Fractal

Διήγημα: «Σε θέλω δικό μου!»

Της Μαγδαληνής Θωμά // *

 

 

thumbnail_magdalini

 

 

Στην Ελένη, στο Φαίδωνα

 

Την ξέσκισε ολόκληρη. Το δώρο του έρωτά του είχε μέσα δυναμίτη. Αποτελειωτικό. Πόσο κράτησε η μικρή τους ιστορία, ένα χρόνο; Κάθε ώρα και μπαρούτι. Και τώρα που τον σκέφτεται στο αεροπλάνο μέσα, το αεροπλάνο βουλιάζει και η σκέψη της χάνει. Αναμετριέται με το κενό -εκείνο που νόμισε ότι ξόρκισε μαζί του.

Τον γνώρισε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όταν αυτός πήγε και στάθηκε δίπλα της. Γύρισε, τον κοίταξε: γκρίζα ανακατεμένα μαλλιά. Τρικυμισμένος. Την έπιασε ναυτία -η άλλη ναυτία, η καλή- και τα μάτια της έπαιξαν στο λουράκι που φορούσε στο χέρι του. Ήταν ένα λουράκι στραπατσαρισμένο. Αλλά το χέρι του έδειχνε γερό. Κρατούσε ένα βιβλίο του Tocqueville, τα δάχτυλά του χαϊδεύανε τον τίτλο. Το ακούμπησε μετά στη θέση του. Έκανε λίγα βήματα παραπέρα. Και μετά χάθηκε και τον ξέχασε κιόλας. Μα όταν κατέβασε αυτή από το ράφι το «Minima Moralia» του Adorno, είδε τα μάτια του μπροστά της. Έκανε βουτιά στα βαθιά με την ανάσα της κρατημένη, κρυφογέλασε. Κι όταν ύστερα στον καφέ αυτός έσκυψε στο αυτί της -το βιβλιοπωλείο ήταν μαζί και καφενείο- κάτι της είπε, δεν θυμάται, μόνο θυμάται που μούδιασε η αριστερή της πλευρά όλη, εκεί που ακουμπούσε το χείλι του. Το πρόσωπό του έγινε στο δικό της η αντανάκλαση του κόσμου.

«Με τι ασχολείσαι, Σοφία;»

«Σπουδάζω φιλοσοφία. Εσύ;»

«Δημοσιογράφος».

Είχε κρατήσει από τους τίτλους του τον πιο λίγο, γιατί ήταν μαζί και συγγραφέας έργων αξιοσημείωτων, δυο-τρία πτυχία κι άλλα τόσα διδακτορικά, παραδιδακτορικά, μεταδιδακτορικά, ταξίδια για το μετά, Αμερική, Ευρώπη, συνέδρια, άρθρα, συνεντεύξεις. Και στον ελεύθερο χρόνο του μια μικρή κιθάρα -άντε και μια γυναίκα ανάμεσα σε όλα εκείνα τα σύμπαντα.

«Ορίστε;»

Η Σοφία ξύνει το κεφάλι της, ξύνει με το νυχάκι της την προσωπικότητά του την πολυσχιδή, κάνει τα λόγια της σκέψη και δεν λέει τίποτα. Το τίποτα: το πρώτο πράγμα που της έμαθε ο πολύς Θρασύβουλος Μανίκας. Της έμαθε κι άλλα μετά, είν’ αλήθεια, αλλά σαν να βρίσκανε όλα μέσα της ένα αποτύπωμα σιβυλλικό, κολλημένο σ’ αυτό το πρώτο τίποτα, όπως ο πύργος των ονείρων που κρέμεται στο κενό. Κρίμα που θέλησε να κατοικήσει για λίγο ένα τέτοιο όνειρο. Αν είχε εμβαθύνει στ’ όνομά της πιο καλά, δεν θα περνούσε ό,τι πέρασε.

Τον έφτιαχνε στο μυαλό της σωτήρα και ξενυχτούσε με τη σκέψη του τις στιγμές που τον περίμενε, γιορτές και καθημερινές, τις ώρες που σχόλαγε αυτός από τη δουλειά, που κατέβαινε στο κέντρο, ξεκλέβοντας καμιά ωρίτσα ανάμεσα σε ύπνο και φαγητό, για να κάνει μαζί της έρωτα λαχανιαστά -από πάθος, αλλά κι από βιασύνη- αφήνοντας στο μαξιλάρι της τη δάφνη της επιτυχίας, κλείνοντάς της μετά το μάτι, κλείνοντας τέλος την πόρτα πίσω του.

