Fractal

Δοκίμιο: “Ρεαλισμός- Νατουραλισμός // σύγκριση διηγημάτων”

Της Σταυρούλας Ηλία // *

 

Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να διερευνήσει την επίδραση του Ρεαλισμού και του Νατουραλισμού στα διηγήματα «Μια βεντέτα» του Γκυ ντε Μωπασάν και «Θλίψη» του Άντον Τσέχωφ και κατά πόσο τα ειδολογικά  χαρακτηριστικά καθώς και τα αφηγηματικά τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται επιτρέπουν την ασφαλή ένταξή τους στο ένα από τα δύο ρεύματα. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η δυσκολία μιας τέτοιας απόπειρας, αφού αφενός συχνά τα όρια ανάμεσα στα δύο ρεύματα είναι αρκετά θολά κι αφετέρου  ο περιορισμός στον αριθμό των λέξεων δεν επιτρέπει τη διεξοδική ανάλυση και τον πλήρη σχολιασμό των δοθέντων κειμένων.

 

 

 

Tο διήγημα του Μωπασσάν: «Μια βεντέτα», διαθέτει αμιγώς νατουραλιστικά χαρακτηριστικά: ο τίτλος παραπέμπει σε πράξη εκδίκησης που οπωσδήποτε περιλαμβάνει βία και συγκεκριμένα δολοφονία. Επιλέγεται ένα  ιδιαίτερα προκλητικό θέμα-ο φαύλος κύκλος της εκδίκησης-από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Πρόκειται για ένα κοινωνικό  πρόβλημα, το οποίο όπως κάθε κοινωνικό πρόβλημα π.χ φτώχεια, ανεργία, αλκοολισμός, πορνεία, βία κλπ. εντάσσεται στη θεματική της νατουραλιστικής πεζογραφίας κι αποτελεί σύμφωνα με τους Νατουραλιστές αναγκαίο κακό ,που δεν μπορεί να διορθωθεί, αφού τα αίτια που το προξενούν είναι φυσικά. Αυτές οι απόψεις βασίζονται στις θεωρίες της εποχής κυρίως στον ντετερμινισμό και το θετικισμό. Η θεώρηση του ανθρώπου από τους Νατουραλιστές ως όντος μη έχοντος ευγενή κίνητρα ή καταβολές που μπορεί υπό την επήρεια των ενστίκτων του ή την πίεση της στιγμής και των συνθηκών, να εκφυλιστεί στην κατάσταση του απάνθρωπου κτήνους βασίζεται στις αρχές του Δαρβίνου και του Ταιν.

Στο δοθέν κείμενο υπάρχουν τα κάτωθι σημεία τα οποία παραπέμπουν στα παραπάνω: «Κάποιο βράδυ, ύστερα από έναν καβγά, ο Αντώνης Σαβερίνι δολοφονήθηκε ύπουλα με μια μαχαιριά  από τον Νικόλα Ραβολάτι, που την ίδια κιόλας νύχτα πέρασε στη Σαρδηνία»,(αναδρομή) «θα δεις, θα δεις, θα εκδικηθώ το θάνατό σου, μικρό μου, αγόρι μου, δόλιο μου παιδί. Κοιμήσου, κοιμήσου, θα εκδικηθώ το θάνατό σου, ακούς;»(πρόληψη).[1] Ο γιος της ηρωίδας δολοφονήθηκε ύπουλα κι εκείνη αποφάσισε να υπακούσει στον άγραφο νόμο της εκδίκησης και στο ένστικτό της, δεν είχε άλλα περιθώρια επιλογής-κι άλλο νατουραλιστικό στοιχείο-από το να εκδικηθεί το θάνατο του γιου της: «ολομόναχη, καθισμένη ολημερίς στο παραθύρι της, αγνάντευε προς τα εκεί, κλωθογυρίζοντας στο μυαλό της την εκδίκηση» (περίληψη), «Δεν μπορούσε ούτε να λησμονήσει ούτε να περιμένει. Τι να’ κανε; Δεν κοιμόταν πια τις νύχτες, δεν είχε πια αναπαμό ούτε ησυχία»(επιτάχυνση).[2] Εδώ δίνεται η έντονη συναισθηματική φόρτιση εξαιτίας της έμφυτης ανάγκης για εκδίκηση. Η λύση που βρήκε η μάνα, ο τρόπος που εκπαίδευε το σκυλί της, να σκοτώνει δαγκώνοντας στο λαιμό στερώντας του μάλιστα την τροφή για αρκετές μέρες, προκειμένου έτσι να πετύχει τον στόχο της κι η τελική σκηνή της δολοφονίας παρουσιάζονται με εξαιρετική αληθοφάνεια, παραστατικότητα αλλά και σκληρότητα(νατουραλιστικά στοιχεία). Έτσι φανερώνεται η πραγματικότητα γυμνή χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ,χωρίς σχόλια ή συναισθηματισμούς.

