα αμήχανα το πακέτο με τα χειρόγραφα. Στην πρώτη σελίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα: “Το σάπιο λεμόνι σέπει και τα γερά”. Με είδε, μα έκανε πως δε με είδε. Κούνησε μόνο τα χέρια να αλλάξουν θέση τα λουριά και γύρισε πάλι το βλέμμα στο ουρανό, ψηλά έξω απ’ το μπουκάλι.

 

 

Farsaris_Giannis_180Ο Γιάννης Φαρσάρης γεννήθηκε στην Ιεράπετρα το 1973 και ζει στο Ηράκλειο, όπου εργάζεται ως καθηγητής Πληροφορικής. Σπούδασε Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Έχει δημιουργήσει την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK και συμμετέχει στην ομάδα έκδοσης του περιοδικού Fractal. Το τελευταίο βιβλίο του “Φόβος κανένας” εκδόθηκε έχοντας επιτύχει κοινωνική χρηματοδότηση μέσω crowdfunding.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top