Αλλά η Σοφία τα μετρούσε όλα αυτά διαφορετικά. Σταχυολογώντας τις πολύτιμες στιγμές μαζί του, έπαιρνε τον καρπό από το στάχυ, τον έκανε ψωμί και χόρταινε από μόνη της. Να βγάζει κέρδη από τις απώλειες, να τον νοσταλγεί την ίδια τη στιγμή που τον έσφιγγε στην αγκαλιά της, άπιαστον σαν ιδέα… Ταίριαζαν όλα αυτά με την ιδέα της. Το κορμί του βάραινε πάνω της, όπως βαραίνουνε τα σύννεφα πάνω στη γη. Σαν τούτα δω τα συννεφάκια, έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου.

Πήρε ανάσα βαθιά: ο Μανίκας είχε τον άσσο στο μανίκι, κακά τα ψέμματα. Επειδή ήταν μετρημένες οι στιγμές μαζί του, γι’ αυτό μοιάζανε και τόσο ξεχωριστές. Ένα απόγευμα, είχαν μόλις τελειώσει τον έρωτα, καθυστερώντας την αναχώρησή του μια στιγμή, όπως ανασηκώθηκε αυτή από το κρεβάτι με το σώμα της ακόμα ζεστό, αυτός της έπιασε τη ρόγα απ’ το στήθος, «από δω σε κρατάω ολόκληρη!» είπε μέσα από τα δόντια του και κει πήγε και στάθηκε η ψυχή της Σοφίας. Ο κόσμος όλος περνούσε μέσα από κείνη τη μικρή θηλή και την πότιζε μέλι. Τα δάχτυλά του καίγανε. Μείνανε έτσι ασάλευτοι σαν σε κάποιο πίνακα μέσα, ασάλευτοι και μέσα στο μυαλό της για την υπόλοιπη βραδιά. Στο μεταξύ ο Μανίκας είχε γυρίσει σπίτι στη γυναίκα του.

Μονάχα όταν θα κοβόταν ακόμα και αυτή η μικρή φλέβα τροφοδοσίας, τότε μόνο τσίνησε η Σοφία. Όταν έμαθε ότι ο καλός της ετοιμαζότανε να φύγει. Τον περίμεναν δουλειές, θα δίδασκε, λέει, σε κάτι σεμινάρια στην Ακαδημία Τεχνών.

«Πού;»

Ξερόβηξε πάνω από την μπύρα του:

«Στην Πράγα».

Δεν ήταν μόνο η απόσταση που έκανε τα πόδια της να κοπούν. Αργά ή γρήγορα, το καταλάβαινε, πως άρχιζε στη ζωή του να μην χωράει. Κι επειδή τον χάζευε από θέση συνήθως υποδεέστερη η Σοφία ένιωσε να βουλιάζει στο άπειρο ενός κόσμου απροσπέλαστου. Τόλμησε να μιλήσει, παρ’ όλα αυτά:

«Σε θέλω δικό μου!», ξεστόμισε κάποια στιγμή που ό,τι συνέβαινε επιβεβαίωνε τον λόγο της και με το παραπάνω.

«Έλα μαζί μου», της είπε αμέσως αυτός κι εκείνη το εξέλαβε σαν συναισθηματική υπερεκχείλιση λόγω συγκυρίας. Δεν ήταν έτσι, ο Μανίκας το εννοούσε. Της το πρότεινε και ήρεμα στο τσιγάρο μετά. Και το ίδιο βράδυ την πήρε τηλέφωνο να της το πει ακόμα μία.

«Και η γυναίκα σου;»

Α, αυτές οι κατά συνθήκην σχέσεις, τα «κατά συνθήκην ιψενικά ψεύδη» που μετρούνε την αντοχή μας στον ακατάστατο χρόνο τους… Δεν είχε κουράγιο να ξεφύγει από τέτοιες σχέσεις, αυτό δεν σήμαινε βεβαίως ότι θα άφηνε και τη ζωή να του ξεφύγει! Η ζωή του γκρεμιζόταν και χτιζόταν παρέα με τη μικρούλα του τη φοιτήτρια, κάθε κομμάτι της ήταν και μια ψηφίδα στου έρωτά τους τον καθεδρικό…

«Καλά, καλά», του αντιγύρισε η Σοφία που παρ’ όλη τη χαρά της ένιωσε να λιγώνεται από κάτι. Τα πολλά λόγια του την πέρασαν ξυστά και την επομένη είχε κιόλας έτοιμες τις βαλίτσες της.

