Fractal

Η νέα τραγωδία ως βίωμα ή Το τι και το πώς μιας αναπόδραστης ήττας

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

san_skyli“Σαν σκυλί” Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, εκδ. Γαβριηλίδης, 2014, σελ. 120

 

1.

 

«Εκεί έδειχνε η μητέρα μου.

«Εκεί ξεκίνησα να βρω τον πατέρα».

(Σαν σκυλί, σελ. 15)

 

«Δυο γεγονότα συντάραξαν την πόλη των Τρικάλων στην περίοδο της κατοχής: η εκτέλεση του γεωπόνου Νίκου Λέγκα και του επόπτη Αγροτικής Ασφάλειας Διονύση Δρακονταειδή, και ο απαγχονισμός πέντε νέων τον Απρίλιο του 1944».

(Σαν σκυλί, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, σελ. 115).

 

«─Σαν σκυλί πήγε, έλεγε η μητέρα μου και δάκρυζε πάντα.

(…)

Σαν σκυλί, έλεγα και εγώ όσο εκείνη ζούσε.

(Σαν σκυλί, σελ. 11)

 

O Διονύσης Δρακονταειδής, πατέρας του συγγραφέα Φίλιππου Δρακονταειδή, εκτελέστηκε άνανδρα μαζί με τον Νίκο Λέγκα από μέλη της Εθνικής Ενώσεως Ελλάδος (ΕΕΕ), οργάνωση που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς. Πρωτεργάτες, τόσο της δολοφονίας των Δρακονταειδή και Λέγκα όσο και του απαγχονισμού των πέντε νέων, ήταν ο ηλεκτρολόγος Χρήστος Μαντζούκας,  ο ξυλέμπορος Γιάννης Μακρής και ο Ηλίας Τσιαντούλας.

 

Οι Λέγκας και Δρακονταειδής, καθώς και ο σύντροφός τους Θανάσης Τσουμένης, είχαν οργανώσει τη σύλληψη και απαγωγή του Μακρή σε αντίποινα για την παράδοση 135 Εβραίων στην Γκεστάπο. Προδόθηκαν όμως και έπεσαν στα χέρια των Γερμανών. Ο Τσουμένης τραυματίστηκε βαριά. Οι άλλοι δυο εκτελέστηκαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. «Στη συνέχεια», αναφέρει στα ΓΕΓΟΝΟΤΑ ο συγγραφέας και γιος του δολοφονηθέντος Φίλιππος Δρακονταειδής, «οι άνθρωποι του Μαντζούκα τούς έθαψαν από τη μέση και κάτω. Το επάνω μέρος του σώματός τους, με τα χέρια απλωμένα και το κεφάλι να κοιτάει στον ουρανό, το στερέωσαν με πασσάλους. Όταν το επόμενο πρωινό πέρασε από εκείνο το σημείο ένας βοσκός με το κοπάδι του, κόντεψε να λιποθυμήσει. Έμοιαζε να ικέτευαν τον θεό, όπως είπε αργότερα». (Σαν σκυλί, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, σελ. 115).

 

«Το είπα για να βεβαιωθώ πως θα το άκουγα χωρίς να το ακούσω από εκείνη. Τόσα χρόνια το άκουγα, ακόμα κι αν δεν το έλεγα.

Τόσα χρόνια φοβόμουν μήπως δεν θα το άκουγα.

Τόσα χρόνια ακουγόταν, η πολυθρόνα δεν χρειαζόταν πια».

 (Σαν σκυλί, σελ. 11)

«Οι τάφοι του Λέγκα και Δρακονταειδή δεν εντοπίστηκαν. Ο ομαδικός τάφος των πέντε νέων βρέθηκε κατά τύχη μετά από πολλά χρόνια, σύρριζα στον τοίχο του νεκροταφείου των Τρικάλων. Τα λείψανά τους τοποθετήθηκαν σε οστεοθήκη (…) Δυο μέρες αργότερα, η οστεοθήκη εξαφανίστηκε. Ο Μαντζούκας ακολούθησε τους Γερμανούς στην υποχώρησή τους και πέθανε στο Αμβούργο σε οίκο ευγηρίας το 2011 σε ηλικία 97 ετών. Ο Μακρής σκοτώθηκε σε ενέδρα στην περιοχή του Κιλκίς». (Σαν σκυλί, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, Σελ. 115).

 

«Σηκώθηκα, έσπρωξα την καρέκλα στο πλάι, το είπα άλλη μια φορά στον εαυτό μου και ο εαυτός μου το άκουσε. Μετά από εβδομήντα χρόνια το άκουσε έτσι: σαν ψίθυρο. Από πολύ κοντά. Σαν να είχα σκύψει στο αυτί μου».