Αντίστοιχα, το διήγημα του Τσέχωφ απρόσκοπτα εντάσσεται στο ρεύμα του Ρεαλισμού, αφού στόχος του συγγραφέα είναι η πιστή απόδοση της κοινωνικής πραγματικότητας, το θέμα αντλείται από την καθημερινότητα της ρώσικης κοινωνίας,  υφίσταται εμμέσως χωροχρονικό πλαίσιο(πόλη, φανάρια, χειμώνας, άμαξες κλπ), ενώ παράλληλα ασκείται κοινωνική κριτική. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον ήρωα  ως θύμα των κοινωνικών συνθηκών κι ανάγει την περιγραφή του ιδιωτικού δράματος σε εξερεύνηση της κοινωνικής συμπεριφοράς.  Επιπλέον αναλύεται ο ψυχικός κόσμος του ήρωα με  φιλοδοξία την αναπαράσταση της λειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας. Ο Τσέχωφ στρέφει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του σ’ έναν κοινό, καθημερινό κι ασήμαντο άνθρωπο, τον οποίο αναδεικνύει σε ήρωα-πρωταγωνιστή.

Ο ήρωας προχωρεί σε διαδοχικές προσπάθειες επαφής κι επικοινωνίας με τους άλλους, εφόσον έχει την ανάγκη της συμπαράστασης στην οδύνη του από τον θάνατο του γιου του, που όμως όλες βαίνουν άκαρπες κι ατελέσφορες.  «Κλείνει σχεδόν μια εβδομάδα[…]δυο κουβέντες» (επιτάχυνση κι αναδρομή) φανερή είναι η υποκειμενική ματιά του αφηγητή(ρεαλιστικό στοιχείο), η  συμπάθεια και συμπαράστασή του στον ήρωα μέσω της οποίας επιτείνεται η τραγικότητά του.[3] Διότι ο Ιόνας είναι τραγικό πρόσωπο, όπως και η μάνα στο διήγημα του Μωπασσάν.

 

Η ηρωίδα του Μωπασσάν ενώ είναι δέσμια των εσωτερικών της παρορμήσεων « η μάνα είχε  μια φαεινή ιδέα, ιδέα ενός ανθρώπου πρωτόγονου, εκδικητικού και ανήμερου»[4] διαθέτει αιώνια συναισθήματα: θυμός, εκδίκηση ,χρέος προς τον νεκρό(θυμίζει ομηρικά έπη κι αρχαιοελληνική τραγωδία).Παρουσιάζεται  η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, τα πάθη και τα άγρια ένστικτα κυριαρχούν(παροξυμμένος χαρακτήρας)κι η μάνα στο τέλος ήρεμη, θεωρώντας προφανώς πως έχει δικαιωθεί  κοιμάται επιτέλους ήσυχη, ξαναγυρίζοντας στη φυσιολογική ζωή . Έντονος ο ηθικός κυνισμός-αμοραλισμός, δεν έχει ενοχές ή τύψεις για τον φόνο,  εξομολογείται μάλιστα στην εκκλησία(αντίθεση κι αντίφαση) : «Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκε καλά»-τραγική ειρωνεία.[5] Η τελευταία αυτή πρόταση αποτελεί την καταληκτική αιχμή του διηγήματος με τη μορφή αντίθεσης ανάμεσα στο ειδεχθές έγκλημα που διέπραξε η μάνα και την ψυχική ηρεμία-ευφορία που αυτό της επέφερε.

