Fractal

Μεταφραστικό αφιέρωμα στον Salvatore Quasimodo

Γράφει ο Στάθης Κομνηνός // *

 

q1

 

 

q2

 

Τού  Ρωμανού

 

Salvatore Quasimodo (1901-1968)

 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

“Timor mortis conturbat me” ?

Κοίλο τύμπανο

γδούπος

στην ξένη νύχτα

στους κόμβους τού αίματος. Πέφτουν κοράκια

ανάμεσα στο χιόνι φτασμένα από μολύβι

τής σιωπής. Ξάφνου το σώμα μου

σκαρφαλώνει στην κορφή μιας πορτοκαλιάς

στο Ιόνιο. Μα είσαι δω, επιτέλους,

δίχως ένα σημάδι να διασταυρώνεται στην παράδοση

τού πνεύματος, μόνο μαζί σου άκουσα

τις απόμακρες σκέψεις, τούς τελευταίους

κρεμασμένους από μιαν αψίδα γοτθική.

Ποιός ο τόπος των υπόγειων σκιών ;

Όμοιος με τον εαυτό του ο θάνατος :

ανοίγει μια πόρτα, ακούγεται ένα πιάνο

στο video, στο διάδρομο με τα παραπετάσματα

των ναρκωτικών. Εισέρχεται στο νου

ένας διάλογος με το επέκεινα,

με συλλαβές σπειροειδείς που τυλίγουν

το requiem στις καμπύλες τής σκιάς΄

σίγουρα ή πιθανώς ακούσιος.

Δεν οφείλω  εξομολόγηση στη γη,

ούτε σε σένα θάνατε, πέρα από την

ανοιχτή σου πόρτα στο video τής ζωής.

 

Una notte di settembre

“Timor mortis conturbat me”?

Un tamburo cavo tonfa

Nella notte straniera

Su nodi del sangue. Cadono corvi

Fra la neve presi da un piombo

Silenzioso. E di colpo il mio corpo

Sale su un albero d’arancio a picco

Sul mare Jonio. Ma sei qui, alla fine,

non un segno s’incrocia alla resa

dello spirito, solo con te ascolti

i pensieri lontani, gli ultimi

sospesi sotto una volta gotica.

In che luogo ombre sotterranee?

Uguale a sé la morte:

Una porta si apre, si ode un piano

Sul video nella corsia a tende

Di narcotici. Entra nella mente

un dialogo con l’al di là,

di sillabe a spirale che avvolgono

requiem su curve d’ombra;

un sì o un forse involontario.

Non devo confessioni alla terra,

nemmeno a te morte, oltre la tua

porta aperta sul video della vita.

 

q3

 

 

ΝΗΣΙ  ΤΟΥ  ΟΔΥΣΣΕΑ

Σταματημένη η αρχαία φωνή.

Εφήμερες αντηχήσεις ακούω,

λήθη τής βαθιάς νύχτας

σε ύδατα αστερωμένα.

 

Από το επουράνιο πυρ

γεννιέται το νησί τού Οδυσσέα.

Αργοκύλιστοι ποταμοί δέντρα παρασύρουν κι ουρανούς

στο βόμβο τής σεληνιακής όχθης.

 

Οι μέλισσες, αγαπημένη, μάς φέρνουν χρυσό :

Καιρός μεταλλάξεων, μυστικός.

 

Isola d’Ulisse

Ferma è l’antica voce.
Odo risonanze effimere,
oblio di piena notte
nell’acqua stellata.

Dal fuoco celeste
nasce l’isola di Ulisse.
Fiumi lenti portano alberi e cieli
nel rombo di rive lunari.

Le api, amata, ci recano l’oro:
tempo delle mutazioni, segreto.

 

 

q4

 

 

ΠΡΩΙΝΟ  ΑΣΜΑ

Μαλαματένια πουλιά  οξείες φωνές, ελεύθερα

μες στο μοναχικό δάσος στην κορυφή των κλωναριών τού πεύκου

θρηνούν  συγκεχυμένα’ κι άλλο αρχινά,

άλλο χρονοτριβεί,έν’ άλλο αμολά τον προσκλητικό του στίχο στα βουνά:

κι η ηχώ που δεν σιωπά, φίλη των ερήμων,

τον επαναλαμβάνει από το βάθος των κοιλάδων.