(Σαν σκυλί, σελ. 11)

 «Εβδομήντα χρόνια εγκάτοικος στον κόσμο των σκύλων. Προσποιούμουν πως το ζήτημα είχε κλείσει, ο πατέρας μου δεν ήταν ο μόνος που είχε φαγωθεί από τα σκυλιά.

(…)

Μιαν άλλη φορά, έλεγαν τα χείλη μου.

Μιαν άλλη φορά, έλεγαν τα μάτια μου.

Την επόμενη φορά.

Με αυτήν την αναμονή έζησα».

(Σαν σκυλί, σελ. 13)

 

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής

 

2.

«Χιόνια θυμάμαι και βουνά/και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.// Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,/πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι./(…) Μάτια θυμάμαι και φωνές,/πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου.//» (Μιχάλης Γκανάς, αποσπάσματα από την Αμνησία).

Στο ΣΑΝ ΣΚΥΛΙ, ο συγγραφέας Φίλιππος Δρακονταειδής, υποκινούμενος από το έγκλημα  που συντελέστηκε σε βάρος της οικογένειάς του εβδομήντα χρόνια πίσω στο χρόνο του,  αντί να επικαλεστεί την Μνήμη (συλλογική ή ατομική), επιλέγει για εισαγωγή στο έργο του, το ποίημα Αμνησία του ομότεχνού του ποιητή και πεζογράφου Μιχάλη Γκανά.

Αλλά γιατί Αμνησία και όχι Μνήμη;

Στην Αμνησία, ο Γκανάς, με αναφορές στα Μετεμφυλιακά χρόνια και τις τραγωδίες που προκάλεσαν η Κατοχή και ο Εμφύλιος, μιλά για κείνους που χάθηκαν πρόωρα, είτε γιατί τους σκότωσαν οι αντίπαλοι, είτε γιατί οι ίδιοι, ηττημένοι και στιγματισμένοι, αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της φυγής. Στο έργο του, οι εικόνες της παιδικής ηλικίας μεταλλάσσονται  βαθμιαία σε εικόνες μνήμης από τη σκοπιά του ενήλικα, με το συγγραφικό φακό να εστιάζει σε πρόσωπα προσφιλή, οικείων που ο ίδιος είτε δεν γνώρισε είτε αδυνατούσε πλέον να θυμηθεί.

 

Ο Δρακονταειδής, ανατρέχει κι αυτός στα τραγικά συμβάντα εκείνης της περιόδου, δε μένει, όμως, σε μια νοσταλγική και πιθανόν ατελέσφορη επίκληση της Μνήμης. Το Σαν Σκυλί, πιο πρόσφατο λογοτεχνικό έργο του, παρά τα συγκλονιστικά στοιχεία τα οποία και αποτελούν το κύριο έναυσμά του, δεν συνιστά λυρικά εξιστορημένη ή ρεαλιστικά καταγραμμένη μαρτυρία. Απορρίπτοντας την ευκολία μιας κλασσικότροπης παράθεσης γεγονότων, μύθος, αφήγηση, ατμόσφαιρα, γλώσσα, θυμίζουν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο, αντίστοιχες Μπεκετικές και Καφκικές εμπνεύσεις και εμμονές.

 

3.

Στο Σαν σκυλί του Δρακονταειδή, ο γιος του απάνθρωπα δολοφονημένου πατέρα, μεταμορφωμένος οικεία βουλήσει σε σκύλο, θα προσπαθήσει αδέξια και εν πολλοίς υποκριτικά, να «γλύψει» τους διώκτες του, δηλώνοντας πρόθυμος να εκτελέσει τις διαταγές τους. Διαταγές που δεν έχουν νόημα, και που, όπως αφήνεται να εννοηθεί, απορρέουν από ένα πανίσχυρο Κέντρο∙ μια εξουσία που αν και δεν κατονομάζεται, ή επειδή ακριβώς δεν κατονομάζεται, θυμίζει την αντίστοιχη −κρυφή και μυστηριώδη− στη Δίκη και τον Πύργο του Κάφκα∙ έναν αόρατο Κρατικό ή Παρακρατικό Οργανισμό, μια αφανή αλλά πανίσχυρη Ληστοσυμμορία.

