Fractal

Διήγησις Αλεξάνδρου μετὰ Σεμίραμις, βασίλισσας Συρίας περὶ τῶν ἕνδεκα ἐρωτημάτων

Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης // *

 

Η βασίλισσα Σεμίραμις

Η βασίλισσα Σεμίραμις

 

Πρόκειται για ένα ποίημα αγνώστου συγγραφέα, που γράφτηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο, πιθανότατα γύρω στο 1350 μ.Χ., και διηγείται την επιθυμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος φανερά γοητευμένος από την αύρα της μυστηριώδους προσωπικότητας της θρυλικής βασίλισσας της Συρίας, Σεμίραμις, θέλησε να συναντήσει και να γνωρίσει από κοντά.

Σύμφωνα με τον Διόδωρο το Σικελιώτη, η Σεμίραμις (το όνομα είναι ελληνική παραφθορά του ακκαδικού ονόματος Σαμού-ραμάτ, που σημαίνει «δώρο της θάλασσας») ήταν κόρη της θεάς Δερκετούς και κάποιου Σύρου θνητού. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή της, η μητέρα της την άφησε στις όχθες του ποταμού, όπου με τη βοήθεια των Θεών δεν την πλησίαζε κανένα άγριο θηρίο, παρά μόνο μερικά περιστέρια που της έφερναν τροφή. Κάποτε πέρασαν από εκεί οι βοσκοί του βασιλιά και σταμάτησαν κατάπληκτοι μπροστά στη ζωηράδα και την ομορφιά του βρέφους. Τότε το παρέλαβε ο  βασιλικός βοσκός Σίμμας και το πήγε στο σπίτι του, όπου και το ανάθρεψε σαν πραγματικό του παιδί. Όταν μεγάλωσε, έγινε τόσο όμορφη και τόσο έξυπνη, που μόλις την είδε ο κυβερνήτης της Νινευή Όννης τη ζήτησε σε γάμο και τη παντρεύτηκε. Η Σεμίραμις έλαβε μέρος στην εκστρατεία του συζύγου της εναντίον των Βάκτρων και διακρίθηκε για τη γενναιότητά της αλλά και για τα επιτελικά της σχέδια, που οδήγησαν στη νίκη. Ο βασιλιάς των Ασσυρίων Νίνος, που παρακολούθησε τη συμβολή της σ’ εκείνες τις μάχες, την ερωτεύθηκε και ζήτησε από τον σύζυγό της να τη παντρευτεί. Εκείνος, και μόνο στη σκέψη πως θα αποχωριζόταν τη Σεμίραμις, κρεμάστηκε. Έτσι η Σεμίραμις παντρεύτηκε τον Νίνο και κατόπιν, μετά το θάνατό του ανέβηκε στο θρόνο του.

Η Σεμίραμις ως βασίλισσα, εκτός από τις νικηφόρες μάχες της που ανέδειξαν το λαό της σε απόλυτο κυρίαρχο στη Χώρα ανάμεσα στους δυο ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, έκανε και πολλά έργα, όπως μας διηγείται ο Ηρόδοτος (Α’ 184). Σε κάθε μάχη που κέρδιζε και σε κάθε έργο που κατασκεύαζε, είχε τη συνήθεια να  ανεγείρει ως αναμνηστικά θριαμβευτικές στήλες, κάποιες από τις οποίες διάβασε και ο Αλέξανδρος. Σε μια απ’ αυτές, είχε υπαγορεύσει η ίδια την εξής επιγραφή: «Η φύση μου έδωσε σώμα γυναίκας, αλλά οι πράξεις μου με έκαναν ισότιμη προς τους μέγιστους άνδρες. Κυβέρνησα το κράτος του Νίνου. Πριν από μένα, κανείς Ασσύριος δεν είδε τη θάλασσα, αλλά εγώ είδα τέσσερις ωκεανούς. Ανάγκασα τους ποταμούς να ρέουν όπου ήθελα, εκεί όπου ήταν ωφέλιμο».

