Fractal

“Η ΚΑΜΠΙΑ” // Διήγημα του Ρουμπέν Νταρίο

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη //

 

dario

 

Λες και, ενώ μιλούσε για τον Μπενβενούτο Τσελίνι, κάποιος χαμογέλασε ειρωνικά με τη μαρτυρία του μεγάλου αρχιτέκτονα στην Αυτοβιογραφία του ότι είδε μια φορά μια σαλαμάνδρα, ο Ισαάκ Κομοδάνο είπε:

-Μη χαμογελάτε. Ορκίζομαι ότι κι εγώ έχω δει, όπως σας βλέπω και με βλέπετε, όχι βέβαια σαλαμάνδρα, αλλά μια κάμπια ή έμπουσα.

 

Θα σας αφηγηθώ με λίγα λόγια το περιστατικό.

Γεννήθηκα σ’ έναν τόπο όπου, όπως σ’ όλη σχεδόν την Αμερική, ο κόσμος καταπιανόταν με τη μαγεία και οι μάγοι επικοινωνούσαν με τις αόρατες δυνάμεις. Οι μυστηριώδεις ιθαγενείς δεν αφανίστηκαν όταν κατέφθασαν οι κατακτητές. Ίσα ίσα μάλιστα, με την έλευση του καθολικισμού, έγινε πλέον συνήθεια η επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων, η πίστη στο δαιμονισμό και στο κακό μάτι. Και θυμάμαι πολύ καλά πως στην πόλη όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, ο κόσμος μιλούσε για διαβολικά στοιχειά, για φαντάσματα και για πνεύματα λες κι επρόκειτο για πράγματα πολύ συνηθισμένα. Θα σας πω μερικά παραδείγματα για να καταλάβετε: το φάντασμα ενός Ισπανού συνταγματάρχη εμφανίστηκε μια μέρα στο γιο μιας φτωχής οικογένειας, η οποία ζούσε στη γειτονιά μου, και του φανέρωσε ένα θησαυρό θαμμένο στην αυλή. Το παιδί έμεινε στον τόπο όταν αντίκρισε αυτό το αλλόκοτο θέαμα, αλλά η οικογένειά του έγινε ζάπλουτη, κι οι απόγονοί της έχουν ακόμα ένα σωρό λεφτά. Ένας επίσκοπος, πάλι, είδε μπροστά του έναν άλλον επίσκοπο ο οποίος του υπέδειξε ένα μέρος όπου βρισκόταν ένα έγγραφο που για χρόνια ήταν χαμένο στα αρχεία του Καθεδρικού ναού. Μια άλλη φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε σε μια γυναίκα μπαίνοντας από το παράθυρό της, κι εγώ το ξέρω καλά το σπίτι της. Η γιαγιά μου έπαιρνε όρκο πως τις νύχτες έκανε την εμφάνισή του ένας φρικτός καλόγερος χωρίς κεφάλι, μ’ ένα χέρι τεράστιο και τριχωτό, ο οποίος τριγυρνούσε μόνος, σαν κολασμένη αράχνη. Όλα αυτά μόνο ακουστά τα έχω, από τότε που ήμουν παιδί. Αυτό όμως που είδα, αυτό που έπιασα με τα χέρια μου, το έζησα στα δεκαπέντε μου χρόνια. Αυτό που εγώ είδα κι έπιασα με τα χέρια μου, ήταν κάτι απ’ τον κόσμο των σκιών και των σκοτεινών μυστηρίων.

Σ’ εκείνη την πόλη, όπως σε κάποιες ισπανικές πόλεις της επαρχίας, όλοι οι γείτονες κλείδωναν τις πόρτες τους στις οχτώ και το αργότερο στις εννιά το βράδυ. Οι δρόμοι έμεναν έρημοι και σιωπηλοί. Ο μοναδικός ήχος ήταν το χουχούτισμα καμιάς κουκουβάγιας πάνω σε κάποιο γείσο ή το γάβγισμα κανενός σκυλιού πέρα μακριά.

Όποιος έβγαινε έξω για να φωνάξει το γιατρό ή τον παπά ή για άλλη νυχτερινή ανάγκη, έπρεπε να περπατήσει δύσβατα σοκάκια γεμάτα λακκούβες τα οποία ίσα που φωτίζονταν από τις λάμπες πετρελαίου που έριχναν το λιγοστό τους φως κρεμασμένες στους φανοστάτες.