Η Πράγα τη χτύπησε με φόρα -άλλο ένα ερωτικό χτύπημα. Πλατείες και αλέες, ζωγραφικές και σαξόφωνα, μουσεία και καλλιτέχνες του δρόμου. Παντού όπου και να πήγαιναν, το αποτύπωμα της παλιάς κουλτούρας, το ξέφρενο παρόν, η άδεια πέτρινη γωνιά που τους περίμενε κρυμμένη από τα ασφυκτικά πλήθη του κέντρου, όλα γέμισαν και θάμπωσαν τα μάτια της τόσο τελειωτικά, όσο η ζωή τους -η κοινή τους ζωή που άρχιζε ασυγκράτητη και που δεν μπορούσε πια να σταματήσει. Όπως δεν μπορούσε να πισωγυρίσει η ανάγκη της γι’ αυτόν. Πρωινά μέσα στο θολό φως του ήλιου, μεσημέρια σε μπιστρό, καφενεία ανεξερεύνητα και βράδια πολυδαίδαλα, εκκωφαντικά μα και αθόρυβα, σε έρημα σοκάκια και πολυσύχναστες λεωφόρους… Στην αγκαλιά του μέσα βαθιά. Τι άλλο να θέλει μια φοιτήτρια που μόλις είχε βαλθεί να ανιχνεύσει τη ζωή; Εκείνο που της έδινε ο Θράσος της ήτανε νέκταρ -σκέτο. Κι ας είχε συνήθως το όνομα μιας μπύρας ή ενός κρασιού, στον κόσμο της εξαγοράς το αίσθημα πληρώνεται ατόφιο.

Μένανε στο διαμέρισμα ενός φίλου, επισκέπτη καθηγητή που βρισκόταν εκείνη την εποχή στην Κίνα, ένα σπίτι με πίνακες, ασιάτικες μάσκες, βελούδα και έπιπλα φθαρμένα. Κάτι μεγάλα παράθυρα αδειάζαν στις κόκκινες σκεπές ανακατεύοντας τη δύση, σκόνη αιωρούνταν στα ράφια με τα βιβλία που φτάνανε το ταβάνι: λογοτεχνικά έργα, μελέτες, βιβλία τέχνης, θέατρο, σινεμά, πρώτη φορά έβλεπε η Σοφία βιβλία σε τόσες πολλές διαφορετικές γλώσσες! Κάθε που παραμέριζε την κουρτίνα να τους ρίξει μια ματιά -η βιβλιοθήκη χωριζότανε από τον υπόλοιπο χώρο με κάτι βυσσινιές κουρτίνες- της φαινότανε ότι είχε φτάσει στην πρώτη πηγή της γνώσης κι έσκυβε το κεφάλι της να πιει νερό. Άπλωνε μετά το χέρι της ν’ αγκαλιάσει τον Θράσο, την τραβούσε εκείνος στον βελουδένιο καναπέ (εντάξει, βάζανε κι από κανά σεντόνι, μην τον λερώσουνε) και σφράγιζαν έτσι με το κορμί τις ανησυχίες του πνεύματος. Ο Θράσος ήταν ο εγγυητής όλης εκείνης της γνώσης, ο θεματοφύλακας του έρωτά τους. Είχε αφήσει τον θρόνο του και είχε κατέβει στη γη μόνο και μόνο για να τη συναντήσει -τίποτ’ άλλο δεν ήθελε ν’ ακούσει η Σοφία επ’ αυτού.

Μονάχα μια φορά που γύριζαν από ένα φιλικό σπίτι, ήταν χαράματα και ο ουρανός γαλάκτιζε πάνω από τη γέφυρα του Καρόλου, είδαν για σπάνια φορά τη γέφυρα εκείνη έρημη από κόσμο ν’ ανεβαίνει προς το κάστρο μέσα σε μια ομίχλη που στραφτάλιζε, η Σοφία έκανε ένα βήμα και σταμάτησε εκεί. Σαν να είχε ακούσει κάτι που αγνοούσε, έτσι της φάνηκε. Δεν ήξερε, αν ήταν εσωτερική φωνή ή ερχότανε από κάπου, ουράνια, αποκαθηλωμένη ή προσγειωμένη φωνή, το μόνο που ήξερε ήταν ότι της έλεγε κάτι. Να ήταν το κάτι απ’ όλο εκείνο το πολύ που ζούσε κι αισθανότανε; Η μικρή του τέλεια τελεία;

Τα νερά είχαν υποχωρήσει και η στάθμη της όχθης ξεχώριζε μέσα στα αγριόχορτα. «Όταν φεύγει ο ωκεανός, η άμμος που μένει τον δείχνει πάλι», ήρθε στο μυαλό της ο στίχος του Τσέχου ποιητή. Ό,τι την τροφοδοτούσε με ζωή ήτανε μόνο μια μικρή φλέβα. Όπως παλιά, όπως πάντοτε. Δεν τόλμησε να πει τις σκέψεις της στον Θράσο που τον τελευταίο καιρό είχε γίνει απαράμιλλα ομιλητικός. Όλη εκείνη η ομιλία την άδειαζε και τη στέγνωνε. Δεν θα ήταν το μόνο, δυστυχώς.

