Fractal

Διήγημα: “Η Ρένα”

Του Θόδωρου Πάλλα // *

 

f11

 

 

Μια δίνη πάνω στο ποτό της, μπακάρντι κόλα, αίματα της πρώτης περιόδου, της κύησης, της μοναξιάς της κι έξω ο χειμώνας δεν λέει να εμφανιστεί, τον περιμένει για να δικαιολογήσει τη μοναχικότητα και την ψύχρα του νου κι εκεί που μετρούσε πού της ξέφυγε η ζωή, όχι μονάχα μια φορά, πέρασαν σχεδόν από πάνω της και κάθισαν στο τραπεζάκι πέντε μέτρα μακριά της, απόσταση σίγουρη πως δεν θα τον άκουγε, με γυρισμένη σ’ αυτήν την πλάτη ο Θέμος κι έβαλε, ηθελημένα το δίχως άλλο, απέναντί της την γκόμενά του, να την βλέπει και να φουρκίζεται, είκοσι χρόνια μικρότερή του πάνω κάτω, να της αποδείξει πως περνάει ακόμα η μπογιά του κι η Ρένα άφησε τον καπνό από το τσιγάρο να κυματίζει στα κόκκινα νερά από το μπακάρντι, «έχω παρέα και θα βγω,» του είχε πει, ψέματα για μια ακόμη φορά, μιας κι εκείνος ήξερε καλύτερα κι από δαύτην πως μοναδική της παρέα οι σκέψεις της ήταν, δεν είχε φίλες μήτε για έναν καφέ, παντού μόνη κι έρημη, κοιτάει την πλάτη του, «καλύτερα που μου δείχνει κάθε φορά την πλάτη,» συλλογιέται, τα μάτια του θα την τάραζαν.

Ένα απλόχωρο παράθυρο στ’ αριστερά της, βλέπει τα φύλλα από τις ελιές που λικνίζονται, το σκοτάδι δεν μπορεί να περιορίσει την έφοδο από το μέσα φως, «άφησα τα παράθυρα διάπλατα», σκέφτεται, «του νου μου πάντα κλειστά,» και γυρνώντας μπροστά προσπαθεί από την τζαμαρία να δει πίσω στο πέρα βάθος αν η θάλασσα ξεπέρασε τα σύνορα του καλοκαιριού και τώρα, αρχές ενός Νοέμβρη τόσο γλυκού που και η μάνα του λιγώθηκε, προσπάθησε να ξεπεράσει εκείνο το βραχάκι που καθόταν με τον γιο της ως τον Σεπτέμβρη και του χτένιζε με το χέρι τα μαλλιά, του γιου της που έφτασε τα δέκα κι ήρθε ως κι ο πατέρας του στα γενέθλιά του, «πως γίνεται να μην έχω το δικό σου επίθετο;» την είχε ρωτήσει, “και να έχω του θείου Θέμου;” εκείνη χαμογέλασε, μπάσταρδο μα αναγνωρισμένο, η σκέψη την τάραξε και πάνω στο περβάζι στο παράθυρο αριστερά της τρία φαναράκια αναμμένα, τρεμοπαίζουν λες και τα χαϊδεύει ο άνεμος, τα παράθυρα του καφέ μπαρ κλεισμένα κρατούν τις μυρωδιές των κορμιών κι αιχμαλωτίζουν την κάπνα, γεμάτο, φωνές, ψίθυροι και η μουσική του σαββατόβραδου κι αυτή τυλίγει τα χέρια της, «ένα μπακάρντι ακόμα».