Μέσα από διαλόγους και σκηνικά που μοιάζουνε περισσότερο με παρωδίες, αυτόν τον Οργανισμό φαίνεται να εκπροσωπεί ο Εκπαιδευτής Σκύλων, ο  Εργολάβος, ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Γυμνασιάρχης, ο Καθηγητής και ο Ταγματάρχης∙ όλοι τους τραγελαφικές φιγούρες που συμπεριφέρονται όπως περίπου στα όνειρα−εφιάλτες:

(α)

«Έκρουσα τη θύρα του Εκπαιδευτή σε ώρα ακατάλληλη. Με υποδέχτηκε κρατώντας ένα βραχύ δερμάτινο μαστίγιο στο χέρι του».

(Σαν σκυλί, σελ. 23).

«─Μυρίζεις σκύλος, είπε ο Εκπαιδευτής, όχι τελείως, αλλά έχεις αρχίσει να μυρίζεις(…) Θέλω να με υποδεχτείς όταν θα επιστρέψω. Θέλω να σε βρω πίσω από την πόρτα. Να με υποδεχτείς με χαρά. Κουνώντας την ουρά σου.

Την κουνούσα ήδη.

Η ουρά μου κουνιόταν».

(Σαν σκυλί, σελ. 49).

 

«─ Αυτό δεν σημαίνει πίστη. Δεν κουνήσατε την ουρά σας.

─  Είναι κομμένη. Το βλέπετε.

─ Το βλέπω, αλλά θα μπορούσατε να κουνηθείτε σαν να είχατε την ουρά σας.

─ Ήρθα εδώ για να την αποκτήσω.

Εγώ ξέρω τι πρέπει να αποκτήσετε. Η θέλησή σας δεν παίζει ρόλο αν πρόκειται να γίνετε σκύλος».

(Σαν σκυλί, σελ. 27).

 

«─ Κάτω, φώναξε ο Εκπαιδευτής.

Έπεσα στα τέσσερα.

Κάτω, επανέλαβε.

Σύρθηκα στο πάτωμα και μαζεύτηκα.

Κάτω, ούρλιαξε.

Όταν λέμε κάτω, εννοούμε κάτω, ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη.

Άρχισε να με μαστιγώνει με εκείνο το κοντό μαστίγιο που ήταν συνέχεια του χεριού του».

 

(β)

 

«Έσβησε το τσιγάρο του, ύψωσε το δεξί του χέρι, κατάλαβα πως μου επέτρεπε να μπω στο γραφείο του.

 ─ Εκεί, είπε.

Στάθηκα.

Καλημέρα, κύριε Καθηγητά, ψέλλισα.

Σιωπή.

─ Θα είμαι επιεικής, είπε ο κύριος καθηγητής. Θα μηδενίσω τη βαθμολογία σου.

Σιωπή.

─ Στις εξετάσεις, ακόμη και αν γράψεις άριστα, θα σου βάλω μηδέν.

Σιωπή».

(Σαν σκυλί, σελ. 51).

 

(γ)

 

«Ο κύριος Ταγματάρχης με υποδέχτηκε κρατώντας μια μεγάλη πετσέτα.

Σκουπιστείτε! διέταξε. Έχετε βραχεί… Θα έπρεπε να είχατε πληροφορηθεί πως θα έβρεχε…

Σκουπίστηκα.

(…)

Εκεί, είπε.

Κάθισα.

─ Το τραπέζι δεν μετακινείται, είπε. Είναι κι αυτό βιδωμένο στο πάτωμα. Μπορεί να μη χωράτε. Να μάθετε να χωράτε!»

(Σαν σκυλί, σελ. 82-83).

 

Στο Σαν σκυλί κυριαρχεί παντού, όπως και στα έργα του Κάφκα, η ίδια φοβική ατμόσφαιρα, το ίδιο απειλητικό περιβάλλον:

«Πυκνό το πλήθος της εσπέρας. Σαν να το έκοβες με το μαχαίρι.(…) Ένιωθα πως, από διάφορες κατευθύνσεις, έρχονταν προς το μέρος μας μέλη της αγέλης. Δεν ήταν δύσκολο να διακρίνεις εκείνα τα τετράποδα μεταξύ των περαστικών: έσκυβαν, έπεφταν στα τέσσερα. Ο βηματισμός τους είχε διαφορές: σήκωναν το ένα πόδι ψηλότερα από το άλλο προς ανακούφιση, κοντοστέκονταν όπου υπήρχαν ίχνη ανακούφισης των ομοίων τους, άφηναν τα δικά τους ίχνη τρίβοντας τις σόλες των παπουτσιών τους στο οδόστρωμα ή στο χώμα».

