Fractal

“Σαν τους κόκκους του αλατιού” – Διήγημα του Νίκου Χρυσού

 

d5

 

Ένα πρωί γέμισα μια βαλίτσα, αποχαιρέτισα τη Χάνα και επέστρεψα στα καλοκαίρια των νεανικών μου χρόνων. Έμπαινε ο Ιούλιος κι ίσως γι’ αυτό αισθανόμουν έτσι ελαφρύς, κι ενώ είχα πάνω από είκοσι χρόνια να επισκεφτώ την Αλυκή και δεν ήξερα τι θα αντικρίσω, δεν νοιαζόμουν καθόλου που άφηνα τη συννεφιασμένη Στοκχόλμη, το διαμέρισμα της οδού Ριεπσλαγκαργκάταν και τη Χάνα. Περνώντας έξω από το «Όλιβερ Τουίστ», χαιρέτισα τον μπάρμαν μα απέφυγα να του πω ότι δεν θα με έβλεπε ξανά Τρίτη ή Παρασκευή, ούτε άλλη μέρα. Χαμογέλασα καθώς σκέφτηκα πως προτιμούσα πάντα τον Χωκ Φιν και τα άλλα χαμίνια του Τουαίην από τα καλόπαιδα του Ντίκενς.

 

hero2

 

Τα καλοκαίρια στην Αλυκή έμοιαζαν με τους κόκκους του αλατιού που στέγνωναν στις κοιλότητες των βράχων –εκτυφλωτικά, αλμυρά κι απαράλλαχτα–, έτσι τουλάχιστον πίστευα εγώ που δεν είχα την παραμικρή σχέση με φυσική ή χημεία. Η Χάνα, από την άλλη, καθηγήτρια Ορυκτολογίας στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, ακούγοντας τις διηγήσεις μου επέμενε πως καθένα ήταν μοναδικό, όπως ακριβώς και οι κρύσταλλοι του χλωριούχου νατρίου. Συχνά διαφωνούσαμε επί της ουσίας μα τελικά ξεγελιόμασταν από μια αμφίσημη διατύπωση. Στην Αλυκή, τα καλοκαίρια έμοιαζαν με τους κόκκους του αλατιού· καθένας απολάμβανε τη δική του ερμηνεία.

Παρότι είχα ζήσει είκοσι χρόνια στη Στοκχόλμη, άλλα τόσα στην Αθήνα κι αρκετά από δω κι από κει, συνειδητοποίησα πως η Αλυκή ήταν η μοναδική πατρίδα που μου απέμενε κι ας είχα περάσει μονάχα λίγους μήνες εκεί· ακόμα κι όταν τους άθροιζα, δεν μαζεύονταν περισσότερα από δυο χρόνια.

Το πρώτο «ΒΜΧ» στην Αλυκή το έφερε ο Θάνος. Έτρεχε πάνω κάτω τους λόφους πίσω από την παραλία, τα μαλλιά του ανέμιζαν, το κορμί του γυάλιζε, τον χαζεύαμε θαμπωμένοι σαν να ήταν μεταλλικός καβαλάρης ή έκπτωτος άγγελος· του τάζαμε παγωτά και γρανίτες για να μας αφήσει να το πάρουμε μια γύρα. Αναγκάστηκα να κάνω όλα τα χατίρια του πατέρα μου για εννιά μήνες (δύσκολη κυοφορία) ώστε να αποκτήσω δικό μου και μόνο ο Μιχαλάκης, απ’ όλη την παρέα, δεν πήρε ποτέ «ΒΜΧ», παρά βρήκε μια παλιά σακαράκα, την έβαψε, τη στόλισε, άλλαξε σέλα, ζάντες και φρένα κι έφτιαξε το καλύτερο ποδήλατο απ’ όλα κι ας μην το παραδεχόμασταν.

Το «ΒΜΧ» του Θάνου είχε τη φήμη του ταχύτερου και μια φορά που τον προσπέρασε ο Μιχαλάκης με τη σακαράκα, ο Θάνος πάτησε απότομα το μπροστινό φρένο και τούμπαρε πάνω σε μια αστοιβίδα για να μην τον πάρουμε για χαμένο. Η συντροφιά έσπευσε να τον γιατροπορέψει γιατί είχαν χωθεί ένα σωρό αγκάθια στο κορμί του κι έτσι ματωμένος μάς φαινόταν ακόμα καλύτερος.

Όλη μέρα έτρεχα πίσω από τον Θάνο, ποδήλατο, βουτιές, κολύμπι κι εξερευνήσεις στα βραχάκια και μόνο τα μεσημέρια, όσο οι άλλοι κοιμούνταν, καθόμουν με τον Μιχαλάκη στην αυλή του σπιτιού του και διαβάζαμε, παίζαμε επιτραπέζια ή λύναμε κάτι συναρπαστικούς γρίφους που ξεσήκωνε απ’ τα βιβλία του μπαμπά του. Δεν θα μπορούσα να τους λύσω μονάχος.

Η Ζωή έκανε την εμφάνισή της την ίδια χρονιά που πήρε ο Θάνος τη «Yamaha». Είχα πια κλείσει τα δεκαεφτά και περνιόμουν για άντρας. Βόλταρα όλη νύχτα πάνω κάτω στον μόλο, έπινα κανένα ούζο στα μουλωχτά, τσιγκλούσα τα κορίτσια και παρίστανα τον καμπόσο όταν με τσιγκλούσαν αυτά. Ήξερα πως όσα χατίρια κι αν έκανα στους δικούς μου, δεν θα μου έπαιρναν μηχανή κι έτσι δανειζόμουν τη «Yamaha», αραιά και πού, για να κάνω το κομμάτι μου. Ο Θάνος, ευειδής κι ηλιοκαμένος, παρέμενε ο πρίγκιπας της Αλυκής, ενώ ο Μιχαλάκης, ψηλόλιγνος, κατσαρομάλλης και γυαλάκιας, διάβαζε τα βιβλία του, έλυνε γρίφους και κυκλοφορούσε με την επισκευασμένη σακαράκα σαν να μην έδινε δραχμή για κανέναν.

