Fractal

Διήγημα: “Η ροζ χαρτοπετσέτα”

Της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά // *

 

 

[από τις «Ιστορίες ανοιχτού και κλειστού χώρου»]

 

 

f8

 

Αύγουστος μήνας, μεσημέρι, ζέστη, πολλή ζέστη. Ο μεγάλος δρόμος καίει σαν καμίνι. Τα πλάγια του είναι κλειστά, μάντρα με ψηλούς πέτρινους τοίχους μοιάζει. Τι παράξενος δρόμος! Γεμάτος αυτοκίνητα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Είναι χωρισμένος στη μέση με δέντρα ψηλά, κολλητά το ένα στο άλλο σαν τοίχος κι αυτά. Δεν βλέπεις τι γίνεται στο άλλο μισό του δρόμου.

Στο δικό μας τόπο οι δρόμοι είναι ανοιχτοί, φαρδιοί-πλατιοί! Περπατάς και έχεις ανοιχτό ορίζοντα ως πέρα μακριά με πράσινα, καφετιά, χρυσά, καστανοκόκκινα κομμάτια γης, κλωτσάς πέτρες, μαζεύεις παπαρούνες στις άκρες τους, χαμομήλια, κάτι πελώρια μοβ αγκάθια καμαρώνουν τη δύναμή τους, παραδίπλα αγελάδες βόσκουν, σκυλιά κοιμούνται στον ήλιο. Και να δείτε πόσα πουλιά πετούν! Σμήνη! Σαν μεταξωτή κορδέλα μαζεύονται και απλώνονται τα πουλιά, μια χαμηλώνουν, μια ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό και πόσο χαρούμενα τραγουδούν.

Το αυτοκίνητο του πατέρα έτρεχε γρήγορα κοντά στα άλλα. Δίπλα του η μητέρα και πίσω εγώ. Εγώ είμαι η Ουρανία, το οχτάχρονο κοριτσάκι τους, δεμένη στο πίσω κάθισμα. Πίσω από το κεφάλι μου ένα μεγάλο τζάμι με χώριζε από την καρότσα, που είχαμε φορτώσει τα θαλασσινά μας. Τελευταίος μήνας του καλοκαιριού κι ο κόσμος ήθελε να χαρεί τη θάλασσα και πιο πολύ εγώ, που την αγαπώ από τα βιβλία διαβάζοντας θαλασσινές ιστορίες, αφού ζούμε μακριά της. Από τότε που έμαθα να κολυμπώ φιλοξενούμενη τα καλοκαίρια στο σπίτι των θείων, στο Μεγάλο Πεύκο, την λαχταρώ κάθε καλοκαίρι.

Οι γονείς μου μου έκαναν το χατίρι να επισκεφτούμε μια μεγάλη υπαίθρια έκθεση βιβλίου στο Φάληρο. Κι είχε ο πατέρας πολλή δουλειά στα χωράφια του και άφησε φίλους και εργάτες, να μην μείνει πίσω η σειρά του στο θέρισμα, αλώνισμα. Χαιρόταν με την λαχτάρα μου για τα βιβλία, αφού πάντα τα αγαπούσε, αλλά ποτέ δεν τα απόκτησε. Κι ύστερα θα τραβήξουμε νοτιοανατολικά, είπε η μητέρα. Θα φτάσουμε ως το Σούνιο σε συγγενικό σπίτι, στα ξαδέλφια τους, να χαρούμε και τη θάλασσα. Δυο μέρες αλλιώτικες. Κι αυτό για μένα.

– Πατέρα, πήγαινε πιο σιγά, δεν προλαβαίνω να βλέπω τόσα παράξενα πράγματα γύρω μου, ζήτησα εντυπωσιασμένη.

– Ουρανίτσα μου, εδώ δεν είναι το χωριό μας να κάνεις ό,τι θέλεις στον φαρδύ δρόμο. Εδώ πρέπει να ακολουθείς την ταχύτητα των άλλων.

– Ναι, μα εγώ μετράω καμπαναριά, γυάλινους πύργους, μπαλκόνια στον ουρανό ψηλά, αλλά…

– Τι συμβαίνει, Ουρανία μου;

– Να, να, από εκείνο το μπαλκόνι με τα πολλά μπαλόνια πέταξε μια ροζ χαρτοπετσέτα, τα κάγκελα γέμισαν παιδικά κεφαλάκια που τη βλέπουν να φεύγει, να ταξιδεύει…

– Φεύγουμε, Ουρανίτσα μου, άναψε το φανάρι, φεύγουμε, είπε η μητέρα.