 

Canto mattutino

Dorati uccelli dall’acuta voce, liberi
per il bosco solitario in cima ai rami di pino
confusamente si lamentano; e chi comincia,
chi indugia, chi lancia il richiamo verso i monti:
e l’eco che non tace, amica dei deserti,
lo ripete dal fondo delle valli.

 

 

q5

 

 

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΩΙ

Τελείωσε η νύχτα και η σελήνη

αργά διαλύεται στην αιθρία,

δύει στα κανάλια.

 

Τόσο ζωντανός ο Σεπτέμβρης σε τούτη την πεδινή γη,

πράσινα τα λιβάδια

όπως στις κοιλάδες τού νότου την άνοιξη.

Άφησα τους συντρόφους,

έκρυψα την καρδιά μέσα στ’ αρχαία τείχη,

μόνος να μείνω για να σε θυμηθώ.

 

Πιο απόμακρη είσαι απ’ τη σελήνη,

τώρα που γίνεται πρωί΄

και στις πέτρες χτυπά το πόδι των αλόγων !

 

Ora che sale il giorno

Finita è la notte e la luna
si scioglie lenta nel sereno,
tramonta nei canali.

È così vivo settembre in questa terra
di pianura, i prati sono verdi
come nelle valli del sud a primavera.
Ho lasciato i compagni,
ho nascosto il cuore dentro le vecchie mura,
per restare solo a ricordarti.

Come sei più lontanta della luna,
ora che sale il giorno ‘
e sulle pietre batte il piede dei cavalli !

 

 

q6

 

 

ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ

Κανείς ποτέ δεν έμαθε τί ήθελε η καρδιά σου

κλειστός όπως ήσουν,

κανείς ποτέ δεν έμαθε απ’ το νεκρό χαμόγελο

μέχρι τη ζωντανή  λέξη που άνθιζε κι απόμενε

όπως ο σπόρος κι ο καρπός : αθάνατη.

 

Εκείνος μόνο. Κοκκίνιζε και λεύκαινε το κακό σου

με βίαια καλέσματα κι έξαφνη εξορία.

Τι όνειρα στο δροσερό ελαιώνα και στον κήπο !

Κουβάρια φωτός και άγρωστη ΄

κάθε άστρο, κάθε ανθός σπάρτου μοσχοβολούσε :

με τον ουρανό η γη στην ήμερη σκιά.

 

Έρημος ο οίκος. Κλαίς

δίπλα στη φλόγα με τις κλαδεμένες πρασινάδες,

ούτε κι εγώ μπορώ να σού χαρίσω τη συχώρεση΄

κάνει κρύο, βρέφος Ισκαριώτη κι η νύχτα

περίφρακτη από χιλιάδες κυπαρίσσια.

 

Iscariot

Nessuno mai seppe che cosa volesse il tuo cuore,
ché stavi tu chiuso come una bacca inmatura;
nessuno mai seppe del tuo morto sorriso
alla viva Parola che sbocciava e restava
como il seme ed il frutto: immortale.

Egli solo. Arrossava e sbiancava il tuo male
coi richiami violenti ed il subito esilio.
Che sogni nel fresco Uliveto e nell’orto!
grovigli di luce e d’arbusti selvaggi;
ogni stella, ogni fior di ginestra odorava:
con il cielo, la terra, nell?ombra mansueta.

Deserta é la casa. Tu piangi
vicino alla fiamma di verdi sarmienti,
né posso io darti perdono;
c’è freddo, bambino Iscariot,
e la notte è recinta di mille cipressi.

 

 

q7

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Γίνε αγαθός, αν θες ν’ ακούσεις τη φωνή μου,

και φίλησε το κατώφλι τού σπιτιού σου.

 

Πάρε δύο λύχνους, ζεστούς όπως το στήθος των χελιδονιών,

και, κατά το λιόγερμα, όταν η όψη σου θα ’χει  το λυκόφως τ’ ουρανού

άνοιξε το κιγκλίδωμα τού παραθύρου τού γαλάζιου μου καταφυγίου,

και, μέσα στη σιωπή,  πλεύρισέ με.

 

Θα σού πω για τ’ αφημένα μου όνειρα πάνω στα σκαλοπάτια,

πίσω από πόρτες κλειστές κι άγνωστες,

για όνειρα ανθισμένα σε κήπους φτωχούς,

δίχως τραγούδια, καταμεσής στα δηλητήρια.

 

Έπειτα, σιώπα κι επίστρεψε : η μουσική που κάτω απ’ τις μιμόζες

[κοιμάται

θα ξυπνήσει για χάρη σου, μια που ασπάστηκες τού σπιτιού σου το

[κατώφλι.

