Fractal

Διπλές αναγνώσεις – Για την «Ταπείνωση» του Φίλιπ Ροθ

Γράφουν η Ελένη Γκίκα και η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

“Ήταν όλα τυχαία, Τζέρι…”

Γράφει η Ελένη Γκίκα

 

“Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ” του Φίλιπ Ροθ. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Εκδ. “Πόλις”, σελ. 170

 

article_1279000558“Όλα τα θεωρούσε ασκήσεις χωρίς νόημα. Αυτό που εξακολουθούσε να τον φοβίζει, καθώς πλησίαζε η μέρα του εξιτηρίου, ήταν το γεγονός ότι τίποτα από όσα του είχαν συμβεί δεν φαινόταν να συνδέεται με κάτι άλλο”… “Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει, είπε στον γιατρό αργότερα, την ίδια μέρα. “Χάνεις, κερδίζεις- όλα είναι ένα καπρίτσιο της τύχης. Η παντοδυναμία του καπρίτσιου. Η πιθανότητα της ανατροπής. Ναι, η απρόβλεπτη ανατροπή και η εξουσία της”. Και το “αγκάθι” στο καινούργιο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ είναι ακριβώς σ’ αυτό το σημείο: Το τυχαίο, το Χωρίς νόημα. Το αντιλαμβάνεται ο ήρωάς του, ηθοποιός διάσημος και σπουδαίος, την κορυφαία στιγμή. Εκεί που τελειώνει, μοιραία, η κορύφωση κι αρχίζει η πτώση, ξαφνικά στη σκηνή, σ’ ένα ρόλο: “Είχε χάσει τη δύναμη να σαγηνεύει.Η ορμή του είχε ξοδευτεί”, το σημειώνει ο σπουδαίος αμερικανός συγγραφέας από την πρώτη στιγμή, στην πρώτη γραμμή.

Βαθύτατα υπαρξιακός και σε αυτό το καινούργιο βιβλίο, φλερτάροντας με το θάνατο τα τελευταία χρόνια στο “Κανένας” και “Φεύγει το φάντασμα”, παρακολουθεί το ταλέντο- νόημα να χάνεται σε ένα ψυχολογικό θρίλερ μέχρι τη ύστατη στιγμή. Ηθοποιός ο Σάιμον Άξλερ, κατά συνέπεια “όλα είναι ρόλος”. Αρχίζει με “Πρόσπερο” Σαίξπηρ και τελειώνει με “Γλάρο” του Τσέχωφ, ολόκληρη η ζωή του- σκηνή. “Τα γλεντοκόπια μας τέλειωσαν πια. Οι θεατρίνοι μας ετοούτοι/ όπως σας είχα προμαντέψει, πνεύματα ήταν όλοι/ κι έλειωσαν, γίναν άνεμος, διάφανος άνεμος”. Στον “διάφανο άνεμο” (τίτλος του πρώτου κεφαλαίου) λοιπόν, κι αυτός, συνειδητοποιεί επί σκηνής, ό,τι έχει τελειώσει, αδειάσει, κάλπης πια, όλα είναι ένα ψέμα, και παρακολουθεί ως ψέμα και τον “ρόλο του” στην όντως ζωή. Αντιστέκεται όσο μπορεί στην αυτοκτονική του διάθεση, νοσηλεύεται, παρακολουθεί εικαστική θεραπεία, γνωρίζει κι ακούει συνασθενείς, επιστρέφει κι απομονώνεται, συναντιέται με τον ατζέντη του, αρνείται την όποια “μέτρια” πια επιστροφή.

Την συμβουλή του για διδασκαλία και “το από στιγμή σε στιγμή”, θυμίζοντάς μας εκείνο “το θεικό παρόν” της Φιλοκαλίας και της Γερόντισσας Γαβριηλίας και ενώ επαναλαμβάνεται η λέξη “ταπείνωση” εμείς διαπιστώνουμε ότι μιλά για “εγωισμό” για “τσαλακωμένο εγωισμό” εν πολλοίς. Αυτό που μας γονατίζει, μας κάνει το- απόλυτο- τίποτα απ’ εκεί που είμαστε “το- κέντρο- του- κόσμου”, παρ’ όλα αυτά ακόμα αντιστέκεται, με λάθος τρόπο, πηγαίνοντας κατ’ ευθείαν στα δύσκολα έως αδύνατα, ακριβώς για να καταρρακωθεί. Ερωτεύεται με γνήσιο υποκριτικό πάθος ως “Τον- Ρόλο”, την λεσβία κόρη των φίλων του, που την έχει δει να γεννιέται, την πλάθει και πλάθεται, ηττάται κατά κράτος, εξάλλου γι’ αυτό είναι εκεί, ακριβώς για να ηττηθεί.

