Fractal

Διήγημα: “Σαβούλα”

Γράφει ο Αισχρίων ο νεότερος // *

 

f8

 

Η Σαβούλα ήταν ο ο πρώτος άνθρωπος που τους υποδέχτηκε στη γειτονιά, μόλς έφτασαν κατάκοποι από το πολύωρο ταξίδι τους πάνω στα μανιασμένα κύματα του Αιγαίου, εκείνο το κρύο, ηλιόλουστο πρωινό του Μάρτη. Σε όλες οι πολυκατοικίες ανέμιζαν στα μπαλκόνια ελληνικές σημαίες, ακούγονταν συνεχώς στρατιωτικά εμβατήρια και οι μαθητές πήγαιναν με βήμα βιαστικό, μόνοι ή σε ομάδες, στα σχολεία τους από όπου θα ξεκινούσαν για την παρέλαση της εικοστής πέμπτης.

Ο Γιώργος, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ήταν ο πρώτος που την πρόσεξε. Η νέα τους γειτόνισα είχε σταθεί δίπλα από την πολυκατοικία, όπου βρίσκονταν το καινούριο τους σπίτι, κάτω από μια γαζία, και με το χέρι στο μέτωπο τους κοίταζε χαμογελαστή καθώς ξεφόρτωναν το νοικοκυριό τους από το μεγάλο φορτηγό. Οι υπόλοιποι δεν έδωσαν σημασία μα ο Γιώργος την κοίταξε μια δυο φορές, εξετάζοντάς την από πάνω ως κάτω. Εκείνη μόλις τον είδε χαμογέλασε ακόμα περισσότερο, αποκαλύπτοντας ένα δυο χρυσά δόντια και μια κατά τα άλλα κατάλευκη οδοντοστοιχία. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, φορούσε μια κίτρινη κορδέλα στα πυκνά της μαύρα μαλλιά και ένα μπλε φόρεμα που κάλυπτε ένα πλούσιο στήθος καταλήγοντας πάνω από μια τέλεια φαρδιά λεκάνη και ένα ζευγάρι δυνατούς μηρούς.

 

*Καλώς ήρθατε, φώναξε με μια γλυκιά, ψιλή, γάργαρη φωνή. Πως σε λένε αγόρι; ρώτησε με μια υποψία ναζιού στη φωνή της τον έφηβο.

*Γιώργο, απάντησε εκείνος με μισό χείλι, κι έφυγε βιαστικά κουβαλώντας μια μεγάλη πολυθρόνα, χωρίς να ρωτήσει το όνομά της.

 