Ο θρύλος της μεγάλης βασίλισσας στο πέρασμα των αιώνων εμπλουτίστηκε και συγχωνεύτηκε με άλλες διηγήσεις, κάποιες από τις οποίες τη θέλουν ως προσωποποίηση της θεάς Αστάρτης, αφού μετά το θάνατό της μετατράπηκε σε περιστέρι, ιερό σύμβολο της θεάς.

 

 

Ἄκουσον πάλιν νὰ σὲ εἰπῶ λόγον περί ἀγάπης,

τὸ τί ἐποῖκεν κάποτες ὁ πόθος τῆς ἀγάπης,

τῶν Συριανῶν βασίλισσας, Σεμίραμης ἐκείνης.

Ἦτον ὡραία, πανεύμορφος, τοῦ κόσμου ἐξηρημένη,

τὸ πρόσωπον ὡς ἥλιος, μέτωπον ὡς φεγγάριν,

ὡς ἀστραπὴ τὰ ᾽μμάτια, φρύδια ὡς δοξάριν·

ἡ μύτη ἦτον χυμευτή, μάγουλα ὡς τὸ ῥόδον,

τὰ χείλη ὡς κιννάβαριν, λεφτόκαρον τὸ στόμα·

τράχηλον εἶχε τουρνευτόν, δόντια μαργαριτάριν,

στ᾽ ἀφτία σκουλαρίκια, λιθάριν λυχνιτάρι·

δάκτυλα εἶχεν εὔμορφα, λεπτὰ γοιὸν τὸ κονδύλι,

ἡ μέση τῆς νὰ ἔβλεπες γοιὸν τὸ δακτυλίδι·

περιπατησίαν εὔμορφην, ὡσὰν τὸ περιστέριν,

ὡς κυπαρίσσιν τό κορμί, φωνὴν ὡσὰν ἀηδόνι.

Δόξα τὸν ἄνω Ποιητὴν ὁποὺ ἔπλασεν τοιαύτην,

νέαν τε καὶ πανεύμορφην, τὴν δὲν ἐφάν᾽ εἰς κόσμον.

Φουσάτα εἶχεν πλήθια, ὡσὰν καλὸς αὐθέντης.

Ὅρισεν καὶ γεφέντησεν εἰς ὅλα τῆς τὰ κάστρη·

«Ὅποιος νέος νὰ ἐλθῆ καὶ νὰ ἀνατρανίση,

λόγον ἕναν νὰ τὸν εἰπῶ καὶ νὰ τὸν διάλυση,

Συρίας αὐθέντης νὰ γενῆ καὶ ἐδικός μου αὐθέντης·

εἰ δὲ καὶ δὲν διαλύση τὸν λόγον μου ὡς πρέπει,

στοίχημα βάνω μετ᾽ αὐτόν, τὴν κεφαλήν του κόψω,

μέσα εἰς τοὺς γραμματικοὺς καὶ εἰς ὅλον τ᾽ἀρχοντολόγι.»

Καὶ ἔχασεν γὰρ πολλὰ παιδία τῶν ἀρχόντων.

Ἀλέξανδρος γὰρ ὁ βασιλεύς, πόλεμον ποιήσας,

μὲ Δάριον τὸν βασιλεύ, κι ἐκεῖνος ἐκνικήσας,

ὅτ᾽ εἶχε φουσάτα πάμπολλα καὶ ἐκούρσευσαν τοὺς τόπους –

Ἀλέξανδρος ἔφυγεν κρυφά, διὰ νὰ μὴν τὸν πιάσουν,

καὶ τὰ μεσάνυκτα ᾽φυγεν γυμνὸς καὶ ἀναμαλλιάρης·

πενήντα ἠμέρες ἔφευγεν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν,

φαγὶν οὐχ ηὖρεν διὰ νὰ φᾶ ἐκείνας τὰς ἡμέρας,

μόνον βοτάνιν ἄγριον καὶ κορυφὰς τῶν δένδρων.

