Fractal

Ρούλα Καρακατσάνη: «Πήρε μια καρέκλα κάθισε δίπλα του κι έμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι σήμερα».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

karak

 

[απ’ τις εκδόσεις Καλέντη, θα κυκλοφορήσει σύντομα το βιβλίο της για τον Θύμιο Καρακατσάνη με τον τίτλο «Μάθημα σιωπής»]

 

«Μια μέρα με τσάκωσε τη στιγμή που προσπαθούσα να τα καταχωνιάσω στο συρτάρι. Δεν γλίτωσα απ’ την πολιορκία του. Με ανάγκασε να του τα διαβάσω. Με άκουγε άφωνος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήξερε ότι καμιά παραδουλεύτρα δεν μπορούσε να μου παραβγεί. Όταν σταμάτησα να διαβάζω, συγκινημένος με κοίταζε βαθιά στα μάτια, λέγοντάς μου: είκοσι χρόνια είμαστε μαζί και σήμερα σε γνωρίζω για πρώτη φορά».

Έτσι περιγράφει την αντίδραση του Θύμιου Καρακατσάνη η γυναίκα του Ρούλα, όταν το 1993 ανακάλυψε τα μπλε σχολικά της τετράδια. Εκείνα στα οποία επιμελώς έκρυβε και στα οποία κατέφευγε. Σε μια προσπάθεια να ξορκίσει τον φόβο της, στην αρχή:

«Τη στιγμή που ο θάνατος τρύπωσε στο σπίτι μας και ξάπλωσε ανάμεσά μας, εκείνες τις νύχτες που περίμενα τον ήλιο να μου διώξει το φόβο, με το μυαλό μου χαμένο στο πουθενά, ήρθε η έμπνευση και με βρήκε. Τρομοκρατημένη κάθισα στο γραφειάκι της κόρης μου, εκείνη τη χρονιά τελείωνε το Λύκειο, άνοιξα ένα παλιό τετράδιο της φυσικής και σαν μαθήτρια άρχισα να γράφω». Αποκαλύπτει στον πρόλογο του βιβλίου της «Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα» που κυκλοφόρησε, αγαπήθηκε, επανακυκλοφόρησε αναθεωρημένο από τις εκδόσεις Άγκυρα.Το αποτέλεσμα, η κοινή διαπίστωση: ένα καινούργιο λογοτεχνικό αστέρι γεννιέται. Και στην πορεία της, φρόντισε όλους να μας επιβεβαιώσει. Τέσσερα βιβλία ακολούθησαν, αμέσως μετά. Με την γνώριμη πια, ασθματική και ατμοσφαιρική γραφή της, την εντελώς προσωπική. Με την Ιστορία να δεσπόζει στις ιστορίες της και το κοινωνικό δράμα να την αφορά και να την πονά.

Εκεί που δίνει τα ρέστα της, όμως, είναι στο μυθιστόρημα αυτό το αυτοβιογραφικό. «Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα». Ο Θύμιος το βάφτισε. Και όλα τα χώρεσε μέσα εκεί. Την γειτονιά της, τη βάφτισή της και τον εμφύλιο. Την Παιανία, την γνωριμία της με τον Θύμιο, και τις εικόνες που διατηρεί άσβεστες μέσα της από τον Κουν.

Για αυτό το βιβλίο, αλλά και για τη ζωή της με τον Θύμιο και την μεγάλη περιπέτεια της γραφής, μας μιλά στην συνέντευξη που ακολουθεί:

 

– «Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα», ένα βιβλίο με ιστορία, έτσι δεν είναι, κυρία Καρακατσάνη; Και σίγουρα το πιο αυτοβιογραφικό σας. Σας κάνει να αισθάνεστε κάπως… αμήχανα; Είναι μια τίμια εξήγηση; Ένα χρέος;

– Όταν αναγκαστείς να πιάσεις το μολύβι και να καταθέσεις τη ψυχή σου, εκθέτοντας το εξορισμένο παρελθόν, δεν ξέρω αν είναι χρέος, σίγουρα είναι μια τίμια εξήγηση, σ’ αυτό που λέμε συνείδηση. Δεν θα ‘λεγα αμήχανα, αισθάνομαι ακόμα πιο υπεύθυνα, κρίνω πιο αυστηρά τον εαυτό μου, απ’ τη στιγμή που άρχισα να γράφω για την ταραγμένη μου ζωή αντί ν’ απελευθερωθώ, εγκλωβίστηκα στην αλήθεια μου.