Με την επιστροφή τους στην Αθήνα η Σοφία δεν καταλάβαινε καλά όσα γίνονταν γύρω της. Κρατούσε το βλέμμα της θολό σαν να ήταν ακόμα μέσα στην ομίχλη της Πράγας. Χάρη στον αποπροσανατολισμό της αυτόν, κέρδισε κάποιον καιρό ανεμελιάς, λίγο μόνο. Αλλά όταν ήρθε η αποτρόπαιη στιγμή δεν μπορούσε πια να την αγνοήσει. Πέρασε από το στέκι τους και τον είδε – ούτε έγνοια να κρυφτεί δεν είχε, φαντάσου! Καθισμένος στο αγαπημένο τους μπιστρό έδινε τα φιλιά του σ’ εκείνη την άλλη. Η άλλη ήταν όμορφη, νέα και δροσερή σαν σταγόνα, μαύρα μακριά μαλλιά και παντελόνια αλήτικα και ο Θράσος, κατά το συνήθειο που τόσο καλά γνώριζε η Σοφία, είχε το χέρι του περασμένο ανάμεσα στα πόδια της. Με το άλλο του χέρι ψάρευε κάπου στο ντεκολτέ της.

Η Σοφία απόμεινε να τους κοιτάζει μ’ ανοιχτό το στόμα. Κι ενώ πάλευε να ξεκολλήσει από τη γη που την κατάπινε, κάτι την τίναξε μακριά σαν ωστικό κύμα ύστερα από έκρηξη. Αισθάνθηκε το κορμί της να ξεσκίζεται, μπαρούτι μελάνιασε την καρδιά της, την πήρανε τα δάκρυα. Τα μάτια της θόλωσαν, δεν μπορούσε να τους κοιτάξει πια. Αν η απόλαυση είναι το αντίθετο της οδύνης, ό,τι συνέβηκε στο σώμα της εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο ακραίο, που πλησίαζε τα όρια μιας σεξουαλικής τέρψης: να βλέπει τα χέρια του να χαϊδεύουνε το κορμί μιας άλλης ήταν ένας καταραμένος ερεθισμός -όλα είχαν εξανεμιστεί με τις ευλογίες του.

Δεν ξέρουμε τι κατάλαβε απ’ όλα αυτά ο Θράσος. Γυρίζοντας το μάτι του -ένα και μοναδικό σαν του Κύκλωπα- έπιασε στον αέρα τον πανικό και πάγωσε. Άφησε το χέρι του άψυχα να πέσει, το άλλο μάτι του κατέβηκε χαμηλότερα. Το λοφίο του διπλώθηκε και ο άντρας έδωσε τη θέση του σ’ ένα παιδί χαμένο και φοβισμένο.

«…Η Αρίστη, η γυναίκα μου», ψιθύρισε, αφήνοντας τη Σοφία ακόμα πιο σοκαρισμένη από το κανονικό.

Προσάπτοντας τα πρότυπα της εποχής που επιτρέπανε τη σύζυγο να είναι πιο ελκυστική από την ερωμένη, δεν είχε και πολλά διέξοδα η Σοφία. Γύρισε σπίτι συντριμμένη και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Δεν βγήκε παρά τέσσερις μέρες μετά, όταν της τελείωσαν τα τσιγάρα -εκτός από καπνό, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να καταπιεί. Κι όταν άφησε κατά μέρος το κρεβάτι και σύρθηκε στο γραφείο, άνοιξε τις σημειώσεις της, μα ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί στο παραμικρό. Η κρίσιμη εξεταστική θα πήγαινε χαμένη. Τόσο μεγάλο ήταν το πένθος της που άρχισε και να το ψιλοτσούζει με κάνα δυνατό, άσπρο ή κοραλλένιο, το πιοτό στο ποτήρι τής έδειχνε έναν πάτο απ’ όπου δεν γινόταν να ξεφύγει, ένα μονοπάτι άραχλο και σκοτεινό.

Και όπως μέσα στην πιο μεγάλη απελπισία παρουσιάζεται εμπρός μας ο εαυτός μας απογυμνωμένος, έτσι και στην περίπτωση της Σοφίας, ό,τι περίμενε κρυμμένο στα σκοτάδια της ψυχής της, πρόβαλε τώρα στο φως της μέρας φανερό. Η ψιθυριστή φωνή έγινε κραυγή εκκωφαντική, η ήρεμη επιφάνεια των πραγμάτων που την στήριζαν βούλιαξε, τα χόρτα παραμέρισαν και φάνηκε από κάτω ο βάλτος. Ό,τι φοβόταν, το έπαθε: καλά το είχε μυριστεί αυτή το αβυσσαλέο άδειο!

