Fractal

Διήγημα Fractal: “Ρεμπέτικη Ιστορία”

Της Τζίνας Ψάρρη // 

 

f1

Εκείνο το απόγευμα που έφυγε, πήρε μαζί της και τα παιδικά μας χρόνια. Κρυμμένη από τον κόσμο που καλοδεχόταν ή αποχαιρετούσε τους οικείους του, ξεπροβόδισα την φίλη την πιο παλιά, μαζί μ’ ένα βουνό ικεσίες. Δεν θα την άφηνα να δει μάτια βουρκωμένα, ποτέ δεν τα ήθελε κάτι τέτοια η Κατερίνα της καρδιάς μου. Κι όταν το αεροπλάνο απογειώθηκε, ήξερα: ο αδελφός της που την συνόδευε θα μας την έφερνε πίσω γερή, εφιάλτης που κράτησε τέσσερεις μήνες οι χημειοθεραπείες της και τώρα θα τελείωνε. Η κακοήθεια που ξέρασε η περήφανη μα λαβωμένη ψυχή της, θα απομακρυνόταν από το χέρι του μάγου γιατρού. Τόσο απλά, τόσο σίγουρα.

Έμεινα ακίνητη για λίγα λεπτά, κοιτάζοντας τα φτερά του αεροπλάνου που απομακρυνόταν, να κοκκινίζουν απ’ το αδύναμο φως του ήλιου που έγερνε. Απότομα έσκασαν στο νου μου με απίστευτη διαύγεια, τα καλοκαίρια μας. Οι στιγμές που σε σημαδεύουν είναι σχεδόν πάντα αυτές που δεν περιμένεις. Αυτές που ξέρεις πως θα έρθουν, είναι σαν να τις πρόβαρες από πριν, δεν έχουν τόση δύναμη. Κι αυτές οι εικόνες που χορεύουν μπρος στα μάτια μου, είναι όλες διηθημένες απ’ το απροσποίητο, βαθιά ειλικρινές γέλιο της. Λιγόλογη, χαμογελαστή, με μια ραθυμία που την κύκλωνε με γλυκό θάλπος. Αυτή ήταν, από παιδί.

Μαζί γεννηθήκαμε, την ίδια χρονιά. Δίπλα-δίπλα τα σπίτια μας στην πόλη, κολλητά και στην εξοχή. Σαράντα χρόνια φιλίας μοιράζονταν τότε οι γονείς μας, άλλα τόσα τώρα κι εμείς. Μαζί στο σχολείο, μαζί τις μέρες, συχνά μαζί και ο ύπνος μας τις νύχτες. Ποδήλατο, θάλασσες, ταξίδια, πάρτι, θερινοί κινηματογράφοι με λεμονάδα και γέλια, κλεμμένα σύκα απ’ την αυλή του γείτονα. Τελικά, το να μεγαλώνεις κρύβει κι ένα αίσθημα ψυχρό: σπάνια ανεμελιά, πολύτιμη, που δεν την εκτιμήσαμε όπως της έπρεπε.

Στην πραγματικότητα, δεν χωριστήκαμε ποτέ. Ούτε όταν ο έρωτας την οδήγησε σε άλλη πόλη. Εγκαταστάθηκε 600 χιλιόμετρα μακριά μα και πάλι μοιραζόμασταν καλοκαίρια και νύχτες με αδέσποτα τραγούδια. Βαμβακάρης για τον πόνο, Γιοβάν Τσαούς για την χαρά. Η αδελφή που δεν είχα, αυτή είναι. Έρωτες, σπουδές, γεννήσεις, θανάτους, όλα τα μοιραστήκαμε, μαζί με την κοινή αγάπη για κείνα τα λυπημένα ρεμπέτικα του καημού αλλά και της κρυμμένης αισιοδοξίας. Πολεμικός χορός θρακικής καταγωγής η ενήλικη ζωή της, με δίχορδο μουρμούρικο βιολί παιγμένες όλες οι νότες της. Κατάματα τους κοίταξε τους φόβους της, κι αν την γονάτισαν, την δύναμη που χρειαζόταν πάντα την έβρισκε. Ακόμα κι αν δάκρυα θόλωσαν πολλές φορές το βλέμμα της, κι αν άργησε, βρήκε τον τρόπο: τ’ απόδιωξε και συνέχισε. Ώσπου ήρθε το αναπάντεχο. Ενώ έπρεπε να είναι χωμένη στη ρουτίνα της πόλης της, μου χτύπησε το κουδούνι μέσα στη νύχτα.

