Fractal

Η επώδυνη αναζήτηση της ιδανικής γυναίκας και οι ανάλογες παράπλευρες απώλειες, στο βιβλίο «Η τυφλή κουκουβάγια» του Σαντέκ Χενταγιάτ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Σαντέκ Χενταγιάτ, «Η τυφλή κουκουβάγια». Μετάφραση από το γερμανικό κείμενο: Φωτεινή Σιδηροπούλου. Αντιπαραβολή με το περσικό κείμενο: Τουράτζ Γιαζντανί. Εκδόσεις Τόπος, 2009

 

sa_1

 

‘Το κορίτσι στεκόταν ακριβώς απέναντί μου. Μου φάνηκε όμως ότι δεν έβλεπε τίποτε γύρω του. Κοίταζε μπροστά του, χωρίς να βλέπει τίποτα. Στις άκρες των χειλιών του είχε παγώσει ένα φοβισμένο, γοητευτικό χαμόγελο, λες και σκεφτόταν κάποιον που ήταν απών… Είχε ψηλά ζυγωματικά, φαρδύ μέτωπο, λεπτά και σμιχτά φρύδια, και μισάνοιχτα σαρκώδη χείλη, που έδιναν την εντύπωση πως μόλις χώρισαν από ένα μακρύ παθιασμένο φιλί κι ακόμη διψούσαν’.  Ξεσηκώνω μερικές σκέψεις και γραμμές από το βιβλίο ‘Η τυφλή κουκουβάγια’ του Ιρανού συγγραφέα Σαντέκ Χενταγιάτ. Είχα διαβάσει το βιβλίο κάποια χρόνια πριν και για πρώτη φορά στην Τεχεράνη, στον τόπο που γεννήθηκε ο Χενταγιάτ το 1903, και ανατρέχω πάλι σ’ αυτό σήμερα! Στο μελαγχολικό μυθιστόρημά του, ο αντιήρωας-αφηγητής του βιβλίου ψάχνει εναγωνίως να βρει τη φανταστική γυναίκα των ονείρων του μέσα σε ένα κλίμα βουβής μυστικιστικής μοναξιάς. Σαφέστατα στο περιεχόμενο του βιβλίου αναμιγνύονται κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές  και πολιτισμικές παράμετροι του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα του Ιράν. Γι’  αυτό και τα βιβλία του είναι απαγορευμένα στην πατρίδα του.

Δεν μπορώ να παραβλέψω με την ευκαιρία, πως ο Χενταγιάτ πρέπει να είχε σίγουρα κατά νου πολλούς από τους στίχους του Τζελαλεττίν Ρουμί. Αναφέρω σαν στιγμιαίο παράδειγμα: ‘Τα ταξίδια χαρίζουν δύναμη κι αγάπη/κι αν πάλι δεν μπορείς να φύγεις/κινήσου στα περάσματα του εαυτού / Είναι σαν στήλες φωτεινές/διαρκώς αλλάζουν, αλλάζεις και συ/σαν τις εξερευνάς’. Φυσικά και ο ίδιος ταξίδεψε στην Ευρώπη από μικρή ηλικία σε πολλές χώρες όταν οι άλλοι συνομήλικοί του το θεωρούσαν ακατόρθωτο κι ακόμα στα κατάβαθα της ψυχής,  ψάχνοντας εναγωνίως  την πολυπόθητη ευτυχία χωρίς τελικά να ευοδωθεί η όλη του προσπάθεια.

