Fractal

“Τα χελιδόνια”, διήγημα του Σαμπαχαττίν Αλή (1907-1948)

Μετάφραση: Θάνος Ζαράγκαλης //  Επιμέλεια: Χρύσα Σπυροπούλου //

 

sabahattin-ali

 

ΣΑΜΠΑΧΑΤΤΙΝ ΑΛΗ ( 1907-1948, Τούρκος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ποιητής και δημοσιογράφος)

 

Στα όρια της πόλης, στις όχθες ενός μικρού ρυακιού, υπάρχει μια γέρικη ιτιά, τα κλαδιά της οποίας κρέμονται πάνω απ’ το νερό. Στην αρχή της άνοιξης, ένα θηλυκό χελιδόνι ήρθε και κάθισε στα κλαδιά αυτής της ιτιάς και άρχισε να παρακολουθεί τα άλλα χελιδόνια που πετούσαν αστραπιαία από τη μια άκρη του ποταμού έως την άλλη, με τα λευκά τους στήθη να αγγίζουν το νερό, καθώς κυνηγούσαν τα μικρά έντομα με τις διάφανες φτερούγες. Το θηλυκό χελιδόνι κουνούσε ελαφρά το κεφάλι του. Ήταν φανερό ότι είχε βυθιστεί στις σκέψεις του.

Μετά από λίγο, θρόισαν τα φύλλα της ιτιάς. Ένα αρσενικό χελιδόνι ήρθε και κάθισε στο απέναντι κλαδί.

Μεταξύ των χελιδονιών δεν υπάρχουν πολλές επισημότητες. Άρχισαν γρήγορα να συνομιλούν, αφήνοντας στην άκρη τις συστάσεις, και σε λίγο έγιναν φίλοι.

Στην αρχή συζήτησαν περί ανέμων και υδάτων. (Συνηθίζεται, όταν δύο άτομα δεν γνωρίζονται, να μιλούν περί ανέμων και υδάτων.) Όμως, αφού αντάλλαξαν μερικά λόγια, το αρσενικό πλησίασε το άλλο, πηδώντας τα κλαδιά, και το θηλυκό έγινε λιγότερο επιφυλακτικό.

Άναψε η συζήτηση.

Μη μου πείτε “Τι το περίεργο;” Το να κάθονται μες την άνοιξη δύο χελιδόνια και να συζητούν φιλικά, ενώ όλα τα άλλα τρέχουν πέρα δώθε για δουλειές, δεν είναι από αυτά που συμβαίνουν κάθε μέρα.

Τα δικά μας χελιδόνια ήταν μυστήρια πλάσματα, δηλαδή δεν έμοιαζαν με τα υπόλοιπα. (Όσους δεν μοιάζουν με τους άλλους, τους αποκαλούν μυστήριους). Πρώτο το θηλυκό χελιδόνι βούτηξε στα βαθιά νερά:

“Εσείς δεν δουλεύετε καθόλου;”

Αν ήταν κάποιο άλλο χελιδόνι θα απαντούσε αμέσως με μια ερώτηση: “Κι εσείς γιατί κάθεστε εδώ;” Όμως το δικό μας αναστέναξε βαθιά και δεν μίλησε.

Και το θηλυκό χελιδόνι σαν να καταλάβαινε αυτά που δεν έλεγε το αρσενικό, κουνούσε το κεφάλι του καρφώνοντας τη ματιά του στο νερό το οποίο κυλούσε κελαρύζοντας.

Σώπασαν και τα δύο για σύντομο διάστημα. Ξαφνικά, το αρσενικό άρχισε να μιλάει κοιτάζοντας με σταθερό βλέμμα το θηλυκό:

“Κοιτάξτε αυτά εκεί…” είπε δείχνοντας τα χελιδόνια που πετούσαν χιαστί και θύμιζαν σαΐτες του αργαλειού. “Κοιτάξτε αυτά εκεί… Εργάζονται ακατάπαυστα μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι. Τα έχω ρωτήσει πολλές φορές: «γιατί κοπιάζετε έτσι ασταμάτητα»; Δεν πήρα καμία απάντηση. Απλά απομακρύνθηκαν ανασηκώνοντας τους ώμους.