“Σε ξύπνησα”. Δεν ρώτησε. Δήλωσε. Το βλέμμα της σκοτεινιασμένο, αν και γελούσε.

“Λέγε”. Τί άλλο να πω;

“Για την ζωή, το ξέρουν όλοι. Όμως και για την επιβίωση ισχύει το ίδιο: τα πάντα κρέμονται από απρόβλεπτες λεπτομέρειες, όπως ένας απλός βήχας για παράδειγμα”.

“Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πιάσ’ το από την αρχή”. Ένα αόρατο σύννεφο θλίψης άρχισε να αιωρείται γύρω μου, σκοντάφτει στα έπιπλα και τριγυρνάει στα πόδια μας. Είναι σαν να υπάρχει πολύ κοντά μας κάτι αδέξιο, κάτι πολύ καινούριο. Στέκομαι δίπλα της και περιμένω να διαλέξει τη στιγμή, όποτε θέλει εκείνη να μιλήσει.

“Δεν πρόκειται να θρηνήσω το αναπόφευκτο. Τίποτα δεν γίνεται με την θέλησή μου. Δεν πρόκειται να ζητιανέψω ούτε οίκτο, ούτε χρόνο, αυτός είναι, όσος είναι. Δεν θα ζήσω σ’ ένα αλλόκοτο νυχθημερόν που θα με κομματιάζει. Θ’ ακολουθήσω ήρεμα τον μοναδικό δρόμο που ανοίγεται μπροστά μου, γιατί απλά δεν υπάρχει άλλος. Θα κάνω ό,τι πρέπει, ό,τι μου πουν, αλλά με ηρεμία. Και γέλιο όποτε είναι μπορετό. Αυτό θέλω μόνο, απ’ όλους”.

“Με φοβίζεις και δεν μου εξηγείς”

“Τί δεν καταλαβαίνεις; Καρκίνος”.

Έψεξα τον εαυτό μου μόνο για λίγο, ένιωσα ανίκανη να της προσφέρω το είδος της βοήθειας που χρειαζόταν. Για λίγο μόνο, κι ύστερα θύμωσα. Ό,τι έπρεπε να γίνει, θα το κάναμε όπως το ήθελε.

Ο γιατρός κρατούσε τα χέρια του σταυρωμένα επάνω στο γραφείο όσο μας μιλούσε. Παρατήρησα άθελά μου τις φλέβες: είχαν μια γαλαζωπή γυαλάδα γύρω από τις αρθρώσεις των δαχτύλων. Το ύφος του, δεν είχε τίποτε αδιάφορο ή προσποιητό. Παρακολουθούσαμε τις λέξεις να ξεχύνονται χείμαρρος από το στόμα του, για κάτι τέτοιο, ποτέ δεν είσαι αρκετά προετοιμασμένος. Πίσω από την φαινομενική πεποίθηση στην έκφρασή της, μπορούσα να διακρίνω την αγωνία που κρυβόταν. Αυτό το ελαφρά σαρκαστικό χαμόγελο, εμένα δεν με ξεγελούσε. Απ’ ότι φαινόταν, ούτε και τον γιατρό.

“Θα πρέπει να χειρουργηθείτε, να αφαιρεθεί ο όγκος”, ξεκίνησε απλά και κατανοητά για να συνεχίσει μ’ ένα σωρό χειρουργικές λεπτομέρειες τρομακτικές. Ο αδελφός της κι εγώ, που και που ψελλίζαμε αμυδρές απορίες. Εκείνη, σε αδράνεια. Όταν μίλησε, μείναμε οι υπόλοιποι σε αδράνεια.

“Αυτό το θρίλερ που εξελίσσεται, έχει κανένα διάλειμμα για πατατάκια, ή όλο το έργο θα το πάμε χωρίς διακοπή ως το τέλος”;

“Μπορούμε να ξεκινήσουμε με χημειοθεραπείες, έχουν και αυτές τα ευεργετικά οφέλη τους. Έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάσουμε αν το θέλετε και προχωράμε μετά στην επέμβαση”.

