Fractal

Διήγημα Fractal: “Σαν απαλή ανάσα”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

 

Βδομάδες τώρα, κουβάρι οι αναμνήσεις μου. Τις ξεδιαλύνω, πλέκω με το νήμα τους πυκνό ιστό, να ντυθώ γαλήνη και χαμόγελο. Ν’ αφήσω την οργή να ξεθυμάνει, αφού άσκοπη είναι. Ένας ήλιος αυθάδης επιμένει να λάμπει εναντίον μου. Το φως του πληγώνει τη μέρα, σαν να μην θέλει ν’ αφήσει χώρο για να ‘ρθει η νύχτα η ήρεμη, η νύχτα που βοηθάει.

Παρατηρώ την Αγγελίνα που βαριανασαίνει. Κατάπιε την αλήθεια αμάσητη, χωρίς νερό κι αυτή πήγε και κάθισε στην καρδιά της να την ματώσει. Γιατί πληγώνει κι η αλήθεια καμιά φορά, και τώρα η ανιψιά μου την πλήρωνε με την ανάσα της. Και πώς να πεις σ’ ένα παιδί δέκα χρονών πως η ζωή της ολόκληρη χάθηκε σε μιαν απότομη στροφή;

Αν και το αίσθημα ισορροπίας μου έσβησε όταν η αστυνομία μ’ ενημέρωσε για το τραγικό δυστύχημα που κόστισε τη ζωή της αδελφής και του γαμπρού μου, ανακάλυψα τα ελάχιστα ίχνη φωνής που χρειαζόμουν για να ψελλίσω ανόητες φλυαρίες: “Δεν θα κάνουμε απαισιόδοξες σκέψεις Αγγελίνα μου. Θα σκεφτόμαστε πως η μαμά και ο μπαμπάς βρίσκονται τώρα σε μιαν αυλή λουσμένη στο φως, με ανθρώπους αγαπημένους και γελούν ευτυχισμένοι. Θα συνεχίζουμε τη ζωή μας παρέα και θα περνάμε καλά, ακριβώς όπως εκείνοι θα ήθελαν για σένα”, έτσι της είπα.

Ο τρόμος είχε παγώσει το πρόσωπό της, το βλέμμα σβησμένο, τα ροδαλά της μάγουλα άχρωμα, οι όμορφες μπούκλες της αχτένιστες πέφτουν στους ώμους της βαριές και τους λυγίζουν.

“Πέθαναν, τους έχασα”, καταφέρνει μόνο να ψιθυρίσει.

Ό,τι κι αν έλεγα εγώ, την απώλεια την βίωνε ήδη με τον δικό της τρόπο, όχι με τον δικό μου. Η πραγματικότητα την είχε διαλύσει και μετάνιωνα που της είχα πει τα πάντα. Να που η άγνοια αποδεικνύεται πως προσφέρει ασυλία σοβαρά προσμετρήσιμη. Ίσως και να έπρεπε να της πω τα γνωστά παραμύθια για μακρινά ταξίδια και δουλειές. Πέτρες οι λέξεις μου και την χτύπησαν κατάστηθα. Ένα και μόνο συναίσθημα ζωγραφιζόταν στο ιδρωμένο της μέτωπο: εγκατάλειψη.

Όσες λέξεις ειπώθηκαν, μένουν ασάλευτες ανάμεσά μας. Μακάρι να τις έπαιρνε ο αέρας, δεν τις θέλω κοντά μας. Τι νόημα έχει αυτό που κάνω; Ποιος νοήμων άνθρωπος τα βάζει με τις λέξεις; Αισθάνομαι σαν να περπατάω επάνω σε παγωμένη λίμνη. Σαν ν’ ακούω τον πάγο να τρίζει κάτω από το βάρος μου. Ένας αλλόκοτος τρόμος σέρνεται στη ραχοκοκαλιά μου και μ’ αναγκάζει να σφίξω τα δόντια. Η μεταλλική παγωνιά που μας τυλίγει έχει τη μυρωδιά του χιονιού. Αφουγκράζομαι τους γνώριμους ήχους του σπιτιού και παριστάνω πως ζω σε μια ομαλή πραγματικότητα.