 

La preghiera

Diventa buono, se vuoi ascoltare la mia voce,
e bacia la soglia della tua casa.

Porta due lampade, calde come il petto delle rondini,
e, verso sera, quando il tuo viso avrà la penombra del cielo

apri il cancello di vetro del mio rifugio azzurro,
e, in silenzio, accostati a me.

Ti dirò dei miei sogni lasciati sopra gli scalini,
dietro le porte chiuse e sconosciute,
dei sogni sbocciati in poveri giardini,
senza canti, in mezzo a le cicute.

Poi, taci e ritorna: la musica che dorme sotto le mimose
si sveglierà per te, che hai baciato la soglia della tua casa.

 

 

q8

 

 

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

Τα είδα :

καημένα μέλη κομμάτια αιωρούμενα,

μάτια κόκκινα δόξας μα δίχως φως !

 

Ήταν ακόμη βυθισμένα

στο τρεμουλιασμένο λυκαυγές ενός ονείρου

ελαιώνων και δάφνινων ευωδιών !

Κάποιος, που ακόμη μπορούσε

να χαίρεται με τον ήλιο και την αυγή,

 

τρέμοντας, μού είπε :

…εκεί… στις στάχτες των λόφων,

ο κόκκινος ήλιος τού πορφυρού αίματος

των φλεβών μας, ούρλιαζε, ούρλιαζε

σαν λάβαρο,

κι απ’ τούς πελώριους πόρους τού σπογγώδους Carso[1]

κάπνιζε η εκδίκηση !

Όμως ένα πρωί… ένα πρωί…

 

Άλλο δεν άκουσα από την απαλή φωνή του,

φωνή θαμπή και νυσταγμένη,

σαν το παγωμένο λόξυγκα ενός ετοιμοθάνατου

που τρέμοντας γραπώνεται απ’ τον τραχύ σταυρό του.

 

IL MARTIRIO

Li  ho visti :

povere membra tozze e penzoloni

occhi rossi di Gloria e senza luce !

 

Erano ancora immerse

nel  tremulo albore d’ un sogno

d’ ulivi e di fragrant allori !

Qualcuno, che poteva ancora

gioire del sole e dell’ aurora,

 

tremando, mi disse :

…là… su le ceneri dei colli,

il cielo arrossato dal sangue scarlatto

de le nostre vene, garriva, garriva…

come un vessillo,

e dai pori enormi dello spugnoso Carso

fumava la vendetta !

Ma un giorno… un giorno

 

Nient’ altro udii che la sua molle voce,

una voce fioca e sonnolente,

come il singhiozzo gelato d’ un morente

che tremante s’ aggrappi a la sua rozza croce.

 

 

q9

 

 

ΤΙ ΝΥΧΤΑ ΜΑΚΡΑ

Τι νύχτα μακρά και πρασινοκόκκινη σελήνη

στη κραυγή σου μέσ’ από πορτοκαλάνθια και λεμονανθούς, αν

[χτυπήσεις

μια πόρτα σαν κάποιος βασιλιάς τού Θεού

αιχμηρός τής δροσιάς: «Άνοιξε, αγάπη μου, άνοιξε !»

Ο άνεμος, με χορδές, στα υψίπεδα των Iblei[2] από τους κώνους

των Madonie[3] σπαράζει  ύμνους και θρήνους

στα τύμπανα  των αρχαίων άντρων σαν

την Αγαύη και το μάτι τού ληστή. Και η Άρκτος

πάλι δεν σ’ αφήνει και  σείει τις εφτά

αναμμένες φωτιές τού συναγερμού στους λόφους,

και δεν σ’ εγκαταλείπει ο θόρυβος των κόκκινων αμαξών

των Σαρακηνών και των σταυροφόρων,

ίσως η μοναξιά, κι ακόμη ο διάλογος

με τα έναστρα ζώα, το άλογο

και ο σκύλος  ο βάτραχος  οι παραισθητικές

κιθάρες τού τζιτζικιού το βράδυ.

