Fractal

Ταράτσες: πάνω σε δύο φωτογραφίες του Robert Frank

Γράφει η Μαρία Γαβαλά //

 

fractal_Ο Ιάκωβος Σίγμα πρώτα άκουσε τις φωνές, μετά σήκωσε τα μάτια ψηλά. Πρώτα είδε τα πόδια του άνδρα να κρέμονται στο κενό, ύστερα το υπόλοιπο σώμα. Ο άνθρωπος πρέπει να ήταν καμιά σαρανταριά. Καθισμένος στο χείλος της ταράτσας του πενταώροφου κτιρίου, απειλούσε να πέσει στο κενό. Φώναζε πως δεν άντεχε άλλο κι ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή του. Έλεγε κάτι για τράπεζες, για ένα δάνειο που δεν μπορούσε να αποπληρώσει, πως οι τράπεζες απειλούσαν να του κάνουν κατάσχεση, να του τα πάρουν όλα, ενώ αυτός ήταν χωρίς δουλειά, η γυναίκα του άρρωστη και τα τρία κουτσούβελα, τα αγγελούδια του δηλαδή, θα ’μεναν στον δρόμο…. «Λυπηθείτε με, ρε παιδιά. Λυπηθείτε με!» Τέτοια πράματα φώναζε πρωί-πρωί, μετατοπίζοντας συνεχώς τον πισινό του στο ακριανό πεζούλι που συνέχιζε να στάζει νερό, από τα περισσεύματα της νυχτερινής βροχής. Κάτω άρχιζε να μαζεύεται κόσμος. Μια γυναίκα έκανε τον σταυρό της, ένας γέρος μασούσε τα χείλια και το μουστάκι του, «μη παλικάρι μου, μη, σκέψου τα ανήλικα βλαστάρια σου. Και μένα μου ροκανίσανε τη σύνταξη αλλά δεν κάνω έτσι… Χρειάζεται υπομονή».

 

gav1

 

Σε λίγο έφτασε και το περιπολικό της αστυνομίας με τον φάρο στη σκεπή του να στροβιλίζεται ακατάπαυστα. Από κοντά κι η σειρήνα της πυροσβεστικής. Τα «ούιιιιιι ούιιιιι» έσκιζαν την υγρασία και τη μουντάδα αυτής της ψυχρής ανοιξιάτικης μέρας. Ο Ιάκωβος Σίγμα έριξε μια τελευταία ματιά στα πόδια του άνδρα που αιωρούνταν σαν εξαρτήματα νευρόσπαστου πάνω από τα κεφάλια των συγκεντρωμένων. Διέκρινε ακόμη και τον καβάλο στο παντελόνι του κρεμασμένου. Έναν σκούρο λεκέ, έτσι του φάνηκε, μπορεί όμως και να ’κανε λάθος. Από τόσο ψηλά… πώς γίνεται να ’σαι σίγουρος; Κατόπιν είπε στον διπλανό του: «Μπα, δεν θα το κάνει. Δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό». «Κι εσύ, πώς το ξέρεις;» ο διπλανός του. «Μες στο κεφάλι του είσαι;» Ο Ιάκωβος Σίγμα ανασήκωσε τους ώμους και απομακρύνθηκε.

Έστριψε στον επόμενο δρόμο, αριστερά. Πήρε να κατηφορίζει προς την πλατεία. Τρύπωσε σε μια σειρά από στενά δρομάκια. Στάθηκε σε ένα περίπτερο και αγόρασε τσιγάρα. Άναψε, τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά. Ο καπνός του έφερε βήχα. Πέταξε το τσιγάρο και το έλιωσε με το παπούτσι του.

Στην παρακάτω γωνία στάθηκε ξανά, τούτη τη φορά μπροστά σε μια γκρίζα τετραώροφη πολυκατοικία. Κτίριο του μεσοπολέμου, σε μεγάλη κατάντια, έτοιμο προς κατεδάφιση. Η άφιξη της φαγάνας του Δήμου ήταν θέμα χρόνου. «Καλή ψυχή!» ευχήθηκε. Η εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη. Τα περισσότερα παντζούρια σφραγισμένα με σανίδες και καρφιά. Σε ένα μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου είχαν ξεμείνει κάτι άμορφα ρούχα, κρεμασμένα σε σχοινί, χωρίς μανταλάκια, δεμένα μεταξύ τους, μαλλιά κουβάρια… Τα υπόλοιπα διαμερίσματα άδεια. Ξενοίκιαστα. Με έντονα ίχνη από το πέρασμα των καταληψιών και τις συγκρούσεις με τους μπάτσους. Και παντού αναρχικά συνθήματα, όπως κι ένα δύο σχισμένα πανό. Για την ώρα, βασίλευε ησυχία κι ακινησία τάφου. Στον τοίχο της εισόδου, πλάι στο ραγισμένο τζάμι της εξώπορτας, τα ενοικιαστήρια συνέχιζαν να είναι κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Κοιτάζοντας την εξώπορτα, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση προς τη μεριά της, έκλεισε τα μάτια κι επιχείρησε την ανάβαση, νοερά.