 

– Το αφιερώνετε στις κόρες σας και για τις κόρες σας το γράψατε. Είναι λίγο σαν… ημερολόγιο καταστρώματος, όπως θα έγραφε ο Σεφέρης, με τα πιο σημαντικά γεγονότα, τις ημερομηνίες που σημάδεψαν τη ζωή σας;

– Προσπαθούσα να ξεφύγω απ’ το φόβο του θανάτου. Άφηνα τη σκέψη μου να τρέχει πίσω, δανειζόμουνα το παρελθόν για ν’ αντέξω. Τότε κατάλαβα ότι ήμουνα ξένη, αφού ποτέ δεν μίλησα στις κόρες μου για μένα. Έτσι μέσα απ’ τα γραφτά μου, δεν θα με γνώριζαν μόνο τα παιδιά μου, αλλά θα έβρισκα κι εγώ μέρα με τη μέρα τον χαμένο εαυτό μου.

 

– Γέννηση και θάνατος, γέλιο και δάκρυ, ελπίδα και φόβος… Την αντίφαση της ζωής έχει αυτό το βιβλίο. Τι ξορκίσατε γράφοντάς το;

– Τα φαντάσματα που με τυραννούσαν 44 χρόνια. Τα ζωντάνεψα δίνοντας στο καθένα το ρόλο που είχε παίξει στη ζωή μου. Ξορκίζοντας το χθες αντέχω το σήμερα μ’ όλες τις δυσκολίες του. Έτσι όταν έφτασε η στιγμή να κάνω τον απολογισμό των χρόνων που πέρασαν, μάζεψα τις σκόρπιες στιγμές, τις αλήθειες και τα ψέματα. Κάθισα μπροστά σ’ ένα τετράδιο κι έκανα μια εξομολόγηση.

 

– Νονός του ο Θύμιος. Να πούμε πως γεννήθηκε ο τίτλος;

– «Ήταν πολύ φωτεινό, τους πλάνεψε. Φεγγαριαστήκανε εκείνο τ’ αυγουστιάτικο βράδυ. Στους δρόμους είχανε βγει. Ο Νικόλας της Μερόπης σκοτώθηκε με το μηχανάκι του στα Ταμπάχανα». Άκουσε το κομμάτι ο Θύμιος και μου είπε: «Βρήκα το τίτλο για το βιβλίο σου. Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα».

Το ίδιο βράδυ πήγανε στο γάμο της Σμαράγδας κι εκεί έξω απ’ την εκκλησία τον είπαμε στον Δημήτρη Ιατρόπουλο και στη γυναίκα του την Κατερίνα και τους άρεσε. Δύσκολος είναι, έλεγα εγώ, ποιος ξέρει τα Ταμπάχανα. Επέμεναν όλοι κι έτσι καθιερώθηκε.

 

– Και πώς αντέδρασε όταν το διάβασε;

– Μια μέρα με τσάκωσε τη στιγμή που προσπαθούσα να τα καταχωνιάσω στο συρτάρι. Δεν γλίτωσα απ’ την πολιορκία του. Με ανάγκασε να του τα διαβάσω. Με άκουγε άφωνος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήξερε ότι καμιά παραδουλεύτρα δεν μπορούσε να μου παραβγεί. Όταν σταμάτησα να διαβάζω, συγκινημένος με κοίταζε βαθιά στα μάτια, λέγοντάς μου: είκοσι τρία χρόνια είμαστε μαζί και σήμερα σε γνωρίζω για πρώτη φορά.

 

karaka

 

– Οι ιστορίες μας κυνηγούν, κυρία Καρακατσάνη; Αναζητούν την συγκυρία και την ψυχή μας ανοιχτή να τις δεχθεί;

– Υπάρχει αυτός ο σκληρός δίσκος που κουβαλάμε όλοι και λέγεται υποσυνείδητο, αυτό καταγράφει ασταμάτητα. Οι ιστορίες μας κυνηγούν ανυπομονώντας να βγουν στην επιφάνεια, να φωτιστούν απ’ την ψυχή μας.

 

– Περνά η Ιστορία μέσα απ’ αυτό το βιβλίο; Και κατά πόσο επηρεάζει η Ιστορία τις μικρές ιστορίες του καθενός μας;

– Έζησα τα κατάλοιπα του Β’ παγκοσμίου πολέμου, τον εμφύλιο, τη ξενιτιά, τη μετανάστευση, την παλιννόστηση, την εισβολή της ξένης υποκουλτούρας. Το πολιτικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο, τα γεγονότα σημαδεύουν την πορεία μας, γράφοντας τον απολογισμό των εμπειριών μας. Κοινές ζωές έχουμε λίγο- πολύ όλοι μας.