Ο Τσέχωφ στιγματίζει την απάθεια, την αποξένωση, την  αδιαφορία των ανθρώπων,  που φτάνει στον κυνισμό(νατουραλιστικό στοιχείο), την αναλγησία, το θράσος, την αγένεια της νεολαίας μέσω του διαλόγου. «Παλιοχολέρας» χαρακτηρίζεται  ο ήρωας στο διήγημα του Τσέχωφ από τους νεαρούς πελάτες «ε, χολέρα του κερατά, ακούς;»[6] Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα της κοινωνίας της εποχής του.

Η χρήση της αποστροφής, β΄ ενικό πρόσωπο¨ «Σκίσε το στήθος του Ιόνα.,[….] της ημέρας» δηλώνει την πρόθεση του αφηγητή να μεταβιβάσει στον αναγνώστη που κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται στη δεινή θέση του ήρωα, πέρα από το αίσθημα της οικειότητας, την ένταση  της ψυχικής οδύνης και της μοναξιάς του[7]. Ο συγγραφέας επιθυμεί να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό αυτής της τεράστιας θλίψης, να προκαλέσει αισθήματα ελέους και συμπάθειας προς τον ήρωα.

Στο απρόσωπο ύφος του παντογνώστη αφηγητή στο διήγημα του Μωπασσάν αντιπαραβάλλεται η υποκειμενική  ματιά  του παντογνώστη στον Τσέχωφ: « «Όπως μαρτυράει η στάση του ,το άλογο είναι βυθισμένο[….] δεν μπορεί να μη σκέφτεται!»[8] Η αναπαραστατική δεινότητα της γλώσσας είναι άκρως εμφανής και στα δύο κείμενα(ρεαλιστικό στοιχείο).Στο διήγημα του Μωπασσάν δεν υπάρχει ηθικολογική παρέμβαση του αφηγητή , παρουσιάζεται μια αδιέξοδη εικόνα τόσο του ανθρώπινου είδους όσο και της κοινωνίας( αμιγώς νατουραλιστικό στοιχείο). Χρησιμοποιείται η μέθοδος της ουδέτερης παρατήρησης , με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η ηρωίδα ως παράγουσα το κακό χωρίς όμως να ευθύνεται γι’ αυτό (νατουραλιστικό στοιχείο).Επιπλέον υπάρχουν έντονες και παραστατικές εικόνες: «Το ζώο, παλαβωμένο, τινάχτηκε και τον άρπαξε από τον λαιμό. Ο άντρας άπλωσε τα χέρια του, το σφιχταγκάλιασε και κυλίστηκε καταγής[….] που τον ξέσκιζε σε κομμάτια».[9] Τέλος, οι εξαντλητικές περιγραφές διάσπαρτες σε ολόκληρο το κείμενο από τις περιγραφές του τοπίου έως την απόδοση της καταληκτικής σκηνής της δολοφονίας αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του  νατουραλισμού. Η ιστορία παρουσιάζεται αποστασιοποιημένα, χωρίς αναφορές στα αίτια του προβλήματος ενώ υπάρχει γραμμική χρονολογική εξέλιξη κι ο χρόνος της αφήγησης είναι μικρότερος από τον χρόνο της ιστορίας. Επιπλέον η ένταξη της αφήγησης  σ’ ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, στο Μπονιφάτσιο τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα που έζησε ο  συγγραφέας, συνάδει με τις βασικές αρχές του ρεαλισμού. Όμως ο Μωπασσάν αποδίδει σημασία στην αισθητική του κειμένου, στην ποιητικότητα της έκφρασης κι έτσι ξεφεύγει από τον νατουραλισμό ενώ είναι γνωστό πως δεν αποδεχόταν την ένταξή του σε οποιαδήποτε συγγραφική σχολή ή λογοτεχνικό ρεύμα.

