Fractal

«Υπήρξαμε θαυμάσιοι, μα τώρα είμαστε καταδικασμένοι»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

«Σάββατο» του Ian Mc Ewan, Μετάφραση: Μαρία Γεωργουσοπούλου, Εκδόσεις Νεφέλη

 

«Προσοχή στους ουτοπιστές, στους ενθουσιώδεις που είναι βέβαιοι για την οδό προς την ιδανική κοινωνία. Να ‘τοι πάλι οι απολυταρχικοί με άλλη μορφή, ακόμη σκόρπιοι και αδύναμοι, αλλά αυξανόμενοι και οργισμένοι και διψασμένοι για ένα άλλο μακελειό. Εκατό χρόνια για να συνέλθουμε. Αλλά πάλι αυτό μπορεί να είναι απλά μια αδυναμία, μια αβάσιμη, μεγαλοποιημένη φαντασίωση, μια νυχτερινή σκέψη πάνω σε μια περαστική ταραχή, που ο χρόνος και η λογική θα εξομαλύνει και θα διευθετήσει.»

Θεωρώ τον Ίαν Μακ Γιουαν έναν ιδιαίτερο στυλίστα της γραφής, έναν από τους σπουδαίους σύγχρονους Ευρωπαίους μυθιστοριογράφους  που σε κάθε έργο του ανανεώνεται θεματικά, εξαντλεί μέχρις ακρότατων ορίων τα εκφραστικά του μέσα, διεισδύει μέχρι βάθους στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του, ενώ παράλληλα σχολιάζει με εμβρίθεια το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι του πλανήτη με αφορμές που δημιουργεί στη μυθοπλασία του, χωρίς να παραλείπει να οικοδομεί ένα έξοχο πολιτισμικό περιβάλλον άλλοτε με τη μουσική υπόκρουση που προτιμούν οι ήρωές του, άλλοτε με εικαστικές παρεμβάσεις και πάντα με αναφορές σε αριστουργήματα της διεθνούς πεζογραφίας και της ποίησης. Τα μυθιστορήματά του αποτελούν πηγή ερεθισμάτων για τον μέσο και πάνω αναγνώστη για περαιτέρω αναζήτηση. Είναι αξιοθαύμαστη η ευρυμάθειά του και η εμμονή στην έρευνα, όταν προτίθεται να αναπτύξει ένα θέμα εκτός γνωστικού του πεδίου.