Θα νόμιζε κανείς οτι ο μικρός φέρθηκε λίγο απότομα, και πράγματι έτσι ήταν, αλλά δεν το έκανε από αγένεια. Αντίθετα ο σύντομος διάλογος μαζί της τον είχε αναστατώσει. Εφέτος το Σεπτέμβρη θα πήγαινε Γυμνάσιο και οι ορμές είχαν έρθει μάλλον πρόωρα. Εμφανίζονταν με ασήμαντες αφορμές, μια γυναίκα που έσκυβε και φαίνονταν λίγο από το στήθος της ή μια άλλη που φορούσε λίγο πιο κοντή φούστα και καθόταν στην απέναντι θέση στο λεωφορείο. Τώρα πάλευε, καθώς ανέβαινε με την πολυθρόνα στο διαμέρισμά τους, να μην τη σκέφτεται αλλά η στύση εμφανίστηκε, ως συνήθως, απροειδοποίητα και δεν τον άφηνε να σκεφτεί τίποτα. Ήταν τόσο έντονη που τον ανάγκασε να αφήσει την πολυθρόνα στη μέση του χωλ και να τρέξει στην τουαλέτα μη τυχόν και τον δουν οι γονείς του σε αυτά τα χάλια. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αυνανίστηκε για χάρη της. Από τότε το έκανε αμέτρητες φορές, ούτε κι αυτός ξέρει πόσα χιλιόμετρα χαρτί υγείας είχε χαλάσει. Η Σαβούλα είχε γίνει το αντικείμενο του πόθου του. Εκείνη το είχε καταλάβει και φρόντιζε διακριτικά να του το δείχνει αλλά τίποτα παραπάνω. Φοβόταν την κοινωνία, ντρεπόταν, δεν ήξερε κιόλας πως να φερθεί. Αρσενικό δε την είχε αγγίξει. Ζούσε με την αδελφή της τη Μαρία και τον άνδρα της τελευταίας, τον Ερμόλαο, σε ένα ιδιόκτητο τριόροφο, δίπλα από την πολυκατοικία του Γιώργου. Το είχαν χτίσει οι τρεις τους τρώγοντας λάχανα και χόρτα, καθώς έλεγε η ίδια η Σαβούλα, αλλά τώρα απολάμβαναν τα εισοδήματα από τα διαμερίσματα και τα μαγαζιά που νοίκιαζαν. Η αδελφή της ήταν μεγαλύτερη, δεν είχε κάνει παιδιά και τη ζήλευε θανάσιμα, γιατί ήταν πιο όμορφη και περιζήτητη νύφη στην επαρχιακή πόλη που έμεναν αρχικά. Οι υποψήφιοι γαμπροί πολλοί και εκλεκτοί – γιατροί, μεγαλέμποροι, ανώτεροι δικαστικοί, διευθυντές οργανισμών, όλη η καλή κοινωνία είχε παρελάσει από το σπίτι τους. Μα μόλις έβγαινε σημαιοστολισμένη η Σαβούλα, και η Μαρία έβλεπε τον ενθουσιασμό στα μάτια των υποψήφιων μνηστήρων που θα έπαιρναν μια καλλονή, την έστελνε με συνοπτικές διαδικασίες πίσω στο δωμάτιό της, κι ύστερα έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες για να χαλάσει το συνοικέσιο. Η Σαβούλα έκλαιγε και παρακαλούσε την αδελφή της να

την αφήσει να παντρευτεί αλλά η αδελφή της ανένδοτη – έβρισκε συνεχώς ελαττώματα, πραγματικά ή φανταστικά, σε κάθε άνδρα που τη ζητούσε και πεισματικά δεν έδινε την συγκατάθεσή της. Ο λόγος της ήταν νόμος μετά τον πρόωρο θάνατο των γονιών τους. Τα χρόνια πέρασαν και όταν κατάλαβε οτι κανένας πια δε θα έρθει να τη σώσει δέχτηκε να ακολουθήσει την αδελφή της στην Αθήνα και να υπηρετεί μαζί της τον Ερμόλαο, ο οποίος από τα σαράντα του είχε περάσει τρία εγκεφαλικά και ήταν ανήμπορος να εργαστεί. Η αναπάντεχη όμως γνωριμία της με το Γιώργο είχε αλλάξει τα πάντα.

 

