Fractal

Μια προσπάθεια σκιαγράφησης της Άννας Ζέγκερς (Anna Seghers, 1900 –1983)

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

se_1

 

Η Άννα Ζέγκερς, μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες γυναίκες συγγραφείς του εικοστού αιώνα, γεννήθηκε με το όνομα Νέττυ Ράιλινγκ (Netty Reiling) στις 19 Νοεμβρίου του 1900, στο Μάιντς στο Ρήνο. Και οι δύο πλευρές των γονιών της  προέρχονταν από εβραϊκές οικογένειες που είχαν καταφέρει να επιτύχουν επαγγελματικά κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα. Ο πατέρας της, Ισίδωρος Ράιλινγκ (1867-1940), ήταν ένας αντικέρ, παλαιοπώλης  και έμπορος έργων τέχνης του οποίου το κατάστημα είχε εθνικές και διεθνείς επιχειρηματικές διασυνδέσεις. Η μητέρα της, Χέντβιγκ Φούλντ (Hedwig Fuld, 1880-1942), ανήκε σε μια πολύ πλούσια οικογένεια της Φρανκφούρτης η οποία επίσης είχε ως κύρια απασχόληση την τέχνη και τις αρχαιότητες, με επέκταση των εμπορικών συναλλαγών και δραστηριοτήτων στο εσωτερικό, αλλά  και στο εξωτερικό. Ο Ισίδωρος Ράιλινγκ ήταν μέλος του συντηρητικού τμήματος της εβραϊκής κοινότητας στο Μάιντς και μύησε την κόρη του στην ορθόδοξη εβραϊκή πίστη. Η Νέττυ ως παιδί, είχε ασθενική κράση, ήταν συχνά άρρωστη και αναζητούσε παρηγοριά στη ζωηρή φαντασία της και στα βιβλία. Τα ταξίδια στην θάλασσα και τα ιαματικά θεραπευτικά λουτρά ήταν μέρος της πρώιμης εμπειρίας της και έτσι από πολύ νωρίς  αγάπησε  τα  ταξίδια  και το νερό. Εκτός από τη θάλασσα, και τα ποτάμια επίσηςκατέχουνεξέχουσα θέσηστις ιστορίες και τα μυθιστορήματά της,ως σύμβολα της διαφάνειας, της ελευθερίας και της περιπέτειας. Καθώς μεγάλωνε και πήγαινε στο σχολείο, η Νέττυ Ράιλινγκ (Netty Reiling) είχε φίλες τόσο εβραίες όσο και χριστιανές, και όπως είναι φυσικό ήρθε σε επαφή και με τον   χριστιανισμό, κυρίως τους καθολικούς πιστούς, λόγω του καθεδρικού ναού στη γενέτειρά της, το Μάιντς. Όλες αυτές οι εμπειρίες αργότερα ήρθαν σιγά-σιγά στο φως μέσα στα βιβλία της.

 

Ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τον υπαρξιακό Χριστιανισμό του Σαίρεν Κίρκεγκωρ (SörenKierkegaard, 1813-1855), καθώς και τα γραπτά του Εβραίου φιλόσοφου και σιωνιστή Μάρτιν Μπούμπερ (Martin Buber, 1878-1965) αφότου  παραιτήθηκε από την ορθόδοξη πίστη του πατέρα της. Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ήταν Δανός φιλόσοφος, θεολόγος, ποιητής, κριτικός και θρησκευτικός συγγραφέας, και θεωρείται ευρέως ως ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος. Στο έργο του, ο Κίρκεγκωρ άσκησε έντονη κριτική τόσο στην εγελιανή φιλοσοφία της εποχής του όσο και σε πρακτικές της επίσημης Εκκλησίας τις οποίες θεωρούσε ανούσιες και τυπολατρικές. Πολλά από τα έργα του ασχολούνται με θρησκευτικά προβλήματα, όπως με τη φύση της πίστης, τον θεσμό της χριστιανικής Εκκλησίας, τη χριστιανική ηθική και θεολογία και τις απόψεις και τα συναισθήματα των ατόμων όταν αντιμετωπίζουν διάφορες υπαρξιακές επιλογές. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, το έργο του Κίρκεγκωρ έχει καταταγεί στον χριστιανικό υπαρξισμό και την υπαρξιακή ψυχολογία.

