Fractal

Το απουσιολόγιο της ζωής

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Γιώργου Αράπογλου «Reunion», εκδ. Ownbook 2016

 

Το «Reunion», το πρώτο βιβλίο του δημοσιογράφου Γιώργου Αράπογλου, έχει έναν έντονο κινηματογραφικό χαρακτήρα, μοιάζει σαν ο συγγραφέας του να σκέφτεται εικονιστικά, σα να σκηνοθετεί και να σκηνογραφεί τα επεισόδια, τους διαλόγους, τις σκηνές. Μοιάζει ακόμα σα να έρχεται από το φιλμ νουάρ, από τον τύπο του πρωταγωνιστή ντετέκτιβ που κινείται ανάμεσα σε καπνούς και βρισιές (χωρίς να ανήκει στους απόκληρους του Βάρναλη), που παλεύει με δαίμονες, με καταχρήσεις, με τραυματικές μνήμες, με τον παλιό εαυτό του, και προχωρά στα σκοτεινά.

Αλλά έρχεται και από την παράδοση του αστυνομικού μυθιστορήματος, γιατί το βιβλίο του Γιώργου Αράπογλου, παρά τις δικές του διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου στο οπισθόφυλλο, είναι κατ’ αρχήν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, τουλάχιστον εξωτερικά, αφού πραγματώνει τον βασικό όρο του είδους, την αναζήτηση δηλ. της λύσης ενός γρίφου, του ενόχου ενός φόνου με πρωταγωνιστή έναν αστυνομικό. Από μιαν άλλη άποψη όμως έχει δίκιο, δεν είναι μόνον αστυνομικό, αφού έχει κι άλλες αναζητήσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Ωστόσο, ο φίλος του αστυνομικού μυθιστορήματος θα βρει στο βιβλίο όλα όσα περιμένει, σύμφωνα με το τυπικό του είδους: σασπένς, αμείωτο ενδιαφέρον, πολλές ανατροπές – ακόμα και στους τίτλους τέλους θα έλεγε κανείς μεταφορικά (με λογική, πάντως, εσωτερική συνοχή και σεβασμό στον αναγνώστη και, μ’ αυτήν την έννοια, αναμενόμενες, όσο κι αν αυτό φαίνεται αντιφατικό) κι ακόμα τη νουάρ ατμόσφαιρα, το ποτό, το ημίφως, την άστατη ζωή, την ωμή γλώσσα, το ερωτικό κίνητρο, το σεξ, τις καταχρήσεις, την παρακμή, την παραίτηση, τις αναδρομές.

Επιπλέον, ο αστυνομικός ήρωας του Γιώργου Αράπογλου, ο Γιώργος Φάκας, μαθαίνει μαζί με τους αναγνώστες την εξέλιξη των πραγμάτων, χωρίς δηλ. να εκδηλώνεται ο γνωστός δόλος του συγγραφέα ούτε εις βάρος του αναγνώστη, όπως γίνεται στα κλασικά αστυνομικά, όπου ο ήρωας υπερέχει σε γνώσεις κι ο αναγνώστης μαθαίνει τελευταίος όχι μόνο τον ένοχο αλλά και τα κλειδιά της αποκάλυψης, ούτε εις βάρος του ήρωα, όπως γίνεται λ.χ. στην αρχαία τραγωδία, όπου ο θεατής γνωρίζει περισσότερα κι ο ήρωας μαθαίνει τελευταίος όσα του επιφυλάσσει η μοίρα. Εδώ ο ήρωας εκπλήσσεται μαζί με τους αναγνώστες, με τους οποίους βαδίζει παράλληλα, παρέα, και ενώπιον τους ξετυλίγεται το νήμα της πλοκής. Ο αστυνομικός του είναι ένας ενδιαφέρων τύπος, αλλά δεν είναι Ηρακλής Πουαρώ ούτε Σέρλοκ Χολμς. Δεν διαθέτει το ειδικό ταλέντο ούτε το ιδιαίτερο χάρισμα. Βαδίζει με προσοχή αλλά όχι με άλματα, με προσήλωση αλλά όχι με σχέδιο, με κάποιες – μάλλον τυχαίες – επιτυχίες, αλλά όχι με θριάμβους, αντίθετα βαδίζει και με κενά, με ατυχίες, με αποτυχίες. Δεν είναι, με άλλα λόγια, το πρότυπο των εκπροσώπων του είδους, δεν ανήκει καν ουσιαστικά στον χώρο αυτόν. Άλλωστε, δεν ήταν η δική του πραγματική επιθυμία, η δική του φύση που τον οδήγησε να γίνει αστυνομικός. Ήταν μάλλον οι περιστάσεις και κάποια χρωστούμενα της ιστορίας.

