Fractal

“Αρκετά πεπεισμένοι, τον καιρό εκείνο, ώστε να έχουν παίξει τη ζωή τους κορόνα – γράμματα”.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Χόρχε Σεμπρούν “Είκοσι χρόνια και μια μέρα”, Εκδ. Εξάντας, σελ. 320

“Ποτέ δεν θα κατάφερνε να μάθει πότε άρχιζε πραγματικά αυτή η ιστορία, από πού έπρεπε να αρχίσει την αφήγησή της”.

Παρ’ ότι αναρωτιέται στο βιβλίο για την “αρχή της ιστορίας” που ποτέ δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις, εν τούτοις ο ισπανός συγγραφέας, Χόρχε Σεμπρούν, φτάνει πάντοτε μέχρι τη ρίζα του κακού. Το βρίσκει και το ερμηνεύει το συμβάν “εν τη γεννέσει”. Όπως συνέβη και με την “Επιστροφή του Νετσάγιεφ”. Επάνω σε μια αστυνομικής υφής τρομοκρατική ενέργεια, έστηνε ένα ολόκληρο δοκίμιο για την ιστορία της τρομοκρατίας.

Το καινούργιο του μυθιστόρημα, το τελευταίο του και το πρώτο που γράφει στα ισπανικά, βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Όπως την αφηγήθηκε ο ταυρομάχος Νομίνγκο Ντομινγκίν σε ένα δείπνο με συνδαιτυμόνες τον συγγραφέα και τον Ερνεστ Χέμινγουέι.

“Αν ο Χέμινγουέι δεν είχε μουρμουρίσει εκείνες τις φράσεις περί θανάτου και εμφυλίου στο τέλος του γεύματος, σίγουρα ο Ντομίνγκο Ντομινγκίν δεν θα είχε θυμηθεί την ιστορία του Κισμόντο, εκείνη την παλιά εκδίκηση”.

Άλλ’ όμως ο Χέμινγουέι τις μουρμούρισε, ο Ντομίνγκο Ντομινγκίν θυμήθηκε, κι ο συγγραφέας ως δέκτης ευαίσθητος έστησε κυριολεκτικά το δράμα ενός λαού. Όπου τα θύματα χρειάζεται να αναπαριστούν στο δράμα τους ως θύτες πάλι και πάλι. “Για είκοσι χρόνια και μια μέρα”. Μέχρι πια να το διαπιστώσουν πως έχουν αλλάξει οι καιροί. Και ότι θύτες και

θύματα έχουν περάσει πια σε άλλη διάσταση. Τέτοια που οι μεν να προσποιούνται τους δε, και ενίοτε να κρύβονται και μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, στην ίδια την ιστορία τους να τρυπώνουν. Ή να μετεξελίσσονται.

 

“ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ”

 

“Στις 18 Ιουλίου του 1936, διηγούνταν ο Ντομίνγκο Ντομινγκίν, σε ένα κτήμα της επαρχίας του Τολέδου, όταν οι χωρικοί πληροφορήθηκαν το στρατιωτικό κίνημα, δολοφόνησαν τον έναν από τους γαιοκτήμονες. Τον νεότερο αδελφό. Και, εκτός αυτού, τον μόνο φιλελεύθερο της οικογένειας, όπως έλεγαν όλοι στο χωριό. Μα η θανή δεν επιλέγει πάντα τους μνηστήρες της…”

Το συμβάν γύρω από το οποίο πλέκει την ιστορία η ζωή και ο συγγραφέας είναι αυτό, είναι απλό και είναι δεδομένο.

Το ενδιαφέρον ήταν ό,τι επακολούθησε. Το μνημόσυνο, τρόπον τινά, που οργάνωνε η χήρα και τ’ αδέλφια του κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Όχι μια λειτουργία ή κάτι παρεμφερές, “αλλά μια πραγματική εξιλαστήρια, θεατρική τελετή”. “Ένα είδος θεατροποιημένης μυσταγωγικής πράξης”. “Οι αγρότες του κτήματος επαναλάμβαναν τη δολοφονία’ έκαναν ότι την επαναλάμβαναν, εννοείται”.

Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν κάτι πολύ χειρότερο, τελικά, σε δεύτερη ματιά. Διότι κάθε χρόνο τους “πόντιζαν σ’ εκείνη τη συλλογική μνήμη, τη μνήμη που τους ενοχοποιούσε”.

“Έτσι, διαιωνίζοντας εκείνη την ανάμνηση, οι αγρότες διαιώνιζαν το καθεστώς τους όχι μόνο ως ηττημένων αλλά και ως φονιάδων. Ή ως γιων, συγγενών, απογόνων φονιάδων”.

Η τελετή στην οποία επιλέγει ο συγγραφέας να αναφερθεί θα είναι και η τελευταία τελετή.

Κι ο τρόπος που θα την χειριστεί, θα είναι πολυπρισματικός. Όλοι θα θυμηθούν. Τους πάντες είναι διατεθειμένος να αφουγκραστεί. Για να αποκαλυφθεί η αλήθεια μέσα από την πλήρη αντίφαση των αφηγήσεων.

