Fractal

Πτίλο τον πτίλο έρραβε.

Από τον Γιώργο Ρούσκα //*

 

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της  Χριστίνας Καραντώνη «Σε κλοιό σώματος», εκδόσεις του Φοίνικα, 2016.

 

 

Η τέταρτη ποιητική συλλογή της Χριστίνας Καραντώνη. Διαφορετική, τολμηρή, ευρηματική. Η ποιήτρια πάντα συνεπής στις αρχές, στο ύφος και στη δωρικότητά της με ποίηση αμόλυντη, σεμνή, ρέουσα. Αλλά και ιδιόρρυθμη, πρωτότυπη, αποκαλυπτική. Με στίχων ομαλή ροή, ενιαίο ρυθμό, μουσικότητα, υποδειγματική εκφραστική αρτιότητα και αυστηρό φιλτράρισμα, μόνο θετικά έχει να δώσει στα ελληνικά γράμματα.

Τηρώντας τη λογική του βιβλίου, μπαίνουμε κατευθείαν στα βαθιά νερά. Πρώτη ενότητα: Ασεβής πόθος. Μα γίνεται ο πόθος να είναι ασεβής; Ο πόθος δεν πηγάζει από τα έγκατα του σώματος και της ψυχής, σεβόμενος το είναι; Πού η ασέβεια; Μα στα μάτια των άλλων, αυτών που πορεύονται με πεποιθήσεις, αγκυλώσεις, «πρέπει», στερεότυπα. Εκεί κάθε άλλος πόθος, πλην των ανώδυνων, των ακίνδυνων, των με βεβαιότητα ανεκπλήρωτων ή των ονειροπαρμένων, είναι ασέβεια. Το άτομο καλείται να επιλέξει (ή του βγαίνει ανεξέλεγκτα): πόθος ευσεβής για αυτόν από τον οποίο εκπορεύεται (τον ίδιο), άρα αληθής; Ή ασεβής για την πλειονότητα των άλλων, ασεβής προς τα κοινώς αποδεκτά, άρα καταδικαστέος;

 

Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν εμποδίζει τον άνθρωπο, και εδώ τη Γυναίκα, να βιώνει εαυτόν, τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει τις λειτουργίες του σώματος:

[Αφύλαχτος τόπος όλη

υγρός

Με απόκρυφα

απόκρημνα τα μονοπάτια]

 

ίσως και με «λέξεις απόκρημνες», θα συμπλήρωνε η ποιήτρια Διώνη Δημητριάδου  (βλ. Διώνη Δημητριάδου, Λέξεις Απόκρημνες, μικρές εκδόσεις, 2017).

Σημειώνω τη χρήση δύο («αμαρτωλών» για τους δήθεν ευσεβείς) τολμηρών προσδιορισμών, κατεξοχήν ερωτικών, όπως άλλωστε είναι και η ίδια Ποίηση: «υγρός» και «απόκρυφα».

 

Προϋπόθεση για άνθιση του Έρωτα και της Ποίησης: να μην υπάρχουν φράχτες και συρματοπλέγματα, να μην υπάρχουν μάντρες, να μην περιορίζεται ο ορίζοντας αλλά να είναι ανοιχτή η αγκαλιά και η ματιά και ο τόπος «αφύλαχτος», με όλη του την αγνότητα και αθωότητα. Έτσι ο «κλοιός σώματος» παύει να είναι περιοριστικός και είναι απλά ορόσημο προσδιοριστικό του τρία έψιλον (3ε , αλλά όχι της γνωστής πολυεθνικής): «Εγώ Είμαι Εδώ», έτοιμος να επικοινωνήσω με όποιον έλθει εν τιμή σιμά μου.

Ο «κλοιός σώματος» γίνεται η Μούσα του Σώματος. Είναι η  Κλειώ, έτοιμη να τραγουδήσει τον έρωτα ακόμα και στο όνειρο:

[επί σκηνής γυμνό

το σώμα

στην τελευταία του ονείρου πράξη

την κορύφωση αποσπά της ηδονής].

 

Τώρα, εδώ. Ας ξέρει ότι κάποτε θα φύγει ο άλλος ισοβαρυτικός συντελεστής, έτσι

[ακριβώς όπως ήρθε(ς)

Απτός

εκ σαρκός και αίματος ζέοντος, καυτού

–του πνεύματος ή άλλη μορφή–]

 

διότι πολύτιμο το ανεξίτηλο αποτύπωμά του, ανεκτίμητο. Ύστερος τίτλος τιμής η εμπειρία για όποιον:

[την απόλυτη έψαυσε

του έρωτα τιμή…

και έκτοτε φέρει αποτύπωμα μνήμης]

 

πολύ δε περισσότερο για όποιον αξιώθηκε να ολοκληρώσει και να βιώσει στο έπακρο την Ερωτική συνεύρεση – αλληλοπεριχώρηση, η οποία καθορίζει πλέον τη ζωή του. Όσος καιρός και αν περάσει, εκείνος (-η)

[για διεισδύσεις μορίων βελούδινες

στον πυρήνα ατόμων

υπό διάσπαση ολική

μίλαγε

Κι ο αντίλαλος καθώς

μιλούσε αρμονία συνέθετε

Ύμνο

Ψαλμό

Εγκώμιο

 

Μυσταγωγία

 

Ερωτική].