Ο συγγραφέας τον παρακολουθεί τριτοπρόσωπα με ακρίβεια εντομολόγου και ωμότητα ιατροδικαστή, ερμηνεύοντας συναισθήματα, φόβους, διλήμματα, άγχη, με ρόλους, αναζητώντας μέσα από αυτόχειρες ήρωες την απαραίτητη δύναμη ή ερμηνεία για την ύστατη έξοδο- στιγμή. Η κατάρρευση θα ρθεί με την τελική, ερωτική αποτυχία-αφορμή. Η σαραντάχρονη Πεγκίην τον εγκαταλείπει για το “ερωτικό παιχνίδι” την Τρέισι που “της χάρισε” ο ίδιος κάποια στιγμή. Αλλά και πάλι, για να επιτύχει την έξοδο, γίνεται “ο ρόλος”. Ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς Τρέπλιεφ, ο τσεχοφικός αποτυχημένος κι απελπισμένος συγγραφέας του “Γλάρου” που του χάρισε τον αρχικό θρίαμβο, ως κύκνειο άσμα του, αυτή την ύστατη στιγμή. Ξαναγίνεται ο ρόλος. Και με ένα σημείωμα με εφτά λέξεις, με απόλυτη επιτυχία, κάνει φινάλε σ’- αυτή- τη – σκηνή: “Γεγονός είναι ότι ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς αυτοπυροβολήθηκε”.

Με την τελευταία αράδα του “Γλάρου”. Σε ένα σύντομο, μεστό, “ρωμαλαίο και πετυχημένο” δυνατό μυθιστόρημα που μπορεί να αποτελεί και το κάποια στιγμή, “αναπόφευκτο” υπαρξιακό δράμα για κάθε οπαδό του Τυχαίου, εφόσον “όλα είναι καπρίτσιο της Τύχης” και ουδεμία σημασία έχει το αν παίζουμε ή δεν παίζουμε εμείς! Αρχετυπικός ο χαρακτήρας του Σάιμον Άξλερ, ενσαρκώνει τον κάθε δημιουργό “σε κρίση” που θα περάσει ούτως ή άλλως, ο Φρόυντ δεν τόπε; έχουμε έρθει για τα χάσουμε όλα σ’ αυτή τη ζωή. Αλλά άλλο “Ταπείνωση” άλλο “Ταπεινότητα”. Η ταπείνωση έρχεται εκ των έξω και η μόνη αντίδραση είναι η πτώση ή η προσαρμογή. Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου σε αριστουργηματική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (ούτε συγγραφική ανάσα δεν πάει χαμένη). “Ήταν όλα τυχαία, Τζέρι, τυχαίο που μου δόθηκε ένα κάποιο ταλέντο, τυχαίο που μου αφαιρέθηκε. Η ίδια η ζωή είναι τυχαία, από την αρχή ως το τέλος”, ε ναι Σάιμον Άξλερ, Φίλιπ Ροθ, έχετε δίκιο, δεν αντέχεται τελικά όλο αυτό! (το κενό) σ’ αυτή τη ζωή.

 

9358ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ- ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ: Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στα πανεπιστήμια του Bucknell και του Σικάγου. Διετέλεσε καθηγητής της συγκριτικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Νέας Υόρκης (Hunter College) και της Πενσυλβανίας. Διηύθυνε τη σειρά “Συγγραφείς της άλλης Ευρώπης” στις εκδόσεις Penguin και γνώρισε στο αμερικανικό κοινό συγγραφείς όπως ο Bruno Schulz και ο Μίλαν Κούντερα. Ο Φίλιπ Ροθ έχει τιμηθεί με τα βραβεία National Book Award, Pulitzer, PEN/Faulkner, National Book Critics Circle Award, National Medal of Arts και με το Gold Medal in Fiction της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Έργα του: “Η ταπείνωση”, “Αγανάκτηση”, “Φεύγει το φάντασμα”, “Επιχείρηση Σάυλωκ”, “Η αντιζωή”, “Το σύνδρομο του Πόρτνοι”, “Το ανθρώπινο στίγμα”, “Καθένας”, “Το ζώο που ξεψυχά”, “ “Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής”, “Κι ό,τι θέλει ας γίνει”, “Κουβέντες του σιναφιού”, “Αντίο Κολόμπους”, “Ζούκερμαν”, “Δεσμώτης”, “Η ζωή μου ως άντρα”, “Πατρική κληρονομιά”, “Απάτη”, “Το βυζί”, “Η νόσος του Πορτνόυ”…

