Fractal

Διήγημα: “San Juan”

Της Χριστίνας Ντούση //

 

 

 

Η Κάρμεν έμπηγε τα κεριά σε γεωμετρικά σχέδια στο δάπεδο. Ήταν ήδη στο πεντηκοστό πέμπτο και είχε άλλα τριάντα. Μετρημένα, όσες και οι μέρες που ο Χουάν ήταν κατάκοιτος. Έλιωνε τελετουργικά τη βάση του κεριού στη φλόγα και με δύναμη το στερέωνε στο πλακάκι. Πλάι της, αδελφές, μάνες και ξαδέλφες, καθισμένες πάνω στις φτέρνες τους ομολογούσαν την πίστη και τα αμαρτήματα τους στη γλώσσα των Τσοτσίλ.

Όσο κι αν είχε προσπαθήσει ο Πατήρ Χορχε δεν είχε καταφέρει να τις πείσει να προσεύχονται στα ισπανικά. Μια ένρινη ψαλμωδία ανέβαινε προς το Θεό. Καθόλου δεν έμοιαζε με τις ουράνιες μελωδίες που προσπαθούσε να τους μάθει. Και στη λειτουργία ακόμη, έπαιζε το όργανο, αλλά το ποίμνιο τραγουδούσε σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο από κάτω. Τελευταία, είχε πιάσει μια μετάφραση να κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι στα Τσοτσίλ. Ο πατήρ Χορχε ήταν σχετικά καινούργιος στο χωριό, αλλά γρήγορα είχε καταλάβει ότι αν ήθελε να πατά έστω και ένας άνθρωπος στην εκκλησία, έπρεπε να ξεχάσει τα τυπολατρικά της Ρώμης. Καλοί οι υψηλά ιστάμενοι που έγερναν με αυταρέσκεια στα ανάκλιντρα τους δίνοντας διαταγές, αλλά αν δεν έχεις διακονήσει στις τροπικές ζούγκλες το θέλημα του Θεού, δεν μπορείς να νιώσεις πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι αρχαίες θρησκείες.

Η Κάρμεν είχε διπλό καημό. Δεν το είχε πει στην εξομολόγηση, δεν το είχε εκμυστηρευτεί στη μάνα της ή στις κουνιάδες της. Ήταν στο τέταρτο παιδί της, όλα κορίτσια. Ο Χουάν είχε γυρίσει ένα βράδυ από την καντίνα, βρωμώντας μεσκάλ από την πόρτα ακόμη. Πρώτα την χαστούκισε, μετά τη χάιδεψε και της έδωσε το τελεσίγραφο. Το επόμενο παιδί θα ήταν αγόρι.

Δεν πήγε στον Σαμάνο. Πήγε στη γριά Μερθέδες. Νύχτα μην την πάρει κανένα μάτι. Της έτριψε ξερό δέρμα φιδιού, για να αναγεννηθεί το σπέρμα του, της είπε. Κιτρινόριζα και τσίλι και ξερή αγαύη. «Να του το ρίξεις στο πούλκε, να μην το καταλάβει. Και μετά να τον καβαλήσεις. Εσύ, όχι αυτός. Να τον κρατήσεις όμηρο μέσα σου για ώρα, όση περισσότερη μπορείς. Το παιδί που θα πιάσεις θα είναι αγόρι».

Τι είχε πάει στραβά δεν ήξερε. Έκανε ό,τι της είπε. Τον καλόπιασε το βράδυ που γύρισε ψόφιος. Του ‘βγαλε τις μπότες και του σέρβιρε κρύο πούλκε στην ωραία κεραμική του κούπα. Τον χάιδεψε επιδέξια και όταν ήρθε η ώρα έκατσε από πάνω του. Μόνο στο τέλος, για μια στιγμή, τη γύρισε τούμπα και βρέθηκε από κάτω. Την άλλη μέρα, ο Χουάν δε σηκώθηκε. Ούτε την παράλλη. Αίματα τρέχαν από τα μάτια και τη μύτη του. Η Κάρμεν πήγε στη γριά. Η καλύβα άδεια, πήγε στην κόρη της, στο Σαν Κριστόμπαλ, της είπε η γειτόνισσα. Πήγε στον Σαμάνο, «αρρώστησε ο άντρας μου, δεν ξέρω τι έχει, μέρα με τη μέρα χειροτερεύει», του είπε. Ότι κι αν της έδωσε, άχρηστο ήταν. Τελευταία ελπίδα της ο Σαν Χουάν. Μίλησε με τον πατέρα Χόρχε, της είπε όσες οι μέρες, τόσα τα κεριά. Διάλεξε τον πιο παχύ της κόκκορα, τον έδωσε στη μάνα της να τον κουβαλά στο καλάθι, και τώρα γονατιστή παρακαλούσε τον ομώνυμο του άντρα της άγιο για ανάσταση.

Όταν ειπώθηκε και η τελευταία λέξη της προσευχής, τα χέρια της μάνας της Κάρμεν γράπωσαν γερά τον κόκορα και τον πέρασαν τρεις φορές πάνω απ τα κεριά κάνοντας το σχήμα του σταυρού. Μετά, με μια κοφτή κίνηση, του έστριψαν το λαρύγγι, για χατίρι του Χουάν. Το αίμα θέλει αίμα, είχε πει η μάνα της Κάρμεν.

Το ίδιο είχε σκεφτεί και η γρια Μερθέδες, η κόρη της οποίας, αυτή που πια ζούσε στο Σαν Κριστόμπαλ, είχε κόψει, πάει καιρός, ανεπιτυχώς τις φλέβες της για τα σκούρα μάτια του Χουάν.

Το αίμα θέλει αίμα, είναι μια παλιά παροιμία των Μάγια Τσοτσίλ.

 

08.05.17

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top