Καταραμένες, αδυσώπητες εποχές… Και τώρα που τις θυμάται κάμποσο καιρό μετά, η πληγή τους ματώνει ακόμα.

«Άνεμοι θυελλώδεις», προειδοποιεί ο πιλότος στα μεγάφωνα -την πείραζε; Από τότε που έχασε τον Θράσο (τον είχε πάντα χαμένο, όπως θα καταλάβαινε αργότερα, αλλά δεν το κατανόησε παρά μόνο εκείνη εκεί τη φορά), από τότε που έκοψε μαζί του κάθε σχέση και επικοινωνία, ο κόσμος έγινε άνοστος χυλός. Τίποτα δεν την παρακινούσε πια, ομορφιά, τέχνη, αλήθεια, σαν να είχαν λασπώσει όλα, να είχαν βουλιάξει στην πιο εξοντωτική μετριότητα, έτσι της φαινότανε. Και τι ένοιαζε αν έπεφτε το αεροπλάνο τούτο στο κενό; Τέτοια βουτιά την ήξερε. Είχε προσπαθήσει να την κάνει και η ίδια.

Αλλά δεν το είχε προσπαθήσει από την αρχή. Τις πρώτες εκείνες πονεμένες μέρες ύστερα από το επεισόδιο, όλα μούδιαζαν μέσα της ανακατεμένα, τα κάτω είχαν έρθει πάνω και τίποτα καθαρό δεν μπορούσε να νιώσει ή να δει. Αλλά σιγά σιγά τα πράγματα ξεκαθάριζαν: το πρώτο σοκ έδωσε τη θέση του στην απελπισία, η απελπισία στη θλίψη, η θλίψη στην πλήξη και η πλήξη στον αυτοματισμό. Ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης έσκασε μύτη από το πουθενά και όταν η Σοφία μπόρεσε ένα ωραίο πρωί να κοιτάξει τον ουρανό και να πει «για δες, μάλλον το φέρνει για βροχή σήμερα», ήξερε πως είχε καταφέρει έστω και για μια στιγμή να αποσπάσει το μυαλό της από κείνον. Ποιος ξέρει τι άλλο θα ερχότανε μετά τη βροχή. Μπορεί να έβγαινε μέχρι και ήλιος.

Αλλά ο ήλιος ήτανε ακόμα μακριά. Δεν έδινε το φως του παρά σε μικρές μόνο εκλάμψεις -στο μυαλό της. Σε μια τέτοια φαεινή ιδέα πάνω κι ενώ είχε περάσει αρκετός καιρός δίχως ν’ απαντάει στα μηνύματά του στο τηλέφωνο -παρ’ όλο που της έδιναν μια κάποια παρηγοριά, γι’ αυτό και δεν έσβηνε κανένα- η Σοφία αποφάσισε να κάνει το βήμα και να τηλεφωνήσει στο γραφείο του στο πανεπιστήμιο. Της απάντησε μια άγνωστη φωνή και της είπε ότι ο κ. Μανίκας δεν βρισκότανε εκεί κι όταν ξαναρώτησε, πότε θα μπορούσε να του μιλήσει, της είπαν ότι είχε αναχωρήσει εδώ και κάμποσο καιρό για Πράγα. Πράγμα λογικό. Με την έναρξη του δευτέρου εξαμήνου, σκέφτηκε η Σοφία και έκλεισε το τηλέφωνο.

Το άκουσμα της αγαπημένης της πόλης έκανε την καρδιά της να χτυπήσει, μα το απέδωσε αλλού: «Έ, μα δεν είναι και τυχαία πόλη…» άκουσε τον εαυτό της να λέει. Μήπως είχε ξεχάσει όσα εκεί την έκαναν να θυμάται, να τον θυμάται; Μήπως μπορούσε να τον διαγράψει με μιας οριστικά; Σαν να μην είχε η μνήμη της σάρκα και οστά, να μη ζυμώθηκε μαζί του, να μην χτυπήθηκε, να μην εκστασιάστηκε, να μην έζησε αυτά που έζησε… Πόσο σκληρή ήταν με την μνήμη της! Κι αν εκείνος την πλήγωσε μία, η ίδια πλήγωνε τον εαυτό της χιλιάδες φορές, φέρνοντάς τον στο χείλος της απόγνωσης, καλλιεργώντας του την δυστυχία, λες και την είχε ανάγκη! Μήπως δεν ήξερε αυτή ότι ήταν παντρεμένος, της το έκρυψε ποτέ; Μήπως της υποσχέθηκε κάτι που δεν έκανε; Τι περίμενε δηλαδή, να μην εκδηλώνει αγάπη στη γυναίκα του, τον άνθρωπο με τον οποίο μοιραζόταν τη ζωή του; Αυτές και άλλες τέτοιες σκέψεις έδωσαν τη θέση τους στη μοιρολατρία που είχε προηγηθεί του τηλεφωνήματος. Κι έπειτα από δυο μέρες η Σοφία αγόρασε εισιτήριο για την Πράγα.