 

 

 

Φίλιπ Ροθ ,ένας ακούραστος εργάτης-σελιδοποιός

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου

 

 

tapeinosi_roth_smallΟ Ροθ, το πιστό μας φιλαράκι,ο ακούραστος σελιδοποιός, τον Φλεβάρη του 2013 μας δήλωσε ότι δεν θα ξαναγράψει.Αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, αν και…γούστο του και καπέλο του.Ώσπου να δούμε πάντως αν και πώς το εννοεί κι αν ο ίδιος αντέξει, εμείς μπορούμε να διαβάζουμε τα περίπου τριάντα βιβλία που έχει αφήσει στην διάθεσή μας και ας μην καταφέρουμε ποτέ να θεωρήσουμε κάποιο καλύτερο από ένα άλλο, διότι κάτι τέτοιο, απλώς, δεν μπορεί,από το ίδιο τους το περιεχόμενο, να ισχύσει.

Όλα, βλέπετε,είναι γνήσια παιδιά του, κάποιο μπορεί να μας αρέσει περισσότερο, κάποιο λιγότερο, μα όλα είναι ροθάκια ή ροθάκεια, όλα αποτελούν μία γερή αλυσίδα κι όσοι λένε ότι ο κύριος Ροθ είναι υπερβολικά προβεβλημένος,υπερεκτιμημένος κι αυτό κι εκείνο δεν ξέρουν τι τους γίνεται,ευτυχώς -θα πω εγώ η συνήθως αντιδραστική- που μια φορά, επιτέλους,είναι ένας τέτοιας κλάσης συγγραφέας πασίγνωστος,υπερεκτιμημένος,προβεβλημένος και δεν πα΄να τον προβοκάρουν ότι είναι χαϊδεμένο παιδί του συστήματος -ποιανού ακριβώς δεν διευκρινίστηκε ποτέ- κι εβραίικη (!) λαϊκούρα -κι αυτά τ΄ ακούσαμε- εύκολος,λέει,με θέματα φανταχτερά και πιασιάρικα που αρέσουν στον πολύ κόσμο και ουχί μόνον εις τους εκλεκτούς κτλ κτλ κι ό,τι άλλη κακία και χολή έρχεται στην τηλεβλαμένη κεφάλα του καθενός.

 

Η βάφτιση 

Ο Φίλιπ Ροθ,αν και διάσημος και οπωσδήποτε πολυδιαβασμένος,είναι μια περίπτωση συγγραφέα απροσέγγιστη ακόμη ,για μένα είναι σαν να μην έχει γράψει χ μεμονωμένα βιβλία λογοτεχνίας, καλά, κακά,που κάνουν κοιλιά ή είναι αριστουργήματα,που είναι φλύαρα ή εμπνευσμένα, κι ό,τι άλλο συνηθίζουμε να λέμε για ένα βιβλίο, αλλά έχει οικοδομήσει κάτι διαφορετικό,κάτι τεράστιο, που πιο πολύ το νιώθω ότι έτσι είναι,παρά το ξέρω,δεν ξέρω επίσης καιπως να το βαφτίσω αλλά νιώθω -το τονίζω νιώθω- ότι μπορώ να λέω δεξιά κι αριστερά κι επίσης επίμονα ότι ο φοβερός και τρομερός αυτός άνθρωπος έχει επινοήσει ένα εντελώς καινούργιο λογοτεχνικό είδος σε παγκόσμιο επίπεδο,το μόνιμο μυθιστόρημα, ω,μα το βάφτισα…

Το μόνιμο μυθιστόρημα -λοιπόν μου αρέσει,θα το λέω έτσι- μια εναλλασσόμενη δηλαδή ως προς το πρόσωποαφήγηση διαρκείας,που απλώς χωρίστηκε υποχρεωτικά σε τριάντα ως τώρα συνέχειες, αφού τόσες φορές έγραψε -καταιγιστικά ως επί το πλείστον κείμενα- αραδιάζοντάς τα σε σελίδες κι αριθμώντας τις αυτές ξεκινώντας από το ένακάθε φορά και δίνοντάς τους φαινομενική αυτοτέλεια.