Μόλις το  1932, η ίδια η Άννα Ζέγκερς και ο σύζυγός της εγκατέλειψαν  επίσημα την εβραϊκή κοινότητα. Μέχρι τότε, η Ζέγκερς είχε διατελέσει μέλος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος για τέσσερα χρόνια. Κατά το υπόλοιπο της ζωής της, όμως,  διατήρησε βαθύ και έκδηλο σεβασμό για τη θρησκεία γενικά και ειδικότερα για την πίστη των γονιών της, καθώς και για τον Χριστιανισμό. Πίστευε παράλληλα ότι ο κομμουνισμός θα μπορούσε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την κοινωνική αποστολή του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού.

Η μικρή και τρυφερή ηλικία της Νέττυ Ράιλινγκ συνέπεσε με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και φυσικά με όλες τις κοινωνικές αναταραχές και κρίσεις που ακολούθησαν. Παρά το γεγονός ότι τα παραπάνω δεν επηρέασαν άμεσα την οικογένειά της, εν τούτοις η ίδια είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό και ήταν βαθιά ευαίσθητη στις αλλαγές που δρομολογούνταν στην κοινωνία γύρω της. Από νωρίς βρέθηκε απέναντι και έγινε αντίπαλος του σωβινισμού που επικρατούσε και στις δύο πλευρές του Ρήνου και ανέπτυξε μια αγάπη για τη χώρα της Γαλλίας και την παράδοση της χειραφέτησης, η οποία σταδιακά ολοένα και μεγάλωνε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Από το 1920-1924, παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο Καρλ Ρούπρεχτ της Χαϊδελβέργης,  το πιο ζωντανό μέρος για μελέτη και σπουδές εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Στα τέσσερα χρόνια που παρέμεινε, ασχολήθηκε με πολλά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της κινεζικής γλώσσας και του πολιτισμού, τη γερμανική, γαλλική και ρωσική λογοτεχνία, την κοινωνιολογία και την ιστορία, και τελικά απέκτησε τίτλο διδακτορικού στην ιστορία της τέχνης. Η διδακτορική της διατριβή, είχε τίτλο ‘Οι Εβραίοι και ο Ιουδαϊσμός στο έργο του Ρέμπραντ’ και ήταν η μεγάλη απόδειξη για το ενδιαφέρον της για την τέχνη γενικά, και τη σχέση της ειδικότερα με τις κοινωνικές εξελίξεις.

 

Η Άννα Ζέγκερς και ο Λάζλο Ραντβάνυ  στο μήνα του μέλιτος.

Η Άννα Ζέγκερς και ο Λάζλο Ραντβάνυ στο μήνα του μέλιτος.

 