Γιατί τα μηνύματα του Χενταγιάτ στην αριστουργηματική ‘Τυφλή Κουκουβάγια’, είναι ολοφάνερα πολύχρωμες ψηφίδες ατομικής απαισιοδοξίας, που αργότερα έδωσαν τη θέση τους στο απονενοημένο διάβημα στην γαλλική πρωτεύουσα. Στο κατώφλι του εικοστού αιώνα στο Ιράν, με τον λόγο του ανθρώπου απελπιστικά ανίκανο, την εικόνα του θεού μονότονα στιλιζαρισμένη, την κοινωνική κατάσταση περιρρέουσα, η έννοια του προσωπικής εικόνας, της ευτυχίας του εγώ, παραμένει στο ημίφως αφού και η μικρότερη επικοινωνία με την πραγματική γυναίκα του αποδεικνύεται μάταιη. Οι επιδιώξεις του Χενταγιάτ έχουν εγκλωβιστεί σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ανεύρεσης του άλλου. ‘Τι είναι άραγε αγάπη; Για τον περισσότερο κόσμο, αγάπη είναι μια εφήμερη προστυχιά. Τη βρίσκεις στα πρόστυχα τραγουδάκια, στην πουτανιά, στις αισχρολογίες, στα όρια της νηφαλιότητας…’ Τα αιώνια προβλήματα της σχέσης του άντρα και της γυναίκας, οι μύθοι που τα περιβάλλουν, η συνειδητή, ασυνείδητη και εν πολλοίς τροποποιημένη από το χορηγηθέν από τον προσωπικό  γιατρό στον  ήρωα-αντιήρωα  του συγγραφέα όπιο, οδηγούν σε μια προσπάθεια  επιστροφής  στις ρίζες του, στο εσωτερικό του, στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του, στον περσικό μυστικισμό θα λέγαμε γενικεύοντας την όλη κατάσταση. Η φαντασία δίνει τη θέση της στο όνειρο, κι αυτό με τη σειρά του εμπλέκεται με την ανελέητη πραγματικότητα. ‘Κάποια στιγμή, μια μέρα, όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας θα λυθούν. Θα μείνει μόνο το πρόβλημα με τον άντρα και τη γυναίκα’, είχε πει σε μια στιγμή ονειροπόλησης ο Λέων Τολστόι. Ο Σαντέκ Χενταγιάτ φαίνεται τελικά πως δεν είχε άλλη δική του, ξεχωριστή άποψη από αυτή τη νατουραλιστική και πεσιμιστική αποδοχή του Ρώσου γίγαντα της λογοτεχνίας! Γιατί κι αυτός στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πίστευε βαθιά ότι ‘υπάρχουν στη ζωή πληγές που μέσα στο σκοτάδι κατατρώγουν αργά, σαν τη λέπρα την ψυχή. Κι αυτά τα βάσανα δεν μπορείς να τα μοιραστείς με κανέναν…’!

 

Ατενίζοντας προς το μέλλον!

Ατενίζοντας προς το μέλλον!

 

Τελευταίως στο Ιράν διαφαίνεται μια τάση ολοένα και μεγαλύτερης ανάμειξης, απασχόλησης, εμπλοκής και εκπροσώπησης των γυναικών στα ιδιωτικά αλλά και στα δημόσια τεκταινόμενα. Συμμετέχουν σε δουλειές, βασικά στις οικογενειακές επιχειρήσεις του συζύγου, συνεισφέροντας με τον τρόπο αυτό στην αύξηση του εισοδήματος το οποίο δεν επαρκεί φυσικά στις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες της σημερινής μέσης ιρανικής οικογένειας. Όλα όμως πρέπει να φέρουν τη σφραγίδα των  επιταγών του ιερού βιβλίου, του Κορανίου, το οποίο, φευ, δεν δύναται να υποστεί αλλαγές!

 

sa_3

 

Ανατρέχω στην παράγραφο 34 της Σούρα Ελ-Νισά, που αναφέρεται στις γυναίκες: ‘Οι άντρες είναι οι προστάτες κι οι κύριοι των γυναικών, γιατί ο Αλλάχ έχει χαρίσει ανώτερο βαθμό στους άντρες απ’ τις γυναίκες, κι επειδή ξοδεύουν απ’ τις περιουσίες τους. Γι’ αυτό οι ενάρετες γυναίκες πρέπει  να είναι με ευσέβεια πειθαρχικές, κι όταν ο άντρας τους απουσιάζει πρέπει να προστατεύουν ότι τους ανέθεσε ο Αλλάχ να φυλάγουν. Όσο για τις γυναίκες εκείνες, που φοβάστε για την παρακοή τους συμβουλέψτε τες πρώτα, έπειτα αρνηθείτε να μοιραστείτε μαζί τους το κρεβάτι τους και τέλος να τις δείρετε ελαφριά. Αν όμως επιστρέψουν στην υπακοή, μην χρησιμοποιείστε εναντίον τους μέσα ενοχλητικά, γιατί ο Αλλάχ είναι Πανύψηλος, Μεγάλος, πάνω απ’ όλους σας’.