 

Τα αισθήματα

Νιώθω -και να ξεμπερδεύουμε βέβαια με το τι νιώθω- ότι ο Φίλιπ,που ζει στην άλλη άκρη της γης είναι προσωπικός μου φίλος και συνομιλούμε μέσα από τις σελίδες του ακατάπαυστα και μου λέει ιστορίες,ιστορίες,ιστορίες,πότε για τον Νέιθαν και τις μαλακίες του πάνω στα ντουζένια της νιότης και μετά εκείνες τις εξίσου δραματικές που κάνει στα γεράματα,ύστερα μου λέει για τον Κέπες,τον Σάιμον,τον Μπάκυ Κάντορ, τον Αλεξάντερ Πόρτνοϊ κι όλο το ασυγκράτητο αντροσυνάφι,φυσικά εγώ νομίζω ότι μιλάμε εμπιστευτικά αλλ΄αυτός στην πραγματικότητα είναι άθλιος,δεν κρατάει τίποτα μυστικό, τις γνωρίζουν τις ιστορίες κι άλλοι -ο κόσμος το΄χει τούμπανο, κάπως έτσι- δεν ξέρω επίσης στο νου τού καθένα τι περαιτέρω σκέψεις ενσταλάζει ο άτιμος και τέλος πάντων ,μ΄αυτά και μ΄αυτά συνεχίζεται μια φιλία,που όμοιά της δεν έχω κι ας νευριάζω μαζί του(ς) διότι είναι ώρες ώρες πολύ κολοεβραίος και μισογύνης -ένας ιδιόμορφος μισογύνης που λατρεύει τις γυναίκες- και πολύ εξυπνάκιας κι αυτός κι οι περσόνες του και δεν το έχω σε τίποτα να του το γράφω και κατάμουτρα , ακριβώς γιατί νιώθω ότι είναι πιστός,αληθινός μου φίλος.

 

06C35C7A4F8D526A1782067ACA2AAC87

 

Μια ιστορία ακόμα

Η “Ταπείνωση” είναι ένα απ΄αυτά τα κείμενα,τα χαρακτηριστικά θα έλεγα γιατί και σ΄ αυτό,όπως και στο εκπληκτικό “Νέμεσις” γίνεται τριτοπρόσωπα η αφήγηση και έχω βάσιμες υποψίες ότι σαν υποβολέας στην σκηνή αφηγείται ο παλιός μας γνώριμος,ο περιβόητος Ζούκερμαν,ναι,αυτό το εμμονικό κι ευφυές alter ego του Ροθ που δεν είναι ίσως και τόσο alter ego και ο οποίος Ζούκερμαν μετά κι απ΄τα έσχατα πραγμένα του στο “Φάντασμα Φεύγει” -τι ιστορία, Θεέ μου- έχει ξαναγυρίσει στην σωτήρια απομόνωσή του ,αφού τα μάζεψε άρον άρον τα κουρέλια του και με νέα,πάντως διόλου πλαστή, ταυτότητα κι ιδιότητα,εξηνταπεντάρης θεατρικός ηθοποιός εδώ,με όνομα Σάιμον Άξλερ, εξιλεώνεται -τελικά εξιλεώνεται;- καταγράφοντας ενσυνείδητα την (νέα) πτώση (του).

Ο Σάιμον δεν μπορεί να παίξει αξιοπρεπώς πια τίποτα,ανεβαίνει στην σκηνή και τρέμει , ξεχνάει τα λόγια και ό,τι μέχρι τότε λάτρευε και υπηρετούσε επί χρόνια με ζήλο μετατρέπεται σε εφιάλτη που τον φτάνει στα όρια της κατάθλιψης.Αποσύρεται μετά από απανωτά φιάσκα επί σκηνής και έπειτα από ένα χρονικό διάστημα νοσηλείας σε ειδική ψυχοκλινική,εκεί πάνω που πασχίζει να ξανασταθεί κάπως στα πόδια του και το έχει κουτσοκαταφέρει, του προκύπτει από το πουθενά η Πεγκίην,η μοναχοκόρη συνομήλικών του φίλων από τα παλιά, λεσβία επί 18 χρόνια (!),που έχει χωρίσει κακήν κακώς από την ερωμένη της και πλέον ψάχνεται και γι αυτό επιλέγει , μάλιστα, επιλέγειτον Σάιμον για να ξεφύγει.