Μ’ αυτήν την έννοια, πράγματι η αστυνομική ιστορία είναι το πρόσχημα. Ο πρωταγωνιστής ψάχνει, εκτός από τον δολοφόνο, και τον εαυτό του, κυρίως αυτόν. Μοιάζει χαμένος, χωρίς αγκυροβόλιο, χωρίς χάρτη, χωρίς σκοπό, χωρίς ισορροπία, με τον εσωτερικό κόσμο σε ταραχή, με τον περίγυρό του σε αναστάτωση, με τραύματα (σωματικά) που πρέπει να κλείσουν, πληγές (ψυχικές) που πρέπει να γιατρευτούν.

Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από μια παρέα παιδικών φίλων, που τώρα έχουν περάσει τα 40, μια διαλυμένη μπάντα με το όνομα «Πέντε τόνοι», μια δολοφονία ενός από αυτούς, του φτασμένου ροκ σταρ, που τους φέρνει αντιμέτωπους με το παρελθόν (περιγράφοντας έναν κύκλο ανθρώπων, μια εντέλει κλειστή ομάδα, όπου όλοι έχουν μια εμπλοκή και συνδέσεις μεταξύ τους, θυμίζοντας στο σημείο αυτό την Αγκάθα Κρίστι), με μοιραίες και ποθητές γυναίκες, με κάμποσο σεξ, αλλά και με πολλές μουσικές και εσωτερικές διαδρομές. Υπάρχει, λοιπόν, και η θεραπευτική δύναμη της μουσικής, της φιλίας, της αγάπης, υπάρχει κυρίως η ανάγκη της επιστροφής. Κι έτσι προκύπτουν και οι άλλες αναζητήσεις.

Η επιστροφή: Βασικό στοιχείο της αναζήτησης, της αφήγησης, το παρελθόν εισβάλλει απρόσκλητο ή προσκεκλημένο στο παρόν, το ξυπνά και το κατακτά, αναμειγνύεται μαζί του, θολώνοντας τα όρια του χρόνου και τα περιγράμματα των ανθρώπων. Επιστροφή σε γεγονότα, σε πρόσωπα, σε αισθήματα, σε ιδέες, σε όνειρα, σε στόχους, σε τρόπο ζωής, σε εποχές, σε χρόνους. Επιστροφή και στροφή. Εδώ είναι και η βαθύτερη ουσία του βιβλίου, που αποδίδει τόση δύναμη στα νεανικά χρόνια, στις φιλίες που χτίστηκαν την εποχή των πρώτων ανησυχιών, στις ιδέες που ήταν άδολες και έπρεπε να ζήσουν. Κι έτσι, ο τίτλος του βιβλίου είναι από τα πιο συγκινητικά στοιχεία του, αφού δηλώνει εξαρχής αυτήν ακριβώς την επιστροφή, τη νοσταλγία, τo ξανασμίξιμο που μπορεί να έχει απουσίες (τα πρώτα ονόματα στο απουσιολόγιο της ζωής), να έχει άδειες καρέκλες, να κρύβει πίσω της πορείες ζωής, δύσβατες ή ομαλές, απογοητεύσεις συχνά και διαψεύσεις, γιατί το reunion έρχεται μετά τη διακοπή των σχέσεων, μετά την παρεμβολή του χρόνου, έρχεται για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της ζωής, στις νεανικές απορίες για το μέλλον, στις προσδοκίες που θα επιβεβαιωθούν ή θα διαψευστούν, έρχεται για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, κουβαλά μέσα του νοσταλγία και απορία, κουβαλά όμως και απαντήσεις, προσμονή και ίσως τη διάθεση για μια νέα αρχή, για επανατοποθέτηση των ονείρων, για επανάληψη της προσπάθειας. Η επανένωση της παρέας γίνεται μ’ εκείνη την ευκολία που επιτρέπουν οι κοινές παιδικές και νεανικές μνήμες, η μοιρασιά των πρώτων εμπειριών, σα να ξαναπιάνεις το νήμα από εκεί ακριβώς που το άφησες, έτσι που δεν χρειάζεσαι εξηγήσεις, που είναι σα να μην πέρασε μια μέρα.

 

Γιώργος Αράπογλου

 

Και η μουσική: Σίγουρα ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές είναι η μουσική, η ροκ μουσική που προσφέρεται όχι απλώς ως το μουσικό χαλί ή ως δημιουργία ατμόσφαιρας, ως ένα αδιόρατο, θολό ή τυπικό φόντο, αλλά είναι στο προσκήνιο, σχεδόν στοιχείο της πλοκής, κομμάτι του αφηγηματικού ιστού, ταυτόχρονα με την ανατομία μιας εποχής και την αναφορά στα νεανικά χρόνια, ένα νήμα για να βρεθεί ο δρόμος της επιστροφής. Είναι τόσο σημαντική, ώστε  στο τέλος ο συγγραφέας δίνει ως ένα είδος περιεχομένων την play list του έργου (θα μπορούσε το βιβλίο να συνοδεύεται και από cd) αποτελούμενη από πραγματικά και λίγα φανταστικά τραγούδια, που αναλογούν περίπου ένα σε κάθε κεφάλαιο και ασφαλώς αντιστοιχούν στη συναισθηματική περιοδολόγηση του βιβλίου, στη νοητική πορεία του, στις ατμόσφαιρες και τα θέματά του, στις σκέψεις των ηρώων του, στα τραντάγματα της ροής και των πρωταγωνιστών του.

