Fractal

“Μαμά σαν ζώο, σαν φυτό, και σαν σταχτοδοχείο” – Διήγημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου

  

d2

 

Ο Ιούλιος ήταν ανυπόφορα ζεστός. Δεν θυμάται άλλο τέτοιο καλοκαίρι. Σου έπαιρνε την αναπνοή. Έλεγες θα λιποθυμήσεις. Σαν φαντάσματα οι άνθρωποι στους δρόμους με κινήσεις στο ρελαντί, πρόσεχαν μην κάνουν καμιά παραπανίσια κίνηση και καταρρεύσουν από έλλειψη σθένους…. ο υδράργυρος σκαρφάλωνε στο 45…. μια παράξενη ομίχλη…. η πόλη γινόταν αγνώριστη…. Κι εκείνη ένοιωθε στα όρια των αντοχών της. Όμως έπρεπε να μείνει ψύχραιμη, συμπαγής, διαθέσιμη.

 

hero2

 

Το πρωί άκουσε ξανά μέσα της τη φωνή: «Θεοδώρα, stay composed. Take a look at your appearance. Φρόντισε την εμφάνιση σου»…..Yes I will. I promise I will.

Σε ποιες φωνές λογοδοτείς; Στο επάγγελμά της οι φωνές είναι ύποπτο σύμπτωμα σοβαρής παθολογίας. Διπολικής διαταραχής, ψυχωσικής συνδρομής, ή κάποιας άλλης ακόμα αδιευκρίνιστης νόσου. Θεοδώρα Θεοδωρίδου, κλινική ψυχολόγος. 14 χρόνια ασκεί το επάγγελμα. Τα τελευταία χρόνια μένει μόνη της. Ένας γκρίζος γάτος , ο Φρυσίας, παραμονεύει κι αδιάφορα εποπτεύει τις συνεδρίες. 14 χρονιά ακούει τις οδύνες των άλλων. Αν τις κρίνει εξαιρετικά σοβαρές τις παραπέμπει στον εγνωσμένου κύρους ψυχίατρο Στέλιο Αγγελίκογλου.

Δεν την αντέχω τόση ζέστη είπε δυνατά, κι αμέσως μετά χαμήλωσε τη φωνή της μήπως κι αναθαρρέψει μέσα της και πάλι η φωνή.

Το κουδούνι χτύπησε. Ήταν το πρώτο ραντεβού της μέρας. Η γυναίκα μπήκε προσεχτικά στο γραφείο της και με ένα «χαίρετε, άργησα πέντε λεπτά» κάθισε σαν αμήχανη μαθήτρια στην άκρη της πολυθρόνας. Παρατήρησε τα μαύρα της μαλλιά έτσι καθώς με χάρη αγκαλιάζανε τους ώμους της. Οι άσπρες της γόβες προδίδαν κομψότητα και καλό γούστο. Κοίταξε τα δικά της πόδια. «Πρόσεξε, μην το ξεχνάς, η περιποιημένη γυναίκα φαίνεται από τα αξεσουάρ της, μια καλής ποιότητας τσάντα , ένα ζευγάρι φροντισμένα παπούτσια μεταμορφώνουν την εμφάνισή της». Η φωνή της πεθαμένης μαμάς της ακούστηκε καθαρά. Πάνε 8 χρόνια η φωνή δεν ακούγεται στα αληθινά. Όμως πάντα υπάρχει τρόπος να ακούς εσύ τις φωνές που δεν ακούγονται στα αληθινά.

Η ζέστη ήταν δυσβάσταχτη. Στάλες ιδρώτα κυλούσαν στο πρόσωπο της άγνωστης γυναίκας. Στάλες ιδρώτα κυλούσαν και στο πρόσωπο της Θεοδώρας. Σηκώθηκε. Γύρισε το διακόπτη και δυνάμωσε τον ανεμιστήρα της οροφής. Επέστρεψε στη θέση της. Κοίταξε τη γυναίκα απέναντι της. Τα μάτια της ήταν τρομαγμένα. Ζητούσαν βοήθεια. Το γνώριζε καλά αυτό το βλέμμα. Συχνά σκεφτόταν πως ο τρόμος στα μάτια εντείνει τη γοητεία σε ένα γυναικείο πρόσωπο, ενώ σε ένα ανδρικό πρόσωπο μπορεί και να την καταστρέφει. Ήταν η πρώτη τους συνεδρία.