Από τη μέρα που συναντήθηκαν για πρώτη φορά πέρασαν μήνες. Η Σαβούλα στο μεταξύ είχε γνωριστεί με τους γονείς του Γιώργου και μπαινόβγαινε στο σπίτι με την άνεση της στενής οικογενειακής φίλης. Η οικογένεια ήταν σύσσωμη πελάτης στο ψιλικατζίδικο που διατηρούσε ενώ ο πατέρας του Γιώργου πήγαινε συχνά στο καφενείο της κυρά-Μαρίας, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα, για να παίξει τάβλι με τους φίλους του. Η Σαβούλα εξακολουθούσε να είναι η πρώτη επιλογή, με διαφορά, στις ερωτικές φαντασιώσεις του έφηβου. Μερικές φορές όταν ήταν μόνοι στο δωμάτιο ήταν έτοιμος να της βάλει χέρι αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωνε. Μια δυο φορές έτριψε το σκληρό ανδρισμό του πάνω της δήθεν τυχαία, αλλά εκείνη τον απομάκρυνε απαλά μόλις άκουσε τη μητέρα του να πλησιάζει. Συνέχιζε όμως να τον προκαλεί, αφού και μόνο η σκέψη του την έκανε να φτάνει σε δυνατούς, σιωπηλούς οργασμούς μέσα στο ψιλικατζίδικο όταν ήταν μόνη. Κάποτε η μητέρα του Γιώργου της είπε εμπιστευτικά ότι ο Γιώργος έκρυβε κάτω από το στρώμα του πορνοπεριοδικά, περιγράφοντας αδρά το περιεχόμενό τους. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της δήθεν επικριτικά, αλλά το εσώρουχό της έγινε αμέσως μούσκεμα. Έσφιγγε διακριτικά τα μπούτια της και φανταζόταν οτι την έγλυφε τρυφερά στο ”κουμπί” και τα παχιά χείλη του αιδοίου της, φτάνοντας σε ένα σύντομο σπασμό όταν δεν την έβλεπε η φίλη της. Μετά το Πάσχα έβαζε πάντα ένα φαρδύ γαλάζιο φόρεμα με λεπτές τιράντες, ανοιχτό από το πλάι στην περιοχή του στήθους, με τη δικαιολογία οτι ζεσταινόταν και ήθελε να ”παίρνει αέρα”. Έφευγε βιαστικά πριν προλάβει να την επιθεωρήσει η αδελφή της και ναυαγήσει το σχέδιό της να ερεθίσει το Γιώργο. Καθόταν στο μικρό σαλόνι της οικογένειας έτσι ώστε ο μικρός να μπορεί να βλέπει οτι τα στήθη της ήταν ελεύθερα και κοίταζε αλλού ώστε να μπορεί να ρίχνει κλεφτές ματιές στην κάτασπρη, βαριά, στητή σάρκα που κατέληγε σε ένα ζευγάρι ορθωμένες ρόγες. Έβρισκε συνέχεια αφορμές για να περιγράφει το σώμα της προκαλώντας του κάθε φορά βασανιστικές, επώδυνες στύσεις. Έτσι ο Γιώργος, από το διπλανό δωμάτιο που διάβαζε, έμαθε οτι οι ρόγες της ήταν ολόμαυρες και μεγάλες ”σαν ελιές Καλαμών”, καθώς έλεγε με τη ναζιάρικη φωνή της. Ή οτι το ”πουλί” της – ποτέ δεν είπε μουνί παρά μία και μοναδική φορά- έχει παχιά χείλια και μεγάλο ”κουμπί”, εννοώντας την κλειτορίδα της, δυσκολεύοντας το γιατρό να την εξετάσει, αφήνοντας να εννοηθεί οτι έφτασε σε οργασμό μόλις την άγγιξε. Μια φορά ο Γιώργος είχε κάτσει απέναντί της και αυτή βρήκε τρόπο, χωρίς να την αντιληφθεί κανείς, να ανοίξει διακριτικά τα πόδια της. Ήθελε από καιρό να το κάνει αυτό αλλά δεν είχε την κατάλληλη ευκαιρία. Κάποια στιγμή που η μητέρα του βγήκε να φέρει τον καφέ τεντώθηκε δήθεν και άνοιξε τα μπούτια της πιο πολύ, δείχνοντάς του το φρεσκοξυρισμένο, γύρω από τα χείλη και το ”μπικίνι”, αιδοίο της αφού είχε φροντίσει να μη φορέσει εσώρουχο. Ο Γιώργος είχε μείνει στήλη άλατος αλλά μόλις μπήκε η μητέρα του με τους καφέδες πετάχτηκε πάνω και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, αφήνοντας πίσω του τη Σαβούλα να χαμογελά ευτυχισμένη. Μια άλλη φορά τη βρήκε στο ψιλικατζίδικο να φορά ένα πουκάμισο, το οποίο με δυσκολία κρατούσε μέσα το στήθος της. Προσπαθούσε να μην το κοιτά αλλά εκείνη αμέσως το κατάλαβε – επιδεικτικά, αργά-αργά το κούμπωσε χαμογελώντας κάνοντάς τον να ντραπεί. Μετά του έδειξε, με κριτική υποτίθεται διάθεση, μια εφημερίδα με μια φωτογραφία από ένα ζευγάρι γυμνιστών στην παραλία. ”Μα κοίτα ένα πράγμα που ξέχει από αυτόν τον απαίσιο, σα λουκάνικο”,έλεγε δήθεν με αποδοκιμασία, τρίβοντας με το δάχτυλό της τη φωτογραφία στο επίμαχο σημείο. Σε άλλη περίσταση βρέθηκαν πάλι μόνοι στο ψιλικατζίδικο και με αφορμή μια συζήτηση για την ιστορία άρχισε να του περιγράφει τις αγριότητες του Αλή-Πασά. ‘Εβαζε, λέει, ελληνίδες δούλες να χορεύουν ξυπόλυτες, χωρίς να φοράνε εσώρουχα κάτω από τα βαριά τους φορέματα. ”Κάποια στιγμή τους έριχναν κριθάρι στα πόδια, το πάταγαν οι κακομοίρες, έπεφταν τ’ανάσκελα με ορθάνοιχτα τα μπούτια, φαινόταν το πουλί τους και τότε οι Τούρκοι σηκώνονταν, τις εγαμούσανε, τις εχύνανε βαθιά και μέναν έγκυες οι καψερές ”, έλεγε δήθεν στενοχωρημένα αλλά η άκρη του χειλιού της τρεμόπαιζε, τα μάτια της άστραφταν καθώς παρατηρούσε για αντιδράσεις το Γιώργο. Εκείνος ακούγοντας την ιστορία φαντάστηκε για μια στιγμή οτι είναι αυτός ο Τούρκος που την ξαπλώνει εκεί πάνω στο μωσαϊκό αλλά οι φλογερές σκέψεις σταμάτησαν εκεί – δακγώθηκε, χαμογέλασε αμήχανα, κούνησε το κεφάλι κι έφυγε να πάει, για άλλη μια φορά, στη τουαλέτα του σπιτιού του.

