Fractal

Όταν μια μέρα από τη ζωή ενός νευροχειρουργού σηματοδοτεί τη γενικότερη ανατροπή της καθημερινότητας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ίαν Μακγιούαν, «Σάββατο». Μετάφραση: Μαρία Γεωργουσοπούλου. Εκδόσεις Νεφέλη. 2006

 

sabbato

 

 

Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, ότι σε περιόδους ηρεμίας, η ιδιωτική  προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική  μας ζωή ανταποκρίνεται πραγματικά στον όρο αυτό, και όλα βαδίζουν, ακολουθούν και λαμβάνουν χώρα όπως ακριβώς δρομολογήσαμε τα σχέδια και τις βαθύτερες ουσιαστικά επιθυμίες μας. Φυσικό είναι, όμως, σε ταραχώδεις κοινωνικές περιόδους και θολωμένες προσωπικές στιγμές, η κατάσταση να ξεφεύγει από τα συνήθη και τετριμμένα και η προστασία της ιδιωτικής ζωής να τίθεται σε ανεξέλεγκτο κίνδυνο χωρίς να γνωρίζουμε καν εκ των προτέρων την εξέλιξη της επίμαχης υπόθεσης κι ούτε να διαγράφεται ένα φανερό τελικό αποτέλεσμα. Η βία στις μέρες μας κατάφερε να κατέχει οικουμενική φήμη, να διαφεντεύει με τον τρόπο της τον πλανήτη μας,  και να ξεδιπλώνεται με αμέτρητες μορφές, αλλά δεν είναι κι ούτε αποτελεί συγκεκριμένη πραγματικότητα για τον καθένα μας ξεχωριστά, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών μας δραστηριοτήτων.

 

sab_2

 

Ολοένα και περισσότερο, όμως, η καθημερινότητά μας άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει τελευταία κι αυτό ισχύει για τα περισσότερα μέρη του κόσμου. Σήμερα είναι σαφές ότι διάγουμε μια άλλη περίοδο, τελείως διαφορετική από εκείνη που ξέραμε κάποιες δεκαετίες πριν. Η ημερομηνία της 11ης Σεπτεμβρίου, σημάδεψε ανεξίτηλα κάποιες συνήθειες της ζωής μας, που απ’ ότι φαίνεται είναι μόνο η αρχή μιας μακριάς διαδικασίας. Η αστική ζωή επηρεάζεται τα μέγιστα από εικόνες όπου εμφιλοχωρούν συντετριμμένα αεροπλάνα, αυτοκίνητα να εκρήγνυνται και διαδρομές σε δύστροπους δρόμους, με τις σχετικές εμμονές μας να περιστρέφονται αέναα. Οι κάτοικοι, ειδικά των μεγάλων πόλεων, χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί απαραίτητη συνθήκη, βασανίζονται για μεγάλο μέρος της ημέρας τους με οράματα, υποψίες και φόβους, όπως όλα εκείνα που βασανίζουν τον ήρωα του μυθιστορήματος ‘Σάββατο’ του Ίαν Μακγιούαν,

«… Το Λονδίνο, το μικρό κομμάτι που είναι δικό του, απλώνεται ολάνοιχτο, ολότελα ανυπεράσπιστο, περιμένοντας μια βόμβα, όπως κάνουν και άλλες εκατό πόλεις. Η ώρα αιχμής θα είναι η πιο κατάλληλη. Μπορεί να μοιάζουν με το ατύχημα του Πάντινγκτον. Μπλεγμένες, λυγισμένες σιδηροδρομικές γραμμές, βαγόνια σηκωμένα ψηλά, φορεία που περνούν μέσα από σπασμένα παράθυρα, το Σχέδιο Εκτάκτου Ανάγκης του νοσοκομείου σε δράση. Βερολίνο, Παρίσι, Λισαβόνα.   Οι αρχές συμφωνούν, η επίθεση είναι αναπόφευκτη…».