Στο κείμενο του Τσέχωφ υπάρχουν αντίστοιχα έντονες, παραστατικές εικόνες, ακριβείς περιγραφές  και πολλά σχήματα λόγου: «η θλίψη του, που είχε καλμάρει για λίγο, ξαναγυρνάει και του φουσκώνει το στήθος με μεγαλύτερη ένταση» ή η μεταφορά «έναν πόνο πελώριο που δεν ξέρει σύνορα» ή  «ο πόνος κατάφερε να χωθεί.[…] μέρος».[10] Ακόμη και τα αποσιωπητικά στο τέλος της συγκεκριμένης παραγράφου τονίζουν την αντίθεση ανάμεσα στην ασημαντότητα του αμαξά και το εύρος, την τραγική διάσταση της θλίψης του. Η λέξη πόνος χρησιμοποιείται πολλές φορές  προκειμένου να τονιστεί η απέραντη ψυχική οδύνη του αμαξά, η θλίψη του( η συγκεκριμένη λέξη εξάλλου αποτελεί και τον τίτλο του διηγήματος). Επομένως η πληθώρα σχημάτων λόγου και η χρήση δραματικού ενεστώτα προσδίδουν ζωντάνια,  παραστατικότητα κι ένταση στη δήλωση των σκέψεων και των συναισθημάτων του «παροξυμμένου ήρωα», κατά Βλαβιανού.[11] Η χρήση της  μηδενικής εστίασης του παντογνώστη αφηγητή  που κάποτε δημιουργεί την εντύπωση μιας εσωτερικής εστίασης καθώς και του ελεύθερου πλάγιου λόγου  μεταδίδουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα στην οποία ζει  ο ήρωας. Αντίστοιχα στη  γραφή του Μωπασσάν, καταργείται  η απόσταση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον  αναγνώστη,   το ανοίκειο γεγονός της βεντέτας καθίσταται οικείο κι η ηρωίδα ακόμη και συμπαθής.. Η ιστορία της βεντέτας,  παρέχει λοιπόν στον Μωπασσάν την ευκαιρία να διηγηθεί μια ιστορία θλιβερή ,η μάνα(γυναίκα και γριά) καταφέρνει να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου της, δολοφονώντας έναν άνδρα νέο (οξύμωρο σχήμα).Η «γεύση» που μένει είναι ότι στη ζωή τα θύματα και οι θύτες εναλλάσσονται διαρκώς  κι έτσι θα συμβαίνει «εις τους αιώνες των αιώνων». Στο διήγημα του Τσέχωφ, ο  ήρωας επιθυμεί κατανόηση, αναζητεί κάποιον να τον ακούσει: «Ο Ιόνα κοιτάει να δει τι αποτέλεσμα[….]από τις δύο πρώτες κουβέντες».[12] Ολόκληρη αυτή η παράγραφος-σχόλιο του αφηγητή φανερώνει τον παροξυμμένο χαρακτήρα του ήρωα, κατά τη Βλαβιανού.[13] Στο τέλος «τα ιστοράει στ’ άλογό του όλα..», η καταληκτική αιχμή του διηγήματος και κορύφωση της αντιθετικής δομής του( η ανάγκη του ήρωα για επικοινωνία-η αδιαφορία των ανθρώπων γύρω του, οι άνθρωποι δεν ακούν, δεν κατανοούν- το ζώο ακούει και κατανοεί).