 

Ήταν φανερό οτι ο συνδυασμός στέρησης σεξουαλικής επαφής και αγάπης είχαν χτυπήσει τη Σαβούλα κατακούτελα. Εκεί που έβλεπες μια φιλήδονη γυναίκα που ”πήγαινε γυρεύοντας”, άλλαζε αιφνίδια η συμπεριφορά της και γινόταν μια απαίσια έχιδνα, έτοιμη να χιμήξει σε όποιον άτυχο έβρισκε μπροστά της. Αυτός ήταν και ο λόγος που όλοι στη γειτονιά την απέφευγαν κι ελάχιστοι γενναίοι τολμούσαν να διαβούν την πόρτα του μαγαζιού της. Για όλους τους άνδρες είχε να πει ένα κακόβουλο σχόλιο και φυσικά σχεδόν όλες οι γυναίκες στη γειτονιά ήταν πόρνες. Με τη μητέρα του Γιώργου είχε μια ιδιαίτερη σχέση όχι γιατί την αγαπούσε ιδιαίτερα αλλά γιατί η κυρία Αλίκη ήταν μια γυναίκα γλυκιά, ανεκτική, με αισθήματα αγάπης ακόμα και για τους εχθρούς της – ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στην περιοχή που την έβαζε σπίτι της. Ήταν βέβαια και η έλξη της Σαβούλας για το Γιώργο που την έκανε να πνίγει τη φαρμακερή της γλώσσα μη τυχόν και πάρει ”κόκκινη κάρτα” από τους γονείς του. Παρόλα αυτά η κυρία Αλίκη της είχε συγχωρήσει πολλές προσβολές και τη δεχόταν παρά τις φωνές του άντρα της που ήθελε να τη διώξει. Η Σαβούλα ήταν πια εξήντα χρονών κι έβλεπε το Γιώργο να μεγαλώνει και να γίνεται σιγα-σιγά άνδρας και ο πόθος της γιαυτόν μεγάλωνε μολονότι γνώριζε οτι χάνει το παιχνίδι. Ήθελε σα τρελή να κυλιστούν στο κρεβάτι αλλά δίσταζε να κάνει το πρώτο βήμα – ίσως γιατί έβλεπε οτι ο Γιώργος ήταν εξίσου διστακτικός και ντροπαλός.