 

Με την ερωτική – πυρηνική ενέργεια της διάσπασης των δύο ατόμων, των δύο «εγώ», σπάζει ο κλοιός των σωμάτων και ανοίγει ο ορίζοντάς τους. Η οργασμική επανασύνθεσή τους σε Ένα σώμα, στο σώμα του Έρωτα, ή έστω στο γυμνό της μνήμης Θείο σώμα, οδηγεί στη Θεϊκή μεταλαβή της ολιστικά επικοινωνιακής μέθεξης, όπου δεν υπάρχει πλέον κλοιός, ει μη μόνον πληρότητα ελευθερίας.

 

Ο πόθος, ασεβής ή ευσεβής, μικρός ή μεγάλος, λανθάνων ή φανερός, υπάρχει όπου ζωή.

[Ευάερος

Ευήλιος

Ή όπως αλλιώς

Εστεγασμένος ο πόθος

ίδρως και ρέει

 

Κάποτε και κρουνός].

 

Στο χέρι σου αν θα προσπαθήσεις να τον πνίξεις, να τον σταματήσεις, να τον κρύψεις, να τον χαρείς, ή αν θα ενστερνιστείς την προτροπή της ποιήτριας:

[Στο πυρ το εσώτερο

μη ρίξεις λάδι

μήτε νερό

Άσ’ το να καίει

όπως αυτό γνωρίζει

 

Έρμο και σιωπηλό.

 

Ό,τι κι αν επιλέξεις,

Μην αργήσεις…

Και παροπλισθεί ο πόθος

 

Επί μακρόν αφλεγής].

 

Ο Χρόνος, το μέγα αγκάθι της ζωής και της διανόησης. Στη σημασία του χρόνου για την έκβαση του πόθου, της επιθυμίας, της βούλησης ή του ονείρου, επανέρχεται και συνιστά δράση:

[Προτού

χυμήξουν ολόγυρα όλα τα μη και τα μα

εκβιάσουν, βιάσουν

λαβωμένα να δώσουν

ας μη λάβουν καθόλου

λιωμένα

αιμορραγούντα φιλιά].

 

Καθοριστική πρώτη κίνηση –μετά το βλέμμα– που δίνει το έναυσμα για να σπάσει κάθε (εκ των έξω επιβεβλημένη) αντίσταση, κάθε εξωτερικός αποπνικτικός κλοιός; Το φιλί. Η πρώτη δυνατή έκρηξη. Το αναίμακτο, καλολαδωμένο ξεκλείδωμα της βαριάς καστρόπορτας. Ω! ναι! Λαχταρά:

[βρεγμένα

του βυθού υφάλμυρα φιλιά ναν του δώσει

με μια του γλυκού ανάμεσα

ζάχαρη άχνη

κουταλιά].

 

 

Τα φιλιά! «Εξ ουρανού ρόδα» τα χαρακτηρίζει η ποιήτρια στο ομότιτλο ποίημά της, επισημαίνοντας την αντίθεση μεταξύ του πηγαίου – ευσεβούς πόθου και του χαρακτηριζόμενου από τους στενοκέφαλους χειραγωγούς ως «ασεβούς» πόθου, ο οποίος πολύ βολικά για κάποιους «αρχιερείς» καταλήγει υποκριτικά στον φόβο και τον τρόμο του δαγκωμένου μήλου, στη διάπραξη του προπατορικού αμαρτήματος.

 

Πάλι παρόν το πανάρχαιο δίλημμα, πάλι ενεργοποίηση αυτής της καλοθρεμμένης σκεπτομορφής. Εδώ καλείσαι να επιλέξεις αν θα μείνεις στον κλοιό του σώματός σου, αν θα ζήσεις αποστειρωμένα, άνοστα, τυπικά έγκλειστος στον κλοιό των πεποιθήσεων και των υποβολών, αγνοώντας, υποτιμώντας και εν τέλει βιάζοντας το ίδιο σου το σώμα –άρα το ίδιο σου το είναι– ή αν θα αφήσεις λεύτερο τον εαυτό σου να ζήσει.

Θα κλειδώσεις τα φιλιά σου ή θα τα μοιραστείς; Πολλές φορές ο άνθρωπος αισθάνεται πως

[κόκκινα αναρριχώνται μέχρι το στόμα

μήλα

Προπατορικά να κλέψουν

καλά κλειδωμένα

φιλιά].