Ένας καθηγητής στη Θεσσαλονίκη μου είπε, κυρία Καρακατσάνη, αυτό το βιβλίο, εκτός απ’ τον κομμουνιστή πατέρα, είναι η δική μου ζωή. Μεγάλωσα στα Ταμπάχανα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε το βιβλίο σας ταξιδεύει στην Αυστραλία όπου ζει η αδελφή μου. Τότε κατάλαβα ότι τίποτα δεν είναι δικό μας.

 

– Δηλαδή, αν η πολιτική κατάσταση δεν ήταν έτσι τότε, θα ήταν αλλιώς η ζωή σας;

– Σίγουρα θα ‘χα πεινάσει λιγότερο, θα ‘χα μορφωθεί περισσότερο και οι συμπτώσεις, οι επιλογές θα ‘ταν διαφορετικές. Θα πατούσα στα πόδια μου. Γιατί οι καταστάσεις που έζησα μόνο αναπηρία μπορούν να σου αφήσουν. Ευτυχώς κάτι που δεν μπόρεσε κανείς να μου πάρει ήταν την αξιοπρέπεια, την περηφάνια που την κουβαλάω σαν φυλαχτό.

 

– Αλλά και τώρα, απ’ ότι διαφαίνεται στον επίλογό σας, δεν είναι ευκολότερα τα πράγματα. Στην εποχή της μοναξιάς και της πλήρους αδιαφορίας ζούμε, παρότι μπήκε στη ζωή σας μια Νεφέλη. Είναι δυσκολότερη ή ευκολότερη εποχή η σημερινή;

– Πώς να μιλήσεις σήμερα και τι να πεις σε μια γενιά που ευημερεί, για κείνες τις εποχές που ζήσαμε και η κάθε τους στιγμή χαράχτηκε στην ψυχή μας, στάμπα κεντημένη σαν τις χιλιομπαλωμένες κάλτσες μας. Τα τρύπια παπούτσια κουβαλούσαν την ντροπή για την κοινωνική αδικία. Η ελπίδα χανόταν κάθε ξημέρωμα μαζί με τα τρομαγμένα όνειρά μας. Ταξιδιώτες της νοσταλγίας πορευόμαστε με τη βασανισμένη πείρα μας, που δεν τελειώνει όσο ζούμε. Οι δυσκολίες πάντα θα υπάρχουν αλλάζοντας μορφή.

Εύχομαι όταν η Νεφέλη μας μεγαλώσει, ο έρωτας να έχει μείνει όπως ήταν. Πάω να βρω κάτι που της έγραψα πριν τρία χρόνια, θες να στο διαβάσω;

«Μετράω τα δαχτυλάκια της κάθε φορά που τα μάτια μου ψάχνουν να τη δουν. Αυτά τα υπέροχα πόδια καθαρά σαν την αλήθεια, δεν πάτησαν ακόμα το ψέμα, δεν περπάτησαν πάνω στη βρώμικη γη.

Τα μετράω με την ίδια αθωότητα που θα τα μετράει σε λίγους μήνες όταν αντιληφθεί ότι υπάρχουν. Τότε η ζωή θα γίνει και γι’ αυτήν αβάσταχτα σκληρή, μπροστά σε ανάλγητους μικρούς χωρίς το μεγαλείο της αγάπης».

 

– Η Παιανία, τα παλιά φαντάσματα, η αρρώστια του Θύμιου… όλα πέρασαν μέσα απ’ εκείνα τα τετράδια που έγιναν αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Ήταν το χάδι του Θεού μετά το χαστούκι του;

– Στάθηκα τυχερή γιατί στην Παιανία μπόρεσα ν’ ανακαλύψω τη φύση. Ο θεός βρισκόταν παντού, με βοήθησε ν’ αντιμετωπίσω το φόβο του θανάτου, διώχνοντας τους αόριστους φανταστικούς μου φόβους. Πιστεύω ότι αν δει συνέβαινε η αρρώστια του Θύμιου, ίσως να ‘ταν όλα αυτά ακόμα καταχωνιασμένα μέσα μου.

 

– Κι είναι το όπλο σας από τότε στα δύσκολα; Διότι ξαναγράψατε και ξαναγράψατε…

– Ο πόνος με βοηθάει, αυτός είναι το όπλο μου, ενεργοποιεί το σκουριασμένο μου μυαλό με μια ξεχωριστή μανία, με αναγκάζει να κάτσω ό,τι ώρα να ‘ναι και να χαθώ στις μνήμες μου. Όταν πάρεις το μικρόβιο, ύστερα νοσείς μέχρι θανάτου.