Επίσης δεν είχε αντιληφθεί πλήρως το πάθος του νεαρού γιαυτήν. Ίσως τότε να άλλαζαν τα πράγματα. Που να ήξερε τις ποσότητες σπέρματος που ”κατέθετε” κάθε μέρα ή και δύο φορές την ημέρα στο ”καταθετήριο” της τουαλέτας μόνο για εκείνη. Με το σπέρμα δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή η κυρά-Σαβούλα, είχε αναπτύξει όμως μια σχέση παθολογική, ήταν το φετίχ της. Συχνά φανταζόταν το Γιώργο να της κάνει έρωτα και να εκσπερματώνει στο στόμα της ή στο τέλεια μακιγιαρισμένο πρόσωπό της. Αυτό την ερέθιζε περισσότερο από το κολπικό σεξ. Έτσι όταν το κρατικό κανάλι έδειξε σκληρό πορνό, κάτι πρωτοφανές για τα χρονικά της τηλεόρασης τότε, δεν άφησε τη μοναδική αυτή ευκαιρία να πάει χαμένη. Δε δίστασε να ρίξει στο τσαί της αδελφής και του γαμπρού της λίγο παραπάνω υπνωτικό, ώστε να μπορέσει να απολαύσει ανενόχλητη την ταινία. Είχε κάτσει ολόγυμνη στο ακριβό σαλόνι με τους μηρούς της καλά στερεωμένους επάνω στα χερούλια της μεγάλης δερμάτινης πολυθρόνας και παρακολουθούσε τις σκηνές ενώ σκάλιζε πολύ απαλά το ”κουμπί” και τη μεγάλη μαύρη ρόγα της προσπαθώντας απεγνωσμένα να μη φτάσει γρήγορα σε οργασμό – μάταια όμως. Την επόμενη μέρα φρόντισε φυσικά να πάει στο σπίτι του Γιώργου και να διηγηθεί τις εντυπώσεις της, με πνεύμα επικριτικό πάντα, στην εμβρόντητη κυρία Αλίκη. ”Και που λες Αλίκη μου είχαν βάλει εκείνο το κορίτσι με τα μακρυά μαλλιά στη μέση δυο άνδρες και αυτή τους έτριβε τα πουλιά τους. Και κάποια στιγμή από το πολύ τρίψιμο αυτοί μούγκρισαν δυνατά κι έβγαλαν από τα πουλιά γάλα, πολύ γάλα Αλίκη και την πιτσίλιζαν στα μαλλιά, στο στόμα, στα βυζιά της…”, κατέληξε με μια, χωρίς να το θέλει, φωνή όλο λαγνεία και νάζι. Ήξερε οτι ο Γιώργος ήταν στο διπλανό δωμάτιο και την άκουγε, το σπίτι είχε ανύπαρκτη ηχομόνωση. Όταν με την άκρη του ματιού της τον είδε να περνά βιαστικά, χωρίς να χαιρετήσει, προς την τουαλέτα ήταν σίγουρη οτι πέτυχε το σκοπό της.

 