 

Κατά το πασίγνωστο ρητό “ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα”: ιδού τα ρόδα, ιδού και τα μήλα.

 

 

Το φιλί; Γλυκύ ως βίωμα, γλυκύτερο ως ανάμνηση, γλυκύτατο ως προσδοκία. Όταν ο πόθος διαστέλλεται, διαστέλλονται μαζί του και οι ερωτογενείς ζώνες του σώματος,  σπάζοντας τον κλοιό των απαγορεύσεων, των φυτεμένων από την κοινωνία ενοχών, των ψεύτικών συστολών. Αναζητούν επιτακτικά φρέσκα φιλιά για να τραφούν, για να ικανοποιηθούν. Ζητούν πολύ απλά να ζήσουν κι αυτές και μέσα από αυτές και εμείς. Πρώτη κίνηση; Η απαλλαγή από τα περιττά βάρη:

[Πολλαπλάσια η διαστολή επανήλθε…

Πέταξε ό,τι δεν της ανήκε:

Υποδιαστολή, ενοχή και κάτι κλεμμένα

κιτρινισμένα

πλέον ληγμένα φιλιά]

 

μιας και

[η πλήρωση

η εκπλήρωση

δε θέλουν λύτρα

Πεθυμιά μονάχα

Άκαμπτη

Ακάματη

Κραταιά].

 

 

Το φιλί, ακόμα και αν είναι προδοτικό, δεν παύει να είναι υγρή χειλέων αφή, άγγιγμα με την μοναδική αίσθηση που τα χείλη φέρουν, επαφή με χέρια που έγιναν χείλη για να μπορούν να αρθρώνουν λόγο, να άπτονται λέξεων. Ακόμα και Εκείνος,

[αξιώθηκε λάβα

Όχι ασπασμό

Φιλί].

 

 

Τόση η απελευθερωτική δύναμη του Έρωτα από τον του σώματος κλοιό, που

[όταν τα πάντα στα νερά βυθίζονταν

εκείνη

το δικαίωμα υπερασπιζόταν στην πτήση

Ολονυχτίς συναρμολογούσε βρεγμένα φτερά

Πτίλο τον πτίλο

έρραβε].

 

 

Η λαχτάρα για πτήση στον ουράνιο θόλο του έρωτα, για ταξίδια σε μέρη πρωτόγνωρα, αξία πανανθρώπινη, αξία πέρα από σύνορα:

[Στου έρωτα τη ρωγμή

άγριες φύτρωσαν ανεμώνες

Κυνικοί Κυριακής τις κυνήγησαν εκδρομείς

 

Κυνηγοί παράνομοι

αγραίας ηδονής].

 

Αναρωτιέμαι, ποιος νόμος θέτει εκτός του την «πεθυμιά», την ελεύθερη βούληση και επιλογή

[των αποφασισμένων

αμετανόητων εραστών]

 

όταν το ανθρώπινο σώμα

[σε κλοιό σώματος ασφυκτικό

διαρκώς

επιχειρεί έξοδο

ρήγμα

σεμνήν ανάληψη

χωρίς φωτοβολίδες

στον ουρανό].

 

Ποιος φτιάχνει τον κλοιό στο σώμα; Ποιος του φοράει αλυσίδες;

Ξεχνάμε συχνά κάτι θεμελιώδες: όταν εμποδίζεις την έξοδο, όταν υποτάσσεις το σώμα στη βία της λογικής, όταν του στερείς έστω και τη δυνατότητα σεμνής ανάληψης στον ουρανό της δικής σου παραφοράς, στο δικό σου ονειρικό φάσμα, η γνωστή σε όλους επίπτωση, αργά ή γρήγορα σε επισκέπτεται. Εραστής σου (ή ερωμένη σου) πλέον: η αρρώστια. Κι ας μην έχεις συναίσθηση.

Είναι ένα τεράστιο ζήτημα που έχει απασχολήσει και θα απασχολήσει στο μέλλον γιατρούς, φιλοσόφους, ερευνητές.

 

Η επόμενη υποενότητα, με τίτλο ένα ξερό «Β΄», προδιαθέτει για το άγνωστο, για το τι μπορεί να έπεται μετά. Το μόνο που ακούγεται αρχικά είναι

[βόμβος… / κλιματιστικών που ξενύχτησαν

συντρέχοντας σώματα

άλλα να παραμείνουν στην συνουσία εν τάξει

δροσερά

κι άλλα για να συντηρηθούν ανέπαφα

έως την επόμενη

διάπυρη

μοναξιά].