(Σαν σκυλί, σελ. 32)

 

Γελοία και δουλικά ανθρωπάρια σπεύδουν να υποταχτούν σε μια ανεγκέφαλη και σκοτεινή γραφειοκρατία, μια γραφειοκρατία που τη στηρίζουν και την τροφοδοτούν πανίσχυρες κάστες:

 

«Η έξοδος από την ταβέρνα έγινε με αλυχτίσματα σαν να είχαμε βγει από κλουβί και να θέλαμε να ριχτούμε ελεύθερα στο κυνήγι. Λες και είμαστε κυνηγόσκυλα. Το αλύχτισμά μου έμοιαζε με βήχα σαν να είχα καταπιεί στραβά και ο λαιμός μου φλεγόταν. Πολύ σύντομα ο απόηχος των αλυχτισμάτων χάθηκε, ο αέρας φυσούσε ανάποδα. Σηκώθηκα στα δυο μου πόδια».

(Σαν σκυλί, σελ. 38)

Στην Μεταμόρφωση του Κάφκα, ο καταπιεσμένος και στα πρόθυρα της κατάρρευσης υπάλληλος (μέλος μιας οικογένειας που ανηλεώς τον εκμεταλλεύεται αν και υποτίθεται ότι τον νοιάζεται) θα μεταλλαχτεί ανεπαίσθητα και παρά την  θέλησή του, σε ένα φρικώδες έντομο.

Στο Σαν σκυλί, ο κεντρικός ήρωας και μυθιστορηματικό alter ego του Δρακονταειδή, παρά τη δραματική ανάκληση του παρελθόντος, κουρασμένος από τις μετέπειτα περιπέτειες του ίδιου και της οικογένειάς του, και ως εάν έπασχε από επιλεκτική αμνησία, προσπαθεί να προσεγγίσει τους παλιούς διώκτες του, με την πρόθεση, όχι να τους δικάσει, πόσο μάλλον να τους εκδικηθεί, αλλά τουναντίον, μέσα από μια παράδοξη και δουλική μεταμόρφωση, να καταφέρει να τους εξευμενίσει. Η πράξη της μεταμόρφωσης πραγματοποιείται με την ίδια τη θέλησή του, και χωρίς να δηλώνεται κανένας φανερός εξωτερικός καταναγκασμός.

 

«Mπήκα στο σπίτι μου με τη γλώσσα κρεμασμένη. Μετά από τόσες ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες, εποχές.

Πεινάω, είπα.

─ Το βλέπω, ψιθύρισε η γυναίκα μου, η γλώσσα σου κρέμεται.

Από την πείνα, μουρμούρισα.

Το τραπέζι είναι στρωμένο, είπε η γυναίκα μου.

(Σαν σκυλί, σελ. 46).

 

Ο αφηγητής, με την «ελεύθερη» απόφασή του να μεταλλαχτεί σε κτήνος, και εν συνεχεία, με την υλοποίηση αυτής της απόφασης, δεν φαίνεται να  εισπράττει κανένα ψόγο ή μένος από τους πλησίον του. Αντίθετα. Τον βλέπουμε να  απολαμβάνει κατανόηση, θαλπωρή, έμπρακτη και αμέριστη συμπαράσταση.

 

«Η γυναίκα μου κάθισε στον καναπέ. Απλώθηκα στα πόδια της. Μιλήσαμε.

(…)

Να ρωτήσεις τον Εκπαιδευτή σου αν πρέπει να αγοράσω εκείνη τη βούρτσα που είναι για σκύλους.

Ναι.

Να σε βουρτσίζω… Και την άλλη για να μαζεύω τις τρίχες σου…

«Η κατανόηση της συζύγου μου με συγκινεί.

Τρίφτηκα στα πόδια της.»

(Σαν σκυλί, σελ. 48).

 

Σε αντίθεση με την φριχτή μετάλλαξη του υπάλληλου στη Μεταμόρφωση, στο έργο του Δρακονταειδή, η σκυλίσια μορφή του αφηγητή δεν ξενίζει ούτε τη σύζυγο, ούτε τα τέκνα του. Αυτή η ασύλληπτη συγκατάθεση, αυτή η αδιανόητη σύμπραξη, περισσότερο και από την ίδια την αποκτήνωσή του, αποτυπώνει με τρόπο βαθύτατα βδελυρό αλλά και εξαιρετικά εύγλωττο, όχι μόνο την πνευματική και υλική εξαθλίωση των οικογενειών που η εμφύλια έριδα εξάρθρωσε, αλλά και ενός ολόκληρου πληθυσμού, μιας χώρας που βγήκε από τα συντρίμμια της αλλοτριωμένη,  ταπεινωμένη και καταρρακωμένη.

 

4.