 

sa_4

 

‘Η Τυφλή Κουκουβάγια’ (Buf-i Kur, στα περσικά) του Σαντέκ Χενταγιάτ (1903-1951), αποτελεί αναμφίβολα ένα αριστούργημα της ιρανικής λογοτεχνίας. Ο τραγικός συγγραφέας βρέθηκε νεκρός στις 19 Απριλίου 1951 στη γαλλική πρωτεύουσα. Έκλεισε το παράθυρο, άνοιξε το γκάζι και έφυγε όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του για τη αιωνιότητα. Κι ο κατάλογος δυστυχώς ήταν και συνεχίζει να   είναι απελπιστικά  μακρύς. Έβαλε τον εαυτό του σε μια σειρά μαζί με τους Βιρτζίνια Γουλφ, Σύλβια Πλαθ, Αν Σέξτον, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, και τόσους άλλους. Διαβάζοντας ξανά και ξανά κάποια μέρη του όλα αυτά τα χρόνια, αποκτά κάποιος ολοένα και περισσότερη ανοσία στη φρίκη που περιγράφεται εκεί μέσα.

Είναι, πρώτα απ’ όλα, ένα μυθιστόρημα που απαιτεί επαναλαμβανόμενα διαβάσματα. ‘Η Τυφλή Κουκουβάγια’ του Σαντέκ Χενταγιάτ, είναι ίσως το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Ιράν στη Δύση (ΗΠΑ και Ευρώπη), και ο συγγραφέας του ένας άξιος εκπρόσωπος της ιρανικής λογοτεχνίας και του φανταστικού μυθιστορήματος του εικοστού αιώνα. Δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα και όμως, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες και υποθέσεις, είναι το πιο διάσημο λογοτεχνικό έργο του εικοστού αιώνα του Ιράν, δυσανάγνωστο για  τις πλατιές μάζες,  με αδιαφανή συμβολισμό, στρεβλή κωδικοποίηση, άχαρο ψυχολογικό τοπίο, και απόκοσμα θεματικό. Παρ’ όλα αυτά όμως διακρίνεται για το εύκολα προσβάσιμο και απλό ύφος, ακόμα κι όταν αναφέρεται στις πιο σκοτεινές ρωγμές της ανθρώπινης ψυχής.

Στο βιβλίο, ειδικά προς το τέλος του, υπάρχουν σίγουρα κάποια  στοιχεία της ζωής του συγγραφέα. Υπάρχει η αέναη ομίχλη του οπίου που παραπέμπει σε ένα άνθρωπο  περιστασιακά  ή   απελπιστικά εξαρτημένο. Και υπάρχει, φυσικά, η γοητεία του Χενταγιάτ με την Ινδία, αφού σπούδασε κάποια στιγμή στη Βομβάη, όπου προφανώς έγραψε την ‘Τυφλή Κουκουβάγια’, ενσωματώνοντας σε αυτή μύθους και αφηγήσεις για κόμπρες, ινδουιστές, και χορεύτριες. Και φυσικά υπάρχει διάχυτα η χορτοφαγία του Χενταγιάτ στην οποία σημειωτέον αφιέρωσε πλήρως τον εαυτό του στην Ινδία, απεικονίζοντας εξαίσια κάποιες αιμοβόρες αποχρώσεις του μικρού ετούτου μυθιστορήματος, κυρίως με την κατάπληξη του αφηγητή πάνω από το θέαμα που καταντά  ρουτίνα,   ενός χασάπη δηλαδή κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Και υπάρχει εμφανώς έμμεση μάλλον  αναφορά, είτε στην αποχή και αδιαφορία για το σεξ, είτε σε ομοφυλοφιλικές προεκτάσεις, τον καχεκτικό ανδρισμό, τους  ανικανοποίητους ηλικιωμένους άνδρες εραστές, με αποκορύφωμα κάποια σκηνή με ένα μαχαίρι. Και, φυσικά, υπάρχει πανταχού παρούσα η αιώνια αίσθηση μιας αφόρητης απελπισίας που γνωρίζουμε ότι ήταν εκείνη πιθανότατα που οδήγησε στην αυτοκτονία του με αέριο, το 1951. Οτιδήποτε άλλο, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αποτελεί  μυθοπλασία, με τις ρίζες της σε πηγές  απόλυτα μυστηριώδεις. Ο Χενταγιάτ βρισκόταν στα τριάντα τρία του χρόνια όταν προχώρησε στη δημοσίευση της ‘Τυφλής Κουκουβάγιας’ στην Βομβάη της Ινδίας,   σε   πενήντα αντίτυπα πολυγραφημένου χειρόγραφου και το διένειμε μεταξύ των φίλων με την σημείωση ‘Απαγορεύεται η έκδοση και κυκλοφορία στο Ιράν’ λόγω της αρχικής αποθάρρυνσης  όταν συναντήθηκε με Ιρανούς λογοκριτές. Το Ιράν, δυόμισι δεκαετίες μετά τη Συνταγματική Επανάσταση και μια δεκαετία μετά το τέλος της δυναστείας των Qajar και στην αρχή της δυναστείας των Παχλεβί με την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Ρεζά Σάχη, είχε βιώσει  ταχύ  αυταρχικό εκσυγχρονισμό και την εκκοσμίκευση, με τους Βρεττανούς και τους Ρώσους  πάνω από την προοπτική του ιρανικού πετρελαίου, ενώ το καθεστώς του Σάχη δημιουργούσε αόρατα δεσμά πάνω στις μάζες μέσα από την προπαγάνδα και τη σχετική λογοκρισία. Μια περίοδος κατά την οποία η παράδοση του σιιτικού ισλαμισμού και του δυτικού εκσυγχρονισμού βρίσκονταν σε εμφανή αντιπαράθεση, μια πραγματικά κρίση ταυτότητας για τη χώρα του Ιράν. Για τον Χενταγιάτ, ούτε ο κλήρος ούτε η μοναρχία είχαν τις δέουσες απαντήσεις, ούτε ο κοινός άνθρωπος, κι ούτε ακόμα η ελίτ των διανοουμένων. Ο ίδιος ερχόταν   σε αντίθεση όχι μόνο με τη χώρα του, όπως πολλοί έσπευσαν να του προσάψουν,   αλλά ταυτόχρονα με την εποχή του. Δυστυχώς, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν βρισκόταν και  στην  καλύτερη κατάσταση εκείνη την εποχή, ένας μετανάστης σε μια εξορία χωρίς ορατό τέλος και αίσια κατάληξη. Η επόμενη δημοσίευση της ‘Τυφλής Κουκουβάγιας’ έγινε και πάλι το 1993, αλλά λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε από την 18η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Τεχεράνης το 2005, και τα δικαιώματα δημοσίευσης αποσύρθηκαν ως μέρος μιας σαρωτικής επιδρομής, το 2006.