 

Che lunga notte

Che lunga notte e luna rosa e verde
al tuo grido tra zagare, se batti
ad una porta come un re di Dio
pungente di rugiade: “Apri, amore, apri! ”
Il vento, a corde, dagli Iblei dai coni
delle Madonie strappa inni e lamenti
su timpani di grotte antiche come
l’agave e l’occhio del brigante. E l’orsa
ancora non ti lascia e scrolla i sette
fuochi d’allarme accesi alle colline,
e non ti lascia il rumore dei carri
rossi di saraceni e di crociati,
forse la solitudine, anche il dialogo
con gli animali stellati, il cavallo
e il cane la rana le allucinate
chitarre di cicale nella sera.

 

 

q10

 

 

ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΣΠΕΡΑ

Όλοι μας μόνοι στην καρδιά τής γης

μια αχτίνα ήλιου να μάς διαπερνά :

και ξαφνικά εσπέρα.

 

Ed è subito sera

Ognuno sta solo sul cuor della terra
trafitto da un raggio di sole:
ed è subito sera.

 

 

q11

 

 

ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΝ ΑΕΡΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ

Διφορούμενο γέλιο έτεμνε το στόμα σου

πόνο πυκνό να μού προσφέρει,

μιαν ηχώ ώριμης αγωνίας

αναβίωνε ν’ αγγίξει  σκοτεινά

στη σάρκα σημάδια χαράς.

 

Ακούγονταν αέρινες εποχές να περνούν,

γύμνια πρωινών,

φευγαλέες αχτίνες  να προσκρούουν.

 

Άλλος  ήλιος, απ’ όπου ήλθε

αυτό το σιωπηλό βάρος να μού μιλήσει.

 

S’UDIVANO STAGIONI AEREE PASSARE

Ambiguo riso tagliava la tua bocca

a darmi pieno soffrire,
un’eco di mature angosce
rinverdiva a toccar segni
alla carne oscuri di gioia.

S’udivano stagioni aeree passare,
nudità di mattini,
labili raggi urtrasi.

Altro sole, da cui venne
questo peso di parlarmi tacito.

 

 

q12

 

 

Η ΠΟΙΗΣΗ

Μια βραδιά που το χιόνι αποκοίμιζε αγγέλους πάνω στις καμινάδες,

και, στις στέγες, σκόρπιζε χρυσάνθεμα,

ίσως, αναζητούσε ζεστασιά δίπλα στο κρύο μου κορμί,

γυμνή σαν όλα τα τραγούδια των νομάδων,

αγνή σαν όλα τα ρόδα των άγνωστων κήπων,

όπου  οι σγουροί σβώλοι κι οι κούπες των λευκών λουλουδιών

έχουν δροσιά για τα διψασμένα σπουργίτια.

 

Ίσως, μού ήταν πάντα ολόγυρα,

στο σπίτι μου τού εύθραυστου ονειροπόλου

ανοιχτή στ’ αποτεφρωμένα άστρα

που κουβαλούν από τον ουρανό τα φιλιά των νεκρών βρεφών δίχως

[αγάπη.

 

Τώρα, είναι σαν θυμιατό από άπεφθο αχάτη

που φλέγεται ανάμεσα στις στήλες τού δωματίου από αμέθυστο,

όπου η ορθρινή ώρα, ξεφεύγοντας τα νυχτερινά φιλιά μου,

άφησε τον έρωτα και το κλάμα όλων των οδών τού κόσμου.

 

Φλέγεται, και το θυμίαμα είναι χαμόγελο κορασιάς,

φλέγεται και το χασίς είναι χάδι τού στόματος

στους μαστούς μιάς τέλειας γυναίκας.

 

Την ώρα που οι πυγολαμπίδες ανάβουν

στα εξατμισμένα κρύσταλλα  των μαγεμένων κάστρων,

και τα τραγούδια τού ύπνου τούς ρυθμούς παίρνουν των αστεριών,

υποταγμένα, φιλώντας μας στα μάτια,

απαγγέλουμε το Άσμα τού ήλιου,

την προσευχή μας τού λυκόφωτος,

που μάς ανοίγει τις γαλάζιες πόρτες τού ονείρου.

 

Αυτή μες στο σκοτάδι με δίδαξε να μιλώ΄

τα τραγούδια μου είναι δίχως ήλιο,

όπως το κοπάδι που με ηχηρά κουδούνια

στις πηγές κατεβαίνει με σκυμμένο κεφάλι.

 

LA POESIA

Una sera che la neve angioli addormentava sui comignoli,
e, sui tetti spargeva crisantemi,
forse, cercò calore accanto al mio corpo freddo,
nuda come tutte le canzoni dei nomadi,
pura come tutte le rose degli orti sconosciuti,
ove le zolle ricciute e le coppe dei fiorellini bianchi
hanno rugiada pei passeri assetati.