 

sab_3

 

Η παρατηρούμενη μεταστροφή στη δημόσια διάθεση μετά τα τραγικά γεγονότα της 11η Σεπτεμβρίου στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης, είναι τόσο έκδηλη και διάχυτη, ώστε να ελκύσει και την προσοχή ενός μυθιστοριογράφου. Υιοθετώντας την τεχνική γραφής που χρησιμοποιείται μέσα στο ‘Άδραξε τη μέρα’ του Σωλ Μπέλοου ή ακόμα στην ‘Κυρία Νταλογουέι’ από  την Βιρτζίνια Γουλφ, ο Ίαν Μακγιούαν ακολουθεί τις σκέψεις και τα βήματα  ενός χαρακτήρα του για μία μόνο ημέρα. Ενώ, όμως, οι προαναφερόμενοι συγγραφείς ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τον  εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων τους, ο Ίαν Μακγιούαν εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιεί τον φανταστικό αντικαταστάτη του, με σκοπό να εξετάσει και μας παρουσιάσει τη γενικότερη διάθεση της πόλης του, του Λονδίνου συγκεκριμένα, καθώς και της συγκεκριμένης μικρής χρονικής περιόδου. Έτσι θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το ‘Σάββατο’  βρίσκεται κοντύτερα στο ‘Κοσμόπολις’ του Ντον ΝτεΛίλλο, αλλά κι εδώ  πάλι υπάρχουν κάποιες λεπτές διαφορές. Το μυθιστόρημα του ΝτεΛίλλο σηματοδοτεί μια μέρα σίγουρα πριν το 2000 που κυκλοφόρησε, με τον Έρικ Πάκερ να παρακολουθεί τη ζωή μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου του και από τις οθόνες των υπολογιστών, με έντονη την προσωπική επιθυμία να ζήσει έξω από τα ανθρώπινα όρια, συνειδητοποιώντας όμως τελικά την αποτυχία του οράματός του και αποδεχόμενος τη θνητότητά του, ενώ το βιβλίο ετούτο του Ίαν Μακγιούαν καταγράφει την κατάθλιψη και την αβεβαιότητα που οδηγεί στην εισβολή και των βρετανικών δυνάμεων στο πολύπαθο, και τότε και τώρα, Ιράκ.

Ο κεντρικός χαρακτήρας, ή καλύτερα, ο ευαίσθητος δέκτης και το λειτουργικό όργανο του συγγραφέα στο εν λόγω βιβλίο, είναι ο Χένρυ Περόουν, ένας, φτασμένος επαγγελματικά, διευθυντής νευροχειρουργός σε νοσοκομείο του Λονδίνου που βρίσκεται κοντά στα πενήντα του χρόνια. Ο Χένρυ Περόουν είναι βαθύτατα πιστός στη σύζυγό του Ρόζαλιντ, δικηγόρο, και στα δύο παιδιά του, της Ντέιζυ, μιας ανερχόμενης ποιήτριας η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της έκδοσης της πρώτης της ποιητικής συλλογής, και του Θίο, ενός εκκολαπτόμενου μουσικού των μπλουζ με τον διακαή πόθο να γίνει δεξιοτέχνης σε όλες τις λεπτές αποχρώσεις της μεγαλειώδους μουσικής παράδοσης του Δέλτα του Μισισιπή και  του ηλεκτρικού μπλουζ του Σικάγου. Οι καλλιτεχνικές κλίσεις των παιδιών τους, οφείλονται κατά πάσα πιθανότητα και ίσως να αποτελούν κληρονομιά από τον πατέρα της Ρόζαλιντ, τον Τζων Γραμμάτικους, έναν αναγνωρισμένο στους σχετικούς κύκλους, αλλά και εγωιστή ταυτόχρονα ποιητή. Για το συγκεκριμένο Σάββατο στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο, όλα τα μέλη της οικογένειας Περόουν,  είχαν προγραμματίσει να περάσουν μαζί για πρώτη φορά από την εποχή κατά την οποία η  Ντέιζυ και ο παππούς της είχαν μια πικρή, αλλά μάλλον αθώα, αντιπαράθεση, κάπου τρία χρόνια πριν. Ο νευροχειρουργός Χένρυ Περόουν, όπως κι η Κλαρίσσα Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ, ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος της ημέρας του γυρίζοντας στην αγορά και στην προετοιμασία ενός πάρτυ, αγοράζοντας ψάρια, κι άλλα εδέσματα και βάζοντας σαμπάνιες στο ψυγείο για το καλωσόρισμα όλων των αγαπημένων μελών της οικογένειας.  Ακολουθώντας, τον παρατηρούμε να προσπαθεί να φέρει εις πέρας και κάποια άλλα καθήκοντα και μερικές απολαύσεις της πολυάσχολης, ούτως ή άλλως, και αρκετά υπεύθυνης ζωής του, όπως να κάθεται προσεκτικά και υπομονετικά να βλέπει ναι να ακούει το γιό του να εκτελεί ένα καινούργιο τραγούδι, να επισκέπτεται με δέος και σεβασμό την ηλικιωμένη μητέρα του σε ένα ξενώνα κατάλληλο για αποσυρμένους από τη ζωή, καθώς και να παίζει μια παρτίδα  σκουός με έναν συνάδελφό του από το ίδιο νοσοκομείο. Όλα αυτά, όμως, επισκιάζονται από την ατμόσφαιρα της πολιτικής κατάστασης, αυτό το Σάββατο, από τη μαζική αντιπολεμική διαδήλωση που παραλύει κυριολεκτικά την βρεττανική πρωτεύουσα, τουλάχιστον στο θέμα της κυκλοφορίας στους δρόμους.