 

Το σώμα και η νύχτα. Το σώμα στην πόλη. Το σώμα που με τον έρωτα τρέφεται και παραμένει δροσερό, το σώμα που όντας μόνο, μόνο προσμένει. Μόνη παρέα; Η μοναξιά του, παρ’ όλο που κάποιες φορές μπορεί εκείνο να είναι υπαίτιο γι αυτήν, εκείνο –μέσω νοητικών επιλογών–  να προτιμά να κρατά καλά κλειστό και προφυλαγμένο τον κλοιό του.

 

 

Σώματα που κάποτε ήταν θελκτικά, προκλητικά. Κάποτε άναβαν φωτιές:

[στήθη, θηλές

λαγόνες

 

Τότε εφορμούσαν

και Κύκλωπες

και Λαιστρυγόνες].

 

Τώρα;

[Άπρακτα χέρια σε αζήτητα κορμιά],

νοσταλγικά αναμασούν

[ακυρωμένες προσδοκίες],

υπακούοντας στο

Ωλένιο θεώρημα»] (τίτλος ποιήματος):

 

[Οι υποτείνουσες των άπρακτων

κρεμασμένων χεριών

από τις καθισμένες αντίκρυ γωνίες

των συσπειρωμένων

αζήτητων κορμιών

κατά πολύ υπερβαίνει

το λογικό τετράγωνο

των ακυρωμένων προσδοκιών].

 

Η μνήμη; Ένα πλεκτό, που προχωράει πόντο τον πόντο, πόνο τον πόνο:

[Πόσοι άπλεκτοι

πόντοι βουβοί

και πόνοι πόσοι].

 

Τι άλλαξε; Τι είναι αυτό που φέρνει το ποιητικό υποκείμενο πίσω

[και γδύνει και πλένει και ντύνει

νεκροστολίζει

κάθε της πεθυμιά

Για μοιρολόι ούτε κουβέντα

Αθόρυβα όλα τελούνται

 

Μήπως

το ροκανίδι του χρόνου…

κομμάτι αχώνευτο

του προχτές]

 

ή μήπως τα

[μνημεία πληγών];

 

Μήπως η φυτεμένη από το σύστημα (θρησκευτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, οικογενειακό) στην ψυχή του ανθρώπου ντροπή, ήτοι η βιασμένη εντροπία, η εξόριστη αρμονία;

[Ζυμάρι που φούσκωσε απότομα πολύ

Πώς να το πεις κορμί

σώμα

Όλο ψίχα

Και ψύχρα

 

Και ντροπή].

 

Μήπως είναι τέτοια η διάβρωση από τις πεποιθήσεις και την απολυτότητα των αντιλήψεων που

[τα δε αναχώματα διαβρωμένα πλέον

ισχνά;]

 

Ότι κι αν γίνει, το Finale (τίτλος ποιήματος) έρχεται λυτρωτικό:

[Και μετά την κοινωνία

σώματος

αίματος

ψυχής

Παραμένει ο πόθος αήττητος

Περισσότερον ασεβής].

 

 

Η επόμενη ενότητα βρίσκεται υλικά σε ένα άλλο σώμα (όλες βρίσκονται σαν δερματοστιξία στο σώμα του βιβλίου): «Στο σώμα του κειμένου» με τη δοτική πτώση κυρίαρχη, σε έναν διπλό υπαινιγμό, αφού το «δοτική» μπορεί να ιδωθεί και σαν το θηλυκό του «δοτικός»:

[Σε πτώση πλάγια

ελεύθερη

εμμένει δοτική

Πρωτόκλιτη

Ενσυνείδητα υπογεγραμμένη

έως την ύστατη

έσχατη

της συντριβής γραμμή].

 

Η δοτική (και γραμματολογικά και μεταφορικά, υπό την έννοια του «δίδω», «δίνομαι») αν είναι συνειδητή επιλογή, ίσως αποτελεί τη σφύρα με την οποία σπάει ο κλοιός σώματος. Μπορεί να είναι πλάγια, όπως το χτύπημα, όταν θέλουμε να είναι πιο αποτελεσματικό ή να πονέσει περισσότερο. Όπως η πτώση, όταν σπάσει η βακτηρία που μας στηρίζει. Όταν τα «έχουμε δώσει όλα» και μας γυρίζουν την πλάτη. Όμως το να δίνεσαι, δεν παύει να είναι ελεύθερη επιλογή, δεν παύει να αξίζει κάθε λεπτό ως την τελική συντριβή, η οποία είναι ένα ενδεχόμενο, όχι βεβαιότητα.

 

Ρισκάρεις; Ναι, γιατί όχι; Αν είσαι στην αλήθεια σου, πολύ καλά κάνεις.

Επόμενο είναι να έλθει κάποια στιγμή η «Αναμέτρηση» (τίτλος ποιήματος) της φωνής είτε με το σώμα (φυσικό ή χάρτινο) είτε με την ψυχή, όπως τότε που εκείνη

[μέσα στα αίματα

γδαρμένη αρθρώθηκε

κατακόκκινη].