Αυτό ήθελε, τις θεραπείες επέλεξε. Τις πρώτες ημέρες μετά τη διάγνωση, το μόνο που φαινόταν να κάνει είναι να κοιτάζει ανέκφραστα το κενό, λες και τα μάτια της ήταν το μόνο όργανο που μπορούσε να εκτελεί λειτουργίες, λες και όλα τα υπόλοιπα είχαν αποσυρθεί. Πέρασαν ώρες επίπονης προσπάθειας, μα τα κατάφερε. Αφυπνίστηκε κι έδιωξε με μια μονάχα κίνηση την πιστευτή ομίχλη που είχε σκεπάσει τη ζωή της. Είχε αφήσει χαραμάδα ανοιχτή στον φόβο, τρύπωσε και την κυρίευσε. Τις λίγες ώρες που της έκλεψε, τώρα θα τις ζητήσει πίσω, το ξέρω, θα το παλέψει.

Στο φως της ημέρας, το νοσοκομείο είναι μια σειρά από θορύβους. Διάδρομοι όπου τρέχουν λευκές και πράσινες μπλούζες, εντολές, βήματα πότε συρτά και πότε βιαστικά. Δικό της ρυθμό έχει η καθημερινότητα του νοσοκομείου, εντελώς διαφορετική απ’ τις ανθρώπινες ιστορίες που ξαπλώνουν στα κρεβάτια του. Παρέα μετρούσαμε τις ώρες που περνούσαν, η Κατερίνα κι εγώ. Έγχυση φαρμάκων και ορών που εναλλάσσονταν. Σωληνάκια, οροί και ζάλη. Εξάντληση και ύπνος ατελείωτος. Και τις ώρες της σχετικής διαύγειας, είχαμε πολλές ιστορίες να πούμε. Να μπερδευτούμε και να τις πιάσουμε και πάλι από την αρχή. Όταν η ζωή σε τραβάει από το μανίκι, κάνεις τη στεναχώρια νήμα και μ’ αυτό μαθαίνεις να πλέκεις λύσεις. Όσο πιο πολύ πλέκεις, τόσο περισσότερες καλοϋφασμένες λύσεις θα παράξεις. Εγώ της μιλούσα για πολύχρωμα φουλάρια που θα τα δέναμε στο κεφάλι με περίπλοκους φιόγκους. Εκείνη γελούσε.

“Να μου πάρεις περούκα! Δεν θα κυκλοφορώ στον δρόμο σαν την Σοράγια”!

“Ξανθιά περούκα θα σου πάρω, σαν την Μαίρυλιν θα είσαι”!

Σεβάστηκα, μ’ όποιον τρόπο ήξερα τις σεβάστηκα τις αντοχές τις ψυχής της, όσο ποτέ, σ’ όλη τη διάρκεια των θεραπειών της. Και τώρα, να που ήρθε η ώρα να ξεριζωθεί από μέσα της ο δαίμονας, άπαξ δια παντός. Σήκωσα το χέρι μου και την χαιρέτησα από μακριά, μόνο την ώρα που δεν έβλεπε.

Επέστρεψα στο σπίτι αργά, νωχελικά, απρόθυμα, την ώρα που μια φέτα φεγγάρι αιωρούνταν στη σκοτεινιά. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα μελαγχολικά φθινοπωρινά βράδια. Η σιωπή γύρω μου φώναζε πως η μεμβράνη που χωρίζει την ευτυχία από την δυστυχία είναι υπερβολικά λεπτή. Αρκεί ως εδώ! Δεν είναι ελάττωμα η αισιοδοξία, δεν είναι αντίθετη του ρεαλισμού! Από πάνω μας στέκεται ο ουρανός, πόσο μακριά μπορεί να πήγε; Ένα κουράγιο δρόμος είναι ως τη θετική αύρα. Κι η πίστη που οδηγεί στην επίτευξη, έχει την μυρωδιά της δύναμης. Μαζί θα τον χορέψουμε και τούτον τον χορό. Αντικριστά. Χωρίς βήματα. Αρκεί να της θυμίσω πως μετά την τρικυμία, μια λάμψη ανεπαίσθητη κάνει τη θάλασσα που λατρεύει, κάπως σαν να λάμπει.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top