Πράγματι, η μέρα του Περόουν, ξεκινά με ένα διφορούμενο κακό οιωνό. Ξυπνάει αρκετά νωρίς, σχεδόν όπως τις άλλες μέρες που δουλεύει στο νοσοκομείο, πριν από την αυγή, και κατευθύνεται προς το παράθυρο όπου εντελώς ξαφνικά βλέπει ένα αεροπλάνο που μάλλον καίγεται, να κατεβαίνει αργά προς το αεροδρόμιο Χίθροου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, ο Περόουν  παρακολουθεί τις ειδήσεις για να μάθει αν η συντριβή του αεροσκάφους ήταν   απλώς ατύχημα, ή τρομοκρατική πράξη που όλοι φοβόντουσαν, τουτέστιν μια επίθεση στο τρόπο ζωής των Λονδρέζων. Σε αντίθεση με τους διαδηλωτές, όμως, καθώς και με τα παιδιά του, ο Χένρυ Περόουν  δεν είναι ενστικτωδώς αντίθετος με τον πόλεμο. Ένας από τους ασθενείς του είναι ιρακινός εξόριστος που είχε βασανιστεί από την κρατική μυστική αστυνομία, δίνοντας έτσι στον Περόουν μια από πρώτο χέρι κατανόηση του καθεστώτος του Σαντάμ. ‘… Ever since he treated an Iraqi professor of ancient history for an aneurysm, saw his torture scars and listened to his stories, Perowne has had ambivalent or confused and shifting ideas about this coming invasion’.

Περισσότερο φοβάται τη δικτατορία παρά την ύπαρξη ιρακινών πυρηνικών όπλων, που οδηγεί τον Χένρυ να υποστηρίζει διστακτικά την εισβολή, κάτι που εξοργίζει την κόρη του, Ντέιζυ, αναγκάζοντάς την να  παραδεχτεί ότι η τιμή για την απομάκρυνση του Σαντάμ είναι ο πόλεμος, ενώ η τιμή του για όχι πόλεμο είναι να τον αφήσουν στη θέση του. Έτσι ο Χένρυ, σε κάποια στιγμή της συζήτησης παραδέχεται, ειλικρινά, ότι ίσως και να κάνει λάθος στην εκτίμησή του. Σ’ ένα σημείο, όμως, προχωράει ένα βήμα παραπέρα, σχολιάζοντας την περιρρέουσα πολιτική κατάσταση. ‘… Άραγε αυτός ο άνθρωπος πιστεύει ειλικρινά ότι αν μπούμε σε πόλεμο θα είμαστε πιο ασφαλείς; Ο Σαντάμ κατέχει όπλα τρομακτικής ισχύος; Απλώς ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να είναι ειλικρινής αλλά να κάνει λάθος. Μερικοί από τους σκληρότερους αντιπάλους του δεν αμφισβητούν την καλή του πίστη. Θα μπορούσε να βρίσκεται στα πρόθυρα ενός τερατώδους λάθους…’!