«Νοιώθω μπερδεμένη» είπε μετά από ώρα η άγνωστη γυναίκα. Ήταν η πιο συνηθισμένη ατάκα. Έτσι συνήθως ξεκινάνε οι εξομολογήσεις στην πρώτη συνάντηση. Ένας κρυφός εραστής, ένας άκαρδος σύζυγος; Θα φανεί. Η Θεοδώρα Θεοδωρίδου κοιτάζει με συμπάθεια το νέο της περιστατικό. Έτσι κάπως υποχωρούν οι αρχικές αντιστάσεις. Έτσι κάπως με ένα στοργικό βλέμμα παροτρύνεται ο άλλος να νοιώσει ότι εσύ τον ακούς. Νοιάζεσαι. Ενδιαφέρεσαι. Είσαι εκεί για να τον ξεμπερδέψεις.

«Ναι» ενθαρρύνει χαμηλόφωνα η Θεοδώρα Θεοδωρίδου «ναι σας ακούω… είστε μπερδεμένη» Να επαναλαμβάνεις τη λέξη που μόλις έχεις ακούσει είναι πάντα μια καλή γέφυρα. Ο άλλος πιάνεται από αυτό το «ναι σας ακούω» και πάει πιο πέρα…. διασχίζει τη γέφυρα….

«Μπερδεμένη… είμαι.. να…. η μητέρα μου…… η μητέρα μου….. είναι άρρωστη….βαριά και να…»

Με κόπο η άγνωστη γυναίκα εξηγεί, κοιτάζοντας πότε τα κομψά της υποδήματα πότε μηχανικά πιάνοντας και αφήνοντας το λουράκι από την επώνυμη τσάντα της. Αύριο η μητέρα της θα εισαχθεί σε ίδρυμα περίθαλψης ηλικιωμένων. Στο γηροκομείο δηλαδή… καταλάβατε; Ναι! η Θεοδώρα καταλάβαινε. Δεν γίνεται αλλιώς… δεν μπορούμε να τη φροντίσουμε στο σπίτι. Δεν υπάρχει δυνατότητα. Είναι ανοϊκή… τη δένουμε… φεύγει…. χάνεται… ξεχνάει ποια είναι… ντύνεται με κουρέλια παίρνει τους δρόμους….τα κάνει επάνω της, το χειρότερο, δεν με αναγνωρίζει… ποια είσαι με ρωτάει… Σε ένα χείμαρρο τώρα περιγράφει την άθλια κατάπτωση ενός πρώην ανθρώπου. Στο τέλος καταλήγει αυτή η γυναίκα…. αυτή…. η πιο περίβλεπτη στο περιβάλλον της, η πιο ακριβή, η πιο… πιο… δεν έχω τις λέξεις… .να πω… κομψή είναι λίγο….να πω αρχοντική είναι γελοίο… πως να το πω… η πιο θαυμαστή και ζηλευτή γυναίκα… η μαμά μου είναι τώρα σαν ένα φυτό…. ένα τραπέζι…. ένα σταχτοδοχείο, λέει, κοιτάζοντας το ασημένιο τασάκι στο γραφείο …. Στη θέα του Φρυσία που εκείνη τη στιγμή νωχελικά εμφανίζεται προσθέτει… ένα αδιάφορο ζώο, έχει γίνει η μητέρα μου. Είμαι μπερδεμένη γιατί δεν ξέρω αν κάνω το σωστό. Είμαι μπερδεμένη γιατί δεν ξέρω αν θα κερδίσω την ελευθερία μου μετά ή αν θα τη χάσω οριστικά…. Κι αυτό με θυμώνει κι αυτό με κάνει να την μισώ…. να με μισώ…. ναι αυτό είναι…. Ίσως θα μου ήταν πιο ανεκτό να την κρατήσω σπίτι, να την πλένω εγώ… να την καθαρίζω… να την ταΐζω…. να μην έχω μια στιγμή για μένα… ίσως τότε θα είχα όλες τις στιγμές του κόσμου για μένα…. ενώ τώρα τις φυλακίζω…. φυλακίζω όλη μου την ελευθερία με το που θα την πάω στο ίδρυμα…. καταλαβαίνετε…. πείτε μου πως καταλαβαίνετε…. παρακαλεί για ένα «ναι καταλαβαίνω» η άγνωστη γυναίκα.

