Fractal

Μένης Κουμανταρέας: Η επικίνδυνη όψη της γραφής

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

menis_coverr

 

“«Η ανάποδη όψη της αλήθειας», του είπα, «είναι η πιο αληθινή, δες όσους υφαίνουν χαλιά στην αγορά και πρόσεξε την ανάποδη όψη»” Σηνέμ Σαερανταμούκ (1031-2014). Αποκαλυπτικός και γενναιόδωρος στο κύκνειο άσμα του ο Μένης Κουμανταρέας, μας στέλνει τα μυστικά της γραφής του, τα μυστικά της ζωής του ένα χρόνο μετά το μυστήριο του δικού του θανάτου. Σε ένα χειρόγραφο που βρέθηκε τελειωμένο αλλά βεβηλωμένο από τη ζωή (σκόρπιο και με πατημασιές μετά την δολοφονία του) για να αποδείξει ότι η μεγάλη τέχνη είναι, τελικά, χρησμική. Κατά συνέπεια και ο Μένης Κουμανταρέας συγγραφέας τεράστιος. Ένα μυθιστόρημα γρίφος, ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο, ένα χειρόγραφο μυθιστορηματικό σαν αντικατοπτρισμός.

 

seirina«Η σειρήνα της ερήμου» του Μένη Κουμανταρέα, εκδ. Πατάκη, σελ. 229

 

«Γράψε κάτι βιωματικό» μου έλεγε πάντα, «Αλλά γράψε το σαν να είναι κάτι φανταστικό».

Βιβλίο μέσα στο βιβλίο, ιστορία μέσα στην ιστορία, το πρόσωπο του συγγραφέα μέσα από τα πολλαπλά μυθιστορηματικά προσωπεία, η ζωή και η διαδικασία της γραφής σαν αντικατοπτρισμός στην έρημο της Αθήνας, είναι «Η σειρήνα της ερήμου», το κύκνειο άσμα του Μένη Κουμανταρέα, παιγνιώδες, μυστηριώδες, οδοιπορικό, χρονικό, αστυνομικό, οντολογικό, σαν λογοτεχνική εξίσωση και σαν διαρκής αναγραμματισμός.

Εξάλλου, ένας από τους ήρωες το συνηθίζει αυτό. Τους αναγραμματισμούς.

«… είχαμε ξεκινήσει να γίνουμε συγγραφείς κι είχαμε γίνει χαρτοπόντικες- εγώ το πρωί σε εκδοτικό οίκο και το απόγευμα σε «αφηρημάδα» κι αυτός Κύριος οίδε από τι επαγγέλματα είχε περάσει για να γίνει διερμηνέας στην έρημο».

Οι κεντρικοί πρωταγωνιστές δυο, κι αυτοί συγγραφείς.

Ο δημοσιογράφος και reader στον εκδοτικό οίκο «Πρεβεζάνος» που όμως γνωρίζει ότι θα γράψει κάποια στιγμή και ένας αλλόκοτος συγγραφέας, καμηλιέρης, συνοδός σε αρχαιολογική αποστολή. Η αναγνωστική ανία του πρώτου θα διαλυθεί όταν θα λάβει το χειρόγραφο του δεύτερου, που επιμένει ψευδεπώνυμος Σηνέμ (αναγραμματισμός του ονόματος του συγγραφέα), προηγείται στην τέχνη της γραφής και της ερωτικής ζωής και μοιάζει να τον παρακολουθεί.

Οι δυο τους και εναλλάξ, θα γράψουν κεφάλαιο- κεφάλαιο ένα τρίτο μυθιστόρημα που εμπεριέχει και τους δυο, αλλά και τεχνικές ζωής και γραφής.

Θα εκτυλίσσεται όπως διαβάζεται, κατακερματισμένο τα βράδια στα μπαρ με τον επιστήθιο μποέμ φίλο του δημοσιογράφου Θανάση Θανασούλη, ο οποίος έχει επιλέξει τον διαρκές ρόλο αναγνώστη βιβλίων και παρατηρητή της ζωής.

Στις βραδινές κουβέντες τους, ο έρωτας για την λογοτεχνία, ο Γατόπαρδος, τα σονέτα του Σαίξπηρ, αλλά και ο έρωτας για τα νεαρά εξωτικά αγόρια, η αυτογνωσία μέσα από την λογοτεχνία και από την ψυχανάλυση με κοινό στόχο, τον πυρήνα τελικά της γραφής.

Έτσι θα συνεχίσει μέχρι το τέλος, σαν διπλό μυθιστόρημα, με τις αναμνήσεις του καμηλιέρη – συγγραφέα και τις συνεδρίες του με την κυρία Χλόη, με τον έρωτά του για τον μυστηριώδη μαροκινό ο οποίος τον κλέβει διπλά στο τέλος και με την καθημερινότητα του reader δημοσιογράφου ο οποίος συν τω χρόνω αισθάνεται σα να διαβάζει στη ζωή ενός άλλου και την δική του ζωή. Το παρένθετο μυθιστόρημα είναι οι δικές του αναγνωστικές συνεδρίες, η δική του συνειδητοποίηση ομοφυλοφιλίας, η δική του εν δυνάμει συγγραφική τεχνική, η δική του απελευθέρωση και παραδοχή.