Τα δύο καταρρακωμένα αυτά ανθρώπινα πλάσματα ενώνουν τις δυνάμεις που τους έχουν απομείνει, τα συζητάνε,τα ξανασυζητάνε, ζυγίζουν τα αν και τα πρέπει και τα γιατί τους κι εκτιμούν τις ψυχικές απώλειες που ενδεχομένως τους επιφυλάσσει η σχέση και ξεκινάνε.Ορμάνε κυριολεκτικά ο ένας στην ζωή και στην προσωπικότητα του άλλου,με μανία και γίνεται το σώσε. Μαζί τους αρχίζουν να χορεύουν στο ταψί και διάφοροι άλλοι,οι γονείς της και παλιοί του φίλοι, η παλιά ερωμένη της η Λουίζ, μια φίλη δική του από το ψυχιατρείο ,η Σίμπιλ Βαν Μπιούριν -πρόσωπο κλειδί στο τέλος αν και δεν εμφανίζεται ξανά- άνθρωποι διαφόρων ηλικιών είτε από το παρελθόν του καθενός ή που τους γνωρίζουν και τους χρησιμοποιούν πλέον από κοινού.

Η έξαψη του Σάιμον είναι τεράστια,ρίχνεται με τα μούτρα,με την σπουδή του νεοφώτιστου στον καινούργιο του ρόλο,μέχρι που αρχίζει ο καημένος ο ανόητος ανθρωπάκος να σκαρώνει σενάρια που περιλαμβάνουν ως και την απόκτηση ενός παιδιού.Η ζωή όμως στα εξηνταπέντε του,όταν πλέον το σώμα προδίδει το πνεύμα όλο και πιο πολύ,γρήγορα και χωρίς να το συνειδητοποιήσει καλά καλά,μετατρέπεται σ΄έναν αχταρμά καθημερινότητας, που ο Σάιμον δίχως να το πολυσκεφτεί,γιατί στην πραγματικότητα παλεύει με τον χρόνο,τον διεκπεραιώνει όπως όπως μέσα σε μια τρέλα,με ωμότητα, μ΄έναν κυνισμό,που δεν είναι ακριβώς δικός του αλλά ένα αντιδάνειο παρμένο από την εξίσου μπερδεμένη -και δυστυχισμένη τελικά- αν και πολύ πιο νέα Πεγκίην, που κι αυτή δεν επιχειρεί παρά να διασφαλίσει την δική της -σπαραχτική και μαζί γελοία, κοινή και τόσο ανθρώπινη- αναζήτηση αγάπης μέσα από το εφήμερο της σεξουαλικής ηδονής, το μάταιο των ονείρων, το παραπλανητικό της ελπίδας, το αδύνατο της λύσης,το ανέφικτο της εξόδου.

 

Ο Καμύ, ο Κάφκα και οι εμμονές του Ροθ

Αν κι ο Ροθ στην πραγματικότητα γράφοντας την “Ταπείνωση” δεν κάνει παρά μια χαλαρή κι εύκολη γι αυτόν ολιγοσέλιδη συγγραφική προπόνηση,τύπου για να μην ξεχνιόμαστε -κι αυτός που γράφει κι εμείς που διαβάζουμε- δεν μπορώ να μην αναφέρω και πάλι τον Καμύ και τον Κάφκα,θεωρώ η επίδρασή τους πάνω του είναι κάτι περισσότερο από ευεργετική και εμφανής.Μαντεύει ο καθένας, που έχει στοιχειωδώς διαβάσει κείμενα κι από τους τρεις,πού το πάω,δεν το πάω κιόλας εγώ,μόνο του πάει το πράγμα εκεί,ήδη φανερό από την εποχή της επικής του τριλογίας “Ζούκερμαν Δεσμώτης”…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top