 

Αυτό και μόνο ίσως είναι «Ένας καλός λόγος για ν’ αναπνέω» (τίτλος ποιήματος), όπως ομολογείται, καθώς λαμβάνει χώρα με ευλάβεια η απόθεση της εσωτερικής φωνήςιδέαςγεννήματος της ποιήτριας:

[στα πάλλευκα…/ παλλόμενα σιμά μου χαρτιά].

 

Αυτογνωσιακή, λυτρωτική ή βασανιστική, ψυχαναλυτική πάντοτε, η γραφή σωματοποιείται ώσπου να γίνει δεύτερη φύση:

[καθ’ έξη και μέθεξη εκεί…

ακονίζει μολύβι

θωπεύει χαρτί…

την άχρονη διεκδικεί

άφθαρτη μορφή

να λάβει

να θέλει

ανάσα να δώσει

 

Πνοή].

 

Ένα άλλο σώμα (της γραφής) αναπνέει μέσα στο φυσικό σώμα με την πνοή που του έδωσε ο δημιουργός του, όπως ακριβώς αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεση 2,7) για την πνοή του Θεού που έδωσε ζωή στον από χώμα της γης φτιαγμένο άνθρωπο. Ο άνθρωπος (συγγραφέας) προσπαθεί εμφυσώντας την πνοή του στο χαρτί ως άλλος Θεός, να το ζωντανέψει, να του δώσει ζωή.

 

Κάθε γραμμή που γράφεται είναι και μια εκπεφρασμένη απόπειρα δημιουργίας. Είναι τα μέλη που τελικά θα συνθέσουν το όλο σώμα. Γι αυτό και στο σώμα του κειμένου το σβήσιμο των γραμμών θεωρείται ασέλγεια από την ποιήτρια, η οποία δεν έχει απλώς κατ’ όνομα και την φιλολογική ιδιότητα, αλλά είναι κατ’ ουσίαν φιλόλογος (σχετικό ποίημα σελ. 90).

Θυμίζω εδώ ότι στα συμβόλαια, δεν επιτρέπεται το σβήσιμο λέξεων ή γραμμών παρά μόνο η διαγραφή τους, συνοδευόμενη από σχετική σημείωση (παραπομπή) στο πλάι με τον αριθμό της και με τις υπογραφές όλων των συμβαλλομένων στο περιθώριο, κάτι που ποιητικά (και μεταφορικά) δίδεται ως εξής:

[Στα περιθώρια όμως

ανεξίτηλες

μία μία οι Ερινύες

έθεταν

 

υπογραφές].

 

Η διαρκής κυοφορία της ποιητικής μήτρας, δεν καταλήγει πάντα σε επιτυχημένους τοκετούς. Το νέο σώμα που γεννιέται, δεν είναι πάντοτε όπως το ονειρεύονται όσοι γράφουν:

[Μερόνυχτα δύο ο πόνος στα σπλάχνα /…/

μία και μόνη ασχημούλα ετέχθη

 

ξεπρόβαλε

ανωφερής στροφή]. 

 

Η αφή και στου κειμένου το σώμα σε κυρίαρχο ρόλο, αφού μέσα από αυτή φτάνει η λέξη στο χαρτί και το μετασχηματίζει. Η αγωνία, η επιθυμία, η ανάγκη για έκφραση είναι τόσο επιτακτικές, που σαφώς είναι ερωτικές. Έρωτας χωρίς αφή γίνεται;

[Με λιωμένο μολύβι στο χέρι

κεκαυμένη

επαίτης

περιφέρεται η αφή].

 

Τα ποιήματα, ως η τελειότερη μορφή γραφής;

Πλάνητες:

[Κατά πρόσωπον

Κατά μέτωπον

Κατά μάτια στεγνά

Ανεστίαστα και ανέστια

Τα ποιήματα

Πλάνην ποιητικήν πλανώνται

Θολά].

 

Η ενότητα τελειώνει με την ομολογία της προτίμησης σε «Λέξεις κοινές» (τίτλος ποιήματος) και την προτροπή (την οποία δεν εφαρμόζει η ίδια απαρέγκλιτα):

[Τις άσπιλες

Τις άμωμες

Τις εκτυφλωτικές

Να τις διαλέξει άλλος].

 

Η επόμενη υποενότητα, με τίτλο πάλι ένα ξερό «Β΄», δεν προδιαθέτει για τίποτα. Άγνωστο πάλι τι έπεται μετά. Αρχίζει με μια ωδή σκόρπιων ολιγόστιχων αναφορών στο γράμμα, στη λέξη, στο ποίημα. Τα περισσότερα ποιήματα που είναι ενταγμένα σε αυτό το μέρος του σώματος του κειμένου, είτε είναι αφιερωμένα σε λογοτέχνες ποιητές είτε έχουν ως «μότο» τους αποσπάσματα έργων τους.

