Fractal

Γεράσιμος Δενδρινός: Τέσσερα ποιήματα σε γκρίζο φόντο

 

 

 

9  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ  2016

 

Η Δύση ανέκαθεν μου ήταν αποτρόπαια,

ενώ η Ανατολή μονάχα η γνήσια πατρίδα.

Μελετώ ακόμα  τα δικά της τρόπαια

και όχι του κόσμου τούτου τα στολίδια.

Στα πιο μεγάλα ποτάμια πλάι βρέθηκα

βαδίζοντας κατά μήκος του γάργαρου νερού,

είδα ιερές θίνες, κήπους, του ανέμου τα πηγάδια,

αφέθηκα στην πνοή ενός ανέμου αλλοτινού.

Σ’ αυτή τη χώρα με ζιζάνια και κούφια λόγια,

οι άνθρωποι χλευάζουν τον μόχθο και τον λυγμό,

ας  ήταν  να μην αντικρίζω πια μονάχα σφάγια,

καμιά θυσία δεν είναι για τον δικό μου ουρανό.

 

GREEK  HATCIKO [i]

                                                          16.4.2017

 

Πάντα σε κάθε γιορτή θα περιμένω,

μήπως και ξαναφανείς στους ίδιους κήπους,

αύρα πολύτιμη, παλαιό δώρο, χαρισμένο,

αλλ’ αχρηστεμένο από αδεξιότητα της φύσης

που δεν της πρέπουν προσευχές και βουβά δάκρυα.

Κάθε φορά που άνοιγα τα παράθυρα,

νόμιζα πως σ’ έβλεπα να τρέχεις προς το μέρος μου,

ζώο ιερό, προσωρινό απόκτημα της μονότονης ζωής,

αιώνια απαντοχή και τερπνή στιγμή μου.

Ακόμη σε βλέπω να με ακολουθείς,

σε όλους τους δρόμους μιας πόλης γερασμένης –

βάδιζες πάντα πλάι μου ίσαμε να φτάσω στον σταθμό,

και με πάρει κι εμένα ο συρμός,

χαμένο πίσω από κλειστές πόρτες

με τ’ αδιάφορα, μαρμαρωμένα πρόσωπα,

που ’χουν την ίδια έκφραση πρωί και βράδυ.

Στην ίδια αποβάθρα κάθε απόγευμα με ανάμενες

σιωπηλή ματιά, φύλακα του λεηλατημένου μου βίου,

λάμψη απατηλή πάνω σε πρόσφατα συντρίμμια.

Έτσι, όπως καθόσουν σιωπηλό, σαν λυτρωτική ανάσα,

μέσα στο ημίφως του δωματίου μου,

μου έπαιρνες την κούραση της μέρας και την ένταση,

τις πληκτικές εικόνες με τους αλλοτριωμένους συναδέλφους,

τα αιώνια τρεξίματα για μικροπράγματα,

ιδιοτελή ίχνη και μικροπρέπεια,

μέχρι που με πήρε τόσο πρώιμα η δίνη του θανάτου.

Ξέρω πως κάθε βράδυ με περιμένεις

στην πλατφόρμα μήπως και με δεις.

 

Ο δικός μου Χάτσικο (2001-2014)

 

Σε είδα πάλι και σήμερα,

αλλά δεν μπορούσα να σου μιλήσω,

έτσι που διαχωρισμένοι ζούμε,

ακόμη κι αν δύναμαι να γλιστράω σαν σκιά

μέσα από σίδερα και τοίχους.

Τα δύο τελευταία χρόνια που δεν υπάρχω,

είναι η σειρά μου να σε συνοδεύω στο σπίτι,

με τις αποτυπωμένες μας σκιές στα τζάμια των μαγαζιών,

τότε σταματούσαμε, θυμάμαι, στα φανάρια του δρόμου,

αφήνοντας την πλαγιαστή βροχή να πέφτει πάνω μας.

Σ’ ενθουσίαζε στην αρχή αυτή η εικόνα,

κι ας σε τρόμαζαν τα μπουμπουνητά κι οι αστραπές

όταν φτάναμε σπίτι, αλλά ποτέ δεν κρύφτηκες πίσω από το γραφείο –

ήθελες να συνεχιστεί η σιωπηλή κουβέντα μας,

οι χαρές και τα παιχνίδια,

που τώρα πια φαντάζουν ολοζώντανα και η γλώσσα μας είναι κοινή,

αλλά κρίμα να παραμένω ακόμη αόρατος σε σένα.

Όταν πια θα βρεθούμε στου άλλου κόσμου τα βασίλεια

κι ενώσουμε ξανά για πάντα τη ζωή που μας αφαίρεσε η μοίρα,

εμείς θα συνεχίσουμε το τραγούδι της αγάπης και της αφοσίωσης,

ανέμελοι και παντοτινά δεμένοι ενάντια σ’ αυτό τον κόσμο

του αποχωρισμού, της φθοράς και της καταδίκης.