 

sab_4

 

Οι εκτιμήσεις του Περόουν για την πολιτική κατάσταση της χώρας του καθώς και για την εξωτερική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου απέναντι στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, εμπλέκονται από τον συγγραφέα μαζί με τις επιτυχίες του Χένρυ Περόουν στην επιστήμη της πολύ απαιτητικής νευροχειρουργικής, δημιουργώντας μια πραγματικά αξιοθαύμαστη εικόνα, μια εκδοχή ατόμου με φιλελεύθερες αρετές. Να προσπαθεί να σώσει ζωές και να δώσει την όραση στους τυφλούς με τα καταπληκτικά χειρουργικά του επιτεύγματα, όλα τώρα κάτω από την απειλή του  θρησκευτικού φανατισμού, ακόμα και στη χώρα του, εδώ στην πόλη του!

Η πλοκή του βιβλίου του Ίαν ΜακΓιούαν προχωρά και εξελίσσεται κάτω από μια πιο συγκεκριμένη απειλή για τον άνετο τρόπο ζωής του Περόουν. Νωρίς το πρωί, διαπληκτίζεται εξ αιτίας μιας μικρής σε έκταση σύγκρουσης των αυτοκινήτων τους, με ένα κακοποιό που ονομάζεται Μπάξτερ και των δύο φίλων του. Καταφέρνει να ξεφύγει από μια σοβαρή ήττα υπολογίζοντας ότι η μεταβλητότητα του χαρακτήρα του Μπάξτερ αποτελεί ένα γνωστό και τεκμηριωμένο σύμπτωμα της νόσου του Huntington, μιας ανίατης προϊούσας εκφυλιστικής ασθένειας, και χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του κατατρομάζει τον επιτιθέμενο με τη γνωστή νευρολογική πάθηση. Ο Ίαν ΜακΓιούαν, έχει τους τρόπους να δικαιολογεί όλα αυτά. Ψυχολογεί και παρουσιάζει τον βαθύτερο κόσμο των χειρουργών, ίδιος και απαράλλαχτος σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. ‘… Αντίθετα με ορισμένους συναδέλφους του, τους ψυχοπαθείς χειρουργούς, ο Χένρυ δεν απολαμβάνει τους προσωπικούς καυγάδες. Δεν είναι πολεμοχαρής. Ωστόσο η κλινική εμπειρία είναι, μεταξύ άλλων, μια τραχιά  διεργασία που σκληραγωγεί, προορισμένη να εξαλείψει τις ευαισθησίες του. Ασθενείς, ειδικευόμενοι νεαροί συνάδελφοι, οι πρόσφατα αποβιώσαντες, η διεύθυνση της κλινικής, φυσικά, αναπόφευκτα, μέσα σε δυό δεκαετίες υπήρξαν στιγμές όπου χρειάστηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ή να εξηγήσει ή να κατευνάσει μια έξαλλη συναισθηματική έκρηξη…’. Και λίγο παρακάτω δικαιολογεί όλα αυτά λέγοντας ότι στο επάγγελμά του συνήθως διακυβεύονται πολλά, πολύ πιο σοβαρά από ένα γρατζουνισμένο αμάξι. Ζητήματα ιεραρχίας και επαγγελματικής αξιοπρέπειας για τους συναδέλφους του, κατασπαταλημένοι νοσοκομειακοί πόροι για το άκρως απαραίτητο σύστημα υγείας της χώρας του, ενώ για τους ασθενείς κρέμεται πάντοτε ο κίνδυνος για απώλεια μιας ζωτικής λειτουργίας, κι ακόμα χειρότερα, ο αιφνίδιος θάνατος ενός συζύγου ή ενός παιδιού. Αλλά καθώς η ημέρα συνεχίζεται, ο Περόουν  έχει το νου του στην κόκκινη BMW του Μπάξτερ, κι ο αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο Μπάξτερ είναι μόνο θέμα χρόνου, να έρθει πίσω για να πάρει από το γιατρό την εκδίκηση που δεν διεκδίκησε προηγουμένως. Όταν φθάνει τελικά η σοβαρή αντιπαράθεση, ξεσκεπάζεται η υπόθεση του Περόουν, ότι δηλαδή οι συλλογισμοί του νευροχειρουργού Χένρυ Περόουν για τον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, είναι κάθε άλλο παρά θεωρητική εν πολλοίς υπόθεση. Πώς θα καταφέρουν οι υγιείς να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ενάντια στην παράλογη κατάσταση, οι προνομιούχοι της κοινωνίας μας απέναντι στους απελπισμένους, χωρίς να υποκύψουν είτε στη σκληρή αλαζονεία ή στην αμφιβολία της όποιας συμπεριφοράς τους;