Μυθιστορηματική πεζογραφία δεν υπήρχε στην  πραγματικότητα στην περσική λογοτεχνία πριν από τον εικοστό αιώνα, και τα πρώτα   ιρανικά  μυθιστορήματα ήταν ιστορικής φύσεως γραμμένα από πανεπιστημιακούς και διανοούμενους, με αποτέλεσμα ετούτο το βιβλίο να ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Ήταν προφανές ότι ο Χενταγιάτ ακουμπούσε πάνω σε περισσότερες κουλτούρες, κάνοντας ταυτόχρονα επαφές με την ευρωπαϊκή παράδοση. Ο Χενταγιάτ ήταν με πολλούς τρόπους, εν μέρει και Γάλλος. Παρακολούθησε ένα γαλλικό σχολείο, το ιεραποστολικό σχολείο Σαιντ Λούις στην Τεχεράνη, είχε μια κρατική υποτροφία για σπουδές στη Γαλλία, ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν μια δια βίου φοιτητής της γαλλικής λογοτεχνίας, πέθανε στο Παρίσι και θάφτηκε στο περίφημο κοιμητήριο Père Lachaise. Ο Χενταγιάτ, έτσι,  δεν μπορούσε να βρει παρηγοριά στην κοινωνία της Τεχεράνης, αλλά δυστυχώς ούτε και σε εκείνη του   Παρισιού. Ήταν ο ιρανικός εθνικιστής που είχε απηυδήσει με τις θρησκευτικές ίντριγκες, τη διαφθορά του κράτους   και αναζητούσε διαρκώς διέξοδο προς τα δυτικά. Αλλά και στην Ευρώπη ήταν επίσης ο αλλοδαπός, του οποίου η καθημερινή ζωή ήταν ατελείωτες αιτήσεις θεώρησης παραμονής και έντονης οικονομικής δυσπραγίας.

 

Ο μουσουλμάνος κάτω από τον Θεό

Ο μουσουλμάνος κάτω από τον Θεό

 