Στο βιβλίο, λοιπόν, περνούν οι μουσικές γνώσεις του συγγραφέα, η θητεία του σε μουσικό γκρουπ, οι προσωπικές του εμπειρίες. Αναδίνεται η ατμόσφαιρα των εφηβικών χρόνων, οι ανησυχίες της νεότητας, η ταραχή και τα σκιρτήματα του έρωτα, της παρέας, η φιλική συντροφιά των αγοριών που γίνονται άντρες με τις παρεκκλίσεις, τις αθυροστομίες, τα ξεσπάσματα, τα όνειρα τα παιδικά, τα νεανικά, τις προσδοκίες για μια δικαιωμένη ενηλικίωση, που άλλοτε έρχεται και άλλοτε προσπερνά.

Στο βιβλίο περνά επίσης και η εμπειρία της δημοσιογραφίας του συγγραφέα, η ατμόσφαιρα της εφημερίδας, τα παρασκήνια και οι δυσκολίες της προσωπικής επιβίωσης στο επάγγελμα και όλα τα σχετικά στερεότυπα γι’ αυτόν τον χώρο, αλλά και για τον χώρο της σόου μπίζνες, με τον οποίον εμπλέκεται η υπόθεση, όπως και γι’ αυτόν της αστυνομίας. Αλλά η αναφορά στη δημοσιογραφία φέρει ίσως και κάποια πίκρα, ίσως και το απωθημένο της συγγραφής (που κατ’ ειρωνείαν εν τοις πράγμασιν έχει ήδη συντελεστεί): «Κοιτούσε τη βιβλιοθήκη του. Άραγε, μια μέρα θα φιλοξενεί και κάτι δικό μου;» σκέφτεται ο δημοσιογράφος, ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου ή μήπως ο συγγραφέας;

Η πλοκή συντελείται, όπως είπαμε, και με ομαλότητα και με ανατροπές. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εναλλαγή αφηγητών, συχνότερα αφηγείται ο  πρωταγωνιστής – αστυνομικός, αλλά και ο παντογνώστης αφηγητής (η πρωτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη, σε μια περίπτωση ακόμη και στο ίδιο κεφάλαιο), ενώ υπάρχουν και λίγες αλλά καίριες αναδρομές, φλας μπακ. Χρησιμοποιείται ακόμη και εναλλαγή αφηγηματικών ειδών, π.χ. άρθρο σε εφημερίδα, περιγραφή ονείρου, με κυριαρχία του διαλόγου έναντι των αφηγηματικών και περιγραφικών μερών. Φυσικά, δεσπόζει η αντρική οπτική.

Η γλώσσα η τρέχουσα της εποχής, η νεανική, συχνά η οργισμένη, η ρεαλιστική πάντως, που αποφεύγει την καλολογία και την ηθελημένη λογοτεχνικότητα.

Οι ήρωες: Είναι, αν και κάποιες φορές τυποποιημένοι, αληθινοί, σφαιρικοί κι ακόμα εξελισσόμενοι. Αλλάζουν στη διάρκεια της αφήγησης, τολμούν νέες επιλογές. Έχουν επάλληλα στρώματα, έχουν εσώτερες σκέψεις, έχουν ενδότερες επιθυμίες, έχουν απωθημένα και ανοιχτές ανάγκες, οι άνθρωποι παραμένουν ανθρώπινοι. Οι χαρακτήρες, εντέλει, είναι πιο απαραίτητοι από την ίδια την ιστορία, από τον αφηγηματικό ιστό, αν και χωρίς αυτόν δεν μπορούν να εξελιχθούν. Η εξέλιξή τους τούς κάνει να βρουν τον εαυτό τους, να πάνε μπροστά επιστρέφοντας ωστόσο στην πραγματική τους φύση, όπως είχε αυτή φανεί στην εφηβική τους ηλικία, στα πρώτα συνειδητά σκιρτήματα του εαυτού. Αυτό θα τους φέρει στην ολοκλήρωση, στην επίτευξη της αποστολής. Άλλωστε, ο μόνος χαρακτήρας που είναι εξαρχής ολοκληρωμένος, ο μόνος που έκανε αυτό που ήθελε, που έγινε αυτό που μπορούσε, ο πετυχημένος ροκ σταρ, ήταν ο ήδη από το πρώτο κεφάλαιο δολοφονημένος, ο νεκρός – ίσως ακριβώς γι’ αυτό: είχε εκπληρώσει το νόημα της ζωής του.

«Ιστορίες. Άλλοι τις ονειρεύονται, άλλοι τις δημιουργούν κι άλλοι τις ζουν. Εγώ έμεινα ακόμα στα όνειρα…» λέει κάποια στιγμή ένας ήρωας, για να περάσει τελικά στη δημιουργία και τη ζωή, βρίσκοντας τον εαυτό του, όπως πιθανότατα και ο συγγραφέας Γιώργος Αράπογλου.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top