Δεν το σκέφτηκε πολύ, όταν έκανε τις βαλίτσες της, παρ’ όλο που μια δύναμη την κρατούσε μουδιασμένη, η παράλυση αυτή δεν ήταν αρκετή να της αλλάξει τα σχέδια. Μπήκε στο αεροπλάνο με κάποια μετρημένη αισιοδοξία και βγήκε με μια ξέφρενη χαρά. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την συγκρατήσει πλέον.

Πήρε τον δρόμο που ήξερε, τη διεύθυνση που τόσο καλά κατείχε και όταν έφτασε επιτέλους μπροστά στην εξώπορτα της παλιάς πολυκατοικίας, έσκυψε στην τσάντα να βρει το κλειδί που κρατούσε ακόμα. Δεν κατάλαβε τι ήταν εκείνο που τη συγκράτησε. Μπορεί ένας θόρυβος, βήματα από τη μέσα σκάλα, γέλιο και ομιλίες. Παραμέρισε πίσω από ένα σταματημένο φορτηγάκι. Και η πόρτα άνοιξε.

Νόμιζε ότι ο Θράσος έβγαινε έξω με κάποιο παιδί, η γυναίκα που τον συνόδευε ήταν μικρόσωμη με κομμένα αγορίστικα μαλλιά και δύσκολα την ξεχώριζες. Φορούσε τζάκετ και είχε περασμένη λοξά μια τσάντα από τους ώμους σαν ταχυδρόμος. Η Σοφία δεν κατάλαβε καλά στην αρχή, ύστερα όμως κατάλαβε: ήταν η ηθοποιός Αλένα Κραλ, από τις πιο δυναμικές αντιφρονούντες της τότε εποχής. Δεν ήταν μικρή στην ηλικία, μα είχε αέρα νεανικό και η λεπτή κατατομή τής χάριζε χρόνια. Την είχαν γνωρίσει μαζί σε σπίτι φίλων, εκείνη τη βραδιά που έκλεισε θλιμμένα στην έρημη γέφυρα. Η Σοφία θυμόταν πως ο Θράσος είχε πλησιάσει τη γυναίκα αυτή και είχανε μιλήσει κάμποση ώρα, τίποτα όμως δεν έδειχνε πως θα γίνονταν φίλοι και μάλιστα τόσο στενοί, όσο δείχνανε. Τόσο ώστε να του επιτρέπει να την αγκαλιάζει!

Κι επειδή δεν ήθελε να παρακολουθήσει τι άλλο του επέτρεπε να της κάνει, ούτε ήθελε πια να βλέπει τα φιλιά που αντάλλαζε ο καλός της με την Τσέχα αυτή -«βέρα Πραγιώτισσα δίχως βέρα», όπως την είχε χαρακτηρίσει τότε ο Θράσος- η Σοφία σωριάστηκε στην άκρη του πεζοδρομίου με την ψυχή χαμένη. Έμεινε εκεί παράλυτη για ώρα, πόση, ούτε που κατάλαβε κι όταν αισθάνθηκε το ρίγος της παγωμένης πλάκας να πιρουνιάζει τη σπονδυλική της στήλη, σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο, ακολουθώντας το ρεύμα των τουριστών, τη ροή του ποταμού των ανθρώπων που βγαίνανε από το ένα στενό και μπαίνανε στο άλλο και όλοι μαζί κινιόντουσαν προς τη περίφημη γέφυρα του Καρόλου.

Παλτά, καπέλα και βαλίτσες στο σεργιάνι, νέοι γέροι και παιδιά και όλες οι φυλές του κόσμου μαζεμένες ψάχνανε τη δίοδο που θα τους έβγαζε στην απέναντι στεριά, λες και γινόταν συναγερμός και έπρεπε να αδειάσουν την πόλη πίσω τους που βούλιαζε στην αμαρτία -ένα άλλο όργιο κι αυτοί. Και σαν να μην έφτανε όλη εκείνη η Έξοδος, πάνω απ’ το ποτάμι κρεμασμένοι σε μια κοίλη ανεβοκατέβαζαν τα δοξάρια τους κάτι πλανόδιοι μουσικοί, χάλκινες τρομπέτες κλέβανε φως από τη δύση, ενώ παρακάτω έβγαζαν λαγούς απ’ τα μαντήλια ταχυδακτυλουργοί, άνθρωποι – αγάλματα αλευρωμένοι για να μοιάζουνε με μάρμαρα και δίπλα τους ένα σωρό παιδάκια να γελάνε και άλλα να κλαίνε για το ίδιο πράγμα που βλέπανε, δικαιώνοντας του λόγου το αληθές: «για γέλια και για κλάματα». Και μόνο η Σοφία δεν γελούσε, ούτε έκλαιγε, τίποτα δεν έκανε, το πλήθος εκείνο την ξεκάρφωνε, διέλυε τα μέλη της στον αέρα σαν μαριονέτα θεατρική. Αυτό που συνέβαινε μέσα της ελάχιστο θέατρο είχε.