Εν προκειμένω, στο «Σάββατο», ο ήρωάς του Χένρυ Περόουν είναι ένας  αξιόλογος, πετυχημένος, εύπορος νευροχειρουργός. Προκειμένου να βάλει τον αναγνώστη μέσα στη ζωή του ήρωά του ο συγγραφέας, όπως δηλώνει στις ”ευχαριστίες” στο τέλος του βιβλίου, παρακολούθησε επί δύο χρόνια νευροχειρουγικές επεμβάσεις κάποιου σπουδαίου νευροχειρουργού, αναζητώντας  εξηγήσεις για τις πολύπλοκες διεργασίες του εγκεφάλου και τις παθολογίες του. Ίσως, και πιθανότερα, για κάποιους αναγνώστες οι εκτενείς αναφορές στο επαγγελματικό πεδίο του ήρωα να είναι δυσάρεστες, πράγμα που δεν ένιωσα, ίσως γιατί έχω ενδιαφέρον για ιατρικά ζητήματα, σε αντίθεση με την εκτενή περιγραφή κάποιων παρτίδων σκουός, που ο Περόουν παίζει με τον επιστήθιο φίλο και συνάδελφό του αναισθησιολόγο. Εκεί για πρώτη φορά σε βιβλίο του Μακ Γιούαν, που είναι φανερό ότι εκτιμώ βαθύτατα, βαρέθηκα. Θα μπορούσα να τις παρακάμψω, όμως ο συγγραφέας κατά πάγια συνήθειά του, στη ροή της αφήγησης παρεμβάλλει διάφορα σχόλια που δεν ήθελα να χάσω. Εξάλλου περιγράφει τόσο αναλυτικά το συναίσθημα της νίκης και της ήττας ακόμη και μεταξύ ανθρώπων με καλά μεταξύ τους αισθήματα, τον ανθρώπινο ανταγωνισμό ακόμη και σε μία φιλική παρτίδα σκουός. «…γνωρίζει πολύ καλά την δίνη του εκνευρισμού και της αδεξιότητας, τις μικρές εκτάσεις της απέχθειας για τον εαυτό σου. Είναι κωμικό ν’ αναγνωρίζεις πόσο απόλυτα κάποιος άλλος μοιάζει με τον ατελή εαυτό σου. Είναι ο τρόπος του να μεγεθύνει την αγωνία του αναγνώστη για την εξέλιξη, βομβαρδίζοντάς τον με εξαιρετικά ερεθιστικές πληροφορίες για ποικίλα συναφή, με κάποιες παρεκκλίσεις ενίοτε, θέματα. Η ιδιαιτέρως λεπτολόγα, βερμπαλιστική αλλά άκρως ενδιαφέρουσα γραφή του συγγραφέα προσφέρει στον αναγνώστη συναισθηματική εγρήγορση, ταξίδι  φαντασίας, καταβύθιση στην επιστημονική έρευνά του και στην ενδιαφέρουσα ψυχολογική ανάλυση των ηρώων του.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Χένρυ Περόουν είναι ένας ευχαριστημένος από την επαγγελματική και την προσωπική του ζωή άνθρωπος, κάτοικος Λονδίνου. Μία αναμενόμενη με χαλαρή διάθεση μέρα αργίας για έναν πολυάσχολο άνθρωπο, ένα Σάββατο, ξεκινάει με ένα ξύπνημα πλάι στην αγαπημένη γυναίκα του, Ρόζαλιντ, πολυάσχολη δικηγόρο, πριν καν ξημερώσει. Τυχαία παρακολουθεί από το παράθυρο την πτώση ενός αεροσκάφους. Η γεμάτη υποσχέσεις ημέρα, αρχίζει με ανησυχία. Είναι η ημέρα που προτίθεται να υποδεχθεί την ποιήτρια κόρη του Ντέιζυ, να παρακολουθήσει μία συναυλία του γιου του Θίο, να παίξει σκουός με τον συνάδελφο του αναισθησιολόγο Τζέι Στρος, να επισκεφθεί τη μητέρα του Λίλυ, να μαγειρέψει για την οικογένεια και τον διακεκριμένο ποιητή πεθερό του Τζων Γκραμάτικους, (πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση του πορτρέτου του). Το Σάββατο καταλήγει σ’ έναν εφιάλτη. Αρχής γενομένης από την πολυάνθρωπη πορεία κατά της επέμβασης στο Ιράκ, που συναντά κατά τη διαδρομή στο γήπεδο σκουός, ένα τυχαίο γεγονός, αγαπημένο στοιχείο στη μυθοπλασία του Μακ Γιούαν, που εξελίσσεται σε εφιάλτη, ανατρέπει  όλη την αίσθηση ασφάλειας και γαλήνης του ήρωα. Το αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε ελάχιστη ζημιά για το αυτοκίνητο του Περόουν, αρκετή για την κόκκινη BMV, ήταν η αφορμή της βίαιης γνωριμίας του με τον κακοποιό Μπάξτερ και τους δύο παρατρεχάμενους του.

Από εκεί και μετά όλα τα πράγματα στραβώνουν. Η παρτίδα σκουός χάνεται, η μητέρα του που πάσχει από αλτσχάιμερ δεν τον αναγνωρίζει και πάλι, την αφήνει μόνη στον οίκο ευγηρίας, στερημένη από κάθε τι προσωπικό, (Τα πράγματά μας θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από εμάς, στο τέλος θα τα εγκαταλείψουμε) , με ανακούφιση μεν, αλλά και την αίσθηση ότι δεν εκτελεί ένα χρέος σ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο, χάνει ένα μέρος της συναυλίας του γιου του, ενώ η χαρά από τον ερχομό της κόρης του καταστρέφεται από την διαφωνία τους σχετικά με το δίκαιο ή όχι  της διαδήλωσης. Ο Περόουν είναι πεπεισμένος ότι πρέπει να εξοντωθεί ο Σαντάμ.

