Fractal

«Για να απευθύνει κανείς έκκληση στους αητούς, πρέπει να γνωρίζει τα χούγια τους»

Γράφει η Γεωργία Γαλανοπούλου //

 

se_xronous_2Μαρία Σαββάκη, “Σε Χρόνους Δύο”, εκδόσεις Μελάνι, 2015, σελ. 66

 

Αν ισχύει αυτό που ακούστηκε τελευταία, ότι πλούσιοι είναι όσοι διαθέτουν χρόνο να διαβάζουν ποίηση, αναρωτιόμαστε: Γιατί ειδικά η ποίηση και τι προσφέρει;  Απόδραση από την καθημερινότητα; «Αν ίσως η καθημερινότητά σας σάς φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε» γράφει ο Ρ.Μ. Ρίλκε στις Επιστολές σ’ ένα νεαρό ποιητή. «Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δεν μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της”. Γιατί γράφει λοιπόν ο ποιητής;  Για να ανασύρει τα «πλούτη» της καθημερινότητάς του; Και πως ορίζουν την ποίηση άλλοι μεγάλοι ποιητές; «Ποίηση», λέει ο Robert Frost, «είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη του και η σκέψη έχει βρει τις λέξεις». O T.S. Eliot, στο περίφημο δοκίμιό του Παράδοση και Ατομικό Ταλέντο, είναι πιο συγκεκριμένος. «Ποίηση», γράφει, «δεν είναι η απελευθέρωση συναισθήματος, αλλά μια απόδραση από το συναίσθημα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας, αλλά μια απόδραση από την προσωπικότητα. Αλλά, βέβαια, μόνο όσοι έχουν συναισθήματα και προσωπικότητα ξέρουν τι σημαίνει να θέλει κάποιος να αποδράσει από αυτά».

Η Μαρία Σαββάκη διαθέτει και συναισθήματα και προσωπικότητα. Πέρα από το έμφυτο ταλέντο της, η ιδιότητά της ως ιατρού και ψυχογλωσσολόγου, αλλά και η ευρύτερη παιδεία της στις ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν αναμφισβήτητα συμβάλει στην ικανότητά της να προσλαμβάνει  καταστάσεις με ευθυκρισία και να τις αποδίδει καλειδοσκοπικά με ευαισθησία. Ποιήματα, διηγήματα και άλλα κείμενά της έχουν δημοσιευτεί  σε λογοτεχνικές επιθεωρήσεις, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Έξι ποιήματά της με τον τίτλο Καθρέφτες τα είδαμε δημοσιευμένα στο φθινοπωρινό τεύχος της Ποιητικής 2015. Στην προηγούμενη συλλογή  της, Ταξίδια με το Λύκο μου (Μελάνι 2014),  εναγκαλίζεται την ποιητική πρόζα για να κατοπτρίσει την ανθρώπινη περιπέτεια:  την σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τους τόπους, το χρόνο και το μύθο, την επιθυμία και την ανάγκη.  Η γραφή της αποτελεί ένα καλλιτέχνημα γλώσσας, εννοιών, εμπειριών και συναισθημάτων, έναν τρόπο έκφρασης ιδιαίτερο και συγκινητικά ελληνικό. 

Προ ημερών ρώτησα τη Μ. Σ. τι σημαίνει για την ίδια η ποίηση και τι εκφράζει.  Επιλέγοντας μια ποιητική απάντηση στο ερώτημα, μου έστειλε ένα αδημοσίευτο ποίημά της με τον τίτλο Εικόνες, το οποίο και παραθέτω:

«Γύρω απ τις φλέβες μας γλιστρούνε/και πάνω στ’ αντικείμενα ακουμπούν/παίρνουν μορφή απ’ τη μνήμη μας/κι ήχο από την ανάσα μας/οι εικόνες/όταν απρόσκλητες ξεχύνονται/μέσ’ από τις ρωγμές της επαγρύπνησης/τις ώρες της μετάβασης/τότε που ζουν οι ποιητές. Τα ξημερώματα, τ’ απομεσήμερα/τα χτες…»