Kαμιά φορά, ακουγόταν μια ηχώ από μουσική και τραγούδια. Ήταν καντάδες ισπανικού τύπου, άριες και ρομάντζες γεμάτες γλυκόλογα που απηύθυνε ο νέος στην καλή του με τη συνοδεία μιας κιθάρας. Αυτές οι καντάδες είχαν πολλές παραλλαγές στην εκτέλεσή τους: τις τραγουδούσε ο ίδιος ο ερωτευμένος νέος με την κιθάρα του, αλλά μπορούσε να κάνει το ίδιο και μια μικρή μπάντα, ένα κουαρτέτο ή ένα σεπτέτο, μέχρι και ολόκληρη ορχήστρα με πιάνο ήταν ικανός να φέρει ο νέος, εφόσον είχε λεφτά, για να παίξει κάτω απ’ τα παράθυρα της δεσποσύνης των ονείρων του.

Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών, γεμάτος ανησυχίες για με τη ζωή και τον κόσμο. Και μια απ’ τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες μου ήταν να μπορέσω να βγω στο δρόμο και να τρυπώσω σε κάποια απ’ αυτές τις παρέες των κανταδόρων. Πώς όμως θα τα κατάφερνα;

Η αδερφή της γιαγιάς μου, που με φρόντιζε από παιδάκι, κάθε φορά που τέλειωνε τις προσευχές της έκανε επιθεώρηση σ’ όλο το σπίτι, κλείδωνε όλες τις πόρτες, έπαιρνε τα κλειδιά και πήγαινε για ύπνο μόνο όταν σιγουρευόταν πως είχα αποκοιμηθεί κάτω από την κουνουπιέρα μου. Μια μέρα, που λέτε, έμαθα πως το βράδι θα γινόταν καντάδα. Σα να μην έφτανε αυτό, ένας φίλος μου, που ήταν συνομήλικός μου, θα πήγαινε στη γιορτή και μου είχε περιγράψει τη μαγική της ατμόσφαιρα με τα πιο ζωηρά χρώματα. Ήμουν πολύ ανήσυχος ώσπου να νυχτώσει, γιατί σκεφτόμουν και κατέστρωνα το σχέδιο της απόδρασής μου. Κι έτσι, όταν έφυγαν οι επισκέπτες της γιαγιάς μου – ανάμεσά τους ήταν ένας παπάς και δυο δικηγόροι – που έρχονταν συχνά πυκνά για να μιλήσουν για τα πολιτικά ή για να παίξουν χαρτιά μαζί της, αφού λοιπόν τέλειωσε τις προσευχές της κι όλοι έπεσαν για ύπνο, το μόνο που με απασχολούσε ήταν να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιό μου: να βουτήξω ένα κλειδί απ’ τη σεβάσμια κυρία.

Το έκανα μετά από τρεις ώρες, και μάλιστα με μεγάλη ευκολία, γιατί ήξερα πού άφηνε τα κλειδιά κι επιπλέον κοιμόταν του καλού καιρού. Έχοντάς το πια στην κατοχή μου και ξέροντας σε ποια πόρτα αντιστοιχούσε, κατάφερα τελικά να βγω στο δρόμο τη στιγμή ακριβώς που άρχιζαν από μακριά ν’ ακούγονται οι νότες των βιολιών, των φλάουτων και των βιολοντσέλων. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα αληθινός άντρας. Ακολουθώντας τη μελωδία, έφτασα γρήγορα στο μέρος όπου γινόταν η καντάδα. Όσο έπαιζαν οι μουσικοί, οι παρευρισκόμενοι έπιναν μπύρες και ηδύποτα. Ύστερα ένας ράφτης, που έκανε τον τενόρο, άρχισε να τραγουδάει Στο φως του χλωμού φεγγαριού και στη συνέχεια Θυμάσαι τότε που η αυγή… Μπαίνω σε τόσες λεπτομέρειες για να καταλάβετε πόσο έντονα έχει τυπωθεί στη μνήμη μου εκείνη η νύχτα που μου συνέβη το παράξενο περιστατικό. Όταν τέλειωσαν τη καντάδα τους προς τη μια Δουλτσινέα, αποφάσισαν να στηθούν κάτω απ’ τα παράθυρα μιας άλλης. Περάσαμε απ’ την πλατεία του Καθεδρικού ναού. Και τότε… Σας είπα πριν πως ήμουν δεκαπέντε χρονών, ζούσα στον Τροπικό, και μέσα μου φούντωναν επιτακτικά όλες οι ανησυχίες της εφηβείας… Και στη φυλακή του σπιτιού μου, απ’ την οποία έβγαινα μόνο για να πάω στο γυμνάσιο, με τέτοια αυστηρή επιτήρηση και με όλες αυτές τις πρωτόγονες συνήθειες, αγνοούσα όλα τα μυστήρια της ζωής. Και τότε… φανταστείτε τον ενθουσιασμό μου όταν, περνώντας απ’ την πλατεία του Καθεδρικού ναού μαζί με τους κανταδόρους, είδα, καθισμένη σ’ ένα πεζοδρόμιο, τυλιγμένη σε μια μαντίλα ίδια με κουκούλι και εκστασιασμένη, σαν παραδομένη σε κάποιο όνειρο, μια γυναίκα! Κοντοστάθηκα.