 

Ιαπωνία, Τόκιο: Ο πραγματικός Χάτσικο, το 1934, ένα χρόνο πριν τον θάνατό του.

Όλος ο κόσμος χάθηκε / σαν χάθηκες κι εσύ. [Μ. Χατζηδάκις, Η Τιμωρία ]

 

 

ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ

 

Αδυνατώντας να σε ξαναδώ,

ας σε ακούω τουλάχιστον αραιά και πού,

έστω για λίγο, στο τηλέφωνο,

μήπως κάποια απατηλή χαρά νοτίσει

τη βασανισμένη ψυχή και το σώμα.

Κι όταν δικαιολογημένα χάνεσαι,

σε καθημερινές και κοπιαστικές μέριμνες

τότε είναι που νομίζω πως σε βλέπω

να τρέχεις εσπευσμένα παντού,

λες και σε καταδιώκει ο χρόνος και η ανάγκη,

ακόμη κι όταν βρίσκεσαι με συναδέλφους

στα ίδια γραφεία με το ελάχιστο φως,

όπου έγγραφα αναμένουν επικύρωση,

ενώ οι άνετες πολυθρόνες, ο καφές ή το τσάι,

απαλύνουν κι αυτή τη φορά κάπως την αψιμαχία

μήπως και πετύχεις το ζητούμενο,

με τη ολιγόωρη αυτή επαφή

και την επιθετική επικοινωνία.

Ανέκαθεν είχα ν’ αναμετρηθώ με πολλά,

και με άλλα τόσα να παλέψω.

Σκηνές τετελεσμένες και μάταιες,

κρέμονται ακόμη σαν εικόνες στον ίδιο τοίχο,

κυριαρχώντας νύχτες και νύχτες στα ενύπνια.

Ωστόσο, η ίδια εικόνα της ταραγμένης μνήμης

παραμερίζει τις υπόλοιπες. Καθώς λάμπει η σπάνια όψη σου,

χαρίζει εύκολα στους άλλους εμπιστοσύνη και πειθώ,

γι’ αυτό και κυλούν οι μέρες σου ανώδυνα,

ακόμη και μες στις πιο σκληρές δοκιμασίες,

του πολυκύμαντου δημοσιοϋπαλληλικού σου βίου

ίσαμε αξιοποιηθεί η ζωή δημιουργικά,

χωρίς τη σύγχρονη μεγεθυμένη ανασφάλεια,

αλλά όπως και πριν, τότε που η σιγουριά για το μέλλον

ήταν χειροπιαστή κι ανεμπόδιστη.

 

 

 

ΑΡΣΑΚΕΙΟ  ΜΕΓΑΡΟ

 

«Ξέρω πως με συμπαθείτε, αλλά δεν έχω την απαίτηση

να γράψετε για μένα…»,  μου είπε η νεαρή ποιήτρια

αφού σηκώθηκε απότομα από τη θέση της. Η ξεχωριστή ομορφιά

και το έντονο άρωμά της επιβλήθηκαν για μια ακόμη φορά

στον χώρο της καφετέριας.  «Αλλά επειδή είστε καλός,

θα γράψετε,  έτσι δεν είναι;».

Για να γράψω – ούτε συζήτηση. Οι στίχοι της ήταν υπερβολικοί,

η γλώσσα μικτή, τα θέματα κοινότοπα,

κι ο συναισθηματισμός τους ρηχός και συνηθισμένος.

Ήδη, στο διαδίκτυο είχε πάρει υμνητικές κριτικές

από γνωστούς λογοτέχνες, για ν’ αναγκαστεί

να πράξει ως αντιχάρισμα κι αυτή το ίδιο,

όταν θα λάβαινε τα βιβλία τους.

Είχα κουραστεί πια να γράφω αρνητικές κριτικές

για τους πρωτοεμφανιζόμενους.  Η νεανική τους εμμονή

και η εγωιστική τους πίστη πως οι συλλογές τους

άξιζαν, μ’ ενοχλούσε. Το ίδιο αισθανόμουν

και με τις κυρίες κάποιας ηλικίας, που,

αφού συνταξιοδοτήθηκαν, για να καλύψουν

τον άπλετο χρόνο τους, έγραφαν στίχους,

θέλοντας με το ζόρι να καθιερωθούν κι αυτές

ως απαράμιλλες γραφές στην ιστορία της ποίησης.

Αφέθηκα να κοιτάζω την αδύνατη σιλουέτα της,

καθώς διέσχιζε το πλακόστρωτο της ταράτσας του Café-Polis.