Ο συγγραφέας παίρνει αφορμή να αναλύσει με τον γνωστό λεπτολόγο βερμπαλιστικό του τρόπο τα αρνητικά συναισθήματα που γεννιούνται από όλες αυτές τις καταστάσεις μέχρι το μυθιστόρημα να φθάσει στο κρεσέντο του, το σημείο που η μέχρι τότε ασφαλής ζωή της οικογένειάς ανατρέπεται.

Τώρα το μόνο που νιώθει είναι φόβος. Είναι αδύναμος και αδαής, τρομαγμένος από τον τρόπο που οι συνέπειες μιας πράξης ξεφεύγουν από τον έλεγχό σου και προκαλούν νέα γεγονότα, νέες συνέπειες, ώσπου οδηγείσαι σ’ ένα μέρος που δεν είχες δει  στο όνειρό σου και όπου ποτέ δεν θα διάλεγες να πας – μ’ ένα μαχαίρι στο λαιμό.

Ο Περόουν είναι απόλυτα αφοσιωμένος στο επάγγελμά του. Η σύζυγός του επίσης. Η δουλειά στη φιλόδοξη μέση ηλικία είναι που καθορίζει τη ζωή. Τα παιδιά τους έχουν επιλέξει καλλιτεχνικούς δρόμους έκφρασης.

Αποτελεί κοινό τόπο της γονικής φροντίδας και της σύγχρονης γενετικής πως οι γονείς έχουν ελάχιστη έως καμιά επίδραση στον χαρακτήρα των παιδιών τους.

 

 

Ο Περόουν αναρωτιέται αν θα μπορούσε ποτέ να μαντέψει πως κάποια μέρα θα ήταν πατέρας ενός μουσικού της μπλουζ, ή μιας ποιήτριας που θα τον θεωρούσε σχεδόν αμόρφωτο και θα τον ”υποχρέωνε” να διαβάζει λογοτεχνία. Και όμως, μέσα από τα ενδιαφέροντα των παιδιών του διαπίστωσε ότι πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο στη ζωή εκτός από το να σώζεις ζωές.

Οι αντιπαραθέσεις με την κόρη του για την πνευματική ζωή, τον πολιτισμό, την αξία της λογοτεχνίας,  καταλήγουν στην άποψη ότι εντέλει, αν και πρόκειται για ζητήματα εύθραυστα φαινομενικά, είναι ικανά να υπερβούν την επικρατούσα βαρβαρότητα. Επίσης, οι αντιπαραθέσεις για  το θέμα της επίθεσης κατά του Ιράκ δίνουν αφορμή να ξετυλιχθούν αντίθετες απόψεις και να δημιουργηθεί ένας γόνιμος, ιδιαίτερα ενδιαφέρων διάλογος, από τη σκοπιά δύο διαφορετικών γενεών. Ο Περόουν πιστεύει πως μόνο μία ενεργή συνείδηση μπορεί να προσδώσει ουσιαστικό νόημα στην πολιτική. Μέσα από τη μυθιστορία του αλλά και σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Μακ Γιούαν, έχει δηλώσει την αντίθεσή του στη συσσώρευση μεγάλης εξουσίας, από άτομα αδαή, ανίκανα, πνευματικά ασταθή, να τη διαχειριστούν για το καλό της ανθρωπότητας. Στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Το καρυδότσουφλο» διατύπωσε πιο συγκεκριμένα τους φόβους του για το μέλλον, με γνώμονα και τις δυσάρεστες εξελίξεις που συνέβησαν από το 2005 (Σάββατο) μέχρι το 2017: «Έχουμε οικοδομήσει έναν κόσμο υπερβολικά πολύπλοκο και επικίνδυνο για να τον κουμαντάρει η εριστική μας φύση. Είναι το λυκόφως του δεύτερου Αιώνα των φώτων. Υπήρξαμε θαυμάσιοι, μα τώρα είμαστε καταδικασμένοι.»