Για σαράντα οκτώ ώρες, μια νέα τάξη πραγμάτων κυβερνά το σπίτι μου. Η Αγγελίνα αισθάνεται φιλοξενούμενη και το δείχνει. Εγώ πάλι, σε κάθε ευκαιρία της δείχνω πού βρίσκεται το κάθε τι: σε ποιο συρτάρι, σ’ εκείνο το ντουλάπι, στο κάτω ράφι. Είναι προσεκτική σε βαθμό συγκινητικό, να μην διασαλέψει στο ελάχιστο τις συνήθειές μου. Συγκατάνευση γαλήνια και χαμόγελο μισό.

Θα τα βρούμε τα πατήματά μας, είμαι σίγουρη, κι η ασφυξία των πρώτων ημερών φυσιολογική. Αναμενόμενο και το θέαμα που αντικρίζω τις νύχτες. Χαμένη κάτω από το πάπλωμα, ένας σκοτεινός όγκος που τραντάζεται από αθόρυβους λυγμούς. Θέλω να την αγκαλιάσω και δεν το κάνω. Να πάρω λίγο από το κλάμα της, ν’ ανασηκώσω κάπως τον βράχο που βαραίνει το στήθος της. Οπισθοχωρώ αθόρυβα κι αφήνω την εκτόνωση να κάνει τη δουλειά της. Για να επιστρέψω κι εγώ στη λευκή νύχτα της αγρύπνιας μου. Το πρόσωπό της που δεν βλέπω, το ξέρω, κρύβει όλη την ερημία του κόσμου. Ένας ακούσιος επισκέπτης η μικρούλα μου, σε μια βεγγέρα που ποτέ δεν θέλησε, έτσι νιώθει, το καταλαβαίνω μα νιώθω ανήμπορη, τίποτα δεν μπορώ ν’ αλλάξω σε τούτη τη συνθήκη.

Ο φόβος μού χαρίζει ένα δαγκωμένο χαμόγελο κι έτσι όπως καταφέρνει να με πιάσει απροετοίμαστη, μου επιβάλλεται με πλήρη κυριαρχία. Λέξεις με κυνηγούν μέσα σ’ έναν λαβύρινθο και πριν προλάβω να φτάσω στην έξοδο, γίνονται εικόνες. Πώς θα λιπάνω τη ζωή της που στέγνωσε; Πώς θ’ αναστήσω το καταργημένο χτες, πώς θα το αντικαταστήσω χωρίς να χάσει το κύρος του;

Κοιτάζω τη νύχτα που χορεύει στους δρόμους, στο ρυθμό που συνθέτει η απελπισία μου. Κι αποφασίζω ξαφνικά: Δεν θα προσπαθήσω να κλείσω την πληγή της. Ο χρόνος που περνάει θα σβήσει από την μνήμη της πολλά. Θα την νικήσει ο εαυτός της πολλές φορές, θα την γονατίσει η ενοχή πως τους ξέχασε. Θα μάθω στην Αγγελίνα μου, όποτε ξαγρυπνά, να γεμίζει το άδειο βλέμμα της με την μορφή τους αλλιώς. Σ’ έναν άλλο χώρο, χαρούμενο. Θα την μάθω να τους αγαπάει μόνο σαν απαλή ανάσα, γιατί αυτήν δεν την νικά κανένας θάνατος. Θα την μάθω να πιστεύει πως θα είμαι για πάντα δίπλα της. Ότι μαζί θ’ ανοίξουμε νέους δρόμους και θα τους περπατήσουμε ως το τέρμα τους, όσο ανηφορικοί κι αν φαίνονται. Στην κορυφή του βουνού, πάντα έχει την καλύτερη θέα.

Θα γίνω γι’ αυτήν η χαμογελαστή παρηγοριά, ο ώμος που θα χρειαστεί για ν’ ακουμπήσει. Και δεν θα της πω ποτέ “η μανούλα σ’ αγάπησε πολύ”, ο αόριστος έχει κάτι το τελειωμένο. Η αγάπη όμως, δεν πεθαίνει μαζί με το σώμα. Η ανάμνησή της μένει για πάντα εκκωφαντικά ζωντανή. Μπορώ να την μάθω από την αρχή τι σημαίνει η λέξη αγάπη. Φοβάμαι μήπως το μυαλό της την συνδέσει με την απώλεια. Η αγάπη όμως, είναι ανάγκη. Είναι ακίνδυνη και πρέπει να την δοκιμάσει χωρίς φόβο. Στην δική της καρδιά, η Αίθουσα του Θρόνου, δεν θα μείνει ερμητικά κλειστή, αυτό είναι το μόνο που πρέπει να φροντίσω.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top