Πάει πολύς καιρός, που την είδα ένα βράδυ στο Θησείο.

Γευμάτιζε σε υπαίθρια ταβέρνα μαζί με τον φίλο της,

και μόλις με ξεχώρισε μέσα  στο διερχόμενο πλήθος,

εστίασε ενοχλημένη αλλού το βλέμμα.

Στην άκρη της σκάλας του Αρσακείου Μεγάρου,

την είδα να μου γνέφει τρυφερά. Δεν ανταπέδωσα.

Μόνο ο ήχος του κινητού στην τσέπη του μπουφάν μου,

που ακούστηκε ξαφνικά, ήταν αναπάντητη κλήση

για καταχώρηση του αριθμού της

στη λίστα των φίλων μου.

 

 

[i] Χάτσικο: Γνωστός και ως Chuken Hachiko (忠犬ハチ公, Ο Πιστός Χάτσικο ήταν ένας λευκός σκύλος ράτσας Ακίτα ο οποίος γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1923, στην πόλη Οντάτε της Ιαπωνίας. Έγινε διάσημος για την αξιοθαύμαστη αφοσίωση στον κύριό του, στον οποίο έμεινε πιστός για όλη του την ζωή. Τον Ιανουάριο 1924, ο Χιντεσάμπουρο Ουένο, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, υιοθετεί ένα λευκό κουτάβι Ακίτα, ηλικίας δύο περίπου μηνών, το οποίο ονομάζει Χάτσικο (σημαίνει κυριολεκτικά: Ο όγδοος ευοίωνος πρίγκηπας). Ο καθηγητής ζούσε μοναχικά στα περίχωρα του Τόκιο και μεγάλωσε τον Χάτσικο σαν πραγματικό φίλο και σύντροφο. Ήταν πραγματικά αχώριστοι και καθημερινά περπατούσαν μαζί μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό της Σιμπούγια, όπου ο καθηγητής έπαιρνε το τρένο για να πάει στο πανεπιστήμιο. Ο Χάτσικο πήγαινε κατόπιν σπίτι, αλλά το απόγευμα ξαναγύριζε στον σταθμό, όπου περίμενε την επιστροφή του κυρίου του. Τον Μάιο του 1925 ο Χάτσικο συνόδευσε, όπως πάντα, τον καθηγητή στον σταθμό του τρένου και γύρισε σπίτι. Ο καθηγητής όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στον σταθμό διότι κατά την διάρκεια μιας διάλεξης στο πανεπιστήμιο πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία. Ο Χάτσικο ξαναγύρισε στον σταθμό, περιμένοντας στο ίδιο σημείο τον κύριό του κάθε μέρα, για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1925, ένας μαθητης του Ουένο ο οποίος ήταν ειδικός στα σκυλιά Ακίτα, αναγνώρισε τον μεγαλόσωμο σκύλο. Παρατήρησε δε, πως ο Χάτσικο περίμενε στον σταθμό κοιτάζοντας τα τρένα μέχρι να βγει και ο τελευταίος επιβάτης και ρωτώντας τους περαστικούς και τους θαμώνες του σταθμού οι οποίοι τον τάιζαν, έμαθε τον λόγο της αναμονής του. Λίγο καιρό μετά, δημοσίευσε μια εργασία για τα Ακίτα, την μεγαλύτερη από τις επτά ιαπωνικές φυλές τύπου Spitz (Σπίτζ), η οποία αριθμούσε τότε μόνο τριάντα καθαρόαιμα σκυλιά: ένα από αυτά ήταν και ο Χάτσικο. Ο μαθητής αυτός ερχόταν συχνά στον σταθμό για να δει τον Χάτσικο και έγραψε πολυάριθμα άρθρα σε τοπικές εφημερίδες, εξυμνώντας την αφοσίωση του λευκού Ακίτα. Ένα από αυτά τα άρθρα δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας και ο Χάτσικο γίνεται σύντομα διάσημος. Οι Ιάπωνες εντυπωσιάζονται, ενώ γονείς και δάσκαλοι χρησιμοποιούν τον Χάτσικο σαν παράδειγμα ύψιστης αφοσίωσης και πίστης στην οικογένεια. Τελικά, ο Χάτσικο χαρακτηρίστηκε σαν ζωντανός θρύλος και ένας διάσημος γλύπτης φιλοτέχνησε ένα μπρούτζινο άγαλμα που τον απεικονίζει καθιστό, να περιμένει το αφεντικό του. Το άγαλμα αυτό τοποθετήθηκε σε μια έξοδο του σταθμού της Σιμπούγια, ενώ στα αποκαλυπτήρια ήταν παρών και ο ίδιος ο