Ο Γιώργος εξακολουθούσε να φαντασιώνεται οτι κάνει έρωτα μαζί της αλλά δεν είχε άλλη διέξοδο παρά να βρεί κάποια κοπέλα της ηλικίας του. Τα έφτιαξε με μια συμμαθήτριά του που είχε, κατ’αναλογία, περίπου το σώμα της Σαβούλας – σαρκώδη χείλη, βαρύ στήθος, μεγάλα καπούλια, δυνατά έως παχουλά μπούτια και φυσικά φωνή όλο νάζι. Μέσα σε λίγους μήνες ολοκλήρωσαν τη σχέση τους όταν έχασαν και οι δυο την παρθενιά τους στο κρεβάτι των γονιών του Γιώργου ένα σαββατοκύριακο που αυτοί έλειπαν στο χωριό. Η κυρά-Σαβούλα παρακολουθούσε τα πάντα στη γειτονιά και φυσικά κατάλαβε οτι κάτι τρέχει με τους δύο νέους. Τους είχε τσακώσει, κοιτάζοντας πίσω από τις γρίλιες, να συναντιούνται αργά το βράδυ και να ανταλλάσουν παθιασμένα φιλιά. Η γη έφυγε κάτω από τα πόδια της, κόντευε να τρελαθεί, ήταν όλο νεύρα, ούτε η αδελφή της δεν τολμούσε να της μιλήσει. Οι χειρότεροι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν όταν η κυρία Αλίκη της σύστησε το κορίτσι ως συμμαθήτρια και μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του Γιώργου. Η κυρά-Σαβούλα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Γιώργος βιαζόταν τόσο – άλλωστε εκείνη τη χρονιά έδινε πανελλαδικές εξετάσεις. Που να καταλάβει οτι αυτός έψαχνε για υποκατάστατο. Το πήρε προσωπικά, από εκείνη τη μέρα έπαψε να πηγαίνει στο σπίτι του και στο δρόμο του μιλούσε ψυχρά ή και καθόλου. Ο Γιώργος αισθανόταν πολύ άσχημα, πίστευε οτι δεν αξίζει τέτοια συμπεριφορά, ένιωθε όμως και μεγάλο θυμό μέσα του. Θυμό γιατί αυτή δεν έκανε το πρώτο βήμα, γιατί δεν του είπε καθαρά οτι τον θέλει…

 