Μέσα από λεπτομερειακές αναφορές σε θέματα καθημερινότητας ο Μακ Γιούαν δείχνει με κινηματογραφική ακρίβεια πως εμπλέκονται στη ζωή του ήρωά του η πολιτική, η θρησκεία «ο καλός Θεός που αγαπάει τα παιδιά μπορεί και να μην υπάρχει», οι ιδέες, η πολυπλοκότητα της εποχής, όπως διαμορφώθηκε μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου.

Μπορεί η ”σύγκρουση” με τον περιθωριακό Μπάξτερ να είχε αποτραπεί χάρη στην επιστημονική γνώση και την παρατηρητικότητά του Περόουν, όμως δεν τελείωσε. Η νέα έφοδος μέσα στο ίδιο του το σπίτι αλλάζει για πάντα την αίσθηση ασφάλειας, η γαλήνη της οικογενειακής εστίας δεν θα είναι ποτέ ίδια.

Στο τέλος της μέρας ίσως είναι η σκέψη του (Μπάξτερ) που κάνει τον Χένρυ να τρέμει, ή πρόκειται για τα σωματικά συμπτώματα της κόπωσης – κρατιέται από το περβάζι για να η χάσει την ισορροπία του. Νιώθει σαν να περιστρέφεται πάνω  από ένα γιγαντιαίο τροχό όπως το Eye στη νότια όχθη του Τάμεση, και να κοντεύει να φτάσει στο ψηλότερο σημείο – να ισορροπεί στην κόψη μιας διαίσθησης πριν από την πτώση, και μπορεί να βλέπει μπροστά με ηρεμία. Ή μπορεί να είναι η στροφή της προς τα ανατολικά που φαντάζεται και που τον παραδίδει στην αυγή με την εντυπωσιακή ταχύτητα των χιλίων μιλίων την ώρα. Αν βασιστεί στον ύπνο και όχι στο ρολόι για να διαιρέσει τις μέρες, τότε είναι ακόμη το δικό του Σάββατο που αιωρείται κάτω απ’ τα πόδια του σαν μια ολόκληρη ζωή.

Η γενιά του Περόουν παραδίδει στην επόμενη έναν πολύ πιο επικίνδυνο και ανασφαλή κόσμο.

Το «Σάββατο» τιμήθηκε το 2006 με το James Tait Black Memorial Prize.

     

Ian McEwan

 

Ο Ίαν Μακ Γιούαν γεννήθηκε το 1948, σπούδασε στα Πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο “Fist Love, Last Rites”, το 1975, αποσπώντας μάλιστα το βραβείο Somerset Maughman, και τη δεύτερη   με τίτλο “Between the Sheets”, το 1977. Το 1987 κέρδισε το Whitbread Award (και το Prix Femina Etranger, έξι χρόνια μετά), για το μυθιστόρημά του “Child in Time”. Έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Τρία μυθιστορήματά του συμπεριλήφθηκαν στις τελικές υποψηφιότητες για το βραβείο Booker (“Έμμονη αγάπη”, “Άμστερνταμ”, “Εξιλέωση”). Το βραβείο τού απονεμήθηκε, τελικά, το 1998, για το “Άμστερνταμ”. Η “Εξιλέωση” (2002), επίσης, έχει τιμηθεί με τα εξής βραβεία: W.H. Smith Literary Award (2002), National Book Critics’ Circle Fiction Award (2003), Los Angeles Times Prize for Fiction (2003), και Santiago Prize for the European Novel (2004). Για το μυθιστόρημα “Σάββατο” τιμήθηκε το 2006 με το βραβείο James Tait Black Memorial Prize.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top