Στην ‘Τυφλή Κουκουβάγια’, βυθιζόμαστε σε ένα μυθιστόρημα στις σελίδες του οποίου υπάρχει μια συλλογή από κωδικούς, παραλλαγές, επαναλήψεις, κύκλους, χωρίς ευρετήριο, γλωσσάρι και υποσημειώσεις. Ο αναγνώστης μένει απελπιστικά μόνος διαβάζοντας χωρίς ανάσα. Το στοιχείο της επανάληψης απλώς υποδηλώνει ότι ο συγγραφέας είναι ενήμερος όλων των μικρών μυστικών της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έχουμε από τη μια πλευρά μια γοτθική ρομαντική αφήγηση και από την άλλη μια εξπρεσιονιστική αλληγορία, ένα μυθιστόρημα σε δύο νουβέλες, δύο αφηγήσεις  με τη μια να βρίσκεται απέναντι της άλλης. Στο πρώτο μέρος, ο αφηγητής μας είναι ζωγράφος του οποίου η αποστολή είναι να ζωγραφίζει ξύλινες κασετίνες για πένες με το ίδιο πάντοτε μοτίβο: ένα κορίτσι με μαύρο φόρεμα να προσφέρει σε έναν γέροντα ένα λουλούδι χωνάκι!  Στο δεύτερο μέρος, δεν υπάρχει καμία αναφορά γι’ αυτόν, ότι είναι δηλαδή καλλιτέχνης και αντ’ αυτού είναι ο αφηγητής,  μέσω του οποίου  ο συγγραφέας λέει την ιστορία του στους αναγνώστες, και μπορούμε να υποθέσουμε ότι μας παρουσιάζει ότι μπορεί να σώσει, εκείνο  που  έχει απομείνει από τη λογική του.  Με άλλα λόγια, το πρώτο μέρος είναι το παρόν με τη μορφή ενός ονείρου, ενώ το δεύτερο είναι το παρελθόν, με τη μορφή μιας εξομολόγησης.

Αλλά οι δυαδικότητες συνεχίζονται. Ο καλλιτέχνης του πρώτου μέρους, βυθίζεται σε μια πλατωνική πολιτεία αγάπης, με δεδομένη την αποστολή του να εκπροσωπεί τη μούσα του, την όμορφη νεαρή γυναίκα που, σαν άγγελος, εμφανίζεται στην πόρτα του απλώς και μόνο  να πεθάνει στο κρεβάτι του. Στο δεύτερο μέρος, τα πάντα είναι το αρνητικό του πρώτου μέρους. Ο  συγγραφέας βρίσκεται σε κατάσταση αφόρητου πυρετού από σαρκική αγάπη, εξαπατάται από μια πόρνη που μοιάζει με τη σύζυγό του. Οι ίδιοι ηθοποιοί στο μυθιστόρημα   παίζουν διαφορετικούς χαρακτήρες ξανά και ξανά. Έχουμε αρκετούς γέρους, τον θείο, το νεκροθάφτη, τον αφηγητή, και πολλές νέες γυναίκες, όπως τη γυναίκα της πένας, τη γυναίκα που κατασκοπεύει έξω από την τρύπα εξαερισμού του σπιτιού του, τον άγγελο στην πόρτα του, τη σύζυγο, κι άλλες ακόμα από τη μεριά της συζύγου του. Οι σκηνές αντικατοπτρίζουν η μία την άλλη σε συνεχόμενη βάση, όπως ακριβώς η δράση και η τέχνη μιμείται η μια την άλλη. Η σκηνή στην κασετίνα, αντικατοπτρίζει τη σκηνή έξω από την τρύπα εξαερισμού, η οποία αντικατοπτρίζει τη σκηνή σε ένα αρχαίο βάζο που ανακαλύφθηκε στην ταφή του κοριτσιού στο πρώτο μέρος, το οποίο τελικά αντικατοπτρίζει τον τελευταίο  χορό της μητέρας του. Αυτή η αναμόρφωση, η  κρυπτογράφηση και η λοξοδρόμηση παραγράφων, εννοιών, όπως είναι ευνόητο απαιτεί φαντασία,  και βεβαίως κοντινές στάσεις και πολλαπλές αναγνώσεις.

Στην πεζογραφία πάντως του Χενταγιάτ βρίσκουμε έναν άνθρωπο  με  ενέργεια αλλά και  αρκετή ταυτόχρονα  κατάθλιψη για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, αφού ήταν  ο άνθρωπος που σύχναζε  σε διάφορα καφέ στο Παρίσι και την Τεχεράνη, εύθυμος αρκετές φορές ανάμεσα σε   ομάδες των φίλων και   οπαδών του. Στην ‘Τυφλή Κουκουβάγια’, καθώς και σε όλα τα γραπτά του, δεν θα βρούμε εκείνο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει   στον πρόωρο θάνατό του, αλλά μάλλον αυτό που εμπόδισε να το κάνει  για τόσο πολύ καιρό. Με αυτό κατά νου, το βιβλίο μάλλον δεν αποτελεί θρίαμβο της ιστορίας, γιατί ίσως είναι στην πραγματικότητα ένας θρίαμβος της τέχνης!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top