Από τον αγαπημένο μου «Αφρό των ημερών» του Μπορίς Βιάν, οι σελίδες περνάνε στο κλασσικό «Επέστρεφε» του Καβάφη, στον «Όμορφο Κόσμο» της Γιολάντας Πέγκλη, στο «αείζωον πυρ» του Ηράκλειτου, στο «Carpe diem» του Οράτιου, στον «θάνατο του Μύρωνα» του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, στις «Τρεις δοκιμές για την Άχνα» του Στρατή Χαβιαρά, όλα σταθμοί του ταξιδιού της ποιητικής της.

 

Ενσωματώνεται η ρήση του Γιώργου Γώτη ότι «παλιώνουν τα σώματα» και αφομοιώνεται ποιητικά

[κι όταν εκτός το ένα

του άλλου

ταχύτερος της παλαίωσης ο ρυθμός

/… η ανάγκη…

κατατρώει τότε τις σάρκες

φτύνοντας κάποτε χαμαί

όξος

 

Μπορεί και χολή].

 

Ποια σώματα; Των δύο εραστών; Των δύο συντρόφων ζωής; Του φυσικού και του λογοτεχνικού (ποιητικού); Γιατί μετά από μια ολόκληρη ζωή δεν έχει αμβλυνθεί η οξύτητα της ανάγκης, γιατί δεν έχει αρμονικά αγκαλιαστεί; Γιατί δεν έχει σκεπάσει το σεντόνι της συμφιλίωσης τα πάθη, αλλά αυτά μαζί με την ανάγκη βίωσής τους αναδύονται άκαμπτα και επιτακτικά; Γιατί οι φυσικές –άρα φυσιολογικές– ανάγκες του σώματος θεωρούνται ασεβής πόθος, για να θυμηθούμε και την αρχή του βιβλίου; Αν δεν κατάφερε ως τώρα η Ποίηση ή η ίδια η Ζωή  να γεφυρώσει τα δύο σώματα (όποια και αν είναι αυτά) ποιος θα μπορούσε να το καταφέρει; Μήπως το παιχνίδι είναι χαμένο εξ’ αρχής;

 

Πολλές φορές η αθωότητα σώζει. Συχνά (κατά την Κατερίνα Κούσουλα) «δεν ξέρει η αγάπη να βαδίσει» και ο (η) ερωτευμένος (η)

[μονάχα κοίταζε

Πώς το ιώδες συντίθεται

από την σύζευξη

 

του κόκκινου με το μπλε].

 

Κόκκινη μούσα: το πάθος, ο έρωτας. Κόκκινο το φλεγόμενο σώμα. Κόκκινο το αίμα. Κατακόκκινος ο οργασμός.

Μπλε η αταραξία του άλλου σώματος (ποιητικού, της γραφής), μπλε η εμπειρία του (φυσικού σώματος, λογοτεχνικού), μπλε η θάλασσα (χρόνος, διακυμάνσεις, σώμα απεραντοσύνης), μπλε ο ουρανός (όνειρα, επιθυμία, σώμα της προσδοκίας).

Πρώτη ανάμιξη με την έξοδο από το σκότος της μήτρας στο φως του ουρανού: κόκκινο με μπλε.

Διαλύτης; Ο χρόνος. Αποτέλεσμα; Σώμα ένα. Χρώμα ένα: ιώδες. Κοινώς: μωβ. Χρώμα της πνευματικότητας, του μυστηρίου. Χρώμα όμως και του πένθους.

Οι αναγνωρισμένες δεξιότητες της ποιήτριας και στη ζωγραφική, δεν ήταν δυνατόν να μη χρωματίσουν τουλάχιστον μία σελίδα, δεν ήταν δυνατόν να μην βάψουν μωβ τον όποιο κλοιό.

 

Η πορεία συνεχίζεται «με τους στίχους στο αίμα» (στίχος του Κώστα Θ. Ριζάκη από «τα επόμενα πένθη») αλλά και με το ποίημα με τίτλο «Επιτάφιος νόμος» αναφερόμενο με τον τρόπο αυτό (παράφραση) στο βιβλίο του «Επιτάφιος δρόμος», με επιλεγμένη έμφαση στο στίχο του (από την ενότητα «ο κυρίως ναός»): «τριάντα τρία χρόνια ράγισα στις πέτρες». Είναι μια απόπειρα να μεταφερθεί στο χαρτί η τραγικότητα μιας ζωής που ακροβατεί προσπαθώντας να ισοσκελίσει με τον Λόγο

[… τον ισολογισμό της γης προς τον ουρανό

που μεριμνά το χώμα να διατηρείται αρκούντως νωπό

όσο πρέπει

για να ευδοκιμούν μακρά τα φωνήεντα].