Εν κατακλείδι ,

τα δύο  διηγήματα χαρακτηρίζονται κλασσικά από την άποψη  τόσο των ειδολογικών χαρακτηριστικών όσο και της αφηγηματικής οικονομίας κι ανήκουν στον ευρύτερο Ρεαλισμό. Οι αφηγηματικοί τρόποι ,η οπτική γωνία, η εστίαση, ο χρόνος κι ο ρυθμός αφήγησης  δεν υπογραμμίζουν απόλυτα την ένταξή τους σε συγκεκριμένο ρεύμα. Οι προαναφερθείσες αντιθέσεις τους αδρομερώς  εντάσσουν το διήγημα του Μωπασσάν στο ρεύμα του Νατουραλισμού και το αντίστοιχο του Τσέχωφ στο ρεύμα του Ρεαλισμού. Συμπερασματικά είναι και τα δύο εξαιρετικά με την έννοια της αισθητικής απόλαυσης, μέσω της συγκίνησης, που προσφέρουν. Κι αυτή είναι η αληθινή, η ποιοτικά διαχρονική Λογοτεχνία!

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  •  α) Λογοτεχνικά κείμενα: Γκυ ντε Μωπασάν, « Η βεντέτα», Επίλεκτα διηγήματα, μτφρ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σσ. 205-210
  • Αντόν Τσέχωφ, «Θλίψη», Η κυρία με το σκυλάκι και άλλα διηγήματα, μτφρ. Νίκος Παπανδρέου, Ράντουγκα-Σύγχρονη Εποχή, Μόσχα-Αθήνα 1990, σσ. 119-125.
  • β) Διδακτικό υλικό και θεωρητικά κείμενα:
  •  Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, κ. ά., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2 2008: Ενότητες 3.2.1, 3.2.2 [κυρίως τις σσ. 152-157, 160-165, 171-176, 177-182].
  • Travers, «Το λογοτεχνικό εργαστήριο: Νατουραλισμός», Ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από τον ρομαντισμό ώς το μεταμοντέρνο, μτφρ. Ι.Ναούμ & Μ. Παπαηλιάδη, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, σσ. 174-182.
  • Α. Βλαβιανού, «Το διήγημα στην καμπή του 19ου αιώνα». Από την κλασική αρτιότητα στις πρώτες καινοτόμες αποκλίσεις» (απόσπασμα), στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, φιλολογική επιμ. Π. Αποστολή, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σσ. 186-198.

 

 

[1] Γκυ ντε Μωπασάν, « Η βεντέτα», Επίλεκτα διηγήματα, μτφρ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σελ.206

[2] Στο ίδιο,σελ.207

[3] Αντόν Τσέχωφ, «Θλίψη», Η κυρία με το σκυλάκι και άλλα διηγήματα, μτφρ. Νίκος Παπανδρέου, Ράντουγκα-Σύγχρονη Εποχή, Μόσχα-Αθήνα 1990, σσ. 124-125

[4] Μωπασσάν,ό.π.,σ.208

[5] Στο ίδιο,σ.210

[6] Τσέχωφ,ό.π.,σ.123

[7] Στο ίδιο, σ.σ123-124

[8] Στο ίδιο,σ.119

[9] Μωπασάν, ,ό.π.,σελ.209

[10] Τσέχωφ, ό.π.,σελ.123

[11] Α. Βλαβιανού, «Το διήγημα στην καμπή του 19ου αιώνα». Από την κλασική αρτιότητα στις πρώτες καινοτόμες αποκλίσεις (απόσπασμα), στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, φιλολογική επιμ. Π. Αποστολή, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ190.

[12] Τσέχωφ,ό.π.,σ.σ123-4

[13] Βλαβιανού,ό.π.,σ.190

 

 

 

* Η Σταυρούλα Ηλία είναι απόφοιτη της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος στο Γύθειο Λακωνίας, όπου και διαμένει με την οικογένειά της. Παρακολουθεί ΜΠΣ με θέμα τη θεωρία της Λογοτεχνίας και τη Δημιουργική Γραφή. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα φιλολογικού ενδιαφέροντος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top