Ο Μπέκετ ήταν μια ευαίσθητη συνείδηση που έκρυβε τρυφερότητα και αγάπη για τον άνθρωπο, εκείνον που πάλευε να οργανωθεί ενάντια στη μοναξιά, τον άνθρωπο που πάλευε να τιθασεύσει το φόβο του θανάτου. Ωστόσο, η άρνηση, η μελαγχολία και η απαισιοδοξία κυριαρχούσαν στο έργο του*. Την ίδια άρνηση, μελαγχολία και απαισιοδοξία, και συνάμα την ίδια ευαισθησία και τρυφερότητα απέναντι στον άνθρωπο, τον σύγχρονο άνθρωπο που μαστίζεται από την αδικία την αποξένωση και την υπαρξιακή μοναξιά, συναντάμε σ’ ολόκληρο το έργο του Φίλιππου Δρακονταειδή, με κορωνίδα το κορυφαίο του, Σαν σκυλί.

«… μέτρησα τα μέτρα μου, το κομπόδεμα μιας ζωής. Το μοίρασα στις τσέπες μου, να ξέρω από ποια τσέπη θα άρχιζα να ξοδεύω».

 (Σαν σκυλί, σελ. 22.)

Στο Σαν σκυλί, όπως και σ’ ολόκληρο το έργο του Δρακονταειδή, δοκιμιακό και πεζογραφικό, το τραγικό στοιχείο αντικαθίσταται πλειστάκις από την καυστική ειρωνεία, ενώ, τόσο σε σχέση με την τραγική πλευρά όσο και με τη γκροτέσκα, ο απόλυτος σπαραγμός  αλλά και το τίποτα μιας ήττας καθολικής δεν αποτελούν μόνο την μια και μοναδική βεβαιότητα αλλά και την μόνη δικαίωση.

«Εμείς, που λες, οι υπόλοιποι, έντεκα γύρω από το τραπέζι, μείναμε αμίλητοι. Μετρηθήκαμε και έλειπε ο Ιούδας. Και για να διώξουμε τη βασκανία, ταΐσαμε τα σκυλιά να μη γαυγίζουν, να μην τον πάρουν στο κατόπι. (…) Κάποιος σκύλος δικός μας, που λες, τον είχε σπιουνέψει, ας είχαμε ταΐσει τον Ιούδα. Εγώ πετάχτηκα στον ύπνο μου, είχα ακούσει το γαύγισμα».

 (Σαν σκυλί, σελ. 19).

 

Στο Σαν σκυλί δεν υπάρχει κάθαρση. Όλα είναι αγωνία, ναυτία, εφιάλτης. Ο άνθρωπος χάνεται μέσα σε ένα εξωφρενικό σύμπλεγμα από μηχανισμούς και γρανάζια, με την ανθρώπινη υπόστασή του, όταν δεν διώκεται, να αμφισβητείται ή να αγνοείται, να υποβαθμίζεται ή να λοιδορείται.

 

Ρυθμός κοφτός, ασθματικός, στακάτος, θραύσματα μνήμης που βρίσκουν διέξοδο σε ένα ύφος δωρικό, λόγο της καθημερινότητας αλλά και της ποίησης,  ύφος που σημαίνει ενώ ταυτόχρονα ιερουργεί**.

 

Εικόνες μιας παραμορφωμένης πραγματικότητας, που μέσα από την πορεία αυτής της  εμμονικής λεκτικής επανάληψης και επαναπρόσληψης, κατακρημνίζεται, εντέλει, στο μεγάλο Τίποτα, ή πιο απλά, στο νόμο της σιωπής.

 

Λέξεις σύμβολα που άλλοτε ενισχύουν κι άλλοτε ανατρέπουν το πρώτο τους σημαινόμενο, άλλοις λόγοις «βγάζουν τα μάτια τους με τα ίδια τους τα μάτια». Πολύτροπες λεκτικές έλξεις και απωθήσεις, ευφάνταστες ζεύξεις και έξεις.

 

«Η γερόντισα που μου έκανε νόημα να πλησιάσω στο πορτόνι της αυλής της, έδειξε τη χαρά της:

Ήρθες;

Άπλωσε τα χέρια της, με αγκάλιασε.

Τώρα ήρθες;

Με θυμάσαι; ενδιαφέρθηκα.

