Fractal

“Σε ζωντανή σύνδεση” – Διήγημα της Αγγέλας Γαβρίλη

 

Δεν κοιμόταν πια. Ή μάλλον έκανε ότι κοιμόταν, μέχρι να αποκοιμηθεί εκείνη, μέχρι να ακούσει την ανάσα της να γίνεται πιο βαθιά, μέχρι να χαλαρώσει το χέρι της το γαντζωμένο στην πλάτη του. Έτσι μόνο μπορούσε να κοιμηθεί του έλεγε, σφιγμένη πάνω του σαν μωρό, σαν μαϊμουδάκι στην πλάτη της μάνας του… «Μαϊμουδάκι…» την πείραζε, «πρόσεχε μην πέσεις από την πλάτη μου, στα όνειρά σου!»

 

hero2

 

Για σεξ πια ούτε λόγος, τόσα χρόνια μαζί, δύο παιδιά και οι λογαριασμοί να μαζεύονται βουνό, ποια διάθεση… «Δεν πειράζει» του έλεγε όταν καμιά φορά έκανε εκείνος τη μάταιη προσπάθεια, «αγαπιόμαστε, μου φτάνει, δεν πειράζει…» Όταν τον έδιωξαν από τη δουλειά, πάνε και οι μάταιες προσπάθειες. Εκείνη εκεί: «Δεν πειράζει, αγαπιόμαστε, μου φτάνει». Βρήκε κι αυτή μια κουτσοδουλειά, να σιδερώνει σε ξένα σπίτια… εκεί την κατάντησε… Ήθελε να την ταρακουνήσει μερικές φορές βίαια, να της φωνάξει στα μούτρα «Είμαι άχρηστος, άχρηστος σε όλα! Παράτα με, βρες άλλον, πήγαινε έστω να πηδηχτείς με κάποιον!»

Δεν της έλεγε τίποτα, μόνο την έσφιγγε στην αγκαλιά του πιο πολύ, να τη σκάσει λες… όπως αγκαλιάζουμε κάποιον που βλέπουμε για τελευταία φορά.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στην κουζίνα, ήπιε λίγο νερό. Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο των παιδιών: οι μικρές αγκαλιασμένες και οι δύο στο ένα κρεβάτι… Χαζές δεν ήταν, έβλεπαν, άκουγαν, καταλάβαιναν. Μπορούσε να δει το φόβο στα μάτια τους, δε ζητούσαν πλέον τίποτα, ούτε «είδα εκείνο στην τηλεόραση» ούτε «αυτό φορούσε η συμμαθήτριά μας»… Κι αυτές σαν τη μάνα τους, βουβαμάρα.

Και μες τη θανατερή βουβαμάρα που σαβάνωνε το σπίτι, βολόδερνε μόνος τις νύχτες. Φάντασμα.

Τις μέρες ωστόσο τις γέμιζε χτυπώντας πόρτες, που και που έβγαινε κανά μεροκάματο, και τρέχοντας από γραφείο σε γραφείο, για να ζητήσει παρατάσεις, διακανονισμούς, χρόνο… Έλεος ζητούσε μπροστά σε εκείνα τα γραφεία (δεν έβλεπε πια πρόσωπα, μόνο γραφεία και πίσω τους μια σκιά) και κάθε φορά που κέρδιζε με τα χίλια βάσανα έστω και μια ανάσα παράτασης, ήθελε μετά να δέσει μια θηλιά στο λαιμό του και να τελειώνει. Μια και καλή.

Ποτέ δεν ήταν για μεγάλα πράγματα, το ήξερε, και δεν τα ήθελε κιόλας. Δεν ήταν να πεις και κανά μυαλό, με τη βάση το πήρε το πτυχίο στη σχολή. Αλλά δούλευε σκυλίσια τόσα χρόνια, για τις μικρές, άλλο όνειρο δεν είχε παρά να τις έχει ασφαλείς, να τις βλέπει να γελάνε και να τσακώνονται και να μεγαλώνουν… Και τώρα δεν μπορούσε να το κάνει ούτε αυτό. Ένας άχρηστος άνθρωπος. Όχι, είχε ακόμα μια χρησιμότητα. Μπορούσε να παρακαλάει μπροστά στα γραφεία, για μια ακόμα μικρή παράταση.

Τα πολιτικά δεν τα παρακολουθούσε. Δεν πήγαινε καν να ψηφίσει, εδώ και πολλά χρόνια. Είχε τα δικά του βάσανα και κανείς από αυτούς που έβλεπε στις ειδήσεις να τσακώνονται δεν τον έπειθε ότι είχε σπάσει ποτέ το κεφάλι του πώς θα πληρώσει το λογαριασμό της ΔΕΗ. Αλλά αυτό το καλοκαίρι είχαν λυσσάξει: συγκεντρώσεις, αντισυγκεντρώσεις, να μείνουμε, να φύγουμε… Και όχι μόνο οι επαγγελματίες των δελτίων ειδήσεων και των πολιτικών εκπομπών – όλοι, μαζική υστερία. Άλλη κουβέντα δεν άκουγες πουθενά: Ναι ή όχι…

Βγήκε στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Υποτίθεται ότι το είχε κόψει χρόνια, αλλά πώς να τα παλέψεις όλα αυτά, δεν μας λένε όσοι κόπτονται για την υγεία μας. Το κάπνισε βιαστικά, αγχωμένα και ξαναμπήκε μέσα. Ξάπλωσε πάλι δίπλα της με τα μάτια ανοιχτά.