Μεταξύ των προσκεκλημένων αυτή εδώ την φορά θα βρεθούν και ένας αμερικανός ιστορικός και ένας επιθεωρητής της Πολιτικο- Κοινωνικής Ταξιαρχίας. Και οι δύο, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ενδιαφέρονται να ερευνήσουν την πρόσφατη ιστορία της οικογένειας και κυρίως τις κρυφές σχέσεις της Μερθέδες Πόμπο, της πανέμορφης και αινιγματικής χήρας του νεκρού.

Μέσα από την εξιστόρηση των δραματικών γεγονότων της εποχής και τις αλληλοσυμπληρούμενες εκδοχές και αναδρομές, θα αναβιώσουν μίση και πάθη, θα ξεμυτίσουν ασύλληπτα οικογενειακά μυστικά, θα ξαναμοιραστεί η τράπουλα γιατί τίποτε δεν είναι αποκλειστικά μονάχα ό,τι δηλώνει και επειδή πολλά έχουν αλλάξει, τελικά, με τον καιρό.

Διότι μπορεί ο πόλεμος, ο πόλεμός τους να είναι η νιότη τους, αλλά “σήμερα ούτε οι μεν ούτε οι δε έμοιαζαν τόσο πεπεισμένοι για τους λόγους τους, ή τις ιδεαλιστικές παραλογίες τους, όσο ήταν αναμφίβολα το 1936: αρκετά πεπεισμένοι, τον καιρό εκείνο, ώστε να έχουν παίξει τη ζωή τους κορόνα – γράμματα”.

Το κομματάκι που ολοκληρώνει το παζλ της ιστορίας, ο γιος του νεκρού γαιοκτήμονα που επιστρέφει. Γι’ αυτήν την τελευταία τελετή αναπαράστασης και “τιμωρίας”.

Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα ιστορικής μνήμης πρώτα απ’ όλα, με όλα εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν ανάγνωσμα απολαυστικό. Το παρελθόν που ξεδιπλώνεται σαν μαγική εικόνα ή κινούμενη άμμος και που αλλάζει μορφή αναλόγως με την κατάσταση και την οπτική του αφηγητή ή παρατηρητή. Διότι το παρελθόν, τελικά, δεν είναι απλώς ένας χρόνος τετελεσμένος και δεδικασμένος. Αλλ’ είναι σίγουρα ο καθρέφτης σε ό,τι θα ακολουθήσει.

Και όλους αυτούς τους χαρακτήρες, που εμπεριέχουν όπως και στη ζωή και το καλό και το κακό. Και οι οποίοι ανά πάσα στιγμή είναι ικανοί για το ύψιστο καλό ή το μέγιστο κακό.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

* Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1923. Η οικογένειά του έφυγε στο εξωτερικό το 1937 και από το 1937 και από το 1939 έζησε στο Παρίσι, όπου έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά των Ναζί. Το 1943 συνελήφθη από την Γκεστάπο και κρατήθηκε επί δύο χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ. Μετά την απελευθέρωσή του, την άνοιξη του 1945, γίνεται υπεύθυνος της παράνομης δουλειάς του Κομμουνιστικού Κόμματος και πολύ γρήγορα μέλος της Κ.Ε. Τον Απρίλη του 1964 διαγράφεται από το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με τον Φερνάντο Κλαουδίν μετά από εισήγηση του Σαντιάγο Καρίγιο και της Ντολόρες Ιμπάρουρι, της θρυλικής <Πασιονάριας>. Από τότε αφιερώνεται στη Λογοτεχνία και τον Κινηματογράφο. Υπήρξε, επίσης, για μεγάλο διάστημα, υπουργός Πολιτισμού στην Κυβέρνηση Φελίπε Γκονθάλεθ. Παράλληλα η συγγραφική του δραστηριότητα τον αναγορεύει σε έναν από τους πλέον σημαντικούς, πολυδιαβασμένους και βραβευμένους συγγραφείς των τελευταίων χρόνων (Βραβείο Φορμεντόρ 1964, Βραβείο της Ειρήνης 1994, Φέμινα 1995, Βραβείο Ιερουσαλήμ 1996). Το “Είκοσι χρόνια και μια μέρα” είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφει στα ισπανικά, τη γενέθλια γλώσσα του, αποσπώντας ομόφωνα το Βραβείο του Ιδρύματος Λάρα 2003, που απονέμουν οι εκδότες της Ισπανίας στο καλύτερο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς. Από τις εκδόσεις “Εξάντας” έχουν κυκλοφορήσει:  “Το μεγάλο ταξίδι”, “Το Λευκό Ορος”, “Η αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ”, “Τι ωραία Κυριακή!”, “Η επιστροφή του Νετσάγιεφ”, “Χαιρετίσματα από τον Φεδερίκο Σάντσεθ”, “Γραφή η ζωή”, “Αντίο φως της νιότης”, “Τα σανδάλια” και “Ο νεκρός που μας χρειάζεται”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top