 

– Τι νικά ένας συγγραφέας, κυρία Καρακατσάνη, γράφοντας; Τη μοναξιά, τον χρόνο…

– Το όνειρο γεννιέται απ’ την ψευδαίσθηση της δικιάς μας αλήθειας και τελειώνει όταν συμβιβαζόμαστε με την πραγματικότητα. Γράφοντας προσπαθείς να μη χάσεις την αίσθηση της ελευθερίας και αφεθείς στη φθορά της καθημερινότητας, όπου η μοναξιά δεν μπορεί να νικήσει τον χρόνο.

 

– Θέλετε να μας ξεχωρίσετε κάποια σημεία του βιβλίου που έχουν για σας μεγάλη σημασία και βαρύτητα;

– Δεν θα μπορέσω γιατί είναι σαν να τεμαχίζω τη ζωή μου, είναι σαν ν’ απομονώνεις το χαμόγελο της Τζοκόντα σαν πιο σημαντικό.

 

– Κάθε βιβλίο, κυρία Καρακατσάνη, διεκδικεί την ατμόσφαιρα και την γλώσσα του; Άλλος είναι η μονόλογος της ηρωίδας σας στο «Έξω απ’ τη Σόνια στις οκτώ», αλλιώς τα «λέει» ο ήρωας στο «Εδώ αρχίζει το όνειρο»… Πως πιάνεται η αρχή του νήματος;

– Προϋπόθεση η έμπνευση, που σε ανύποπτη στιγμή έρχεται και μας βρίσκει, σαν το όνειρο. Μετά η ψυχή σαν τον γλύπτη σφυριλατεί με το καλέμι, βάζοντας πάνω στην άχαρη άσπρη κόλα την ευαισθησία της, παίρνοντας κάθε φορά το ρόλο που καλείται να καταγράψει. Όταν αρχίσεις, έρχονται όλα μόνα τους.

 

– «Η μνήμη τα είχε κρατήσει όπως εκείνη ήθελε». Ό,τι θέλουμε θυμόμαστε, κυρία Καρακατσάνη;

– Όλα τα θυμόμαστε κυρίως αυτά που μας πονάνε, μόνο που τα διώχνουμε τον πρώτο καιρό για να αντέξουμε και σ’ αυτό βοηθάει ο χρόνος. Μεγάλος μάστορας, μας τα γυρίζει πίσω μεταποιημένα, αφήνοντας τη νοσταλγία να πρωταγωνιστεί.

 

– Πώς ήταν όλα αυτά τα χρόνια δίπλα στον Θύμιο;

– Σα να προσπαθείς να κατακτήσεις το Έβερεστ, τόσο εύκολα. Είναι σίγουρο όμως ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο όσον αναφορά τον τρόπο σκέψης, γενικά της ουσιαστικής ποιότητας. Με έμαθε ν’ ακούω. Έχοντας δίπλα μου 36 χρόνια, ένα ιερό τέρας που έλεγε κι ο κουμπάρος μας ο Ερρίκος Θαλασσινός, έγινα το τερατάκι του.

 

– Το ότι ήσαστε και η γυναίκα του Θύμιου, έκανε κάποιους να σας δουν ως συγγραφέα πιο δύσπιστα;

– Όχι, δεν πιστεύω ότι με είδαν έτσι, απόδειξη ότι το ’93 που πρωτοκυκλοφόρησε βιβλίο μου απ’ τις εκδόσεις <Λιβάνη> το αγκάλιασαν όλοι με τόση αγάπη και σοβαρότητα, που σας ομολογώ τρόμαξα. Ο δε Καρακατσάνης με πείραζε λέγοντάς μου: «Καλά πια είσαι η Βουγιουκλάκη, μόνο την Αλίκη έγραφαν με το μικρό της».

 

– Αναφέρεστε και στον Κουν που υπήρξε και για σας μεγάλο σχολείο. Αλήθεια, τι θυμάστε περισσότερο απ’ εκείνον;

– Το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Τρύπωνα στο καμαρίνι να περιμένω το Θύμιο και ερχόταν ο Κουν κάθε βράδυ με την ίδια κίνηση, με αγκάλιαζε περνώντας το τεράστιο χέρι του στην πλάτη μου μ’ έβαζε τιμωρία στο γραφείο του.

Βούιζαν τόσο τ’ αυτιά μου που δεν άκουγα τι μου έλεγε. Αράδιαζε μπροστά μου κάτι κουρελάκια σ’ όλες τις αποχρώσεις του βυσσινί και ήθελε να του πω πιο απ’ όλα μ’ άρεσε.