Η νεαρή θα είναι το νέο του ταίρι το δίχως άλλο, δέκα χρόνια κλείνουν μακριά κι η πιτσιρίκα η δέκατή του κοπέλα, χρονιά και νέα κατάκτηση, κι όλες τόσο μικρές, σα να χωρίσανε οι δυο τους για να κυκλοφορεί με πιτσιρίκες, αδύνατη όπως όλες, όπως κι αυτή, με τα μαλλιά ψηλά δεμένα, μελαχρινή όπως κι η ίδια, με οβάλ γλυκό πρόσωπο κι ένα σημάδι στο μάγουλο, τόσο μικρό που να μην ταράζει την ομορφιά, τόσο μεγάλο που να φαίνεται ανεπαίσθητα αν παρατηρήσεις εξονυχιστικά το πρόσωπό της, ένα τατού στον μέσα καρπό, «σ’ αγαπώ» έχει γράψει αυτή στον δικό της, ανασηκώνει το μανίκι, το κοιτάζει, «μόνο αυτό απόμεινε από την αγάπη σου,» ψιθυρίζει και κοιτάζει προς το τραπέζι του, ο Θέμος κάτι λέει χαμηλόφωνα και η κοπέλα έχει σκύψει τόσο, θαρρείς και θα τον φιλήσει, κι ένα λακκάκι στον λαιμό της, μια τρελή γλύκα, η μπλούζα της με ψιλή τιράντα, πάνω από το στήθος μια δαντέλα της προφυλάγει από τα αδιάκριτα βλέμματα το στήθος και το τζιν της σχισμένο σε όλο το μήκος του μηρού και στα γόνατα, η μόδα της εποχής, κοιτάζει το δικό της παντελόνι, μαύρο και φαρδύ, μια ζωή μαύρη και στενή.

Ταξιδεύει και πάλι πέρα από τις ελιές που σκιάζουν την αυλή του καφέ μπαρ το καλοκαίρι, ταξιδεύει στο ηλιοβασίλεμα της μέρας που έφυγε, ο ήλιος βούτηξε στη θάλασσα και ησύχασε η πόλη, κι έγινε η μοναξιά της αθόρυβη, μια ζωή αθόρυβη σιωπή, στα δεκαοχτώ της έφυγε από το σπίτι και δεν ξαναγύρισε, ο αδελφός της πού και πού της τηλεφωνεί να δει πως ζει και να την ενημερώσει για τη ζωή στο χωριό των γονιών τους, έφυγε από το χωριό αναζητώντας τον κόσμο, μόνη στον τόπο της, καμία φίλη, λες και κάτι πάνω της τις απωθούσε, ίσως το ότι της άρεζαν οι μεγάλοι μοναχικοί περίπατοι και τα γράμματα, ως τα δεκαοχτώ της πάνω από ένα βιβλίο και στα κενά περπατούσε στους χωματόδρομους των κτημάτων, αχ εκείνη η φθινοπωρινή βροχή που την ξέπλυνε από κάθε της στενοχώρια, μετά εδώ στην πόλη πίστεψε πως θα φτερούγιζε μες στην χαρά που θα βρει παρέες, μα κι εδώ μόνη και στα είκοσι πέντε της γνώρισε τον έρωτά της, τον Θέμο, δεν την ένοιαζε πια για τη μοναξιά, είχε τον έρωτα και με αυτόν έτρεχε παντού, ως και στα όνειρα.