Η Ζωή φιλήθηκε πρώτη φορά με τον Θάνο στο πάρτι του Ναυτικού Συλλόγου πίσω από τις ιστιοσανίδες και τα κουπιά, ενόσω εγώ περίμενα στο αυτοσχέδιο μπαρ για να πάρω μια σανγκρία, να την κεράσω. Παρά  την απογοήτευσή μου, δεν θύμωσα καθόλου μαζί του· αυτή η στωική στάση ήταν στο κάτω κάτω η αποδοχή μιας ήττας που με κατέτρυχε πολλά χρόνια. Τους απέφευγα ωστόσο και περνούσα τις περισσότερες ώρες με τον Μιχαλάκη. Δυο βδομάδες μετά, το ζευγάρι διαλύθηκε και ξαναρχίσαμε τις τσάρκες με τον Θάνο και τη μοτοσικλέτα.

Ένα βράδυ που η παρέα ρομάντζαρε στα βραχάκια, ο Μιχαλάκης πρόσφερε στη Ζωή ένα μάτσο αλεβυζάκια κι αυτή τα δέχτηκε σαν να ήταν το πιο πολύτιμο δώρο.

Έφυγα δυο μέρες μετά για την Αθήνα, κι έπειτα Λονδίνο, Άμστερνταμ, Σικάγο και πάλι Λονδίνο, Γενεύη, Στοκχόλμη. Με τα χρόνια έμεινε πίσω μόνο το παλιό σπίτι στην Αλυκή.

Εκτός από το αλάτι στους βράχους, τίποτα δεν θύμιζε τα καλοκαίρια των νεανικών μου χρόνων. Υπήρχε κάτι παρηγορητικό σε αυτή την αλλαγή, θα ήταν άβολο εγώ να μεγαλώνω κι η Αλυκή να παραμένει αναλλοίωτη. Μικρότερος δεν θα δεχόμουν μια τέτοια σκληρή παραδοχή· φαντάστηκα τον νεαρό εαυτό μου να με περιγελάει, μα είδα τη μούρη μου στη βιτρίνα του καφενείου και προσγειώθηκα.

Ζήτησα μια παγωμένη λεμονάδα κι έσκυψα στο κινητό για να διαβάσω τα εισερχόμενα.

«Νίκυ!»

Πάνω απ’ το κεφάλι μου στεκόταν ένας ατσούμπαλος μεσήλικας, η κοιλιά του ξεχείλιζε από το σορτσάκι, μια ξεβαμμένη πετσέτα κρεμόταν στον ένα του ώμο κι από τα αυτιά του έβγαινε ένα δάσος τρίχες.

«Ο Θάνος είμαι, μη μου πεις πως με ξέχασες;»

Κάθισε ακάλεστος στην καρέκλα απέναντί μου· και να ήθελα δεν θα μπορούσα να τον διώξω, ήταν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος.

«Παντρεύτηκα, χώρισα, ξαναπαντρεύτηκα, ξαναχώρισα, έχω δυο παιχταράδες, οι μανάδες τους κάθε μήνα γυρεύουν δυο καραβιές κερατιάτικα, δε βαριέσαι, γερά να ’ναι. Τους σιχάθηκα όλους στην πόλη, έφτιαξα εδώ την επιχείρηση και την περνάω φίνα, ρίχνω και κανένα γκομενάκι. Ρε φίλε, τη θυμάσαι τη Ζωή; Μπουκιά και συχώριο».

Παρά τον εύθυμο τόνο που είχε όση ώρα μιλούσε, τελειώνοντας βαριαναστέναξε. Η φωνή του παρέμενε η ίδια (όπως και η δική μου) κι ήταν σαν δυο άγνωστοι άντρες να συνέχιζαν μια συνομιλία που είχε ξεκινήσει μεταξύ δυο άλλων πριν από πολλά χρόνια.

«Τον Μιχαλάκη τον βλέπεις;» ρώτησα ύστερα από λίγο.

«Πάει αυτός, εδώ και μια δεκαπενταετία. Καρφώθηκε με μια «Ducati» σ’ έναν βράχο· πήγαινε με διακόσια. Δεν είχε κλείσει καλά καλά τα τριάντα πέντε. Ήξερε να ζει, ο μπάσταρδος».

Μας διέκοψε το τηλέφωνό μου. Η Χάνα με ενημέρωσε ότι ο Σβεν, καθηγητής Κρυσταλλογραφίας στο τμήμα της, είχε πάρει τη θέση μου στο διαμέρισμα και στη ζωή της.

«Τον μπαγάσα τον Μιχαλάκη. Τον ζήλευα πάντα», είπε ο Θάνος κι έξυσε τα αχαμνά του.

Τα τζιτζίκια πάνω απ’ τα κεφάλια μας τερέτιζαν σαν δαιμονισμένα. Μια διμοιρία μυρμηγκιών, δυο βήματα παρακεί, επέστρεφε στοιχισμένη εφ’ ενός ζυγού στη φωλιά της.

 

nikos-chrisos_cover* Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Το μυστικό της τελευταίας σελίδας, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Επιμελήθηκε την σχολιασμένη επανέκδοση του βιβλίου “Αξέχαστοι καιροί του Λευτέρη Αλεξίου” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top