 

Σε κάποια σημεία ο συγγραφέας είναι σκληρός απέναντι στους χειρουργούς, σε άλλα τους παρατηρεί και τους κρίνει  με έκδηλη συμπάθεια. Από την αρχή σχεδόν προσπαθεί να μας δείξει τις προσπάθειες της Ντέιζυ να βελτιώσει τις γνώσεις του πατέρα της μέσω της ανάγνωσης, ειδικά της ποίησης όπου δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση και επαφή. Και λίγο μετά, ‘… στην πραγματικότητα, με την καθοδήγηση της Ντέιζυ ο Χένρυ έχει διαβάσει ολόκληρη την ‘Άννα Καρένινα’ και την ‘Μαντάμ Μποβαρύ’, δύο αναγνωρισμένα αριστουργήματα…’.

Ενθυμούμενος την επίπονη εκείνη διαδικασία της ανάγνωσης, βρίσκει τον εαυτό του να αναρωτιέται, ‘… Και τι κατάλαβε τελικά; Πως η μοιχεία είναι κατανοητή, αλλά ανήθικη, πως οι γυναίκες του δέκατου ένατου, πως η Μόσχα και η ρωσική εξοχή και η γαλλική επαρχία ήταν ακριβώς έτσι. Αν, όπως είπε η Ντέιζυ, η ιδιοφυΐα έγκειται στη λεπτομέρεια, τότε δεν τον συγκίνησε. Οι λεπτομέρειες  είναι αρκετά ταιριαστές και πειστικές, αλλά σίγουρα όχι και τόσο δύσκολο να τις συγκεντρώσεις αν ήσουν κάπως παρατηρητικός και είχες την υπομονή   να τις καταγράψεις όλες…’. Η ειρωνεία είναι σκόπιμη φυσικά, γιατί κατά βάση  το ‘Σάββατο’ είναι ένα μυθιστόρημα λεπτομέρειας, μια αναλυτική καταγραφή από μία κουραστική μέρα στη ζωή ενός πολυάσχολου νευροχειρουργού. Αλλά η διαφωνία του Περόουν με τον Φλωμπέρ και τον Τολστόι είναι εμβληματική ενός βαθύτερου  επιχειρήματος στο βιβλίο, για τη δύναμη της λογοτεχνίας να ξεπερνάει καταστάσεις και να προσφέρει παρηγοριά. Είναι κοινός τόπος για το έργο του Ίαν ΜακΓιούαν να χαρακτηρίζεται από την αποσταθεροποίηση ενός προηγουμένως άνετου κόσμου, από την εισβολή του απροσδόκητου και του ανεξέλεγκτου γεγονότος. Κάτω απ’ όλα αυτά όμως, βρίσκονται καλά κρυμμένα τα συγκλονιστικά στοιχεία της γραφής του, αφού είναι αποδεκτό ότι τα μυθιστορήματά του είναι αριστουργήματα μιας ψυχρής  αγωνίας η οποία   επισκιάζει όσα βρίσκονται από πίσω. Το ενδιαφέρον του Ίαν ΜακΓιούαν εστιάζεται λιγότερο στις επιπτώσεις της διατάραξης της υπάρχουσας κατάστασης από ότι στην ίδια την διαταραχή, λιγότερο στη ζημιά που προκλήθηκε και περισσότερο στο πώς η βλάβη γίνεται ανεκτή από τους πρωταγωνιστές. Ο Περόουν, δεν είναι άνθρωπος που του αρέσει η λογοτεχνία, παρά τις καλύτερες και φιλότιμες προσπάθειες της κόρης του, αλλά είναι από την άλλη ιδιαίτερα ευφυής και συναισθηματικός,  και έχει τη δύναμη και ευελιξία να μετακινείται εύκολα μεταξύ της ψύχραιμης ματιάς του αυστηρού επιστήμονα και της συμπόνιας του θεραπευτή. Ανεξάρτητα από όλα αυτά όμως, είναι ευτυχισμένος  στη δουλειά, στη ζωή και από τον εαυτό του.