─ Λες να μη σε θυμάμαι;

Θυμάσαι λοιπόν που σου έφερνα το γάλα;

─ Το γάλα;

Θυμάσαι που τρυπούσα το φρέσκο αυγό με μια φουρκέτα και σ’ το έδινα να το ρουφήξεις;

─ Και το ρουφούσα;

Θυμάσαι που φουρνίζαμε τα καρβέλια και από το ζυμωμένο που περίσσευε φτιάχναμε τηγανίτες;

─ Που τις τρώγαμε με μέλι;

Δεν θυμάσαι που δεν είχαμε ούτε γάλα, ούτε αυγά, ούτε καρβέλια, ούτε τηγανίτες, ούτε μέλι; Δεν θυμάσαι που όλα χάθηκαν, σημάδι πως είχαν χαλάσει τον πατέρα σου; Δεν θυμάσαι τους σκύλους, που αφού τον είχαν χαλάσει, ήθελαν να χαλάσουν κι εμάς;

Και μας χάλασαν;

─ Δεν το έμαθες;»

(Σαν το σκυλί, σελ. 17).

 

Εικόνες αλληγορικές που, σε συνάρτηση με διαλόγους και εικόνες καθημερινές, συνομιλούν, εκπέμπουν  και κοινωνούν ένα νόημα, που  αμέσως σχεδόν, στην επόμενη συμβολική εκδοχή του, έχει παύσει να υπάρχει ως νόημα, έχει παύσει να υπάρχει ως το ίδιο εκείνο νόημα της αφετηρίας.

 

Φράσεις που το μήνυμά τους συνεχώς αναβάλλεται ή αυτοϋπονομεύεται, και που, όχι μόνο κάθετα, όχι μόνο σε βάθος, πλάτος ή μήκος, αλλά και σε διαστάσεις που δεν είναι άμεσα διακριτές, φωτίζει πολύτροπα αυτή την αναβολή, αυτή την επίπονη και επίμονη πορεία προς την αυτοαναίρεση και το χάος. Γρίφοι που η γραφή δεν οδηγεί απαραίτητα προς τη λύση τους, αινίγματα που ανοίγουν πόρτες σε άλλα αινίγματα, οδηγούν προς δεύτερους ή τρίτους γρίφους.

 

«Πόσο ακόμα θα μείνω εδώ μέσα; Έχω πιεί όλο το νερό. Το φαγητό δεν με συγκινεί. Έχω βαρεθεί να τρώω το ίδιο φαγητό τόσες μέρες. Πέντε μέρες; Περισσότερες; Δεν μπορεί να είναι περισσότερες από πέντε μέρες, τόσο υπολόγιζα το νερό. Άρα, λιγότερες από πέντε μέρες. Και το φαγητό; Αφού, περισσεύει, δε θα έχουν περάσει καν δυο μέρες». 

(Σαν σκυλί, σελ. 88).

 

«Από το τίποτα δεν βγαίνει τίποτα και τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα», γράφει ο Μπέκετ.

 

Ακολουθώντας τα χνάρια της «νέας τραγωδίας», στο καλά δομημένο και ενορχηστρωμένο έργο του, ο βετεράνος στυλίστας της γραφής Δρακονταειδής καταγγέλλει και παρωδεί θύτες και θύματα, με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον αφηγηματικό και μυθιστορηματικό εαυτό του.

 

«Περπατήσαμε. Αμίλητοι. Περπατούσα δίπλα του. Κρατούσε τη λαιμαριά με τέτοιον τρόπο που το καλύτερο ήταν να περπατάω δίπλα του. Ακριβώς δίπλα του. Είχαμε τον ίδιο βηματισμό».

(Σαν σκυλί, σελ. 89)

 

Ανάμεσα στο δυτικό μοντερνισμό και την σύγχρονη ελληνική πεζογραφία του είδους, αποστασιοποιούμενος από τις γνωστές παραδοσιακές γραφές που αναφέρονται σ’ εκείνα τα πέτρινα χρόνια, ο Δρακονταειδής περιγράφει μια κατάσταση όπου όλοι, θύτες και θύματα, βουλιάζουν, εντέλει, στο μηδέν και την ήττα.

 

Λόγος γλωσσοκεντρικός, πρωτεϊκός και συνάμα αρχετυπικός, για έναν κόσμο στο περιθώριο, ένα λαό ισοπεδωμένο. Γλώσσα που, μέσα από  απροσδιόριστες και απροσδόκητες μεταβλητές, περιγράφει, οικοδομεί, και στη συνέχεια, άλλοτε υποδορίως και άλλοτε εμφανώς, αποκαθηλώνει και καταγγέλλει:

 

«─ Ανησυχώ, είπε.

Χαμογέλασα.

Να μην ανησυχώ; ρώτησε.

Εγώ ανησυχούσα».