Κατά την παραμονή της στη Χαϊδελβέργη, η Νέττυ Ράιλινγκ γνώρισε τον Λάζλο Ραντβάνυ  (Ladislaus Rádványi, 1900-1978), τον μελλοντικό σύζυγό της. Ήταν Ούγγρος  Εβραίος και συμφοιτητής της, μέλος του Κύκλου του Γκέοργκ Λούκατς ο οποίος είχε διαφύγει από την πατρίδα του μετά την ανατροπή της κυβέρνησης από το καθεστώςHorthy, το 1919. Τον παντρεύτηκε το 1925 με τους γονείς της  απρόθυμους να δώσουν την  σχετική συγκατάθεση και τον ακολούθησε στο Βερολίνο. Εκεί έγινε μέλος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1925, και εργάστηκε επισταμένως στο Marxistische Arbeiterschule για να φέρει την πολιτική, καθώς και τη γενική εκπαίδευση στην εργατική τάξη. Το σχολείο αυτό τράβηξε όλη την αριστερή πτέρυγα και την κομμουνιστική διανόηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για τους ονομαστούς εκπαιδευτικούς της και ο Λάζλο Ραντβάνυ τέθηκε επικεφαλής του. Ο τελευταίος παρέμεινε   δάσκαλος σε όλη του τη ζωή και ήταν η μεγάλη αγάπη της Ζέγκερς και ο  σημαντικότερος σύμβουλός της. Το ζευγάρι απέκτησε  δύο παιδιά. Τον Πιερ που γεννήθηκε το 1926 και την Ρουθ (γεν. 1928).  Η Άννα Ζέγκερς, παρά τις σπουδές και εργασίες, δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με την ιστορία της τέχνης, αλλά διατήρησε ένα δια βίου ενδιαφέρον για την τέχνη, η οποία τελικά και επηρέασε τις θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις της στο περιεχόμενο του συγγραφικού της έργου. Υπήρξε πάντοτε  ιδιαίτερα καλλιεργημένη, ένα πολυδιαβασμένο πρόσωπο που του άρεσε ιδιαίτερα ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι, κι ακόμα ο Γερμανός ρομαντικός ποιητής Χάινριχ φον Κλάιστ, ο Κάφκα, ο Γκέοργκ Μπύχνερ(1813-1837), ο Γάλλος δραματουργός Ρακίνας και ο Μπαλζάκ, ενώ ασχολήθηκε και με  παραμύθια, καθώς και με εβραϊκούς και χριστιανικούς θρύλους. Με το γράψιμο άρχισε να ασχολείται σοβαρά κατά το τελευταίο έτος  στο πανεπιστήμιο και στα τέλη του 1924, όταν  δημοσίευσε την πρώτη ιστορία της, ένα ολλανδικό παραμύθι  με τίτλο ‘Οι πεθαμένοι στο νησί Τζαλ’ (Die Totenauf der InselDjal) στο περιοδικό της FrankfurterZeitung, με αφήγηση της Άντγε Ζέγκερς.  Από τότε άρχισε να γράφει σε σταθερή βάση. Οι επόμενες δύο δημοσιεύσεις της ήταν η ιστορία ‘Γκρούμπετς’ (Grubetsch, 1926) στην FrankfurterZeitung και το βιβλίο Ή επανάσταση των ψαράδων της Σάντα Μπάρμπαρα’ (Der Aufstand der FischervonSt. Barbara, 1928), την ίδια χρονιά που γεννήθηκε η κόρη της, Ρουθ. Τότε εμφανίστηκε με το όνομα Ζέγκερς (Seghers), κατά πάσα πιθανότητα επηρεασμένη από τον Ολλανδό ζωγράφο HerculesSeghers, σύγχρονο του Ρέμπραντ. Η συγγραφέας στη συνέχεια επέλεξε το όνομα Άννα Ζέγκερς (Anna Seghers) το οποίο και διατήρησε για το υπόλοιπο της ζωής της.  Οι δύο ιστορίες με τη σκληρή  τους γλώσσα και τις εκφραστικές εικόνες είχαν ως αποτέλεσμα να δοθεί κάποια προσοχή στην συγγραφέα. Το 1928 έλαβε το αναγνωρισμένου κύρους βραβείο Κλάιστ για νέα ανερχόμενα ταλέντα.  Την ίδια χρονιά, η Ζέγκερς προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και έγινε μέλος του Συνδέσμου Επαναστατών Προλεταριακών Συγγραφέων, τα μέλη του οποίου διατείνονταν και προπαγάνδιζαν ότι η τέχνη είναι ένα όπλο στην ταξική πάλη.

 

Από μια επίσκεψή της στη Σοβιετική Ένωση.

Από μια επίσκεψή της στη Σοβιετική Ένωση.

 

Το έργο της Ζέγκερς είχε τις ρίζες του στον εξπρεσιονισμό. Από την αρχή ήταν εναντίον της αστικής τάξης  και επικεντρώθηκε σε όσους βρίσκονταν εκτός του κατεστημένου κύκλου, ιδιαίτερα των φτωχών και εκείνων που δεν είχαν πολλά και στοιχειώδη δικαιώματα. Σταδιακά γινόταν ολοένα και πιο πολιτικό, αλλά δεν έχανε και  την ποιητική του ιδιότητα. Στη συνέχεια, όμως, ήρθε απέναντι από το Κόμμα με την κριτική της για την ασάφεια που είχε ενσωματωμένη μέσα του. Ταυτόχρονα, και σε όλη τη ζωή της, υπερασπίστηκε την τέχνη και την απαραίτητη ελευθερία της έκφρασης,  και ένιωθε πίστη στο Κόμμα, όσο της επέτρεπε βεβαίως αυτό. Ήταν μια ισόβια πράξη εξισορρόπησης η οποία έγινε πολύ πιο δύσκολη, ακόμα και τραγική, στα επόμενα χρόνια, όταν ζούσε πια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και βίωσε κατάσαρκα την απογοήτευση με τη διαδρομή και την τροπή που είχε πάρει ο κομμουνισμός.

 

Με την κόρη της, Ρουθ.