Διαβάζοντας αισθαντικά, τα ποιήματα της Μ.Σ., και βεβαίως αυτά της νέας της συλλογής, τα προσλαμβάνουμε ωσάν εικόνες. Του ουρανού, της γης, τα πουλιών, των δέντρων, της πόλης, του ναρκομανή, της γάτας με το τρύπιο μάτι,  του μεθυσμένου που τραγουδά νυχτιάτικα κάτω από ένα παραθύρι. Μέχρι και ο  Θεός εικονογραφείται, γερασμένος και ανήμπορος στο υπόγειο κάποιου νοσοκομείου, αλλά και οι σιωπές καθώς οδεύουν και μεταμορφώνονται σε «λιμνοθάλασσες»  ή  «σε ό,τι άλλο θέλουν οι ποιητές». Είναι όλα ποιήματα ανυπόκριτα που γράφτηκαν «κοιτώντας», παρατηρώντας, έχοντας για πρωτόλειο υλικό μια ανάμνηση, μια εντύπωση, μια εικόνα κυρίως. «Με τις εικόνες μου γράφω» ομολογεί σ’ ένα της ποίημα. Σ’ ένα άλλο το επαναλαμβάνει: «…αυτό θέλω να γράψω/τις εικόνες μου/τη μυρωδιά τους», απηχώντας πλαγίως τη γνωστή φράση του λυρικού Συμωνίδη: «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν».

 

xronous2

 

Κατανεμημένα σε τέσσερις ενότητες (Γεωγραφίες, Εμείς/Αυτοί, Οι Άλλοι, η Πόλη), τα σαράντα πέντε ποιήματα της ποιητικής αυτής πινακοθήκης συνθέτουν ένα ενιαίο αφήγημα όπου τα σημαντικά και τα ασήμαντα, τα ορατά και τα αόρατα μιας συνηθισμένης καθημερινότητας απεικονίζονται με λέξεις. Συνδυάζοντας τον ποιητικό και τον πεζό λόγο, τα ποιήματα της συλλογής θυμίζουν κάτι από τα  γιαπωνέζικα χαϊμπούν, υβριδικά ποιήματα σαν εκείνα που εισήγαγε ο Ιάπωνας ποιητής Ματσούο Μπασό. Πρόκειται για μια μικτή φόρμα, με το πρώτο μέρος να χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο για να καταγράψει μια εμπειρία και το δεύτερο να την κορυφώνει με ένα χαϊκού. Στα ποιήματα της Σαββάκη η μικτή αυτή τεχνική λειτουργεί αντίστροφα και ελαστικότερα. Ο ποιητικός λόγος προηγείται, άλλοτε με τρία τρίστιχα που παραπέμπουν σε χαϊκού, άλλοτε με τετράστιχα ή και περισσότερους στίχους, ενώ η κορύφωση επιτυγχάνεται με μια καταληκτική παράγραφο. Η υβριδική αυτή φόρμα λειτουργεί συνδυαστικά, με το ποιητικό μέρος να απεικονίζει και το πεζό να διαφωτίζει:

«Αητός πετάει/κάτω από τα φτερά του/μικρούλης στρόβιλος

πέφτει η βροχή/ανεβαίνει το χορτάρι/σε συνοδεύω

μικρές σταγόνες/κύκλοι αγκαλιάζονται/πάνω στη λίμνη

Πάρε με αητέ μου/εκεί ψηλά μαζί σου/μαζί σου να ‘μαι…

Για να απευθύνει κανείς έκκληση στους αητούς, πρέπει να γνωρίζει τα χούγια τους. Τι τους αρέσει, τι περιφρονούν, σε ποια ποιήματα μπαινοβγαίνουν, αν αιωρούνται πάνω από λίμνες και, κυρίως, αν αυτοί οι βασιλείς του αέρα ξέρουν τίποτα για μας και τα λαγούμια της ύπαρξής μας.»