(Σαν σκυλί, σελ. 29)

 

Η αφήγηση, ακολουθώντας την επαναληπτική αναδιάταξη λέξεων ή φράσεων με διττή και πολλαπλή σημασία, στην ουσία της ουδέποτε επαναλαμβάνεται. Αντίθετα, εξ ίδιων μέσων, δηλαδή μέσα από την ίδια της τη δομή και με όχημα την ίδια της την αυτοεπίφαση ή και αναίρεση, εμπλουτίζεται και αυθυπερβαίνεται***.

 

 «Στο χώμα είναι ο πατέρας μου, στο χώμα που πατάω. Στο χώμα που χαίρονται οι σπόροι για να καρπίσουν. Κάθε καρπός είναι ο πατέρας μου. Παραμερίζω όπου το χώμα καρπίζει, εκεί έχουν πέσει οι σπόροι του πατέρα μου

(Σαν σκυλί, σελ. 20).

 

Οι λέξεις, χάρη σ’ αυτή τη συνεχή και πολύτροπη επανάληψη, παίρνουν την αξία συμβόλων. Λέξεις που άλλοτε υποσκάπτουν κι άλλοτε ενισχύουν τον ήχο και την οπτική της εικόνας τους, γραφή που κι όταν ακόμη υποκρίνεται ότι αφηγείται μια πραγματικότητα με τρόπο φαινομενικά ευθύγραμμο και ρεαλιστικό, ακόμη κι όταν υιοθετεί ή μιμείται το ύφος της καθημερινής ομιλίας, μέσα από άλλα εργαλεία και παραμέτρους (Καφκικές σκηνές και Μπεκετικά γλωσσικά παράδοξα) την υπονομεύει.

 

 «Τα σκυλιά παραμέριζαν για να περάσει, έκαναν πως παραμέριζαν τα σκυλιά. Ήξερε να βαδίζει σαν άνθρωπος.

Σαν σκυλί όμως πήγε.

Ποιο σκυλί τον εκτέλεσε; φώναξε  ο Φίλος. Το βρήκες;

─ Ξεκίνησα να το βρω.

─ Μην πας κατά πάνω. Μην πας ύστερα από πάνω προς τις πέρα μεριές. Να πας από τον άλλο δρόμο. Των σκύλων!»

(σαν σκυλί, σελ. 21)

 

Σκοτεινό χιούμορ, πικρός σαρκασμός, ανελέητη σάτιρα. Κοφτοί, εύστοχοι και  ζωντανοί διάλογοι, στιχομυθίες που συχνά καταλήγουν σε σπαρακτικές αλλά και σπαρταριστικές ατάκες. Οι φράσεις, με επιτομή τους τη λέξη σκυλί με όλα τα συνακόλουθά της, (όλα, δηλαδή, εκείνα που τη συνοδεύουν: γαύγισμα, λάκτισμα κλπ.) εμφανίζονται σε όλες τις νοηματικές ερμηνείες: κυριολεκτικές, μεταφορικές, αμφίσημες.

 

5.

Δραματικό και ταυτόχρονα αποδραματοποιημένο, νεορεαλιστικό και ταυτόχρονα αλληγορικό, βαθιά και πικρά λυρικό αλλά και λιτό, το σαν Σκυλί συγκροτεί ένα πρωτότυπο και πολυπρισματικό λογοτεχνικό πόνημα, δείγμα ώριμης και εξαιρετικά ιδιαίτερης πένας.

Το εν λόγω έργο, που ο συγγραφέας του (εκ παραδρομής;) παραλείπει να χαρακτηρίσει ως μυθιστόρημα ή νουβέλα, τυπώθηκε και εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, τον Μάρτη του 2014 με χαρακτικά του ίδιου του συγγραφέα και επιμέλεια της Αγγελικής Κορρέ. Την ίδια ακριβώς χρονιά και ένα μήνα μετά (Μάιος 2014), είδε το φως της δημοσιότητας η λογοτεχνική, ιστορική και συγκριτική μελέτη του συγγραφέα: ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΕΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (ΚΑΙ ΟΧΤΩ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ) ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ EDUQRDO GALEANO, από τον εκδοτικό οργανισμό ΠΑΠΥΡΟΣ, κι αυτή με σχέδια και κοσμήματα δικά του.