Τι θα κάνουμε… τι θα κάνουμε…

 

hroas6

***

 

Είχε ξεκινήσει νωρίς για την καθημερινή του σχεδόν περιοδεία από γραφείο σε γραφείο και πια μεσημέριασε. Στάθηκε για λίγο μπροστά σε μια τράπεζα:  κόσμος, ουρά, φωνές… Οι πιο ηλικιωμένοι δεν άντεχαν, έκλαιγαν, λιποθυμούσαν. Η δική του μάνα δεν είχε πια ανάγκη από σύνταξη εκεί που ήταν, αλλά τους λυπήθηκε, γέροι άνθρωποι… Με ό,τι ψιλά βρήκε στις τσέπες του, αγόρασε μερικά μπουκαλάκια νερό από το περίπτερο και τους τα μοίρασε.

Δεν κάθισε να ακούσει τα ευχαριστώ τους. Πήγε πιο πέρα στη σκιά, άνοιξε κι αυτός ένα μπουκαλάκι, ήπιε μια γουλιά. Πριν προλάβει να καταλάβει τι γίνεται, βρέθηκε με ένα μικρόφωνο μπροστά στο στόμα του και μια κάμερα να τον σημαδεύει. Η κοπελιά ήταν νέα, όχι όμορφη, αλλά καλοβαλμένη, το έβλεπες πως ανάγκη δεν είχε. Η ανάγκη φαίνεται, πιο σωστά μυρίζει πάνω στον άλλο. Όσοι ξενυχτούσαν με εκείνο το «τι θα κάνουμε», αναγνωρίζονταν μεταξύ τους με τη μυρωδιά, όπως τα σκυλιά.

«Τι θα ψηφίσετε, θέλετε να μας πείτε;»

«Όχι», απάντησε απότομα κι έκανε να φύγει.

«Δηλαδή θα ψηφίσετε όχι; Δεν ανησυχείτε για τη χώρα, για την οικονομία, για τα παιδιά σας;»

Ήθελε να τη χτυπήσει. Ποτέ στη ζωή του δεν πείραξε μύγα, όχι να χτυπήσει άνθρωπο… Τρόμαξε.

«Όχι, δεν θέλω να σας πω», της πέταξε και το έβαλε στα πόδια λες και τον κυνηγούσαν.

Όχι δεν θα σας πω, δεν θα πω τίποτα ξανά σε κανέναν σας. Όχι, όχι, όχι σε όλους σας. Όχι στα παρακάλια μπροστά στα γραφεία, όχι στις νύχτες που τα μάτια μου δεν κλείνουν, όχι δεν είμαι άχρηστος, όχι δεν θα με κάνετε κτήνος. Πάρτε τα όλα, φάτε τα όπως φάγατε και τη ζωή μου, αλλά όχι. Όχι δεν πέθανα.

Έτρεχε τώρα να γυρίσει σπίτι. Στην επόμενη τράπεζα που ήταν σε κεντρικό σημείο, το ίδιο σκηνικό. Ουρές, λιποθυμίες, κάμερες. Ο δημοσιογράφος ενός ξένου καναλιού μετέδιδε σε ζωντανή σύνδεση τις εικόνες.

Έβαλε ξαφνικά τα γέλια, όπως ένα παιδί που σκέφτηκε μια σκανταλιά. Στάθηκε πίσω του ώστε να τον παίρνει η κάμερα και έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα του. Μετά άρχισε να κάνει γκριμάτσες, να χοροπηδάει, να χορεύει αστεία… Ο κόσμος γύρω, παρά την ταλαιπωρία του, γελούσε – του άρεσε αυτό κι ας τον θεωρούσαν βλαμμένο. Ο ξένος δημοσιογράφος γύρισε κάποια στιγμή και τον κοιτούσε με ένα αμήχανο χαμόγελο.

Καλύτερα τρελός παρά νεκρός… Να αυτό έχω να σας πω, σκέφτηκε. Αυτό μόνο.

Έπειτα πήγε στη στάση για το λεωφορείο απέναντι κι όταν πια έφτασε ιδρωμένος στη γειτονιά του, σταμάτησε στο φούρνο να πάρει ψωμί για το μεσημεριανό τραπέζι. Είχε αργήσει.

 

 

gavrili_photo* Η Αγγέλα Γαβρίλη σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα και την Αγγλία, ενώ παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Είναι editor στο ελληνικό πρακτορείο εκπροσώπησης συγγραφέων Book Agency και βιβλιοκριτικός στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό, Diavasame.gr. Το 2009 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο ΑΡΚ, Ποιήματα σε πέντε πράξεις (εκδόσεις Γαβριηλίδης) που ήταν υποψήφια για τα βραβεία του «Διαβάζω» ενώ το 2010 και το 2012 συμμετείχε στις δύο συλλογικές εκδόσεις της «Ομάδας από Ποίηση» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική της συλλογή, Iridium (εκδόσεις Momentum). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η «Ίσκρα» από τις εκδόσεις Πάπυρος, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top