Το θηλυκό ρώτησε:

“Πώς θα σας φαινόταν αν μιλούσαμε στον ενικό;” Το αρσενικό, μολονότι περίμενε κάποια άλλη απάντηση στον σοβαρό συλλογισμό του, ευχαριστήθηκε από την πρόταση και συνέχισε:

“Σχεδόν ντρέπομαι” είπε. “Αν έστηναν σε μια σειρά όλα τα πουλιά, εμείς σίγουρα δεν θα ήμασταν τα τελευταία. Το παρουσιαστικό μας είναι όπως πρέπει να είναι. Το μυαλό μας θα πρέπει να είναι ανώτερο από αυτό του αηδονιού που ξελαρυγγίζεται από το πρωί έως το βράδυ. Έτσι και ανοιγοκλείσουμε τα φτερά μας, θα αφήσουμε πίσω ακόμη και το ταχύτερο περιστέρι. Παρ’ όλα αυτά ξεθεωνόμαστε ασταμάτητα σαν να ήμασταν τα πιο κακόμοιρα πουλιά του κόσμου. Ακόμη κι αυτό το ανόητο σπουργίτι ζει τη σύντομη ζωή του με χαρά, ενώ εμείς, δεν ξεχωρίζουμε ούτε τα δέντρα ανάμεσα στα οποία πετάμε.”

Σταμάτησε για λίγο λοξοκοιτώντας το θηλυκό:

“Αν μας ρωτήσει κάποιος όταν πλησιάζει το τέλος μας «Τι είδατε στη ζωή σας;», σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε. Δεν προλαβαίνουμε να δούμε τίποτα από το πολύ τρέξιμο.”

Το θηλυκό απάντησε με υγρά μάτια:

“Αχ”, είπε, “σκέφτεσαι ακριβώς όπως κι εγώ.”

Το αρσενικό πήρε το λόγο:

“Φυσικά, όταν σε είδα να κάθεσαι εδώ ολομόναχη, κατάλαβα πως σκέφτεσαι σαν κι εμένα. Όμως, πες μου, δεν έχω δίκιο; Εάν πρόκειται να εγκαταλείψουμε αυτόν τον κόσμο, πριν να τον γνωρίσουμε σε βάθος, πριν καταλάβουμε καλά – καλά το τι είναι αυτός ο κόσμος, τότε τι ήρθαμε να κάνουμε; Γιατί να ζούμε, εάν δεν παίρνουμε είδηση ότι ζούμε;”

Το θηλυκό συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι:

“Όταν έριχνα μια ματιά τριγύρω, είπε, όπως κι εσύ, δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο τα χελιδόνια να τρέχουν πέρα δώθε. Αναρωτιόμουν μήπως είμαι ένα από αυτά. Όμως, δεν είμαι, κι εκείνα, εξάλλου, δεν με θέλουν και τόσο πολύ. Τι να κάνω; Κάθομαι εδώ και κοιτάζω τριγύρω. Αν δεν ερχόσασταν εσείς, δηλαδή εσύ, θα περνούσα το καλοκαίρι ολομόναχη”.

Προς το βράδυ η κουβέντα βάθυνε ακόμη περισσότερο. Μετά χώρισαν. Κι άρχισαν να συναντιούνται κάθε μέρα.

Θεέ μου, και τι δεν συζητούσαν!… Εάν είχαν τα χελιδόνια τη συνήθεια να γράφουν βιβλία, τότε σίγουρα αυτά που θα έγραφαν τα δικά μας χελιδόνια, θα ήταν αντικείμενο μελέτης στα πανεπιστήμια.

Με το πέρασμα του χρόνου, συνήθισαν ακόμη περισσότερο το ένα στο άλλο. Πολλές φορές το θηλυκό ερχόταν πιο νωρίς και περίμενε το αρσενικό με τα μάτια καρφωμένα στο νερό.

Την μια μέρα συζητούσαν για τα λουλούδια, την άλλη για τ’ αστέρια, την επόμενη για τ’ άλλα χελιδόνια. Όλες οι σκέψεις τους ταίριαζαν.

Όμως, και στα δύο υπήρχε ένας ενδόμυχος φόβος που μεγάλωνε όσο περνούσε ο καιρός: ο φόβος του χωρισμού.

Κανένα από τα δύο δεν τολμούσε να εκμυστηρευτεί αυτόν τον φόβο. Ποιος ξέρει, ίσως να φοβόταν ότι το άλλο θα τον παρεξηγούσε. (Διότι όσα αισθάνεται κανείς στο βάθος της καρδιάς, είναι παρεξηγήσιμα.)