Το αποτέλεσμα, μια ιστορία η οποία ξεκινά σαν νουάρ οδοιπορικό και ιστορία μυστηρίου, συνεχίζει σαν αισθησιακό μυθιστόρημα, και καταλήγει οντολογικό και αλληγορικό.

Η συγγραφική απόδειξη ότι ο Μένης Κουμανταρέας δεν θέλησε ποτέ του να επαναπαυτεί στο αυτονόητο, ούτε στη γραφή αλλά ούτε και στη ζωή.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται και για το βιβλίο των μεταμορφώσεων που εμπεριέχει όλες τις μουσικές και λογοτεχνικές αγάπες του συγγραφέα, αλλά και τις πιο ειλικρινείς του απόψεις για την τελετουργία της γραφής.

«Έμαθα σιγά σιγά να γράφω χωρίς να περιμένω την έμπνευση. Η έμπνευση είναι ένα εφεύρημα των ατάλαντων, η σκληρή τριβή με τις λέξεις, η πάλη με την συμβατικότητα είναι η μόνη αλήθεια». «Μπορεί να ξέρουν από λογοτεχνία και μουσική περισσότερα από εμένα, μα εγώ έχω το βίωμα».

Η διαπίστωση- κλειδί θα είναι του Αβραάμ του εκδότη «“Ξέρετε κάτι”, είπε σε μια στιγμή ο Αβραάμ, “εσείς οι δύο μοιάζετε λίγο…”» για να αποδειχθεί στο τέλος ότι αυτοί οι δυο μοιάζουν πολύ. Αποδεικτικά στοιχεία τους τα βιβλία τους, οι διαφορετικές εκδοχές του ενός όπου ο καθένας στην εκδοχή του άλλου μοιάζει να πρωταγωνιστεί και να κυριαρχεί.

Με απίστευτο χιούμορ αλλά και υπαρξιακή περιέργεια, με παιγνιώδη διάθεση όσον αφορά την αριστουργηματική τελικά γραφή, ο Μένης Κουμανταρέας εγκιβωτίζοντας τεχνικές ζωής, γραφής, μουσικής, υπογράφει το δικό του κύκνειο αριστούργημα. Ενίοτε μυστηριώδης και ενίοτε εναργής.

Το σοκαριστικό είναι η μυθιστορηματική περιγραφή του τέλους:

«Έγραψες τίποτα στην εφημερίδα που να ενόχλησε κάποιον; Μήπως ήταν χρυσαυγίτες;»

«Άραγε θα πρέπει να σε σαπίσουν στο ξύλο για να μπορέσεις να γράψεις; Μήπως ήταν αυτό που συχνά λένε ότι για να δημιουργήσεις θα πρέπει πρώτα να πονέσεις;»

«Στοιχηματίζω ότι αργά ή γρήγορα ο συγγραφέας θα φάει τα μούτρα του».

Αποδεικνύοντας εμπράκτως, δηλαδή συγγραφικά ότι «Ένα γραπτό είναι κι αυτό μια διαδρομή κι όσο πλησιάζεις την ψυχή των πραγμάτων κινδυνεύεις να πέσεις. Είναι ένα ρίσκο που δίχως αυτό, το βιβλίο που γεννιέται είναι άοσμο, χλωμό, κουτσό, χωρίς φαντασία και χωρίς αλήθεια».

Ε λοιπόν αυτό το βιβλίο μοιάζει να γνώρισε εκ των προτέρων, έχει ζωή. Κι αλλάζει σαν αντικατοπτρισμός συνεχώς. Περιέχοντας όλους τους αντικατοπτρισμούς μαζί. Ακόμα και εκείνους που δεν έχουν αναγνωστεί:

«Τριγυρνώντας σε στενά που έχαιραν μεγάλης υπολήψεως, με πόρνες, νταβατζήδες και μαχαιροβγάλτες, σκεφτόμουν ότι κάπου είχα θελήσει τον κίνδυνο, φλερτάροντας με αυτόν ανυποψίαστα. Ευτυχώς η πλευρά αυτή του εαυτού μου υποχωρούσε, εκτιμούσα την ασφάλεια και την ηρεμία προκειμένου να γράψει κανείς. Στον δρόμο μου, από τα παράθυρα των κοιμισμένων σπιτιών ξέφευγαν οι βαριές αναπνοές των νοικοκυραίων, κουβαλώντας ποιος ξέρει πόσα διαψευσμένα όνειρα, έρωτες που στη συμβίωση είχαν γίνει μέγγενη, αρρώστιες, θανάτους, λογιών λογιών συμφορές και μόνο αραιά και πού σαν πορδή μια μικρή χαρά. Σκέφτομαι πως αν υπήρχε διαρκής ευτυχία, δε θα είχαμε ποίηση, πεζογραφία, μουσική, ζωγραφική, καμία από τις καλές τέχνες. Οι άνθρωποι θα έπλητταν περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα. Σε μια παρόμοια κοινωνία δεν θα υπήρχαν πόθοι, έρωτες, παρεκκλίσεις αλλά και παρακλήσεις στις εκκλησίες».

Επειδή τίποτε το μεγάλο δεν προσεγγίζεται, τελικά, αβρόχοις ποσί.

 

* Δημοσιεύθηκε στο ethnos.gr

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top