Fractal

Μπορεί η φωτογραφία να λέει αλήθεια και ψέματα μαζί;

Γράφει ο Χριστόδουλος Δ. Λιτζερίνος // *

 

Λένα Καλαϊτζή- Οφλίδη και Σίμος Οφλίδης «Ρετούς, το τρυφερό χάδι του ψέματος», εκδ. Νησίδες, σελ. 292

 

Στις σελίδες του βιβλίου της Λένας και του Σίμου Οφλίδη, «Ρετούς, το τρυφερό χάδι του ψέματος», τα γεγονότα του μικρόκοσμου του αφηγητή του Αλέκου, δίνονται μέσα από την καθαρή φωτογραφική ματιά ενός ανθρώπου της επαρχίας που έχει αισθανθεί μεν το ιστορικό υπόβαθρο της διαδρομής του, δεν το άφησε όμως να μολύνει τη σκέψη του.

Δεν έχει περιθώρια η φωτογραφική μηχανή να αποτυπώσει κάτι διαφορετικό από αυτό που βλέπει το μάτι. Το κάθε κάδρο κουβαλά τη δική του ιστορία. Η αντικειμενική του αλήθεια τελικά είναι η υποκειμενική αλήθεια του ίδιου του ήρωα της σκηνής που φυλακίσθηκε μέσα σ΄αυτό. Μόνο ρετουσάρισμα επιτρέπει η φωτογραφία κι αυτό είναι πετυχημένο όταν δεν «πειράζει» την ψυχή της.

Ο ομοδιηγηματικός αφηγητής των συγγραφέων στέκει αποστασιοποιημένος και ανοίκειος συναισθημάτων μπροστά στην παράθεση των γεγονότων, ορθά καθοδηγούμενος πρώτα από την επαγγελματική του ιδιαιτερότητα και έπειτα από τη σοφία των χρόνων που κουβαλά στην πλάτη του. Το μάτι του εστιάζει στην καρδιά της πληροφορίας που περιέχει μια φωτογραφία. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το μυαλό του γέρο αφηγητή επεμβαίνει στη μνήμη με κάτι που γνωρίζει πολύ καλά: Τη ρετουσιέρα του παλιού φωτογράφου. Καθόλου απίθανο να κάνει ρετούς. Να σβήνει τα άσχημα και να κρατά τα όμορφα. Ακόμη όμως και αν η μνήμη ενδόμυχα οδηγείται σε τέτοιες επεμβάσεις, αυτές δεν έχουν μέσα τους καμμία επιτήδευση που να αγγίζει την ψυχή των ηρώων και αυτό διακρίνεται στο έργο.

Ο κόσμος του αφηγητή Αλέκου και του δίδυμου αδελφού του Παναγή, από την πρώτη στιγμή της γέννησης, κουβαλά τη σκληράδα του μακεδονικού κάμπου, αλλά και τη σκληρή ακίδα της ιστορίας. Δίπλα στους «ντόπιους» σλαβόφωνους, οι άλλοι, οι πρόσφυγες, οι Πόντιοι. Δυο διαφορετικοί κόσμοι, καχύποπτοι και ποτισμένοι με το μελάνι της Ιστορίας, θα τους ενώσει ο κοινός εχθρός: Ο Γερμανός κατακτητής.

Ο Γερμανός στο έργο αυτό, δεν παρουσιάζεται ως ο γνωστός δυνάστης. Στο χωριό του φωτογραφίζεται η οικογένεια του αφηγητή με έναν Γερμανό αξιωματικό, κατά διαταγή του.

Εκείνη όμως την πρώτη στιγμή της επαφής τους με την φωτογραφική μηχανή, βίωσαν τον τρόμο που προκαλεί η δύναμη της φωτογραφίας: Ποια αλήθεια περιέχει μια φωτογραφία που δείχνει έναν αξιωματικό Ναζί αγκαλιά με τον πατέρα του και τη μάνα του στις σκάλες του σπιτιού τους. Είναι ικανή από μόνη της η φωτογραφία να πει την αλήθεια; Να πει ότι διατάχθηκαν να το κάνουν; Ότι το έκαναν χωρίς να το θέλουν; Ποιες άλλες αλήθειες θα αναγνώσουν όσοι δεν ήταν παρόντες τη στιγμή που φυλακίσθηκε εκείνη η στιγμή του χρόνου;

Αναρωτιέται ο αφηγητής: «Πώς γίνεται η φωτογραφία να λέει αλήθεια και ψέματα μαζί;»

Η αλήθεια μερικές φορές είναι τόσο κοντά στο ψέμα.

Το μυθιστόρημα αυτό δεν ακολουθεί τη γνωστή συνταγή του μυθιστορήματος που είναι η δομημένη κλασσική πλοκή με μια ιστορία και η εξέλιξή της στον αφηγηματικό χρόνο. Οι συγγραφείς φανερώνουν αυτό που στη λογοτεχνία λέμε πλοκή, με δόσεις και χρονικές αναδρομές. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η πλοκή του έργου αφορά τον Ιανουάριο του 2013, αλλά κάθε φορά που πλησιάζει να μυρίσει τα γεγονότα, βρίσκει μπροστά του αποσιωπητικά και ένα καινούριο κλικ στον χρόνο. Όλο το έργο κυλά με αποσιωπητικά, με αυτά που δεν ειπώθηκαν, όλοι όμως τα καταλαβαίνουμε.