 

Ο «Επίλογος» (τίτλος του τελευταίου ποιήματος) αποπειράται να φέρει κοντύτερα τα δύο σώματα. Το ποιητικό με το φυσικό, της γραφής με το κατά κυριολεξία σωματικό, το ψυχικό με το καθαρά υλικό. Ο τρόπος; Παράξενος, αφού ξεχάστηκε (ή επίτηδες αποσιωπήθηκε) η διακηρυγμένη δοτική και αναδύθηκε (ως καταλληλότερη;) μια απελπισμένη, άκομψη (θυμωμένη;) προστακτική, ευχή και κατάρα μαζί για όποιον πιάνει στο χέρι μολύβι και χαρτί:

[Ουκ έστι τέλος, ψυχή

Σκάσε και δούλευε

σκάψε

Ξανά και ξανά

Και όρθωσε λόγο μόνο στη βράση

σαν βρεις το κάτι

βρήκε και κάνει

και έχει

και πρέπει

προτού φουσκώσει, χυθεί, ξεραθεί

στεγνώσει

 

μελάνι

να στάξει να βρέξει γραφή].

 

Η τελευταία υποενότητα, απαλλαγμένη περιορισμών, εκτός κλοιού σώματος  –με εξαίρεση ίσως αυτόν της δημιουργού της–, με τη μοναδική ελευθερία εκλογής βιβλίων δημιουργών, ενώ φαίνεται εξωτερικά παγιδευμένη στα επιλεγμένα αποσπάσματα, τα χρησιμοποιεί ως όχημα για να κινηθεί με απόλυτη ελευθερία χαρτιού στα πεδία που η εσωτερική της φωνή την οδηγεί. Η μαεστρία της ποίησης καταφέρνει αυτό που οι φυσικοί δεν έχουν καταφέρει ακόμη (μόνο η Τέχνη του κινηματογράφου το κατάφερε –ως εικονική πραγματικότητα εννοείται): να μπορείς να περνάς με όλα σου τα σώματα μέσα από τα όρια του εκάστοτε κλοιού σου, της εκάστοτε φυλακής σου και να βρίσκεσαι στην άλλη πλευρά αλώβητος, ανέγγιχτος, λεύτερος. Να μπορείς να κινείσαι ελευθέρα τη βουλήσει (για να βάλουμε και τη δοτική πάλι στο παιχνίδι) όπου θελήσεις. Ναι, η ποίηση το καταφέρνει. Η ποίηση συμπορεύεται με την κβαντική φυσική.

 

Στα ποιήματα, τα ουσιαστικά είναι σε πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με τα ρήματα. Τα επίθετα με οικονομία, ως απολύτως αναγκαία προσδιοριστικά του νοήματος, της εικόνας, της ιδέας. Ο τρόπος; Χειρουργικός, ακριβής, ανελέητος.

Η πολύχρονη φιλολογική εμπειρία της Χριστίνας Καραντώνη, το ποιητικό της δαιμόνιο και ο έρωτάς της με την ελληνική γλώσσα, φέρνουν στο φως διαμάντια ομόηχων λέξεων και παρηχήσεων, τα οποία μοιράζεται για να μπορέσει ο αναγνώστης θαυμάζοντας τον πλούτο αυτόν, να πάρει μια ανάσα:

 

  • [ανταπόκριση μηλιάς με μιλιά δαγκωμένη]
  • [προτού… σύμπαντες ενδώσουν οι ενδοιασμοί κι ανοίξουν]
  • [να κατασταλεί δυνατόν δεν κατέστη]
  • [παρηχήσεις / Απροκάλυπτες / Σε ακάλυπτο ανταριάζουν]
  • μετά το μέλος / λυμένα τα μέλη / λυτά].

 

 

Το όλο βιβλίο (των 136 συνολικά σελίδων) με κοσμήματα και εξώφυλλο έργα της ποιήτριας, σε μια άψογη τυπογραφικά έκδοση από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ, αρθρώνει με σπαρτιάτικο τρόπο έναν ποιητικό λόγο αριστοτεχνικά δομημένο, ευκρινώς αναγνωρίσιμο πλέον, αφού έχει τον δικό του ιδιαίτερο ρυθμό και τη δική του ιδιόμορφη ροή.

Η εμμονή με τη γραφή, με τις λέξεις, με τον Λόγο; Πανταχού παρούσα, όπως άλλωστε και η αγάπη της ποιήτριας για τα ελληνικά και τη σωστή χρήση τους.

Η πρόσθετη αξία του βιβλίου αυτού πηγάζει από την απροκάλυπτη αναφορά στον έρωτα, στις ιδιότητές του, στη δύναμη και τις ευλογίες του. Άρα και στο σώμα.