Η στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε στην ταράτσα. Στην κορυφή της τον περίμενε η σιδερένια πόρτα εξόδου, όχι απλώς ξεκλείδωτη αλλά χάσκοντας σαν διαλυμένο από κλοτσιές και γροθιές στόμα. Οποιοσδήποτε μπορούσε να ανεβεί εκεί πάνω. Καθώς σκαρφάλωνε, διαπίστωνε πως η σκάλα μύριζε μούχλα, όπως και κάθε άλλη φορά. Κατουρλίλα. Από το διαμέρισμα του δεύτερου, εκείνο που εξακολουθούσε να κατοικείται, έβγαινε τσίκνα καμένου φαγητού. Σπαστές φράσεις, σκίζες από κάποια βαριά άγνωστη γλώσσα. Αιγυπτιακά, Συριακά… Οι τελευταίοι εναπομείναντες ένοικοι, μετανάστες χωρίς χαρτιά, περιμένοντας την ευκαιρία για να προωθηθούν στη Γερμανία, στο Βέλγιο ή στη Νορβηγία. Τρώγοντας καμένο φαΐ, πλένοντας τα ρούχα με σκέτο νερό. Μαδημένοι τοίχοι, πεσμένοι σοβάδες, στο κατώφλι του διαμερίσματος ένας σωρός από ειδοποιητήρια της ΔΕΗ, διαφημιστικά φυλλάδια για πίτσα και σουβλάκι, κουτσουλιές περιστεριών. Από πού μπαίνουν τα περιστέρια σ’ αυτό το χωνί; Από τα σπασμένα τζάμια στα παράθυρα που βλέπουν στον φωταγωγό. «Κι εσύ, πώς το ξέρεις;» βούιξε η ερώτηση μες στο κεφάλι του.

Συνέχισε την ανάβαση μέχρι το ψηλότερο σημείο, πάντα χωρίς να μετακινηθεί μήτε πόντο από την αρχική του θέση στο πεζοδρόμιο. Η μνήμη του τον οδηγούσε σωστά, εξαιρετικά πρόθυμη γι’ αυτή την ξενάγηση. Έσπρωξε τη σκουριασμένη πόρτα που άφησε έναν μακρύ τριγμό. Πάτησε το πόδι στο τσιμέντο της ταράτσας. Δεξιά, υπήρχε μια στοίβα σπασμένα έπιπλα, πλάι σ’ έναν ξεπατωμένο καπνοσυλλέκτη. Ένα πιάνο που ’χε καταντήσει φύλλο και φτερό, αλλού οι χορδές, αλλού τα πλήκτρα του και το πετάλι, με τις γάτες να πετάγονται μέσα από το κουφάρι του. Χτύπησε τις παλάμες και τις έδιωξε γλιτώνοντας έτσι από το άγριο βλέμμα τους. Το αριστερό τοιχίο σημαδεμένο από βαθιές ρωγμές που έμοιαζαν να ’χουν γίνει επί τούτου, με σκαπτικό εργαλείο. Μια σειρά κάγκελα, σαπισμένα, έτοιμα να ξεκολλήσουν και να ριχτούν στο κενό. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην πόλη. Η μνήμη του συνέχιζε να συνεργάζεται, πεντακάθαρη, πρόθυμη, χωρίς στραβοπάτημα. Τα κτίρια βυθισμένα στην αιθαλομίχλη. Παγωμένα, απρόσωπα, με κατεβασμένες πράσινες και πορτοκαλιές τέντες. Πράσινα και πορτοκαλιά κλειστά βλέφαρα. Μια τελευταία, η έσχατη, ματιά στη μουντάδα. Από μακριά, οι σειρήνες της πυροσβεστικής, επίμονες, του σούβλιζαν τα αυτιά. «Μπα, για θέατρο πρόκειται. Δεν θα το κάνει. Δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό» είπε ξανά. «Κι εσύ, πώς το ξέρεις;» επέμεινε ο διπλανός του; «Μες στο κεφάλι του είσαι;»

 

gac2
Υπολόγισε την απόσταση από το πεζοδρόμιο μέχρι την ταράτσα. Μέτρησε προσεκτικά τις δρασκελιές πάνω στη σκάλα. Τον χρόνο και τον χώρο που μεσολαβούσαν ανάμεσα στα δύο επίπεδα, εκείνο της ζωής κι εκείνο της ανυπαρξίας. Ο λεπτοδείχτης δεν ολοκλήρωνε καν την κίνηση της ημικυκλικής περιστροφής του.

Κατόπιν έκανε στροφή 180 μοιρών και με τα χέρια στις τσέπες πήρε τον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο μετρό, παρατώντας επιτέλους την ξέφραγη είσοδο με τα απανωτά στρώματα των ενοικιαστηρίων στο σπασμένο τζάμι… Η ταράτσα που έβγαζε στο μουχλιασμένο, στο ποτισμένο υγρασία κι αιθαλομίχλη φως, άφησε ένα μουγκρητό, σαν στομάχι θηρίου που σωριάζεται στην καρδιά μιας απάτητης ζούγκλας.

 

(Γραμμένο με αφορμή δύο φωτογραφίες του Robert Frank)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top