Ήταν νέα; Γριά; Ζητιάνα; Τρελή; Δε με ενδιέφερε τίποτα! Εγώ πήγαινα να κάνω την ανακάλυψη που ονειρευόμουν, να ζήσω την περιπέτεια που επιθυμούσα.

Οι κανταδόροι, στο μεταξύ, απομακρύνθηκαν.

Το φως των φαναριών της πλατείας ήταν λιγοστό. Πλησίασα. Της μίλησα. Δε θα ισχυριστώ πως της είπα λόγια τρυφερά, αλλά λόγια φλογερά και αγωνιώδη. Καθώς δεν κατάφερα να της αποσπάσω κάποια απάντηση, έσκυψα κι ακούμπησα την πλάτη αυτής της γυναίκας που δεν ήθελε να μου μιλήσει και που έκανε ό, τι μπορούσε για να μη δω το πρόσωπό της. Η αλήθεια είναι πως φέρθηκα απερίσκεπτα και αλαζονικά. Κι όταν πια νόμιζα πως είχα νικήσει, αυτή η σιλουέτα γύρισε προς το μέρος μου, αποκάλυψε το πρόσωπό της κι εμένα μου κόπηκαν τα ήπατα! Το κεφάλι της ήταν γλοιώδες και παραμορφωμένο, το ένα της μάτι κρεμόταν πάνω στο κοκαλιάρικο και μπιμπικιασμένο μάγουλό της. Μου ήρθε μια μπόχα μούχλας και αποσύνθεσης. Απ’ το αηδιαστικό της στόμα, ακούστηκε κάτι σαν βραχνό γέλιο. Και μετά αυτό το «πράγμα», κάνοντας την πιο φρικιαστική γκριμάτσα, έβγαλε έναν ήχο που θα μπορούσα να σας τον αναπαραστήσω κάπως έτσι:

-Κγκγκγκγκ!…

Μου σηκώθηκαν οι τρίχες, πετάχτηκα πάνω, ούρλιαξα μ’ όλη μου τη δύναμη κι έβαλα τις φωνές.

Όταν ήρθαν τρέχοντας κάποιοι απ’ τους κανταδόρους, το «πλάσμα» είχε εξαφανιστεί.

Σας δίνω το λόγο της τιμής μου, κατέληξε ο Ισαάκ Κοδομάνο, πως η ιστορία που σας αφηγήθηκα είναι πέρα για πέρα αληθινή.

 

O Ρουμπέν Νταρίο (1867 –  1916) ήταν ποιητής από τη Νικαράγουα, και θεωρείται ο πατέρας του Λατινοαμερικανικού λογοτεχνικού μοντερνισμού που άνθισε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης αφηγήματα, δοκίμια, κριτικές και μυθιστορήματα. Το έργο του, και ιδίως τα ποιήματά του, επηρέασαν σημαντικά σύγχρονούς του και μεταγενέστερους Ισπανόφωνους λογοτέχνες.

 

H παραπάνω μετάφραση πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γραφή, τ. 42.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top