Η νεαρή απέναντί της κοιτά με λατρεία στα μάτια τον Θέμο, τον λάτρεψε και η ίδια για χρόνια, «ένα μπακάρντι κόλα ακόμα,» λέει στη σερβιτόρα που περνάει από δίπλα της αγγίζοντάς την εύθραυστα στο μπράτσο, εκείνη της χαμογελά, πόσα χρόνια έρχεται στο ίδιο καφέ μπαρ, μια φορά την εβδομάδα αδιαλείπτως, εκεί κι ο Θέμος, συνήθως, δεν ανταλλάσσουν μηδέ καλημέρα κι εδώ κι όπου έξω στον κόσμο κι αν συναντηθούν, κι η νέα του φίλη έχει ολόιδια τα χαρακτηριστικά τα δικά της όπως και οι περισσότερες που πέρασαν από την αγκαλιά του, όλες πανομοιότυπες σφραγίδες της, μόνο πολύ μικρότερές της, δεν την πειράζει πια, όχι όπως τον πρώτο μήνα του χωρισμού τους που πήρε και σκέπασε όλα τα έπιπλα με άσπρα σεντόνια και τον καθρέφτη κι από τότε έχει κλειστή και την τηλεόραση, ένα πένθος που κράτησε χρόνο και τις πρώτες σαράντα μέρες αυτός, όχι ακριβώς αυτός αλλά το φάσμα του, πηγαινοερχόταν σε όλους τους χώρους, της θύμιζε τα δέκα χρόνια και την ευτυχία που πέρασαν και μετά τα σαράντα μια μια βυθιζόταν οι στιγμές τους στον κάτω κόσμο και πάνω στον χρόνο του θανάτου της σχέσης τους ξέθαψε τα κόκαλα του έρωτά τους και τα έβαλε σ’ ένα κιβώτιο και το πέταξε μακριά στο οστεοφυλάκιο της θάλασσας, πάνω από έναν βράχο πέταξε τα δέκα χρόνια που έζησαν μαζί κι έμεινε και πάλι με το φεγγάρι και το φεγγάρι πάντα σιωπηλό και τι να πεις στους άδειους τοίχους, ευτυχώς έχει τον γιο και σ’ εκείνον όλα τα έλεγε, σαν δεν τα ένιωθε, τώρα, στα δέκα του, αυτή προτιμά τη μετρημένη (επιλεγμένη) σιωπή.

Είναι σ’ ένα άδειο δωμάτιο, κάποιος τη φωνάζει, μια γριά σακάτισσα προσπαθεί να σηκωθεί από ένα κρεβάτι στο βάθος, «μάνα;» ψιθυρίζει, μια νεαρή πέρασε και της ακούμπησε τον ώμο, τραβήχτηκε τρομαγμένη κι ο Θέμος απέναντί της κάτι ψιθυρίζει στο αυτί της κοπέλας του, ψιθυρίζει ή της το πιπιλίζει, ένα σύγκρυο την διατρέχει, στα είκοσι πέντε της γνωρίστηκαν κι αγαπήθηκαν παράφορα, ήταν η πρώτη της φορά σε όλα, έξι χρόνια έρωτας, μετά άλλα τρία συγκάτοικοι στο σπίτι της, κι εκεί που έστρωσε τη ζωή της, ένιωσε και τον πρώτο χτύπο στην κοιλιά της και το γιόρτασε με ένα ποίημα αποχαιρετιστήριο της μοναξιάς, πάνω στον δέκατο χρόνο σαν ο γιος μέσα της άρχισε να την κλωτσά κι εκείνη να του περιγράφει το φως στο οποίο θα έρθει και τον κόσμο που θα ζήσει, ο Θέμος της είπε πως δεν ταιριάζουν, περίμενε δέκα χρόνια να καταλάβει πως δεν ταιριάζουν, ναι τα ανέλαβε όλα για τον γιο, και το όνομά του έδωσε και παιχνίδια του στέλνει και χρήματα, μα τίποτα αυτή δεν χρειάζεται, καθηγήτρια σε πανεπιστήμιο και αναγνωρισμένη ποιήτρια, όλα δεν τα χρειάζεται μα τα δέχεται, γιατί μετά την μεγάλη φωτιά πάνω στον χρόνο του χωρισμού που άναψε κι έκαψε τη ζωή τους, θέλει κάθε λίγο να καίει και κάτι δικό του και κάθε δεύτερο Σάββατο παίρνει τον γιο και σπίτι του, ο θείος Θέμος που έχουν το ίδιο επίθετο, δεν του είπε ποτέ πως είναι ο πατέρας του κι εκείνος ντρέπεται να του το ομολογήσει.