Με την κόρη της, Ρουθ.

 

Το 1930, η Ζέγκερς δημοσίευσε μια συλλογή  ιστοριών, την  ‘Στο δρόμο για την Αμερικανική Πρεσβεία’ (AufdemWegzuramerikanischenBotschaft, 1933), όπου ξεδίπλωνε το πλήρες φάσμα του έργου και του ταλέντου της.  Ακολούθησε το πρώτο της μυθιστόρημα, ‘Οι σύντροφοι’ (Die Gefährten),  το 1932. Πρόκειται περί μιας καταγραφής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μετά τη Ρωσική Επανάσταση, με έμφαση στην τύχη των ατόμων και τις θυσίες τους.  Πολιτικά και στυλιστικά είναι η πιο πρωτοποριακήεργασία της, μέσα στην οποία πάντρευε ένα διεθνισμό που είχε τις ρίζες του  στον Τρότσκι   με τη χρήση τεχνικών της γραφής που για πρώτη φορά ήρθε στο προσκήνιο από τον Τζον Ντος Πάσος (JohnDosPassos, 1896-1970) και τον  Άλφρεντ Ντέμπλιν (AlfredDöblin, 1878–1957).

Όταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933, η Ζέγκερς  δεν εγκατέλειψε αμέσως τη χώρα. Ωστόσο, με τα δραματικά γεγονότα που είχαν να κάνουν με τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ τον Φεβρουάριο, και όσα ακολούθησαν, σύντομα συνελήφθη και μετά την απελευθέρωσή της έφυγε αμέσως για την Ελβετία. Όπως και τόσοι άλλοι εξόριστοι,  στη συνέχεια πήγε στη Γαλλία, όπου η ίδια και η οικογένειά της εγκαταστάθηκαν  στα περίχωρα του Παρισιού, στο Μπελβύ-Μεντόν. Δραστηριοποιήθηκε έντονα στη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου  (Volksfront),  μια  αντιφασιστική συμμαχία η οποία ξεπέρασε τις κομματικές γραμμές, παρόλο που η Μόσχα και οι κομμουνιστές διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο σε αυτό.  Η Ζέγκερς ήταν ένας από τους οργανωτές του Διεθνούς Συνεδρίου για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1935 και συγκέντρωσε συγγραφείς και διανοούμενους από τριάντα οκτώ χώρες. Για εκείνη, τα χρόνια της εξορίας στη Γαλλία ήταν αρκετά  παραγωγικά. Εκτός από τις αντιφασιστικές ομιλίες, τα δοκίμια και τις πολυποίκιλες δραστηριότητές της, επέμενε για την ύπαρξη μιας ‘άλλης Γερμανίας’ βασισμένης  στον πολιτισμό, την κουλτούρα  και τις παραδόσεις που υπεξαίρεσαν  οι Ναζί, έγραψε πολλά μυθιστορήματα και ιστορίες και παρήγαγε μερικά από τα καλύτερα κείμενά της.

Στις μεγάλες λογοτεχνικές συζητήσεις, στα τέλη της δεκαετίας του τριάντα, το λεγόμενο “Expressionismus-Debatten”, το οποίο ήταν στην πραγματικότητα  συζητήσεις περί ρεαλισμού, η Άννα Ζέγκερς, όπως κι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956), ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ (Ernst Bloch, 1885-1977) και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν  (WalterBenjamin, 1892 -1940), υπερασπίστηκαν μοντερνιστικές προσεγγίσεις για την τέχνη και μια ανοικτή στάση απέναντι σε διαφορετικά στυλ γραφής ενάντια στις συντηρητικές συνταγές που προέρχονταν από την Σοβιετική Ένωση και τον μαρξιστή κριτικό Γκέοργκ Λούκατς (1885-1971).  Η δική της μυθοπλασία, ωστόσο, δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο πειραματικό ύφος του έργου ‘Οι σύντροφοι’ (Die Gefährten). Αντίθετα, στράφηκε σε μια πιο παραδοσιακή μορφή του σύγχρονου μυθιστορήματος, όπως υποστηρίχτηκε από τον Λούκατς, η οποία είχε τις ρίζες του στους μεγάλους δασκάλους του δέκατου ένατου αιώνα, δηλαδή τον  Τολστόι και τον Μπαλζάκ.