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων βγήκαν και οι δυο νέοι πέτυχαν σε σχολές στην Αθήνα. Περνούσαν καθημερινά αγκαλιασμένοι έξω από το σπίτι της Σαβούλας. Εκείνη πλέον δεν έβγαινε για να μην υποχρεωθεί να τους χαιρετήσει – προτιμούσε να κάθεται πίσω από τις γρίλιες και να τους βλέπει. Ο Γιώργος το ήξερε και δεν πέρναγε ποτέ χωρίς να ρίχνει προς το παράθυρό της μια κλεφτή ματιά. Κάποιες στιγμές είχε την εντύπωση οτι βλέπει την αντανάκλαση από τα γυαλιά της. Η γειτόνισσά του δεν έμεινε άπραγη. Ήθελε να τον εκδικηθεί – για ποιο πράγμα ακριβώς άραγε; – να τον πονέσει όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν άργησε να αποκαταστήσει τηλεφωνικές, αρχικά, επαφές με τους γονείς της κοπέλας. Αργότερα ήπιε καφέ σπίτι τους. Στην αρχή με υπονοούμενα, ύστερα πιο καθαρά είπε τα χειρότερα για την οικογένεια του Γιώργου, όλα τερατώδη ψέμματα και αποκυήματα νοσηρής φαντασίας αλλά ειπωμένα με τόση μαεστρία που και ο πιο δύσπιστος δεν θα αμφέβαλλε για την αλήθεια των λεγομένων. Δεν άργησαν να έρθουν οι πρώτες γκρίνιες και προστριβές στο ζευγάρι. Ο Γιώργος προσπάθησε να εξηγήσει οτι πρόκειται για μια γεροντοκόρη που κανένας στη γειτονιά δεν ήθελε αλλά μάταια. Ένα χρόνο κράτησε ο αρραβώνας κι ύστερα διαλύθηκε στην αρχή του δεύτερου έτους στο πανεπιστήμιο. Ο Γιώργος δεν έκανε το λάθος να ξαναφέρει κοπέλα στη γειτονιά, άλλωστε δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι σοβαρό σύντομα. Κάποια στιγμή τελείωσε και έφυγε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά. Τη Σαβούλα δεν τη ξέχασε. Φρόντιζε να μαθαίνει από τη μητέρα του ή από άλλους γνωστούς νέα από τη γειτονιά και όλο και κάτι μάθαινε και γιαυτή. Σκεφτόταν πόσο καταπιεσμένη πρέπει να ήταν. Εξωτερικά αυστηρά συντηρητική, στρυφνή, απόμακρη, πικρόχολη. Το πρωί στο ψιλικατζίδικο, το απόγευμα, όταν δεν ήταν ανοιχτό, σε εσπερινούς και φιλανθρωπικές επισκέψεις σε ένα κοντινό ορφανοτροφείο. Το βράδυ όμως αφηνόταν στα χέρια της πορνογραφίας. Η αδελφή της είχε βγει στη σύνταξη και το καφενείο ήταν τώρα βιντεοκλαμπ. Η ιδιοκτήτριά του, μια σαραντάρα χήρα, συχνά την καλούσε να δουν μαζί ταινίες, αφού έπρεπε να ελέγχει την ποιόητητά τους πριν τις νοικιάσει. Έτσι η Σαβούλα, κλεισμένη σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο, γνώρισε όλες τις σχολές του ερωτικού κινηματογράφου από τα ”μαλακά” έως τα άκρως ”σκληρά” έργα αλλοδαπών και εγχώριων δημιουργών. Οι δυο γυναίκες είχαν αναπτύξει μεγάλη οικοιότητα κι έτσι δεν χρειαζόταν πλέον η Σαβούλα να τρέχει να αυνανιστεί μετά την προβολή κρυφά στη κρεβατοκάμαρά της. Ότι απορίες από την ”υπόθεση” των ταινιών δεν μπορούσε να τις λύσει η φίλη της, η Σαβούλα πήγαινε στην κυρία Αλίκη για να βρει την απάντηση, φέρνοντάς την σε δύσκολη θέση όταν τη ρωτούσε επίμονα αν σε μια γυναίκα αρέσει να έχει ταυτόχρονα ένα ”πουλί” στο ”μουνί” – η μόνη φορά που το είπε έτσι- κι ένα στον πρωκτό της. Μετά το χωρισμό του Γιώργου η Σαβούλα την πλησίασε πάλι κι εκείνη φυσικά, με τη μεγάλη της καρδιά, άνοιξε την πόρτα. Έτσι ο Γιώργος έμαθε οτι ο Ερμόλαος μετά το τέταρτο εγκεφαλικό δεν άντεξε και οτι η κυρά-Μαρία αμέσως μετά έπαθε έμφραγμα και της έκαναν μπαλονάκι.

Η Σαβούλα στα εβδομήντα της βασανιζόταν από αρρυθμίες και ζάχαρο αλλά κατά τα άλλα καλοστεκόταν. Δεν είχε ακόμα παραιτηθεί πλήρως από την επιθυμία να βρει έναν άνδρα για συντροφιά. ”Να μην είναι μόνο τσιγγούνης Αλίκη μου και να με παίρνει να πηγαίνουμε στο θέατρο και κανένα ταξιδάκι”, έλεγε στη μάνα του. Κι εκείνη είναι αλήθεια της είχε βρει μια-δυο καλές περιπτώσεις αλλά η παραξενιά που κυριεύει τον άνθρωπο μετά από μια συγκεκριμένη ηλικία δεν την άφησε να προχωρήσει. Όταν κάποια στιγμή πέθανε και η αδελφή της ελευθερώθηκε από τον τύραννό της κι αποφάσισε να ταξιδέψει για πρώτη φορά μετά από εξήντα χρόνια πίσω στη γενέτειρά της. Πήγε στο παλιό πατρικό, το οποίο ήταν έτοιμο να καταρρεύσει, και πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό το έκανε πάλι κατοικήσιμο. Βρήκε παλιές φίλες και γειτόνισσες και από τότε τρεις τέσσερις φορές το χρόνο ταξίδευε για να τις συναντήσει. Εκεί έβλεπες μια άλλη Σαβούλα. Πρόσχαρη και ομιλητική, γελούσε συνεχώς κι έφτιαχνε σκαλτσούνια και δίπλες με μέλι και καρύδια, κερνώντας όλη τη γειτονιά. Στην Αθήνα τη φρόντιζε υποτίθεται ένας ανηψιός της, ο οποίος έκανε κάτι πασαλείματα, που τα ονόμαζε ”φροντίδες”, με αντάλλαγμα το τριόροφο και τα μετρητά της. Η Σαβούλα όμως μόνο όταν επέστρεψε στο παλιό πατρικό της αισθάνθηκε πραγματικά ότι είναι σπίτι της. Συνειδητοποίησε οτι τόσα χρόνια ήταν φιλοξενούμενη της αδελφής της παρά το γεγονός ότι είχε συνεισφέρει οικονομικά εξίσου όπως κι εκείνη με τον Ερμόλαο. Παρακαλούσε το Θεό να ζήσει λίγο παραπάνω μόνο και μόνο για να πηγαίνει στα πανηγύρια που γίνονταν όλο το χρόνο στο νησί της. Μετά το πρώτο εγκεφαλικό αισθάνθηκε οτι πλησιάζει το τέλος. Έτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να μείνει εκεί στην επαρχία κοντά στους ανθρώπους που αγαπούσε και την αγαπούσαν.