Όσο μεγάλωνε ο φόβος του χωρισμού τόσο πιο πολύ σκέφτονταν το ποιος θα ήταν ο καταλληλότερος τρόπος να τον αναφέρουν στον άλλον.

Για παράδειγμα:

Θα μπορούσαν να πουν “Να μη χωρίσουμε ποτέ, συμφωνείς;” αλλά αυτό είχε πολύ ευρεία και διφορούμενη έννοια. Πώς να μη χωρίσουμε;…

Αν έλεγαν “Ας χτίσουμε μια φωλιά” θα ήταν μια κοινοτοπία. Εξάλλου, πίστευαν ότι έτσι θα έμοιαζαν στα άλλα χελιδόνια.

Όταν κουβέντιαζαν για τη ματαιότητα του κόσμου, για την απεραντοσύνη του ουρανού, για τα νερά ή τα υπόλοιπα χελιδόνια, κοιτάζονταν με νοσταλγία στα μάτια, σαν να ήθελαν να πουν “Πώς θα χωρίσουμε;”

Γνώριζαν ότι η τύχη δεν ήταν και τόσο φιλεύσπλαχνη και ότι δεν θα επέτρεπε να ανταμώσουν για δεύτερη φορά δύο ψυχές τόσο κοντινές. Όμως, η γλώσσα που μιλούσαν ήταν αυτή των υπόλοιπων χελιδονιών και ντρέπονταν να πουν αυτά που ήθελαν σ’ αυτή τη γλώσσα. Αυτή η γλώσσα δεν άρμοζε με αυτά που είχαν στα βάθη της καρδιάς τους.

Σιγά – σιγά, η θλίψη ήρθε και κάθισε στα μάτια και το βλέμμα τους. Η φωνή τους ακουγόταν τρεμουλιαστή όταν μιλούσαν περί συντροφικότητας και τα άλλα παρεμφερή, ή έτσι νόμιζαν. Όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, το ένα από τα δύο χελιδόνια έβαζε τα γέλια φαιδρύνοντας την ατμόσφαιρα: Παρότι ενδόμυχα τους ερχόταν να βάλουν τα κλάματα… Τελικά, κάποια μέρα, κατάλαβαν και τα δύο ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί έτσι. Αποφάσισαν να ανοιχτούν το ένα στο άλλο.

Το πρωί όταν αντάμωσαν, το θηλυκό χελιδόνι θέλησε αυτά, που έχει να εξομολογηθεί, να τα πει με τα μάτια. Εκείνη τη στιγμή, ένα μαραμένο φύλλο έπεσε από την ιτιά, και αφού ταλαντεύτηκε δεξιά κι αριστερά, πέρασε από ανάμεσα τους, κρύβοντας την γεμάτη νόημα ματιά του θηλυκού.

Το αρσενικό δεν μπόρεσε να δει αυτή τη ματιά.

Όμως και τα δύο είδαν το μαραμένο φύλλο.

Το αρσενικό άρχισε να μιλάει:

Τόλμησε να πει «Δεν θα ήθελα ποτέ να σε χάσω», όμως εκείνη τη στιγμή φύσηξε κρύος άνεμος βουίζοντας…

Το θηλυκό δεν άκουσε τα λόγια του.

Όμως, και τα δύο άκουσαν το βούισμα του κρύου ανέμου.

Αλληλοκοιτάχτηκαν. Έγινε αντιληπτό ότι είχε περάσει ο καιρός για το χτίσιμο της φωλιάς, ότι είχε φθάσει το φθινόπωρο και η ώρα του χωρισμού.

Αναστέναξαν και τα δυο.

Από επάνω τους πετούσαν πολλά χελιδόνια: επέστρεφαν στις ζεστές χώρες.

Χώρισαν… Και δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά…

Όμως και τα δύο θυμούνταν πάντα την ιτιά δίπλα από το μικρό ρυάκι, την ωραία άνοιξη και το καλοκαίρι που πέρασαν εκεί.

Και τα δύο κοίταζαν αφ’ υψηλού τα υπόλοιπα χελιδόνια που δεν είχαν ζήσει ένα τέτοιο καλοκαίρι… (Διότι για κάποιο λόγο, οι λίγοι κοιτάζουν τους πολλούς αφ’ υψηλού.)

(1933)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top