Ωστόσο, ποτέ δεν ακολούθησε πραγματικά ούτε τήρησε τα πρότυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως είχαν καθοριστεί, ακόμη και αν οι επικριτές της προσπάθησε να μας πείσουν αργότερα, ότι  το έργο της ταιριάζει σε αυτή την κατηγορία. Το πρώτο μυθιστόρημα της Ζέγκερς που δημοσιεύτηκε στην εξορία ήταν το ‘Μια Τιμή στο Κεφάλι του’ (Der Kopflohn, 1933), με τον υπότιτλο ‘Μυθιστόρημα από ένα γερμανικό χωριό στα τέλη του καλοκαιριού του 1932’(RomanauseinemdeutschenDorfimSpätsommer 1932). Πρόκειται για μια εντυπωσιακή μελέτη της ανόδου του φασισμού και της επακόλουθης  κτηνωδίας που προκάλεσε μεταξύ του αγροτικού πληθυσμού στη Γερμανία. Ένα από τα θέματα της Ζέγκερς εδώ, αλλά κι αλλού, είναι η λαχτάρα των νέων ανθρώπων χωρίς προοπτικές, σκοπό και  αυτοεκτίμηση, κι ακόμα η μοίρα των γυναικών κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Μετά τον  εμφύλιο πόλεμο του 1934 στην Αυστρία, ταξίδεψε εκεί με σκοπό  να ερευνήσει τα γεγονότα.  To επόμενο μυθιστόρημά της, ‘Η Απόδραση’ (Die Rettung, 1937), επικεντρώθηκε στην Γερμανία και στα δεινά της βιομηχανικής εργατικής τάξης, στο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. To τελευταίο μυθιστόρημα που ολοκλήρωσε στη γαλλική εξορία ‘Ο Έβδομος Σταυρός’ (Das siebte Kreuz, 1942), θα γίνει το πιο γνωστό της. Το κείμενο μας προσφέρει ένα εντυπωσιακό πανόραμα της Γερμανίας υπό τον Χίτλερ, ειδικά της αγαπημένης της περιοχής του Ρήνου γύρω από το Μάιντς, τους Ναζί,  τους οπορτουνιστές και φυσικά για τους ήσυχους και  αξιοπρεπείς ανθρώπους της εν λόγω περιοχής. Παρά το γεγονός ότι η Ζέγκερς  εργάστηκε εντατικά για το μυθιστόρημά της κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων (Kristallnacht), όταν επλήγησαν άμεσα οι γονείς της στο Μάιντς, δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση των Εβραίων.  Το μυθιστόρημα αυτό και η επιτυχία του στο εξωτερικό, καθώς και μεταξύ των Γερμανών, βασιζόταν στο όραμα, τη δύναμη των απλών ανθρώπων να αντιστέκονται ακόμα και στις ισχυρότερες πιέσεις, να διατηρήσουν την ευπρέπεια τους και τελικά να επικρατούν ενάντια στο φασισμό. Η δημοσίευση σε αγγλική μετάφραση στις Ηνωμένες Πολιτείες, έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1942, αλλά στη συνέχεια οδήγησε σε ένα μπεστ σέλερ και μια ταινία του Χόλυγουντ από τον Φρεντ Τσίννεμαν με  τον  ηθοποιό Σπένσερ Τρέισυ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Εκτός από τα αντιφασιστικά μυθιστορήματά της, ξεκίνησε ένα φιλόδοξο έργο καταγραφής της κοινωνίας, κυρίως της εργατικής τάξης, και της  ιστορίας της Γερμανίας κατά τον εικοστό αιώνα, κάτι που συνεχίστηκε βεβαίως στα επόμενα έτη, η Ζέγκερς  καλλιέργησε  εκείνο που πάντα αγαπούσε, τουτέστιν  την αγάπη και την ικανότητά της  για αφήγηση και συγγραφή. Καθ’ όλη τη ζωή της, και ιδιαίτερα σε δύσκολες συγκυρίες,  παρήγαγε ποικιλία από μυθικές ιστορίες οι οποίες αποτελούν ένα σημαντικό και ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος της δουλειάς της. Στη δεκαετία του τριάντα, όταν οι δίκες και οι εκκαθαρίσεις στη Μόσχα έσπερναν τον φόβο και διαιρούσαν τους κομμουνιστές, η Ζέγκερς έγραψε μερικά από τα πιο όμορφα και αινιγματικά παραμύθια της. ‘Τα πιο ωραία παραμύθια για τον Ληστή Βόυνοκ’ (Die schönstenSagen vom RäuberWoynok, 1938), ‘Οι Θρύλοι για την Άρτεμη’ (SagenvonArtemis, 1938),  και ‘Τα τρία δέντρα’  (Die DreiBaume) γραμμένο το 1940.