Ένα χρόνο μετά έπαθε και δεύτερο επεισόδιο που την άφησε από τη δεξιά πλευρά παράλυτη. Ο ανηψιός στην Αθήνα έκανε τον κουτό και δεν την έπαιρνε πίσω. Έτσι τη γιατροπόρεψε έως το τέλος μια αγαπημένη της γειτόνισσα η κυρα-Βούλα, χωρίς να πάρει ή να ζητήσει δεκάρα. Όταν πέθανε, ανήμερα τη Μ.Παρασκευή, η κυρά-Βούλα τηλεφώνησε στον ανηψιό, εκείνος ντράπηκε και συμφώνησε να την κηδέψει στην Αθήνα. Ήρθε στο σπίτι και πήρε κάποια πράγματα αλλά στη γειτονιά δεν είπε τίποτα. Η κηδεία έγινε με συνοπτικές διαδικασίες με την παρουσία μόνο του ανηψιού. Κανείς δεν έμαθε ποτέ που την έθαψαν. Ο οικογενιακός γιατρός κάποια στιγμή ενδιαφέρθηκε αλλά ο ανηψιός θέλησε να τον φοβήσει, σχεδόν τον απείλησε οτι θα τον ”κυνηγήσει”, αφήνοντας αιχμές για την επιστημονική του επάρκεια. Το ίδιο επιθετικός ήταν και στον πατέρα του Γιώργου όταν τον ρώρησε που την έθαψε.

Ο Γιώργος έμαθε για το θάνατό της λίγους μήνες μετά από την μητέρα του. Η Αλίκη ήταν καλή μέχρι βλακείας άλλα δεν ήταν χαζή. Είχε καταλάβει οτι ο γιος της είχε αδυναμία στη Σαβούλα – αν και ποτέ δεν αντιλήφθηκε πόσο την ποθούσε- και δίσταζε να του πει για το θάνατό της για να μην τον στενοχωρήσει. Εκείνος έμενε τότε στη Γερμανία. Είχε πλέον μόνιμη δουλειά, γυναίκα και τρία παιδιά. Αντέδρασε ήρεμα μόλις έμαθε τα νέα αλλά έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και πήγε κατευθείαν σε ένα φίλο του ιερέα να δώσει το όνομά της να το μνημονεύει κάθε Κυριακή στη Θεία Λειτουργία. Στις επίμονες ερωτήσεις ποια είναι η σχέση του με την πεθαμένη απάντησε αόριστα ”μια μακρυνή θεία”. Έφυγε βιαστικά, δεν ήθελε να δει ο παπάς τα δάκρυα που κυλούσαν πλέον ελεύθερα.

 

 

* Ο Αισχρίων ο νεότερος είναι το σύγχρονο κακέκτυπο του ομώνυμου αρχαίου λυρικού ποιητή.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top