Καὶ ἀναστενάζει, θλίβεται, κλαίει γὰρ καὶ λυπᾶται,

ἐθυμήθη τὴν βασιλείαν του καὶ ὅλα του τὰ κάστρη,

καὶ ἀναστέναξεν πολλὰ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας.

Ἡ νύκτα ἐδιάβηκεν, ἔφθασεν ἡ ἡμέρα.

Ἐσηκώθη ὁ Ἀλέξανδρος, ἐπέρασεν τὸν Εὐφράτην,

ηὖρεν τοπάριν εὔμορφον καὶ ἀπάνω του καθέζει.

Ἄκουσον πάλιν, τέκνον μου, δύναμιν τοῦ Κυρίου.

Σηκώνεται καὶ θεωρεῖ, βλέπει τόπον πεδίου,

καὶ τὸ ποτάμιν ἔτρεχε καὶ ῥευματεῖ καὶ πάγει·

καὶ χάσκοντας τὸν ποταμὸν βλέπει ἕνα γεράκι.

Ἔρχεται εἰς τὸ χέρι του σύντομα καὶ καθίζει,

εἶχεν εἰς τὰ ποδάρια ὁλόχρυσα κουδούνια.

Ἥπλωσεν δὲ ὁ βασιλεύς, πιάνει τὸ γεράκι.

Καὶ μετ᾽ ὀλίγον θεωρεῖ, ἔφθασεν εἷς ἀράπης,

ἔρχεται γοῦν καὶ λέγει του: «Ποῦ τὸ ᾽βρες τὸ γεράκι;

Αὐτὸ γὰρ εἶναι τοῦ αὐθεντὸς ὁποὺ κρατεῖ τὸ Κάερος·

ἔχασε καὶ λυπτεῖται τό κι εἶναι πολλὰ θλιμμένος.

Καὶ ἂν τὸ ὑπᾶς, αὐθέντη μου, ὅ τι θέλεις νὰ σοῦ δώση,

καὶ νὰ σὲ εὐχισθῆ πολλὰ καὶ νὰ σ᾽εὐχαριστήση.»

Τὸ νὰ τ᾽ ἀκούση ὁ βασιλεύς, περνᾶ καὶ πάγει πέρα,

ἐπῆρεν καὶ ἐπῆγεν τὸ εἰς τ᾽ αὐθεντὸς τὴν πόρταν.

Τὸ νὰ τὸν εἶδαν οἱ θυρωροί, ὑπᾶν εἰς τὸν αὐθέντην.

Ὁ αὐθέντης τὸ νὰ τὸν ἰδῆ, χαρὰ μεγάλη ᾽χάρη,

σηκώνεται, ἀπεζώνεται, τὰ ῥοῦχα του τὸν δίδει,

ἐφαγοπότισεν καλὰ καὶ ἄλογον τοῦ χαρίζει,

ἔνδυσεν γοῦν καὶ ἐπόδησεν καὶ ἔξοδον τὸν δίδει.

Ἐξέβη ὁ Ἀλέξανδρος, ἐπίασεν τὸν δρόμον·

ὁ δρόμος τὸν ἐξέβαλεν, εἰς τὴν Συρίαν φθάνει,

ἐκεῖ ὁποὺ εἶχεν τὸ σκαμνὶν ἐκείνη ἡ κουρτέσα.

Οὐ γὰρ γινώσκει ὁ βασιλεύς τὸ ποῦ νὰ κατοικήση,

ηὖρεν καὶ ἐκατήντησεν εἰς μίας γραίας σπίτι·

θυμᾶται γοῦν τὸ ἔπαθεν, κλαίει δὲ καὶ λυπᾶται.

Ἡ νύκτα ἐδιάβηκεν, ἔφθασεν ἡ ἡμέρα.

 

 

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού,  Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top