Η ματιά του αφηγητή είναι βαθειά ανθρώπινη σε όλο το έργο. Η ιδεολογική θεώρηση μερικές δεν έχει καμμία αξία, μπροστά στον πόνο των ανθρώπων.

Η ίδια ματιά ακολουθεί τα αδέλφια και στη Θεσσαλονίκη, όπου ήρθαν για να γλιτώσουν από τη μιζέρια του χωριού, αλλά και από το στίγμα: Το στίγμα του Βούλγαρου, πιο έντονο στην ύπαιθρο, λιγότερο στην μεγάλη πόλη όπου μπορούσες εύκολα να κρυφτείς, αρκεί να άλλαζες λίγο την προφορά και να μιλούσες μόνο ελληνικά. Η εθνική ελληνική ταυτότητα και συνείδηση ήταν καταγεγραμμένη στην καρδιά τους. Άλλη όμως ταυτότητα καταμαρτυρούσε η γλώσσα. Εδώ γίνεται ένα παιχνίδι και μια αντίστιξη με την αμφισημία της φωτογραφίας. Η γλώσσα έλεγε ψέματα, η καρδιά την αλήθεια.

Μέσα από τα αλλεπάλληλα γρήγορα φωτογραφικά ενσταντανέ, περνάνε από τα μάτια μας τα προσφυγικά, η Ανω Πόλη, το τράμ, οι πλανόδιοι φωτογράφοι του Λευκού Πύργου, ο Πόλακ, ο δράκος του Σειχ Σου, ο Λαμπράκης, ο Κοτζαμάνης με το τρίκυκλό του, ο Γιάννης Κυριακίδης με τη σκάλα του, η ΔΕΘ, η αστική τάξη της Θεσσαλονίκης, η εβραϊκή κοινότητα μετά τον ξεριζωμό της στα γερμανικά στρατόπεδα, οι πλάκες του λεηλατημένου εβραϊκού νεκροταφείου, η μετανάστευση του Μακεδονικού κάμπου στη Γερμανία, η χούντα, η μεταπολίτευση και η ψεύτικη ευμάρειά της, η φτωχή Χαλκιδική και η σημερινή Κασσάνδρα των πολυτελών διακοπών και της παρακμής μας.

 

Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη και Σίμος Οφλίδης

 

Χιλιόμετρα ασπρόμαυρου φιλμ πρώτα, και ύστερα έγχρωμου, αποθανατίζουν τα μικρά και ανείπωτα να στέκουν πλάι στα μεγάλα και χιλιοειπωμένα, σε ένα κολάζ ισχυρών αντιθέσεων που  αναγκάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί τη δική του ζωή.

Η προκοπή με την εργασία δίνει τη θέση της στον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό. Η καλαισθησία δίνει τη θέση της στον φασισμό της κακογουστιάς, η αθωότητα στο βόλεμα. Η αλήθεια μασκαρεύεται σε ψέμα. Οι καινούριες μνήμες δε μυρίζουν χαρτί, είναι άυλες και ζουν όσο ζει μια ανάρτηση στο instagram.

Η αφήγηση, καθώς πλησιάζει το τέλος, αποκτά ένα αγχωτικό τέμπο. Στις τελευταίες σελίδες του έργου ξεδιπλώνεται η πλοκή που βράδυνε ο αφηγητής, ίσως γιατί ψυχανεμιζόταν. Ο ρυθμός της γίνεται καταιγιστικός, η αγωνία κορυφώνεται πολλές φορές ακόμη και μέσα στην ίδια σελίδα, τα καρέ των εικόνων ζωηρά και ανήσυχα, το διάφραγμα της μοντέρνας μηχανής του Αλέκου παίρνει φωτιά για να μπορέσει να φυλακίσει κάθε στιγμή. Ο ήρωας μεταμορφώνεται απροσδόκητα στα μάτια μας, ενώ η ρετουσιέρα του φωτογράφου δεν υπάρχει πια.

Στο έργο αυτό δεν θα δακρύσουμε με τα περασμένα. Ο ίδιος ο αφηγητής σοφά μας καθοδηγεί: «Εγώ δεν νοσταλγώ τη δικιά μας φτώχεια. Απλώς τη θυμάμαι». Η αναπόλησή του εδράζεται στο παρόν μέχρι αυτό να γίνει μέλλον, βγάζοντας στην επιφάνεια κρυμμένες για χρόνια αλήθειες που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε.

 

 

* O Χριστόδουλος Δ. Λιτζερίνος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ, δικηγορεί, γράφει και οινοποιεί στη Χαλκιδική. Από τις εκδόσεις Ανάτυπο κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του «Τα χαρτόκουτα δεν έχουν φινιστρίνια» και συμμετέχει με βραβευμένα διηγήματα και ποιήματά του στα συλλογικά έργα «Παράξενες Μέρες στη Θεσσαλονίκη» , «Μικρές Επαναστάσεις» και «Παράξενοι Έρωτες» των εκδόσεων Παράξενες Μέρες. Διατηρεί τη λογοτεχνική σελίδα http://toalfatoukentaurou.bolgspot.com όπου δημοσιεύει διηγήματα, ποιήματά του και κριτική βιβλίου. Διηγήματά του έχουν διακριθεί και δημοσιευτεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικά και νομικά περιοδικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top