 

23_drakon

 

Διόλου τυχαία, στο δεύτερο αυτό  μέσα στην ίδια χρονιά βιβλίο και πιο πρόσφατα δημοσιοποιημένο δοκιμιακό του έργο, ο συγγραφέας, από τις πρώτες κιόλας σελίδες (σελ. 4-13), επιλέγει να καταγράψει αποσπάσματα από το έργο του Γκαλεάνο που αναφέρονται σε σκυλιά, και συγκεκριμένα, τον σκύλο Μπεθερίλιο και τον ρόλο του στο μύθο και την ανθρώπινη ιστορία, ένα σκύλο που ήταν ο χειρότερος εχθρός των Ινδιάνων στο Πουέρτο Ρίκο, (EDUQRDO GALEANO, 1511, Μνήμη της φωτιάς. Ι. Η αρχή, σ.79) και αμέσως μετά, τον Λεονθίκο, γιο του Μπεθερίλιο {(EDUQRDO GALEANO, 1513, Μνήμη της φωτιάς. Ι. Η αρχή, σ. 82)}, καθώς και ανάλογα αποσπάσματα από άλλους ιστορικούς, {κείμενα με κυνήγια και σκυλιά (1529, Μπερναντίνο δε Σααγκούν, (Walden Browne, 2000 / Fernando Marias,2013), (1668 και 1795, Τα σκυλιά,  Μνήμη της φωτιάς. Ι. Η αρχή, σ.347, και Μνήμη της φωτιάς ΙΙ. Τα πρόσωπα και οι μάσκες, σ. 125/Περιοδικό Κυνηγεσία και κυνοφιλία, Ιούλιος 2008), {1669, Κυνήγι στη Λάρισα (Θεσσαλία),Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Πηγές στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ.1-2, θεσσαλονίκη 1965, 1977, κ.α.)}

 

«Ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, πεζογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1940. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ολλανδικά και σλοβενικά. To πρώτο βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1962. Το 1995 αποκήρυξε ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου και ξανάγραψε τα μυθιστορήματα: “Σχόλια σχετικά με την περίπτωση”, “Στα ίχνη της παράστασης”, “Προς Οφρύνιο”, “Το άγαλμα”, “Το μήνυμα”, “Η πρόσοψη”. Αυτοί οι έξι τίτλοι συγκροτούν μια ενότητα που ονόμασε “Εξάμετρον”. Έγραψε, επίσης, τα δοκίμια “Ο Φεβρουάριος αιών”, όπου συνοψίζει τις κύριες εξελίξεις του 20ού αιώνα, “Παραμύθι της λογοτεχνίας”, όπου υποστηρίζει πως η λογοτεχνία, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής της, και “Μνήμη και μνήμη”, όπου συγκρίνει την ιστορική μνήμη με τη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι: “Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ” (Ραμπελαί), “Δοκίμια” (Μισέλ ντε Μονταίνι), “Οraculo Manual” και “‘Ηρωας” (Μπαλτάσαρ Γκρασιάν), “Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καγιέιρο” (Φερνάντο Πεσόα), “Η πεδιάδα στις φλόγες” (Χουάν Ρούλφο). ‘Εχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1981), είναι Ιππότης της Τάξης Τεχνών και Γραμμάτων της Γαλλίας και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Διατηρεί το site www. philipdracodaidis.gr στο Internet, όπου μπορεί κανείς ν’ αναζητήσει τις περιλήψεις, καθώς και χαρακτηριστικά αποσπάσματα των έργων του». (Δες  αντίστοιχο λήμμα στη βιβλιονέτ)

 

________________________________________________

 

* (Δες: Αλμπέρ Καμί, Πρόλογος Για τον Σάμουελ Μπέκετ, σε μια όχι και τόσο γνωστή ποιητική συλλογή του μεγάλου αυτού δάσκαλου του παραλόγου, ΠΟΙΗΜΑΤΑ συνοδευόμενα από ΣΑΧΛΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ, («poemes suivi de mirtitonnades») Εισαγωγή- Μετάφραση Γιώργος Βίλλιος, Επιμέλεια Δημήτρης Αρμάος, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 1989).

** σηματουργεί= Όρος που χρησιμοποίησε ο αείμνηστος Ανδρέας Μπελεζίνης: «Η σηματουργία του Γ. Χειμωνά στις τελευταίες σελίδες του Αδερφού» περ. Σπείρα, τεύχος 6ο , σελ. 238, Δες και: Γ. Αριστηνός, «Η ακάθιστη σκέψη», εκδ. Δελφίνι, Αθήνα ’96).

*** (Δες και: Jean Pierre Richard: η λογοτεχνία είναι (και οφείλει να είναι συμπληρώνουμε) μια περιπέτεια τού είναι που δεν αναδιπλώνεται αλλά αδιάκοπα αυθυπερβαίνεται, Literature en sensation, Stendhal-Flaubert, edition du Seuil,Paris 1954, Γ. Αριστηνός, οπ. πρ.)

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top