Χάτσικο. Η ιστορία του έγινε η αιτία της αναθέρμανσης του ενδιαφέροντος των Ιαπώνων για τους σκύλους Ακίτα, τους οποίους περιγράφουν ως «θαρραλέους σαν σαμουράι αλλά συνάμα τρυφερούς σαν γατάκια, με μεταξένια καρδιά αλλά και αλύγιστους σαν ατσάλι». Στις 8 Μαρτίου 1935, περαστικοί βρήκαν τον Χάτσικο πεθαμένο σε ένα δρομάκι κοντά στον σταθμό της Σιμπούγια. Όταν το νέο του θανάτου του έγινε γνωστό, ο σταθμός και το άγαλμά του κυριολεκτικά κατακλύστηκαν από κόσμο και λουλούδια. Τα αίτια του θανάτου του έγιναν αφορμή για πολλές συζητήσεις και διαδόσεις. Αρχικά, είχαν βρει στο στομάχι του τέσσερα γιακιτόρι (σουβλάκια ιαπωνικού τύπου) αλλά απέκλεισαν την πιθανότητα θανάτου του από αυτά, αφού δεν βρήκαν αποδείξεις πως τα ξύλινα σουβλάκια έβλαψαν το στομάχι του. Ακόμη, ανακάλυψαν πως ο Χάτσικο είχε φιλαρίαση, μία ασθένεια που προκαλείται από παράσιτα αν ο σκύλος δεν λαμβάνει προληπτική αντιπαρασιτική αγωγή. Μόλις τον Μάρτιο του 2011, επιστήμονες ανακάλυψαν πως ο κύριος λόγος θανάτου του ήταν ο καρκίνος, ο οποίος ήταν σε προχωρημένο  στάδιο και είχε εξαπλωθεί από τους πνεύμονες μέχρι την καρδιά του. Τα όργανα του Χάτσικο διατηρούνται στη φορμόλη στο ερευνητικό κέντρο του Πανεπιστημίου του Τόκιο δίπλα σε μία προτομή του ιδιοκτήτη του. Σήμερα, ο Χάτσικο βρίσκεται βαλσαμωμένος στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας & Επιστημών του Τόκιο. Στο ακριβές σημείο όπου ο Χάτσικο περίμενε τον κύριό του έχουν τοποθετηθεί τέσσερις μπρούτζινες πατούσες σκύλου και ένα κείμενο στα Ιαπωνικά που αναφέρεται στην αφοσίωσή του. Η είσοδος του σταθμού της Σιμπούγια όπου βρίσκεται το άγαλμά του ονομάζεται Χάτσικο-γκούτσι,  Η είσοδος του Χάτσικο  και αποτελεί δημοφιλές σημείο συνάντησης για εκατομμύρια Ιάπωνες. Η μικροσκοπική πλατεία όπου βρίσκεται το άγαλμά του οριοθετεί το μοναδικό Shibuya Crossing, Το σταυροδρόμι της Σιμπούγια, το οποίο θεωρείται το πιο πολυσύχναστο σταυροδρόμι παγκοσμίως (εκτιμάται ότι στο συγκεκριμένο σημείο η κίνηση των πεζών σε ώρα αιχμής είναι 1000 άτομα ανά λεπτό, με μέσο όρο καθημερινά 500 άτομα ανά λεπτό, ενώ υπολογίζεται πως οι διαβάτες είναι γύρω στα 2,5 εκατομμύρια καθημερινά). Ένα όμοιο μπρούτζινο άγαλμα τοποθετήθηκε και στο Οντάτε, γενέτειρα του Χάτσικο, αλλά και στην είσοδο του μουσείου Ακίτα της περιοχής. Από τότε, ο πιστός Χάτσικο αποτελεί εθνικό σύμβολο αφοσίωσης για το Ιαπωνικό έθνος. Κάθε χρόνο στις 8 Απριλίου πραγματοποιείται μια σεμνή τελετή στον σταθμό της Σιμπούγια και εκατοντάδες Ιάπωνες έρχονται για να τιμήσουν την μνήμη του και την θρυλική αφοσίωση που έδειξε σε όλη του την ζωή. Σήμερα, ο Χάτσικο βρίσκεται βαλσαμωμένος στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Επιστημών του Τόκιο. Η ιστορία του Χάτσικο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2009 με τον τίτλο Hachiko: A Dog’s Story (Χάτσικο: Η ιστορία ενός σκύλου) στην οποία, εκτός από τον Χάτσικο πρωταγωνιστεί ο Ρίτσαρντ Γκιρ στον ρόλο του καθηγητή. Η ταινία είναι παραλλαγή της πραγματικής ιστορίας και εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ, στη σημερινή εποχή. [ Πηγή Βικιπαίδεια ]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top