Σώμα χωρίς Έρωτα δεν γίνεται. Αλλά ούτε Έρωτας χωρίς σώμα γίνεται. Ή όχι;

 

Αν κάποιοι βλέπουν τον Έρωτα ως περιορισμό, οι εδώ οπτικές τον αναδεικνύουν ως τον μόνο ικανό να σπάσει κάθε κλοιό, αρχής γενομένης από αυτόν του σώματος. Έτσι ο τίτλος του βιβλίου είναι συνεπής είτε αναφέρεται σε σώμα κειμένου είτε σε ανθρώπινο, υλικό σώμα. Το πόσο υλικό είναι το ανθρώπινο σώμα είναι μια άλλη ιστορία, η οποία όμως θίγεται με ευθύτητα σε πολλά ποιήματα της συλλογής.

 

Θα μπορούσε κάποιος βιαστικά να χαρακτηρίσει την ποίηση αυτή, ποίηση δωματίου. Αν έχει στο μυαλό του την ποιότητα της ποίησης του Αργύρη Χιόνη, δεν θα έχω αντιρρήσεις.

Νομίζω ότι προσεκτική μελέτη των ποιημάτων θα καταδείκνυε ότι ναι, το ένα σώμα –αυτό που γράφει– είναι σε κάποιο δωμάτιο και βασανίζεται με το μολύβι ή με τα πλήκτρα (όπως συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους της γραφής) αλλά το άλλο σώμα –αυτό που εμπνέεται, που παρατηρεί, που βιώνει– είναι έξω στην καθημερινότητα, αγωνίζεται. Παρατηρεί, επικοινωνεί, αλληλεπιδρά, ζει και μάλιστα καλλιτεχνεί με τη φωτογραφική μηχανή εκτός δωματίου, έτσι όπως με τον χρωστήρα εντός. Η σχολική αίθουσα, η ενέργεια των παιδιών, ο λογοτεχνικός πλούτος της Ελλάδας, οι εμπειρίες από την καθημερινή τριβή, οι φίλοι ως σημείο αναφοράς, η επαφή με τη φύση και δη με τη θάλασσα, η πόλη ως χώρος και ως τρόπος, η αδυσώπητη παρουσία της τεχνολογίας, οι τρέχουσες πολιτικο–κοινωνικο–οικονομικές εξελίξεις, βρίσκουν τη σεμνή ποιήτρια μάχιμη, πρόθυμη να βοηθήσει, να αντισταθεί, να κλάψει, να μοιραστεί.

 

Με το μολύβι στο χέρι και με το φως αναμμένο να ράβει σιωπηλά «πτίλο τον πτίλο», με τη φλόγα του κεριού της έτοιμη ν’ ανάψει τα κεριά των μαθητών της, με την αφή της ψυχής της να ακουμπά με σεβασμό κάθε τι που επιλέγει ν’ αγγίξει, μετασχηματίζει την ποίησή της σε καθρέφτη αγωνίας, προβληματισμών, ανησυχιών.

 

Το «είναι» της, εγκατεστημένο προσωρινά στον φθαρτό κλοιό του σώματός της, μπορεί με τη δύναμη της Τέχνης να αναγάγει το προσωπικό δωμάτιο της οικίας της σε Δωμάτιο Λέξεων κι αυτό με τη σειρά του μπορεί να αναχθεί σε Δωμάτιο Λόγου, ώσπου να καταλήξει μετά από αλλεπάλληλες διαστολές σε ένα Ασύνορο (χωρίς κλοιούς) Δωμάτιο Ζωής, όπου φιλοξενούνται ο ουρανός, η γη και όλα τα επ’ αυτής.  Το Δωμάτιό της, εν δυνάμει χωροθετημένο στην Οικία της Γης, όπως και η Οικία της Γης στο Μεγάλο Χωριό του Σύμπαντος.

 

Η ποιητική της, δημιουργεί με τον λεκτικό και νοηματικό πλούτο του βιβλίου έναν (για να παίξουμε και το παιχνίδι της) κλοιό ποιητικού σώματος, όπου αν προσέξεις καλά, θα δεις ότι πρόκειται για περιδέραιο, μαργαριταρένιο «κολιέ» σώματος και όχι «κλοιό».

 

Αφού το σώμα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης:

[Δικαιούται απαλλαγής από το αίμα

 

Αίθριο

Να διασχίσει

–διαυγές–

ουρανό].

 

 

 

ΥΓ

Στην ποιητική συλλογή, εκτός από την παύλα και το ερωτηματικό, απουσιάζουν εντελώς τα σημεία στίξης. Στην εδώ αναγραφή αποσπασμάτων, έκανα χρήση τελείας όπου το θεώρησα απαραίτητο για την σαφέστερη πρόσληψη της προσέγγισης.

 

 

 

 

* O Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top