Είναι όλα ποιήματα λακωνικά, χωρίς στολίδια,  αλλά με μεγάλη εκφραστική δύναμη. Στην πλειοψηφία τους περιορίζονται στην έκταση μιας σελίδας και σπανίως την υπερβαίνουν. Στα περισσότερα, μέσα από τις αντιθετικές απεικονίσεις της φύσης, των τόπων αλλά και ζώων, αναδύεται και η ανάλογη διάθεση της ποιήτριας, η οποία ανακλάται και στη διάθεση του αναγνώστη-θεατή.  Χαρά, λύπη, θαυμασμός, μοναξιά, απορία, φόβος, θυμός.  Το ίδιο συμβαίνει και με τις προσωπογραφίες της συλλογής, πορτραίτα  πραγματικών ανθρώπων που η ποιήτρια συνάντησε στο δρόμο, σ’ ένα ταξίδι στην επαρχία, ως γιατρός στο νοσοκομείο, σ’ ένα κρητικό χωριό ή κάπου στην ιδιωτική ζωή της και τα οποία περιγράφονται ανάγλυφα στις δύο ενδιάμεσες ενότητες (Εμείς/Αυτοί, Οι Άλλοι) αφήνοντας να εννοηθεί ότι η μοίρα των άλλων, εκείνων που αγαπούν, υποφέρουν, θυμώνουν, χαίρονται, ντρέπονται, ψεύδονται ή πίνουν για να ξεχάσουν δεν είναι παρά και η δική μας μοίρα, η πανανθρώπινη.

«Έχει μια απελπισία απόψε

το στήθος του φωνάζει/ένας λυγμός τον κυριεύει/η ανάσα του στενεύει/και λουφάζει

γνωστό πολύ και άγνωστο/μαράζι

Επτά αστέρες λάμπουν μέσα στο ποτήρι του.  Κατακρημνίζουν σκέψεις και βλέμματα παλιά.  Όπως το ανακινεί, τ’ αστέρια μετατρέπονται σε εικόνες, ένα παλίμψηστο που διαλύεται και ανασυντίθεται και απορροφάει το βλέμμα και τις κινήσεις του.  Το ποτό, ένα κιτρινωπό φίλτρο σαν Δύση, αφαιρεί τις γωνίες των χρωμάτων, του εξασφαλίζει μια εκπνοή και τη δυνατότητα να κρίνει τα τραύματα, να τα ψηλαφίσει και καμιά φορά να τα απορρίψει.»

Τα ποιήματα της συλλογής χρωστούν την εικονοπλαστική τους δύναμη σε λέξεις-εργαλεία, χρωματισμένες στις αποχρώσεις των μορφών, των τόπων και των τοπίων.  Λιτές λέξεις, που ακόμη κι αν δεν αναφέρονται στα ίδια τα συναισθήματα, κατορθώνουν να τα προκαλέσουν με την τεχνική των υπαινιγμών και της λεπτής ειρωνείας. Όπως και στη ζωγραφική, αυτά τα στοιχεία άλλοτε φαίνονται και άλλοτε βρίσκονται επιμελώς κρυμμένα.  Είναι σαν εκείνο το παγόβουνο με το οποίο παρομοίασε ο Hemingway την τέχνη: φαίνεται μόνο ένα του κομμάτι. Το κεκρυμμένο εναπόκειται στους άλλους να το διακρίνουν και να το προσλάβουν μέσα από τη δική τους αισθητική.

 

Μαρία Σαββάκη

Μαρία Σαββάκη

 

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

Η Μαρία Σαββάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι γιατρός και ψυχογλωσσολόγος. Σπούδασε ιατρική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συνέχισε τις σπουδές της στην Βοστώνη και στο Κέιμπριτζ. Έζησε και εργάστηκε στην Κρήτη. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Μελάνι κυκλοφορεί επίσης η ποιητική συλλογή της Ταξίδια με το λύκο μου, 2014.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top