Γύρισα το κεφάλι προς τα πίσω χαζεύοντας τα συνομήλικά μου παιδιά στο μπαλκόνι-κλουβί. Α, α, α, α τι βλέπω! Η ροζ χαρτοπετσέτα κολλημένη στο τζάμι μου χαμογελούσε με το σοκολατένιο της πρόσωπο. Χαμογέλασα κι εγώ και ξεθαρρέψαμε κι οι δυο.

– Ποιος σου ζωγράφισε το πρόσωπο; ρώτησα.

– Ένα ξανθό κοριτσάκι, που έφαγε σοκολάτα και λέρωσε φουστάνι και χέρια.

– Ποιος σου τσαλάκωσε τις γωνίες σου;

– Ένα ζωηρό αγόρι, που όρμησε να της αρπάξει τη σοκολάτα.

– Πώς έφυγες, πώς δεν χτύπησες από τόσο ψηλά; γεμάτη απορίες εγώ.

– Ένα αεράκι ζεστό με γλίτωσε από τα χέρια τους. Καθώς πετούσα πάνω από το δρόμο, φοβήθηκα πολύ, νόμιζα πως κάποιο αυτοκίνητο θα με διαλύσει με τις ρόδες του. Μα σε ένα ανέβασμα ξαφνικό βρέθηκα στα κλαδιά ενός κυπαρισσιού αγκαλιά με ένα κυπαρισσόμηλο.

– Πω, πω, πω, αγωνία! Και μετά;

– Του γλύκανα τα χείλια με το σοκολατένιο φιλί μου και φ φ φ σουτ νέο αεράκι με πήρε πάλι πιο χαμηλά.

– Και σ’ έφερε σε μένα;

– Όχι, όχι, σκάλωσα σε μια πικροδάφνη γεμάτη ροζ λουλούδια. Πρώτη φορά δοκίμασε γλυκό κι ενθουσιάστηκε. Άφησα τα λουλούδια της να τρίψουν τα πέταλά τους σε όση σοκολάτα μου είχε απομείνει κι ύστερα θα έπεφτα στην καυτή άσφαλτο, μα πρόλαβα και κόλλησα στο τζάμι σας. Χαίρομαι που βρήκα μια φίλη!

– Α, πόσο χαίρομαι κι εγώ που τελείωσε η περιπέτειά σου, σε λίγο θα σε πάρω στα χέρια μου και θα είσαι ασφαλής.

Ο πατέρας και η μητέρα δεν με άκουγαν από το θόρυβο της μηχανής. Με είδαν γυρισμένη προς τα πίσω…

– Θα ζαλιστείς, Ουρανίτσα μου, είπε η μητέρα.

– Πότε φτάνουμε, μανούλα, στο Φάληρο;

– Σε λίγο, κορίτσι μου, κουράστηκες;

– Όχι, όχι, περιμένω…

Ευτυχώς δεν είχε άλλο φανάρι. Αγωνιούσα μήπως με το σταμάτημα του αυτοκινήτου χάσει η φίλη μου, η ροζ χαρτοπετσέτα, την ισορροπία της και πέσει. Σε λίγα λεπτά, όμως, φθάσαμε στο χώρο της έκθεσης. Φαγητό, ξεκούραση, ώσπου να πέσει κάπως ο ήλιος και μετά στους πάγκους με τα βιβλία. Κατέβηκα πρώτη, πήρα τη φίλη μου στα χέρια μου, αλλά πόσο λυπήθηκα! Δεν υπήρχε πια πρόσωπο, δυο θαμπά σοκολατένια φιλιά είχαν μείνει στο τζάμι του αυτοκινήτου μας με τα τελευταία ίχνη σοκολάτας κι η ροζ χαρτοπετσέτα, η φίλη μου, αόρατη, ένα λερωμένο, ξεθωριασμένο χαρτί. Δίπλωσα προσεκτικά ό,τι απόμεινε και έψαξα ένα κάδο ανακύκλωσης. Εκεί θα βρει πολλούς χάρτινους φίλους της και κάποια στιγμή θα γίνει πάλι χρήσιμη. Μπορεί να γίνει ένα κουτί για πολλά σοκολατένια γλυκά, να γλυκάνει περισσότερους στο δρόμο της. Κανείς δεν ξέρει!

 

 

 

* Η  Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά, είναι κάτοικος Κομοτηνής. Συνταξιούχος Δ/θμιας Εκπαίδευσης (Πτυχίο Ιστορίας-Αρχαιολογίας), γράφει λογοτεχνία, παλιότερα δημοσίευε άρθρα στον τοπικό τύπο και είχε την επιμέλεια εκδόσεων Π.Α.Μακεδονίας/Θράκης. Κείμενά της πρόσφατα στο Blog http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/. Πρώτο βιβλίο “«…μύριζε γαζία», ΔΙΑΝΥΣΜΑ, 2014 και το δεύτερο αναζητά εκδότη.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top