Είναι ξεκάθαρο ότι, ούτε  στη δεκαετία του τριάντα, ούτε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, δεν μίλησε η Ζέγκερς  ανοιχτά εναντίον των Σοβιετικών εκκαθαρίσεων, αλλά ούτε και εξέφρασε  την απογοήτευσή της όταν ο Χίτλερ και ο Στάλιν κατέληξε σε εκείνη τη συμφωνία το 1939, παρόλο που αργότερα υπερασπίστηκε την πανούργα κίνηση του Στάλιν στην ιστορία της ‘Τα κάστανα’ (Die Kastanien, 1950, Τα κάστανα), μια εποχή  κατά την οποία ήταν βαθύτατα απογοητευμένη από πολλά πράγματα στη ζωή της.

Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ταχεία άνοδος του Χίτλερ, η κατάληψη του βόρειου τμήματος της Γαλλίας και η εγκατάσταση της κυβέρνησης Vichy στο νότο, τη φόβισαν τόσο εκείνη όσο και την  οικογένειά της, και την ανάγκασαν να φύγει για μια ακόμη φορά, αρχικά προς  το νότο της Γαλλίας, κάτι που εξελίχτηκε  γρήγορα σε παγίδα. Είχε δύο μικρά παιδιά, ήταν άπορη, και ο σύζυγός της βρισκόταν σε ένα γαλλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Στη συνέχεια, με τη βοήθεια των συντρόφων, φίλων και τον Σύνδεσμο των Αμερικανών Συγγραφέων, κατάφερε να φύγει από την Ευρώπη μέσω της Μασσαλίας. Μετά από ένα μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι πάνω στο φορτηγό πλοίο ‘CapitainePaul-Lemerle’, όπου βρίσκονταν μεταξύ των άλλων οι  Αντρέ Μπρετόν,  Βικτόρ Σερζ, και Κλωντ Λεβί-Στρώς, μέσω της Μαρτινίκας, της Δομινικανής Δημοκρατίας και διαφόρων μικρών λιμανιών της Καραϊβικής, η Ζέγκερς και η οικογένειά της έφτασαν στη Νέα Υόρκη στις 16 Ιουνίου του 1941, όπου δυστυχώς της αρνήθηκαν  ακόμα και την προσωρινή είσοδο, παρόλο που η πόλη αυτή ήταν η ελπίδα της οικογένειας. Το ταξίδι της για τις Ηνωμένες Πολιτείες, σταμάτησε στο νησί Έλλις μπροστά στο λιμάνι της αμερικανικής μεγαλούπολης. Είχε φροντίσει για τούτο το περιβόητο ειδικά εκείνη την  εποχή FBI, το οποίο και κρατούσε στο όνομά της επιμελώς ενημερωμένο φάκελο.

Τότε αναγκάστηκε να προχωρήσει και να πάει  νότια προς το Μεξικό, όπου κατέφευγαν οι φυγάδες από την ηττημένη Ισπανική Δημοκρατία και στους οποίους περιλαμβάνονταν αρκετοί Ευρωπαίοι κομμουνιστές που υποστήριζαν δημοκρατικά καθεστώτα. Μετά την Βερακρούς κατευθύνθηκε προς την Πόλη του Μεξικού, όπου στη συνέχεια ξεπήδησε μια μεγάλη και ενεργός εξόριστη κοινότητα στην οποία οι κομμουνιστές διαδραμάτισαν ηγετικό, αλλά και αμφιλεγόμενο  και διχαστικό ρόλο. Η Ζέγκερς ανέλαβε γρήγορα μια σημαντική θέση στις πολιτιστικές δραστηριότητες της εξόριστης κοινότητας  και ανέλαβε την συμπροεδρία του ‘Συλλόγου  Χάινριχ Χάινε’, από το όνομα ενός  από τους σημαντικότερους Γερμανούς ποιητές του 19ου αιώνα, τον οποίο η Άννα Ζέγκερς αγαπούσε και θαύμαζε από τα νεανικά της χρόνια. Ήταν κι αυτός, ειρήσθω εν παρόδω, Γερμανός και Εβραίος.