Γνωρίζει καλά αυτή τη στιγμή, η Θεοδώρα. Είναι η στιγμή που ο άλλος εκλιπαρεί για ένα νεύμα κεφαλιού, ένα «ναι…. Καταλαβαίνω» «ναι… είμαι μαζί σου». Για ένα συμβόλαιο τιμής. Γι’ αυτό έρχεται, γι’ αυτό σε πληρώνει, για να υπογράψει μαζί σου αυτό το συμβόλαιο τιμής.

Η Θεοδώρα δεν τους κάνει εύκολα αυτή τη χάρη. Δεν το καταδέχεται. Θα ήταν πολύ χειριστικό. Ευτελές, σαν να φοράς φτηνά πάνινα παπούτσια και να κρατάς στο χέρι μια ψεύτική πλαστική τσάντα. Έτσι το ερώτημα «με καταλαβαίνετέ» «πείτε μου ότι με καταλαβαίνετε» μένει στον αέρα.

Ναι είμαι μπερδεμένη με το μίσος μου…. κλαίει… σιγανά… συγκρατημένα… Ανάμεσα τους, πάνω στο τραπέζι το μικρό γυάλινο βάζο φαντάζει σαν δακρυδόχο αγγείο, όμοιο με εκείνα που οι παλαιοί πενθούντες συνέλεγαν τα δάκρυα τους για το χαμό των αγαπημένων τους.

Χθες είδα ένα όνειρο….. μια κόκκινη λίμνη… κολυμπούσα…. δεν ήξερα…… είπε και σταμάτησε….

Δεν ξέρατε, συμπλήρωσε η Θεοδώρα, αν το κόκκινο ήταν αίμα ή οι αχτίνες του ήλιου που δύει.

-Ναι…. ναι… απόρησε η γυναίκα… πώς το ξέρετε;

H Θεοδώρα ήξερε γιατί το ίδιο ακριβώς όνειρο, την ίδια παράξενα κόκκινη λίμνη, είχε κι εκείνη ονειρευτεί. Οι δυο γυναίκες μένουν για κάμποση ώρα μέσα στη σιωπή… Ο ανεμιστήρας οροφής δεν καταφέρνει να διώξει τη ανυπόφορη ζέστη που σαν ένα μεγάλο σεντόνι έχει τώρα μέσα του τυλίξει τις δυο γυναίκες. Μαζί οι δυο τους και η άρρωστη θνήσκουσα μητέρα, η μητέρα τους, αυτή που τους βασανίζει, και τους συντηρεί στη ζωή, που τους χωρίζει και που τους ενώνει με την αρρώστια της ζωής της…. Γιατί στο τέλος πάντα έρχεται ο θάνατος αλλά έχει προηγηθεί η ζωή. Αυτή η υπόμνησή της ζωής είναι ο ήρωας των δυο γυναικών γι’ αυτό, τουλάχιστον γι’ αυτό το καλοκαίρι… το καλοκαίρι του 2017.

 

——————–

tsalik_cover* H Φωτεινή Τσαλίκογλου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Είναι συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, συγγραφέας επιστημονικών βιβλίων και δοκιμίων όπως «Σχιζοφρένεια και Φόνος: Αναζητώντας τον Χαμένο Παράδεισο», «Μυθολογίες βίας και καταστολής», «Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή», «Ψυχο-λογικά, Οι παγίδες του αυτονόητου», «Η Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: H Κουλτούρα του Εφήμερου», «Η Ψυχή στη χώρα των πραγμάτων», «Το Μέλλον ανήκει στην έκπληξη» και λογοτεχνίας όπου συνενώνονται ψυχολογία και τέχνη, τα μυθιστορήματα της μεταφράζονται σε διάφορες γλώσσες και κυκλοφορούν σ’ Ευρώπη και Αμερική. Ανάμεσά τους «Η κόρη της Ανθής Αλκαίου», «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά», «Έρως φαρμακοποιός» , «Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ», «Το Χάρισμα της Βέρθας», «’Oλα τα Ναι του κόσμου», «8 ώρες και 35 λεπτά». Τελευταίο έργο της «Το ευτυχισμένο νησί: Mια μαγική ιστορία».

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top