Και όταν έφτασε εκεί, στο πρησμένο μπαλκόνι πάνω από το νερό, έσκυψε το κεφάλι -το νερό ήταν θολό και κύλαγε σαν τον καημό της, κάποιο κολοκύθι την χτύπησε στο σβέρκο πίσω κι εκείνη έσκυψε ακόμα πιο πολύ και προτού προλάβει ο ζογκλέρ να της ζητήσει συγνώμη, την είδε που έχασε ισορροπία τρεκλίζοντας τα πόδια της και την άρπαξε να την κρατήσει. Τότε μόνο κατάλαβε κι αυτή τι έκανε, το νερό κάτω στάθηκε ακίνητο και το κεφάλι της στη θέση του ξανά.

«Σ’ ευχαριστώ», του είπε ξέπνοα.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε κι αυτή ξεχώρισε στα μάτια του μια φλέβα φως, λίγο προτού πέσει λιπόθυμη στις πλάκες πάνω.

…Συνήρθε ποιος ξέρει ύστερα από πόση ώρα και είδε, σκύβανε από πάνω της άνθρωποι, πρόσωπα άγνωστα, ανέκφραστα και σε μια άκρη το μακιγιαρισμένο πρόσωπο του ζογκλέρ, το μόνο που έδειχνε ανησυχία ακόμα, «κι όμως, κανένας απ’ αυτούς δεν είναι δικός μου», σκέφτηκε τότε η Σοφία και την έπιασε το παράπονο ξανά. Μακάρι να έσβηνε, να μην υπήρχε, αφού δεν υπήρχε πια για κείνον! Και βρήκε άχρηστη όλη αυτή την υπερβολή που γινότανε, αυτόν τον μαξιμαλισμό και ήθελε να πέσει από τη γέφυρα κάτω να πνιγεί, αλλά τότε σκέφτηκε πως ετούτοι δω οι καλοθελητές θα την κρατούσανε -πνίγονται οι άνθρωποι από τις γέφυρες, όταν κανένας δεν τους προσέχει. Όμως αυτή την πρόσεχαν όλοι, δυστυχώς, σε κάθε βήμα που έκανε η ζωή την πρόσεχε τόσο εξονυχιστικά και εξαντλητικά -πήρε ανάσα βαθιά, ναι, είχε ζήσει πολύ κι ας ήταν νέα, τα είχε ζήσει και τα είχε μάθει όλα! Τι να την έκανε την υπόλοιπη ζωή;

«Μακάρι να πέσει το αεροπλάνο…» σκεφτόταν με πίκρα όταν έμπαινε από τη στενή του πύλη, «έχει καταιγίδα», τους έλεγε τώρα ο πιλότος. Και καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά, τη χαμένη συμφωνία της με τον θάνατο, ένας κλυδωνισμός τους τράνταξε ολόκληρους. Ακολούθησε άλλος ένας. Τα νευρικά γέλια στο αεροπλάνο σώπασαν και τη θέση τους πήρε μια μακριά σιωπή. Στο τρίτο ταρακούνημα, κάποια γυναίκα πάτησε στριγγλιά.

«Προσδεθείτε, παρακαλώ», είπε μία διαπεραστική φωνή από τα μεγάφωνα, «ετοιμαστείτε για την προσγείωση». Μια ηλικιωμένη άρχισε να κάνει τον σταυρό της. Στο μεταξύ, το αεροπλάνο στροβιλιζόταν σαν τρελό. Στροβιλιζόταν και στροβιλιζότανε και να πατήσει γη δεν πατούσε. Οι μηχανές μαρσάρανε, οι βίδες ξεκολλούσανε. Σε μια στροφή, βούλιαξε και χτύπησε τον αέρα, τα ντουλάπια άνοιξαν και όπως προσπάθησε να ισορροπήσει από την άλλη, βρόντηξε με δύναμη και ξελύθηκαν από πάνω τους οι μάσκες ασφαλείας.