Ήταν τότε, κατά τη διάρκεια της  εξορίας της στο Μεξικό, ειδικά προς το τέλος του πολέμου και αμέσως μετά, όταν έμαθε σχετικά με την έκταση του Ολοκαυτώματος και είχαν αρχίσει οι συζητήσεις σχετικά με τη μεταπολεμική μοίρα της Γερμανίας, όταν η Ζέγκερς  άρχισε να δίνει  μεγαλύτερη προσοχή σε στη δική της εβραϊκή κληρονομιά, και ιδιαίτερα στο φαινομενικά αυτοβιογραφικό διήγημα ‘Η  εκδρομή των κοριτσιών που χάθηκαν’ (DerAusflugdertotenMädchen)γραμμένο στα 1943/1944 που δημοσιεύθηκε το 1946, καθώς και στο ‘Post insgelobte Land’ γραμμένο το 1945, που δημοσιεύθηκε το 1946.

Όταν η Ζέγκερς έγραψε αυτές τις ιστορίες, οι οποίες είναι μεταξύ των καλύτερών της, ήξερε για την τύχη των γονιών της.  Ο πατέρας της είχε πεθάνει το 1940, αφού εκδιώχτηκε από το σπίτι του,αναγκαζόμενος κι  αυτός και ο αδελφός του να ‘πουλήσουν’ την οικογενειακή επιχείρηση και το ακίνητο. Η μητέρα της, η θεώρηση βίζας της οποίας   είχε έρθει για το Μεξικό πολύ αργά, απελάθηκε στις 20 Μάρτη του 1942 στο γκέτο Piaski κοντά στο Λούμπλιν της Πολωνίας,  χωρίς να υπάρχει περαιτέρω καταγραφή της ζωής ή του θανάτου της.  Είχε ήδη όμως αρχίσει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που έμελλε  να εξελιχθεί στο καλύτερο βιβλίο της, το ‘Τράνζιτο’. Χρησιμοποιώντας μυθικές και λογοτεχνικές νύξεις, καθώς και λεπτομέρειες από εμπειρίες  δικές της και των φίλων της, η συγγραφέας παρουσιάζει την απελπιστική κατάσταση των ανθρώπων που δεν μπορούν να μείνουν εκεί που βρίσκονται και ταυτόχρονα δεν έχουν κανένα μέρος   για να πάνε και να εγκατασταθούν.

Κατά τη στιγμή της φυγής της, η Ζέγκερς μικρό μόνο ενδιαφέρον είχε για το  Μεξικό. Και μέσα στα έξι χρόνια που παρέμεινε  εκεί, το βλέμμα της παρέμεινε σταθερά προσηλωμένο  στην Ευρώπη και την αναμενόμενη επιστροφή της. Κάποια στιγμή στο Μεξικό, είχε ένα σοβαρό ατύχημα που την καθήλωσε για περίπου ένα μήνα στο κρεβάτι με αμφίβολη αρχικά εξέλιξη και πρόγνωση. Ωστόσο, με το χρόνο, και ιδιαίτερα εκ των υστέρων, άρχισε να αγαπάει  τη χώρα, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της, ιδιαίτερα τους ζωγράφους και τους μεγάλους τοιχογράφους της περιόδου. Ένας από αυτούς ήταν ο διάσημος Ντιέγκο Ριβέρα, που τον γνώρισε προσωπικά. Ενώ ακόμα βρισκόταν στο Μεξικό, η Ζέγκερς  έθεσε ως στόχο να καταστεί ένας μεσολαβητής μεταξύ των πολιτισμών και να γνωρίσει τους Γερμανούς ανθρώπους των τεχνών και των επιστημών  με τον κόσμο της τέχνης και της σκέψης των άλλων λαών.

 

Μιλώντας στο Πανεπιστήμιο του Humboldt του Βερολίνου. 10 Μαΐου 1947.

Μιλώντας στο Πανεπιστήμιο του Humboldt του Βερολίνου. 10 Μαΐου 1947.

 

Επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1947. Εκεί τιμήθηκε για το έργο και την προσφορά της ποικιλοτρόπως, με βραβεία και θέσεις υψηλών αξιωμάτων, σχεδόν μέχρι το 1978, χρονιά που πέθανε.

 

seg_6

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top