Forse, m’era stata sempre d’intorno,
nella mia casa di fragile sognante
aperta alle stelle incenerite
che portano dal cielo i baci dei bimbi morti senz’amore.

Ora, è come un incensiere d’agata purissima
che brucia fra le colonne della stanza d’ametista,
ove l’ora matutina, sfuggendo ai miei baci di Nocturno,
l’amore lasciò e il pianto di tutte le strade del mondo.

Brucia, e l’incenso è sorriso di fanciulla,
brucia e l’hashish è carezza di bocca
su le mammelle d’una femina perfetta.

Ne l’ora che le lucciole s’accendono
sui cristalli vaporosi dei castelli incantati,
e le canzoni del sonno hanno cadenze di stelle,
sommessamente, baciandoci sugli occhi,
recitiamo il Cantico del sole,
la nostra preghiera del crepuscolo,
che ci apre le porte azzurre del sogno.

Ella nel buio m’insegnò a parlare;
la mie canzoni sono senza sole,
come il gregge che a sonagliere sciolte
a le fonti scende a testa china.

 

 

q13

 

 

ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ

Και θα οφείλουμε να σ’ αρνηθούμε, Θεέ

των όγκων, Θεέ τού ζωντανού ανθού,

και ν’ αρχίσουμε μ’ ένα όχι στη σκοτεινή

πέτρα «εγώ είμαι» και να συναινέσουμε

στο θάνατο και σε κάθε μνήμα να επιγράψουμε τη μόνη μας

βεβαιότητα : «θάνατος αθάνατος» ;

Δίχως ένα όνομα να θυμίζει τα όνειρα

τα δάκρυα την οργή αυτού τού ηττημένου

ανθρώπου απ’ τ’ ανοιχτά ακόμη ερωτήματα ;

Αλλάζει ο διάλογός μας΄ γίνεται

τώρα δυνατό το παράλογο. Εκεί

πέρα απ’ την αιθάλη τής ομίχλης, μέσα στα δέντρα

επαγρυπνεί η δύναμη των φυλλωμάτων,

πραγματικό είν’ το ποτάμι που πιέζει τις όχθες.

Δεν είναι όνειρο η ζωή. Πραγματικός ο άνθρωπος

και το ζηλιάρικο κλάμα του για τη σιωπή.

Θεέ τής σιωπής, άνοιξε τη μοναξιά.

 

Thànatos Athànatos

E dovremo dunque negarti, Dio
dei tumori, Dio del fiore vivo,
e cominciare con un no all’oscura
pietra “io sono”, e consentire alla morte
e su ogni tomba scrivere la sola
nostra certezza: “thànatos athànatos”?
Senza un nome che ricordi i sogni
le lacrime i furori di quest’uomo
sconfitto da domande ancora aperte?
Il nostro dialogo muta; diventa
ora possibile l’assurdo. Là
oltre il fumo di nebbia, dentro gli alberi
vigila la potenza delle foglie,
vero è il fiume che preme sulle rive.
La vita non è sogno. Vero l’uomo
e il suo pianto geloso del silenzio.
Dio del silenzio, apri la solitudine.

 

q14

 

 

* Ο Στάθης Κομνηνός σπούδασε κλασική φιλολογία και έχει εξειδίκευση στις σημιτικές γλώσσες (αραβικά, εβραϊκά, συριακά/αραμαϊκά). Παράλληλα, έκανε μουσικές σπουδές στη θεωρία, αρμονία και αντίστιξη, καθώς και στην ανατολική μουσική (ελληνική/βυζαντινή). Είναι ποιητής, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ερευνητής. Έχει συμμετοχή σε πολλά συνέδρια, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών.Μεταφράζει από και προς 12 γλώσσες και έχει συνεργαστεί με πλήθος εκδοτικούς οίκους και έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά (Παπαδήμας, Δόμος, Παρουσία, Ακρίτας, Λιβάνης κλπ κι επίσης ΝΕΜΕΣΙΣ, Κουκούτσι, Πρωτάτον, Τόλμη, Φρέαρ, Διάστιχο, Βακχικόν, Litteraterra, Ηνιοχείν, Fractal κλπ).

 

 

______________________________

[1] Υψίπεδο

[2] Υψίπεδο στη νοτιοανατολική Σικελία

[3] Όρη στη Σικελία

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top