Ένα βράδυ με ρώτησε για τον Αραμπάλ. Δεν τον ήξερα, τι να του πω, ένοιωσα τόσο άσχημα. Δεν ήξερα ότι τότε ο Αραμπάλ ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Απ’ την άλλη μέρα, άρχισα να κατεβάζω βιβλία. Τότε κατάλαβα ότι υπήρχαν τυχεροί και αδικημένοι.

 

– Γράφετε τώρα κάτι; Θα γράψετε παραμύθια για τη Νεφέλη;

– Εκτός από κάτι διηγήματα που κάποια στιγμή θα εκδοθούν, λέω να συνεχίσω από εκείνη τη φράση που «πήρε μια καρέκλα κάθισε δίπλα του κι έμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι σήμερα». Δεν είναι εύκολο, θα προσπαθήσω, γιατί υπάρχουν στιγμές που δεν μας ανήκουν. Αν τα καταφέρω, αυτό θα ‘θελα να το αφιερώσω στην εγγονή μου. Ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο είναι το καλύτερο παραμύθι.

 

– Είναι ένα παραμύθι, κυρία Καρακατσάνη, το «Φεγγαριαστήκαμε στα Ταμπάχανα»; Το παραμύθι της ζωής σας;

– Είναι η ιστορία του τόπου μας, όπως την ήξερα εγώ. Είναι το παραμύθι που έζησαν οι άνθρωποι στη γειτονιά μου, όταν ήρθαν πρόσφυγες στην πολυπόθητη και άστοργη πατρίδα τους, τους πούλησαν παραμύθια, όνειρα που έμειναν αξημέρωτα.

 

– «Η Εύελπις του αιώνα», τα διηγήματα γράφονται ευκολότερα;

– Τίποτα δεν γράφεται εύκολα, αν δεν πονέσεις δεν σου χαρίζεται και ένα διήγημα. Πρέπει εδώ να πω ότι μ’ αρέσει να βάζω τελεία, συρρικνώνοντας ένα θέμα που θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα. Ίσως είμαι τεμπέλα.

 

– Γλιτώσαμε πια «απ’ τις κατάρες του τόπου μας»; Και ποια μπορεί να είναι σήμερα η απειλή μας;

– Δεν μπορούμε σήμερα να πούμε ότι γλιτώσαμε. Οι κατάρες αλλάζουν μορφή. Τώρα η ανθρωπότητα βάλλεται από ορατές και αόρατες απειλές. Τα πουλιά έχουν κάτι που ο άνθρωπος ξέχασε στην πορεία του: σεβασμό στους νόμους της φύσης.

Συμβολίζουν μια ελευθερία που εμείς έχουμε χάσει. Χρειάζεται αφοσίωση, αγάπη και συσπείρωση, αρχίζοντας απ’ την οικογένεια. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κρατήσουμε την ελπίδα ζωντανή και ίσως τότε καταφέρουμε να κάνουμε εμείς τους τουρίστες. Κι όχι η τρομοκρατία που γυρίζει από χώρα σε χώρα, απειλώντας τον πλανήτη μ’ εξαφάνιση.

 

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Το πρώτο μου κλάμα ακούστηκε μια νύχτα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στα προσφυγικά της Πάτρας. Γεννιότανε το 1947, μαζί του κι ο Εμφύλιος.

Μεγάλωσα με τις δυσκολίες της εποχής.

Μετανάστευση, φτώχια.

Μόνο η ελπίδα κυκλοφορούσε ελεύθερη.

Απ’ τα δώδεκα χρόνια μου δούλευα για να συντηρώ την οικογένειά μου.

Το 1969 παντρεύτηκα τον Θύμιο Καρακατσάνη και η ζωή μου μπήκε στο δρόμο του θεάτρου.

Στα σαράντα τρία μου αποφάσισα να μιλήσω στις κόρες μου.

Έπρεπε να με γνωρίσουν.

Έτσι έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, με τίτλο «Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα», που κυκλοφόρησε το 1993 απ’ της εκδόσεις «Λιβάνη» (εξαντλημένο).

Το δεύτερο κυκλοφόρησε το 1996, με τίτλο «Έξω απ’ τη «Σόνια» στις επτά» (αφήγημα).

Το τρίτο το 1999, με τίτλο «Η Εύελπις του αιώνα» (διηγήματα).

Το 2001 ακολούθησε το μυθιστόρημα «Εδώ αρχίζει τ’ όνειρο». Και τα τρία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top