Ο Θέμος έχει απλωθεί στον καναπέ, η μικρή αντίκρυ του, κάθισε για λίγο δίπλα του μα μετά ξαναγύρισε στη θέση της, κόλπο του για να την έχει απέναντί της και να γανιάζεται, δεν την νοιάζει πια, «είπες πως θα πάρεις τον μικρό,» του φώναξε το πρωί, «έχω κανονίσει,» της απάντησε εκείνος ενοχικά, «κι εγώ έχω κανονίσει,» του πέταξε αυτή, εκείνος ντράπηκε να την ρωτήσει πού την βρήκε την παρέα, πέρασε πριν το μεσημέρι και πήρε το παιδί, σίγουρα κάποια μικρούλα είναι τώρα στο σπίτι του και το φροντίζει, κι εκείνος ήρθε εδώ λες κι ένιωσε πως κι η Ρένα εδώ θα ήταν, ήρθε να δει την «παρέα της», έβγαλε το μπλοκάκι της, μια σκέψη σημείωσε, «ένα μπλοκάκι να κουβαλάς πάντα μαζί σου,» της είχε προτρέψει η Μίνα, αυτή που την ώθησε στην ποίηση. Η κυρία Μίνα ερχόταν στο χωριό τους για διακοπές, «να κάνει ο Θεμιστοκλής μου τα μπάνια του,» ο Θεμιστοκλής ήταν ο γιος της, συνομήλικος της Ρένας, με κινητικά και άλλα προβλήματα και η κυρία Μίνα την φώναζε κάθε απόγευμα, κάθε απόγευμα για τρεις μήνες του καλοκαιριού και της διάβαζε βιβλία, γράφανε μαζί ποιήματα και μετά, σαν έφευγε η Ρένα για το σπίτι, «κι αύριο που θα ‘ρθεις να γράψεις τις σκέψεις σου,» την προέτρεπε η κυρία Μίνα , «ή κάποιο ποίημα,» και την άλλη μέρα διαβάζανε ό,τι είχε γράψει, τα διορθώνανε μαζί, και της έδινε βιβλία, αυτό κράτησε επτά χρόνια, από τα εννιά της ως τα δεκαέξι, μετά είδε πως την κοιτούσε ο Θεμιστοκλής λιγούρικα, έσφιξαν και τα μαθήματα στο σχολείο και στα δεκαοχτώ έφυγε για το πανεπιστήμιο, «τι να γίνεται η κυρία Μίνα άραγε και ο Θεμιστοκλής;» σκέφτεται. Της αφιέρωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, «στην κυρία Μίνα που με οδήγησε στα σκαλοπάτια της ποίησης,» μπορεί και να διάβασε το βιβλίο της εκείνο ή ένα από όσα εξέδωσε μετά, σίγουρα θα διάβασε κάτι δικό της μετά το βραβείο που πήρε κι έγινε γνωστή, γιατί η κυρία Μίνα διάβαζε βιβλία ποίησης κι ήταν γενικά ψαγμένη.

Σηκώθηκε. Βαριά τα σύννεφα μέσα στο κεφάλι της προμηνύουν μπόρα. Να πάει στο σπίτι της να ξαπλώσει και το πρωί να τελειώσει με τις εκκρεμότητές της. Η κακία λένε κοιμάται μέσα μας. Η Ρένα ποτέ δεν πείραξε κανέναν. Κι όμως τώρα κάτι της την τσιγκλά.

«Τι γίνεται ο γιος σου;» πετάει του Θέμου σαν ηθελημένα περνά από πλάι του. Τόσο σιγά που να μην ακουστεί η ειρωνεία της, τόσο δυνατά που να την ακούσει η κοπελιά του.

Βγήκε από το καφέ μπαρ και στα φώτα του χώρου στάθμευσης είδε γαλήνιες τις σκιές. Μπήκε στο αυτοκίνητό της κι ένα σπαρταριστό γέλιο γκρέμισε τον θόρυβο της μηχανής.

Νόμισε πως ήταν νερά από τα μαλλιά της αυτά που πότισαν το τιμόνι.

 

 Πλαγιάρι 6 & 7 Νοέμβρη 2016

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top