Το ‘Σάββατο’ μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται το μυθιστόρημα δεν είναι ένα οποιοδήποτε Σάββατο, αλλά μια συγκεκριμένη ημέρα, η 15η του Φεβρουαρίου του 2003, όταν δεκάδες εκατομμύρια ξεχύθηκαν στους δρόμους των δυτικών πόλεων  για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην διαφαινόμενη προσεχή εισβολή στο Ιράκ, ένα γεγονός που δικαιολογείται σε ένα βαθμό από την υποτιθέμενη απειλή της τρομοκρατίας, ιδίως μετά τα γνωστά γεγονότα των δίδυμων πύργων του 2001, στο Μανχάταν. Το ‘Σάββατο’ είναι στην πραγματικότητα ένα μυθιστόρημα για την ικανότητα κάποιων  πραγμάτων να αντέχουν, ένας ύμνος στην διατήρηση των συνεκτικών δυνάμεων.

Στην ‘Εξιλέωση’, ο Ίαν ΜακΓιούαν τεντώνει το χρόνο, έτσι ώστε μια και μόνο βραδιά να καλύψει το  μισό περίπου του βιβλίου. Στη συνέχεια, όμως, στο υπόλοιπο του βιβλίου, πήραμε τα επακόλουθα εκείνου του βραδινού,  κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών. Η  τοποθέτηση όλης της δράσης του ‘Σαββάτου’ σε μια μόνο μέρα, σίγουρα είχε κάποιο ρίσκο. Γιατί πόσα άραγε μπορεί να συμβούν σε ένα συνηθισμένο άτομο σε μια μέρα; Πόσες ιστορίες μπορούν όχι μόνο να ξεκινήσουν, αλλά και να έχουν μια μέση και ένα τέλος, πριν σβήσουν τα φώτα της ημέρας; Σίγουρα η πολιτική δεν στέκεται και πολύ άνετα, άβολα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, μέσα στο βιβλίο που διαχέονται και έρχονται στο προσκήνιο σοβαρές ιδέες. Η υπερβολική ιατρική ορολογία σε κάποια σημεία είναι καλοδεχούμενη, αν και θα μπορούσε να αποτελεί σύμπτωμα αυτής της κοινωνικής αναταραχής με την πληθώρα των μικρολεπτομερειών από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Στην ‘Εξιλέωση’, ο Ίαν ΜακΓιούαν επέλεξε νέους χαρακτήρες των οποίων οι εμπειρίες και αλλαγές της ζωής τους έγιναν μέσα από ευρύτερες εκδηλώσεις. Στο ‘Σάββατο’, όλα περιστρέφονται γύρω από ένα μεσήλικα ήρωα, ο οποίος κάποια στιγμή αναγνωρίζει ψιθυριστά πως, ‘… στην πραγματικότητα κανείς δεν κατέχει τίποτα. Όλα είναι νοικιασμένα ή δανεικά. Τα πράγματά μας θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από εμάς, στο τέλος θα τα εγκαταλείψουμε…’. Τέτοιας φύσεως ώριμα συμπεράσματα, μοιρολατρικής περισσότερο φύσεως και περιεχομένου, έρχονται καταρρακτωδώς πλησιάζοντας προς το τέλος του βιβλίου. ‘… Αυτή η ανησυχία, η δίψα που είχε τελευταία για μια διαφορετική ζωή θα σβήσει. Θα έρθει ο καιρός που θα κάνει λιγότερες εγχειρήσεις και περισσότερη διοικητική εργασία-ένα άλλο είδος ζωής-και η Ρόζαλιντ θα αφήσει την εφημερίδα για να γράψει το βιβλίο της, και θα έρθει ο καιρός που θα ανακαλύψουν ότι δεν αντέχουν πια την πλατεία, τα πρεζόνια, τον θόρυβο του δρόμου και την σκόνη. Ίσως μια βόμβα της Τζιχάντ τους κάνει να εγκαταλείψουν την πόλη μαζί με όλους τους άλλους λιγόψυχους και να μετακομίσουν στα προάστια….’. Κοιτάζει προς την γυναίκα του που κοιμάται και συνεχίζει τους συλλογισμούς του, τις σκέψεις του, ΄…το Λονδίνο,  το μικρό κομμάτι που είναι δικό του, απλώνεται ολάνοιχτο, ολότελα ανυπεράσπιστο, περιμένοντας μια βόμβα, όπως κάνουν κι εκατό άλλες πόλεις. Η ώρα αιχμής θα είναι η πιο κατάλληλη…’!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top