Fractal

Αποχαιρέτα την πόλη που χάνεται

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

rek«Ρέκβιεμ» της Έρσης Σεϊρλή, σελ. 208 , Εκδ. Απόπειρα

 

Πώς τα φέρνει η τύχη: πρόσφατα, πολύ πρόσφατα, από τα βάθη της βιβλιοθήκης μου έπεσε ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες και κουρασμένο εξώφυλλο. Είχα χρόνια να το διαβάσω, είχα σχεδόν λησμονήσει την ύπαρξή του, αν και θυμόμουν πολύ καλά τι έλεγε.

Ήταν η «Άθλια Επικαιρότητα» του σπουδαία αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Το είχα πετύχει σε ένα από τα γνωστά παλαιοπωλεία του κέντρου και δεν έχασα στιγμή να το αγοράσω. Είχε εκδοθεί στις αρχές του 90 σε συγκεκριμένο αριθμό αντιτύπων από τις θαυμαστές εκδόσεις Αγρα και περιλάμβανε μια σειρά από τα τελευταία, όπως αποδείχθηκε, κείμενα του Κωνσταντινίδη.

Είναι ένα βιβλίο χειμαρρώδες, πολεμικό στο ύφος του, όπου ο Κωνσταντινίδης γράφει με επιθετικότητα και αηδία για το πώς η σύγχρονη αρχιτεκτονική (αλλά και η πολιτική, και η δημοσιογραφία) εξευτέλιζε τα υψηλότερα δείγματα πολιτισμού της (δικής του) Ελλάδας – στην συγκεκριμένη περίπτωση, τα μνημεία της Ακρόπολης, αλλά και τους Ολυμπιακούς Αγώνες – βάζοντάς τα να παίξουν σε μια όχι και τόσο φτηνή παραγωγή, η οποία γινόταν με όρους, αποκλειστικά, θεάματος.

Κρατείστε την έννοια του θεάματος διότι θα μας χρειαστεί στη συνέχεια.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο ήρθε και στα χέρια μου το «Ρέκβιεμ» της Ερσης Σεϊρλή. Μια νεκρώσιμη τελετή, ένα θρηνητικό μέλος που δεν απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, δίχως αυτά να μένουν εκτός του υμνολογίου, αλλά σε μια πόλη. Θα έλεγα καλύτερα: σε μια πόλη που κάποτε υπήρξε, αλλά τώρα έχει ενταφιαστεί, οικεία βουλήσει, μέσα στα αποκαΐδια της. Κάτι σαν φανερή Ατλαντίδα δίχως το μυστήριο και το κλέος να την ακολουθούν.

Η «Άθλια Επικαιρότητα» του Κωνσταντινίδη, προσαρμοσμένη στο σήμερα, ως ένα αναγκαίο συγκριτικό τέχνασμα, παραμένει τελικά επίκαιρη διότι η αθλιότητα όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε γεωμετρικά. Εκείνος δεν πρόλαβε να δει την ολική κατάρρευση. Είμαστε, όμως, εμείς εδώ για να ιστορήσουμε την καταστροφή. Είναι εδώ το «Ρέκβιεμ» για να μας πει Requiem aeternam dona eis Domine. Το εισοδικό ενός Ρέκβιεμ για το οποίο ουδείς μπορεί να αποφανθεί πώς θα τελειώσει.

Στο τρίπτυχο της Σεϊρλή, η Αθήνα είναι ο τόπος. Καταδηλωτική γεωγραφία, όπως και συγκεκριμένη είναι η χρονική σήμανση. Αν και, ακόμη και μην υπήρχε η εμπρόθετη διευθέτηση από τη συγγραφέα, πάλι θα ήταν δυνατή η πρόσδεσή μας σε τόπο και χρόνο. Καμία άλλη πόλη της Ευρώπης δεν έχει βιώσει τούτη τη ραγδαία μετάλλαξη που έχει υποστεί η Αθήνα. Σε σημείο που οι κάτοικοί της να μην θεωρούνται αστοί, αλλά, ας μου επιτραπεί ο όρος «αστύξενοι». Κάτι σαν παραφυάδες, σαν πρωτόζωα ή αμοιβάδες που διαβιούν παρασιτικά στα στενά της, τους δρόμους, τις πλατείες, τα πάρκα, τις γειτονιές και τελικά στα γκρεμίδια της.