«Παναγιά μου…» σκέφτηκε η Σοφία με τρόμο. Ο κακός χαμός δεν αστειευότανε. Έκανε να κρατήσει την τσάντα της που έπεφτε, δεν μπόρεσε, η τσάντα άνοιξε και τα πράγματά της όλα χύθηκαν στα πόδια. Από το μεγάφωνο φτάσανε μπερδεμένοι ήχοι, λες και το μηχάνημα έβγαζε μπουρμπουλήθρες, φούσκες που σπάγανε και καθώς γύρισε να κοιτάξει στο παραθυράκι, είδε τα φώτα έξω να κυλούνε προς τα πάνω, «πέφτουμε!» σκέφτηκε και ένιωσε την καρδιά της να χοροπηδάει. Το στομάχι της γύριζε ανακατεμένο, ιδρώτας τής έκοψε το κορμί. Πού κράταγε το χέρι της, δεν ένιωθε. Μια σκέψη τότε γρατζούνισε την επιφάνεια του μυαλού της σαν δίσκος από βινύλιο και στάθηκε εκεί κολλημένη, «για φαντάσου, στα γενέθλιά μου», είπε η Σοφία και χαράχτηκε μέσα της αστραπή. Ή μήπως την είδε απ’ έξω την αστραπή να φεγγοβολάει; Είχανε περάσει τα μεσάνυχτα πια.

Αλλιώς μπορεί να μην το σκεφτότανε ότι ξημέρωναν τα γενέθλιά της. Αλλά είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που έστω και μια σκέψη τέτοια έδινε ζωή.

«Να ‘χα ακόμα λίγη ζωή…»

Έξω από το παράθυρο τα φώτα συνέχισαν να χορεύουν, η θάλασσα κάτω περίμενε. Μια ρουφήχτρα τους ρούφαγε όλους, κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει πια… Πόσο μικρή φάνταζε τώρα η περιπέτειά της με τον Θράσο μπροστά σ’ αυτό το ξαφνικό που γινότανε! Σα να είχε μπάσει στο πλυντήριο η περιπέτειά της, στον κάδο μέσα, εκεί που όλοι τώρα αδιακρίτως χτυπιόντουσαν… Μικρή και ξεθωριασμένη. Κομμάτια χρόνου, στιγμές αναπότρεπτες. Τόσο ανυπόφορα χαμένος καιρός…

Και έσφιξε άλλη μια φορά το χέρι του στο δικό της. Το αεροπλάνο έκανε τον τελευταίο του ελιγμό και αμέσως οι ρόδες βρόντησαν στη γη. Επιτέλους! Κύλησε μαλακά στον αεροδιάδρομο σε σφυρίγματα μέσα, χειροκροτήματα και τότε μόνο άνοιξε τα μάτια της η Σοφία.

«Χρόνια πολλά», της μουρμούρισε ο διπλανός της. Παράξενο, πρώτη φορά καταλάβαινε την ευχή αυτή στην κυριολεξία της… Τα μάτια της δεν το πιστεύανε: στη θέση δίπλα καθόταν ένας άγγελος! Διόλου τυχαίο που είχε κατέβει από τον ουρανό στη γη. Πώς δεν τον είχε προσέξει τόση ώρα ώρα τον άγγελο αυτόν;

«Πού ξέρεις ότι έχω τα γενέθλιά μου;» Έκανε την αθώα.

«Μα εσύ το μαρτύρησες, από μόνη σου!» είπε εκείνος, «την ώρα που μου γράπωνες το χέρι…» Και της έδειξε την παλάμη του που ήταν γεμάτη κόκκινα σημάδια. Του συστήθηκε και της συστήθηκε:

«Μάνος».

Κι αμέσως, λες και τους τελείωνε ο χρόνος:

«Τι θα κάνεις το βράδυ, Σοφία;»

Του χαμογέλασε. Αισθάνθηκε μέσα της τη χαρά να δακρύζει.

 

 

 

* Η Μαγδαληνή Θωμά είναι διδάκτορας φιλολογίας (αφηγηματολογία). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ.Μ.Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Τάρτου. Ζει και εργάζεται στο Νότιο Πήλιο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ένα μυθιστόρημα («Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο», Γαβριηλίδης 2014) και μια νουβέλα («Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;» Βακχικόν 2015»). Το διήγημά της, «Τα όρια του Κόσμου» έχει λάβει διάκριση στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος Eyelands – Παράξενες Μέρες (2015) και συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Στα όρια» (Παράξενες Μέρες 2015). Καταπιάνεται με τη μετάφραση της Εσθονικής λογοτεχνίας και έχει δώσει στη δημοσιότητα μεταφράσεις από το ποιητικό έργο των Jüri Talvet, Jaan Kaplinski, Doris Kareva, Jühan Viiding, Heiti Talvik, Hando Runnel και Karl Ristikivi.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top