Ο Άρης Κωνσταντινίδης στην «Άθλια Επικαιρότητα» προτείνει να γκρεμιστούν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και προδιαγράφει ένα γραμμικό δίκτυο από μονώροφα κτίσματα χαμηλού ύψους («όπως το Μουσείο του στα Γιάννενα», για να υπάρχει και αίσθηση του πράγματος) με συνδέσεις μέσα από υπαίθριες διαδρομές, υπόστεγα και αίθρια, και από όπου η Ακρόπολη δεν θα φαίνεται με τρόπο χυδαίο.

 

Έρση Σεϊρλή

Έρση Σεϊρλή

Οι ήρωες της Σεϊρλή προτείνουν μια ολική κατάρρευση η οποία άρχεται από το περιβάλλον και μαζί κατακρημνίζει και τις ατομικότητες. Μα, συμβαίνει και το αντίστροφο: οι βλαβερές ατομικότητες είναι εκείνες που συνθλίβουν τα όρια και τις συντεταγμένες της πόλης. Κάτι σαν βουή και μανία εντός του άστεως.

Πρόκειται για μια πρωτόγονη καταγραφή μιας κοινωνίας που συνδιαλέγεται, φθέγγεται και βιοπορίζεται μέσω μιας θεαματικής καταστροφής δίχως όμως να γνωρίζει τους όρους του θεάματος.

Έλεγε ο Γκυ Ντεμπόρ στην Κοινωνία του Θεάματος:

«Το θέαμα παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως η ίδια η κοινωνία, ως ένα μέρος της κοινωνίας και ως όργανο ενοποίησης. Ως μέρος της κοινωνίας είναι ρητά ο τομέας ο συγκεντρώνων παν βλέμμα και πάσα συνείδηση. Επειδή ακριβώς αυτός ο τομέας είναι διαχωρισμένος, είναι ο τόπος του εξαπατηθέντος βλέμματος και της ψευδής συνείδησης. Και η ενοποίηση που επιτελεί δεν είναι τίποτε άλλο από την επίσημη γλώσσα του γενικευμένου διαχωρισμού».

Και θυμίζω ότι ο Ντεμπόρ ήταν από τους πρώτους που όρισε την αξία της αστικής αρχιτεκτονικής ως μέσο, δίοδο, οδοδείκτη ικανοποίησης του ανθρώπου, της αληθινής πραγμάτωσής του με όρους προσωπικής και κοινωνικής ευτυχίας. Εξ ου και αυτό που πρότεινε ήταν μια άλλου είδους ρυμοτομία, μια επέκταση των ορίων της πόλης, ένας ποιητικός μαξιμαλισμός.

Τι κρίμα που η Αθήνα ζει στις μέρες μας έναν αντιποιητικό μινιμαλισμό. Αυτή ακριβώς την αντιποιητικότητα, τη στρεβλή ισοπέδωση καταγράφει η Σεϊρλή, μαζί με την έλλειψη ενός ζωτικού ορίζοντα διαβίωσης εντός της πόλης, τον αποχρωματισμό ως καθημερινή έννοια, την παραφορά ως πρακτική, το ζόφο ως αποτέλεσμα, τη μοιρολατρία ως διαρκές εσωτερικό απείκασμα, την αμνησία ως παραγόμενη πράξη ζωής, το μη περαιτέρω. Επαναλαμβάνω: το μη περαιτέρω.

Μου είναι εύκολο να μιλήσω για τους ήρωες που περνούν από την Τριλογία της Σεϊρλή. Να σας υποσημειώσω τις λεπτές αποχρώσεις του Μάρκου των Εξαρχείων και του απονενοημένου σχεδίου του, όπου ως άλλος τιμωρός της αταξίας θέτει ως όρο ύπαρξης μια άλλου είδους καταστροφή που στο δικό του μυαλό επέχει τη θέση δημιουργίας.

Θα μπορούσα να σας μιλήσω για τη γυναίκα στην περίληψη καταστροφής, το δεύτερο αφήγημα, η οποία έρχεται σε άμεση επαφή με την εκθετική επιθετικότητα της πόλης, με τις συμπλοκές, τη μοριακή βία όπως την ονόμαζε ο Χανς Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ.

Ή για το συγχρωτισμό των ξένων, των αλλότριων, των προσφύγων με τους γηγενείς. Τις περίεργες σχέσεις που οικοδομούν, την εκμετάλλευση του σώματος και τη χρησιμοποίησή του ως εμπορεύσιμο είδος, το κλειστό κύκλωμα αξιών και ονείρων που αναπτύσσονται στην κοιλιά της πόλης.

Επίσης, θα μπορούσα να αναφερθώ εκτενώς στα λογοτεχνικά σχήματα που χρησιμοποιεί η Σεϊρλή για να ντύσει μια πολυπλόκαμη φόρμα και για το πώς διατρυπάει τον πούρο ρεαλισμό με τη μαγική του εκδοχή ή τη σκιαμαχία των φωνών περνώντας από το πρώτο πρόσωπο στο τρίτο με έναν τρόπο ρέοντα και φυσικό.

Δεν θα το κάνω. Αυτό το βιβλίο είναι μια κλασική απόδειξη ότι ο Μαλλαρμέ είχε δίκιο όταν έλεγε για τα ποιήματά του ότι ήταν αλληγορικά ως προς τον εαυτό τους. Εδώ το στοιχείο της αλληγορίας, με την επίρρωση της μυθοπλασίας, καθίσταται υπερκείμενο της πλοκής. Την ξεπερνάει, γι’ αυτό και θέτει ένα κομβικό κατά την άποψή μου θέμα: την ανθρώπινη υπόσταση, την ατομική περίπτωση μέσα στο όλον που διαμορφώνει την πόλη. Αν μιλάμε για τα δικά μας, και αναγκαστικά μιλάμε για τα δικά μας πράγματα, αυτό που βιώνει ο κάτοικος της πόλης είναι ένας διαρκής χειμώνας δυσφορίας για να θυμηθώ λίγο από τον Ερρίκο τον Τρίτο του Σαίξπηρ. Ή, αν θέλετε, το Ρέκβιεμ της Σεϊρλή θυμίζει το στίχο ενός αρχαίου πέρση ποιητή, που έλεγε ότι τούτος ο κόσμος δεν είναι το σπίτι μας. Οντολογικό; Όχι, πραγματικό. Το αβίωτον της πόλης συνιστά και εγκαθιδρύει και το αβίωτο των ανθρώπων της.

Το Ρέκβιεμ της Σεϊρλή είναι δικό της lacrimae rerum: τα δάκρυα για τα πράγματα που καταρρίπτονται, που πέφτουν από τη θέση τους. Δεν είναι οι ήρωες που καθορίζουν τις περιστάσεις, αν και θα το ήθελαν, αλλά η υπόμνηση μιας επικίνδυνης αρχιτεκτονικής. Αρχιτεκτονική ζωής και πόλης εν ταυτώ.

Το λέει καλύτερα από εμένα, ο έτερος μέγιστος αρχιτέκτονας της ημεδαπής, ο Δημήτρης Πικιώνης: «Είναι απόλυτα βέβαιο πως στις περισσότερες περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, ο χυδαίος ρεαλισμός της εποχής μας εθυσίασε κι επιμένει ακόμη να θυσιάζει τις ανάγκες της εσώτερης ζωής του ανθρώπου εις τα ωφελιμιστικά του ιδεώδη, όχι γιατί η θυσία τούτη ήταν τωόντι αναπότρεπτη -τις περισσότερες φορές μπορούσαν τούτες να ικανοποιηθούν χωρίς οι άλλες να βλαφτούν- αλλά γιατί οι εσώτερες τούτες ανάγκες απουσιάζουν απ’ την ψυχή του. Τρέφει απέναντί τους κάτι χειρότερο από άγνοια – ιταμή περιφρόνηση».

Μπρος σε αυτή την επιθετική επιβολή ενός κακέκτυπου θεάματος, το άτομο δεν έχει άλλη επιλογή από τη φυγή. Παντοιοτρόπως: την τρέλα, τον αποσυνάγωγο βίο, την αποχώρηση από την κοινωνία των πολλών, το θρηνητικό τέλος. Το Ρέκβιεμ σφραγίζει τούτο το ειρωνικό, θορυβώδες, μυητικό τέλος με τρόπο ανεπιφύλακτο. Μόνο που στην περίπτωσή μας το μουσικό μέρος έχει αντικατασταθεί από τις λέξεις της Σεϊρλή που είναι φορτισμένες με το κάλλος, το σφρίγος και τη θλίψη μιας ελεγείας εν προόδω. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, να τραγουδάμε το τέλος μας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top